Δυτικός άνθρωπος 'Ωρα μηδέν

 « ...μάγκες, τα κεφάλια μέσα, το διάλειμμα τελείωσε... »

Της "Χρυσαλλίδας"

Άδειοι δρόμοι. Σκουπιδοτενεκέδες αραδιασμένοι δύο δύο ή τρεις τρεις σε κάθε γωνιά. Σαν έτοιμοι να μιλήσουν, να σου πουν καλησπέρα, να σου πιάσουν κουβέντα, με το καπάκι τους στραβοβαλμένο σαν στόμα μισάνοιχτο απ'όπου βλέπεις να ξεχειλίζουν πρασινοκίτρινες σακκούλες.

Μια σειρήνα σκούζει, πησιάζει, και χάνεται.

Σιωπή.
Οι φοίνικες, απαθείς με τους λαιμούς τους τεντωμένους προς τα πάνω. Τα κλαδιά των άλλων δένδρων, ροζ, πράσινα, έχουν αρχίσει να ανθίζουν. Το πάρκο κλειδωμένο. Παιδιά πουθενά. Σαν να έχουν πεθάνει όλοι. Ένα κράξιμο στον ουρανό. Ένας γλάρος, δύο. Σου θυμίζουν ότι κάπου εδώ γύρω υπάρχει θάλασσα. Ναι, αλλά απαγορεύεται να πλησιάσεις. « Οι βόλτες στην παραλία τιμωρούνται », το διάβασες στην τοπική φυλλάδα προχτές ή μήπως ήταν την περασμένη εβδομάδα, ή την προπερασμένη ; Ο χρόνος χάνεται, διαχέεται, εξατμίζεται σαν κολώνια σε ξεκαπάκωτο μπουκάλι.

Από τον άδειο κάθετο δρόμο διακρίνεις μονάχα ένα θαμπό αόριστο γαλάζιο, και την σιλουέττα των μεταλλικών καθισμάτων που έφτιαξε ο Δήμος για να κάθονται  ν'αγναντεύουν οι τουρίστες και οι συνταξιούχοι, (όταν ακόμα υπήρχαν τουρίστες με παγωτό χωνάκι στο χέρι κι όταν υπήρχαν συνταξιούχοι που βγαίναν από το σπίτι τους). Νά'χει άραγε φουσκοθαλασσιά ή γαλήνη σήμερα ; Η ερώτηση θα μείνει αναπάντητη. Ο γλάρος έχει ορμήξει στο στόμειο του σκουπιδοτενεκέ, έχει αρπάξει μια κίτρινη σακκούλα και την χτυπάει κάτω. Την ξεσκίζει, αρπάζει αποφάγια, γεμίζει τον δρόμο με χαρτιά, φλούδες σπασμένα αντικείμενα… τον κοιτάζεις, τον παρατηρείς, μισοκλείνεις τα μάτια σου και τον βλέπεις σαν ένα τεράστιο αρπακτικό που επωφελείται της απουσίας των υπολοίπων για να κάνει τα όσα αλλιώς δεν θα του επιτρεπόταν. Συνεχίζεις. Τον αφήνεις πίσω σου. Ρίχνεις μια τελευταία ματιά, φωτογραφική, στο έρημο άστυ με το αρπακτικό εν τω μέσω της νεκρής λεωφόρου.

Λίγο πιο πάνω, η άλλοτε φωτεινή ταμπέλα με το παγωτό χωνάκι είναι σβηστή.
Δίπλα, στο « Μαγαζί οπτικών », τα ρολά κατεβασμένα.
Αναλογίζεσαι αν θα περπατά τώρα κανείς σε κείνον τον άλλον δρόμο, τον κεντρικό, τον κάποτε πολύβουο με τα μαγαζιά ρούχων και παπουτσιών, κύρια διασκέδαση του πλήθους, που για να ξεσκάσει κανείς ξόδευε τα λεφτάκια του αγοράζοντας το τέταρτο κρεμ καλσόν ή την όγδοη τσάντα από συνθετικό δέρμα made in China που στοίβαζε μετά στα ντουλάπια του μικρού του διαμερίσματος... Αν στα πάντα γεμάτα κόσμο κωμωτήρια, δύο ή τρία ανά οικοδομικό τετράγωνο, τα σεσουάρ έχουν μείνει αναμμένα ή σβηστά...

Και τότε θυμάσαι ένα γνωστό ανέκδοτο, τη φωνή του διαχειρηστή της κολάσεως προς τους καπνίζοντες βουτιγμένους μέχρι τον λαιμό στο βούρκο με τις ακαθαρσίες : « ...μάγκες, τα κεφάλια μέσα, το διάλειμμα τελείωσε... »  Ναι, πράγματι, φαίνεται πως το διάλειμμα τελείωσε, η παιδική χάρά έκλεισε, κι αυτοί που νόμιζαν αφελώς ότι θα απολάμβαναν το κάπνισμα, έστω και χωμένοι μέχρι το λαιμό μες τα σκατά πρέπει να χώσουν τώρα και το κεφάλι μέσα. Όχι φίλοι μου, είχατε πιστέψει το παραμυθάκι ότι όλα θα ήταν για όλους, ή τουλάχιστον ότι ο καθένας θα μπορούσε να διεκδικήσει ό.τι τον ενδιέφερε, πάει πια, πάπαλα αυτά τα αφελή που μαθαίναμε στο σχολείο…'Ωρα μηδέν.

Κανένα σχέδιο. Καμία προθεσμία, καμία προβλεψη. Ο δυτικός άνθρωπος μένει μετέωρος. Δεν είναι τελικά, όπως ίσως νόμιζε, ανώτερος από τον ασιάτη, ούτε από τον αφρικάνο, δεν χαίρει ούτε καλύτερου ανοσιοποιητικού συστήματος, ούτε καλύτερου πολιτικού συστήματος, ούτε είναι σε τίποτα ο κληρονόμος του ευγενούς αρχαιοελληνικού αθλήματος της δημοκρατίας. Παρόλα τα βιβλία που κοσμούν την βιβλιοθήκη του, έπεσε στην παγίδα. Συναίνεσε στην σταδιακή αλλά βέβαιη αντικατάσταση της σημασίας των λέξεων από το αντίθετό τους : δουλεία για ελευθερία, πόλεμος για ειρήνη, υποταγή για ανεξαρτησία, αδικία για δικαοσύνη… Και τώρα, να, είναι πια τουρίστας χωρίς προορισμό, καταναλωτής χωρίς βιτρίνες, τραγουδιστής χωρίς κοινό, δάσκαλος χωρίς μαθητές, γιατρός στα όριά του, υποχρεωμένος να εφαρμόσει τον νόμο της ζούγκλας, να διαλέξει ποιόν θα διασωληνώσει και ποιον θα αποσυνδέσει... Πλήθος υπάκουο, μαλθακό, φοβισμένο, με μόνο ορίζοντα τις οθόνες που του σφυροκοπούν το κεφάλι μέρα νύχτα με τα ίδια και τα ίδια μέχρι να του το αδειάσουν εντελώς : « αγόρασε », « πάρε δάνειο », « κάνε κράτηση τώρα », « αδυνάτησε », « γοήτεψε », « φοβού »... 

Μια σειρήνα σε συνεφέρει από τις σκέψεις. Στον κάθετο δρόμο ένα αστυνομικό κάνει περιπολίες.

Απέναντι μια άλλη σιλουέττα που κινείται όπως εσύ. Κάποιος γείτονας ; Τί σημασία έχει. Δεν θα σε κοιτάξει. Δε θα μιλήσει. Υπακούει στις εντολές. Φοβάται. Πέρα μακριά μια πιο λεπτή, γυναικεία ίσως, σιλουέττα κρατάει ένα κατοικίδιο από το λουρί.

Σούρουπο. Το πανώ όπου κάποτε κολλούσαν χάρτινες διαφημήσεις έχει γίνει εδώ και καιρό ηλεκτρονικό. Θυμάσαι, ποιος ξέρει πότε, κάτι χαρούμενες κοπελούδες που επεδύκνυαν γελαστές τα τσαντάκια ή τα κραγιόν τους, η μία μετά την άλλη σε κυλιώμενες εικόνες που τραβούσαν το μάτι των όσων περίμεναν εκεί δίπλα κάποιο λεωφορείο. Απόψε το ίδιο αυτό πανώ αναβοσβήνει εκπέμποντας ένα άλλο λευκό φως που πάνω του ένα νέο μύνημα : « Γύρνα σπίτι σου. Είσαι επικίνδυνος », τα χρώματα είναι μπλε, λευκό και κόκκινο... χρώματα της γαλλικής σημαίας.

Σούρουπο.
Μοναδική ανάσα το μικρό μπακάλικο στη γωνία. Το φωτάκι του αναμμένο, η πράσινη τέντα ανεβασμένη. Ο κυρ Γιώργης (έτσι τον λες εσύ), εβδομηκονταετής Αρμένης εκ Κωνσταντινουπόλεως, με παχιά φρύδια και γελαστή φάτσα, σου λέει στα ελληνικά « καλησπέρα », αναστενάζοντας (κάτι ξέρει αυτός). Μπαίνεις ν' αγοράσεις κάτι, ένα κουτί χυμό. Αλλά αυτό είναι μόνο μια αφορμή, το ξέρεις, για να πεις κάτι, ν' ανταλλάξεις μια ματιά με κάποιον που δεν έχει γίνει ακόμα ρινόκερος. Διακριτικά, κάτι σου βάζει μέσα στη σακκούλα με το χυμό. Και χαμηλόφωνα λέει : « δυο αυγουλάκια είναι, φρέσκα, για τα παιδιά ». Ευχαριστείς, φεύγεις.

Στο δρόμο βλέπεις πως είναι κόκκινα. Δακρύζεις. Δύο κόκκινα αυγά… μέσα στην γκρίζα, τσιμεντένια φυλακή μας, στην έρημο όπου η αστυνομία κάνει περιπολίες για να βεβαιωθεί ότι όλοι φοβούνται, ότι κανείς δεν θα αγκαλλιαστεί, κανείς δεν θα γιορτάσει, κανείς δεν θα διαδηλώσει, κανείς δεν θα φωνάξει, κανείς δεν θα γελάσει. Τσιμπιέσαι για να βεβαιωθείς ότι είσαι ακόμα εσύ και ότι δεν έχεις γίνει ο κανείς…

Ανεβαίνεις τις σκάλες.
Βάζεις στο κλειδί στην κλειδαρότρυπα.
Και ξανακλείνεσαι, οικιοθελώς, στο κελί σου. 

* Η "Χρυσαλλίδα" ζει στην Γαλλία

Δρόμος ανοιχτός

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου