Του Γιάννη Χουβαρδά *
Οι σχέσεις και η πολιτική των μεγάλων δυνάμεων διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση των εξελίξεων στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα. Το συγκεκριμένο γεγονός γίνεται περισσότερο αισθητό όταν αφορά τις ΗΠΑ, της δύναμη που εξακολουθεί να υπερέχει σημαντικά έναντι των άλλων, όπως μαρτυρά και η αναστάτωση που κατακλύζει την Κεντρική Ασία, την επομένη κιόλας από την έναρξη των διαδικασιών αποχώρησης των στρατιωτικών τους δυνάμεων από το Αφγανιστάν στις 01/05/2021.
Αυτή η κίνηση της Αμερικανικής διοίκησης δεν είναι σπασμωδική. Αντίθετα συμβαδίζει με την γενικότερη πολιτική που ακολουθούν οι ΗΠΑ προκειμένου να προστατέψουν την υπεροχή τους και να διατηρήσουν την πρωτοκαθεδρία στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα, σε ένα περιβάλλον κλιμακούμενου διακρατικού ανταγωνισμού, όπως αυτό διαμορφώνεται μετά το 2008. Είναι ενταγμένη σε μία πολιτική που φιλοδοξεί να απαντήσει στην άνοδο της Κίνας, τη μερική ανάκαμψη της Ρωσίας, την εμβάθυνση των διαδικασιών ολοκλήρωσης της ΕΕ και την ισχυροποίηση περιφερειακών δυνάμεων, όπως η Τουρκία, το Ιράν, η Ινδία, η Βραζιλία κ.α.
Στον πυρήνα αυτής της πολιτικής διακρίνονται στοιχεία, όπως:
α) Η πιο λελογισμένη χρήση, αλλά και η ανακατεύθυνση των Αμερικανικών συντελεστών ισχύος με σκοπό την επικράτηση των ΗΠΑ στις περιοχές και στους τομείς που θεωρούν ζωτικής σημασίας για τα συμφέροντα τους.
β) Η επιδίωξη αποτελεσματικότερης αξιοποίησης των συμμάχων τους και δη των Ευρωπαϊκών κρατών, τόσο ως ΕΕ, όσο και μεμονωμένα, μέσω της βαθύτερης πρόσδεσης τους στους Αμερικανικούς σχεδιασμούς.
γ) Η προσπάθεια αναχαίτησης ανταγωνιστικών σχεδίων στους διεθνείς οργανισμούς και η εντονότερη υπαγωγή των τελευταίων στις ανάγκες των ΗΠΑ.
δ) Ο στόχος περιορισμού, πρωτίστως της Κίνας, αλλά και της Ρωσίας, και η μη διαμόρφωση ενός ευρασιατικού άξονα από τις δύο αυτές χώρες.
ε) Η αναζήτηση ενός επωφελούς για τις ΗΠΑ συμβιβασμού με το Ιράν, ο οποίος θα μειώσει τη διάθεση του τελευταίου να ενσωματωθεί στα σχέδια Μόσχας-Πεκίνου, ενώ θα καταστήσει διαχειρίσιμη την περιφερειακή του επιρροή.
Σήμερα η διοίκηση Μπάιντεν κινούμενη στα πλαίσια αυτής της πολιτικής επιχειρεί μία γενικότερη αναδιάταξη των συντελεστών ισχύος των ΗΠΑ στην Ευρασία, ιεραρχώντας όπως όλα δείχνουν τον περιορισμό της επιρροής της Κίνας στον Ινδοειρηνικό και της Ρωσίας στην ανατολική Ευρώπη και στην ανατολική Μεσόγειο. Παράλληλα φαίνεται να επιδιώκει την προσέλκυση του Ιράν σε μία συμφωνία για την επάνοδο του “Κοινού Ολοκληρωμένου Σχεδίου Δράσης (JCPoA)”, το οποίο υπεγράφη το 2015 και αφορά τους όρους και τα ανταλλάγματα για τον τερματισμό του Ιρανικού πυρηνικού εξοπλιστικού προγράμματος. Αντίστοιχα σε αυτή την κατεύθυνση η Ουάσιγκτον αναζητά τη συσπείρωση των συμμάχων της στην Ευρασία, ενώ ανάλογο προσανατολισμό προσέδωσε και στη σύνοδο του ΝΑΤΟ τον περασμένο Ιούνιο στις Βρυξέλες.
Ανεξάρτητα λοιπόν από το βαθμό επιτυχίας τους, όσον αφορά συγκεκριμένα τα συμφέροντα των ΗΠΑ στην Κεντρική Ασία, οι πρόσφατες κινήσεις τους στο Αφγανιστάν πρέπει να ιδωθούν υπό το πρίσμα του γενικότερου σχεδιασμού που υλοποιεί η διοίκηση Μπάιντεν, ενώ δε μπορεί να μη ληφθεί υπόψιν ότι διαμορφώνουν μία πραγματικότητα στην περιοχή που θα μπορούσε να ευνοήσει την αστάθεια και την εκδήλωση νέων ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών εις βάρος της συνεννόησης Κίνας-Ρωσίας-Ιράν.
Αντίστοιχα και οι πρόσφατες κινήσεις της Αμερικανικής διοίκησης στη Μέση Ανατολή οφείλουν να ερμηνευθούν στα πλαίσια του ίδιου σχεδιασμού, συνυπολογίζοντας τη μειούμενη σημασία που έχουν για την καπιταλιστική ανάπτυξη στις ΗΠΑ οι υδρογονάνθρακες (Υ/Α) της περιοχής, δεδομένης της εκτόξευσης της εγχώριας παραγωγής τους ένεκα της σχιστολιθικής «επανάστασης», αλλά και του προσανατολισμού της διοίκησης Μπάιντεν στην «πράσινη» ανάπτυξη.
Παράλληλα όμως πρέπει να ληφθεί υπόψιν η τεράστια σημασία που έχει ο ενεργειακός πλούτος της περιοχής για την παγκόσμια καπιταλιστική ανάπτυξη, οι υπόλοιποι πλουτοπαραγωγικοί πόροι, οι μεγάλες αγορές, οι υδροφόροι ορίζοντες, το πλήθος των περιφερειακών δυνάμεων που βρίσκονται σε αυτή, και φυσικά οι εμπορικές διαδρομές και τα project οικονομικής διασύνδεσης της Ευρασίας που τη διαπερνούν. Αυτοί οι παράγοντες παραδοσιακά την καθιστούν μήλο της έριδος μεταξύ των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και καθιστούν αδιανόητο σενάριο να πάψουν οι ΗΠΑ να ενδιαφέρονται γι’ αυτή.
Βάσει λοιπόν όλων των παραπάνω, ήδη από τις 18/03/2021, ο ειδικός απεσταλμένος των ΗΠΑ για το Ιράν Ρ. Μάλεϊ αποκήρυξε δημόσια ως αναποτελεσματική την πολιτική των κυρώσεων και της μέγιστης πίεσης, με την οποία η διοίκηση Τραμπ επιχείρησε να επιβάλει στο Ιρανικό καθεστώς έναν διαφορετικό από το JCPoA συμβιβασμό. Ταυτόχρονα δήλωσε την πρόθεση της διοίκησης Μπάιντεν να αναβίωσει το JCPoA, μέσα από συγχρονισμένες κινήσεις, με τις οποίες θα αίρονται οι Αμερικανικές κυρώσεις επί του Ιράν και το τελευταίο θα συμμορφώνεται εκ νέου με τους όρους του σχεδίου. Ως εκ τούτου από τις αρχές Απρίλη έως και τις εκλογές και την ανάδειξη νέας ηγεσίας στο Ιράν τον Ιούνιο, οι δύο κυβερνήσεις ενεπλάκησαν σε μη απευθείας συνομιλίες στη Βιέννη. Παρότι αυτές δεν έχουν επανεκκινήσει μετά τη συγκρότηση νέας Ιρανικής κυβέρνησης τον Αύγουστο, η προσέγγιση της Αμερικανικής διοίκησης δεν έχει αλλάξει. Αυτό αποτυπώθηκε και κατά τη συνάντηση του Προέδρου Μπάιντεν με το νέο Ισραηλινό Πρωθυπουργό Ν. Μπένετ στις 27/08/2021 στα πλαίσια της επίσκεψης του τελευταίου στην Ουάσιγκτον. Εκεί ο Αμερικανός Πρόεδρος δεσμεύτηκε μεν να μην επιτρέψει στο Ιράν να αναπτύξει πυρηνικό όπλο, τόνισε δε ότι τη σήμερα προέχει η διπλωματία. Νωρίτερα στις 19/08/2021 με συνέντευξη στο Politico ο Ρ. Μάλεϊ επέμεινε ότι η αναβίωση του JCPoA είναι δυνατή.
Παράλληλα η Αμερικανική διοίκηση υλοποιεί πρόγραμμα αναδιάταξης των στρατιωτικών της δυνάμεων και στην περιοχή της Μέσης Ανατολής. Σύμφωνα με δηλώσεις ανώνυμου αξιωματούχου στην εφημερίδα “Wall Street Journal” στις 18/06/2021 οι ΗΠΑ προτίθενται να αποσύρουν πυραυλικά τους συστήματα από τη Σαουδική Αραβία, το Κουβέιτ, το Ιράκ και την Ιορδανία. Μάλιστα όσον αφορά τη Σαουδική Αραβία η απόσυρση εξαρτημάτων του συστήματος Patriot ολοκληρώθηκε στις αρχές Σεπτεμβρίου. Αντίστοιχα ο Αμερικανός Πρόεδρος ενημέρωσε τον Ιρακινό Πρωθυπουργό Μ.Α. Καντίμι κατά την επίσκεψη του τελευταίου στην Ουάσιγκτον στις 26/07/2021, ότι όσοι εκ των 2500 Αμερικανών στρατιωτών παραμείνουν στο Ιράκ μετά το τέλος του 2021 δε θα αποτελούν μάχιμο σώμα, αλλά θα αρκεστούν σε καθαρά συμβουλευτικό ρόλο. Ανάλογο ρόλο υποστήριξης των στρατιωτικών δομών των φίλο-Κουρδικών “Συριακών Δημοκρατικών Δυνάμεων” δείχνουν να επιφυλάσσουν οι ΗΠΑ και για όσους από τους 900 στρατιώτες τους μείνουν στη βορειοανατολική Συρία. Σε αυτό συνηγορούν πρόσφατες δηλώσεις του βοηθού υπουργού εξωτερικών για θέματα Εγγύς Ανατολής Τζ. Χουντ, ο οποίος ταύτισε τους στόχους της Αμερικανικής παρουσίας σε Ιράκ-Συρία. Την ίδια ώρα δημοσιεύματα στον ξένο τύπο, μεταξύ αυτών και στο περιοδικό Foreign Policy, προαναγγέλλουν την αποχώρηση των ΗΠΑ από τη Συρία.
Σε κάθε περίπτωση βέβαια η Αμερικανική στρατιωτική παρουσία στη Μέση Ανατολή παραμένει ισχυρή. Το Μπαχρέιν φιλοξενεί τον 5ο Αμερικανικό στόλο, το Κατάρ αποτελεί έδρα του Αμερικανικού “Κέντρου Συνδυασμένων Αεροπορικών Επιχειρήσεων”, ενώ χιλιάδες Αμερικανοί στρατιώτες βρίσκονται σε βάσεις στη Σαουδική Αραβία και αλλού. Πρόσθετα Αμερικανοί αξιωματούχοι με κάθε ευκαιρία δηλώνουν στους Κούρδους και Άραβες συμμάχους/εταίρους τους ότι οι ΗΠΑ εγγυώνται την ασφάλεια τους απέναντι στο Ισλαμικό Κράτος και το Ιράν. Επιπλέον το ΝΑΤΟ, στα πλαίσια και των αποφάσεων της συνόδου του Ιουνίου και με όχημα την “Πρωτοβουλία Συνεργασίας της Κωνσταντινούπολης”, αναπτύσσει τις σχέσεις του με τις χώρες της περιοχής, ενώ αναβαθμίζει τις διμερή συνεργασία με την Ιορδανία. Μάλιστα το κενό στην αντιπυραυλική άμυνα της Σαουδικής Αραβίας καλύπτει πλέον η χώρα μας, μέσω της αποστολής στην Αραβική χερσόνησο των Ελληνικών Patriot συνοδεία της “Ελληνικής Δύναμης Σαουδικής Αραβίας”, η οποία είναι ενταγμένη στη Νατοϊκή “Πολυεθνική Πρωτοβουλία Ενοποιημένης Αντιαεροπορικής Άμυνας”.
Αξίζει να σημειωθεί ότι αυτή η κίνηση της Αθήνας γίνεται σε συνεργασία με τις ΗΠΑ, αξιωματούχοι των οποίων επόπτευσαν την αναχώρηση της Ελληνικής αποστολής. Συντελείται την ώρα που η Σαουδική Αραβία πραγματοποιεί επέμβαση στην Υεμένη, ηγούμενη ενός συνασπισμού Αραβικών μοναρχιών/καθεστώτων, με σκοπό να εκδιώξει το φίλο-Ιρανικό κίνημα τον Χούθι από την εξουσία και να αποκαταστήσει την προηγούμενη φίλο-Σαουδική κυβέρνηση. Στα πλαίσια αυτής της εκστρατείας, η οποία δεν εξελίσσεται καλά για τη Βασιλική Οικογένεια των Σαούδ, αλλά και του σκληρού ανταγωνισμού της τα τελευταία χρόνια με το Ιράν, διάφορα κτήρια και υποδομές στην επικράτεια του Βασιλείου της έχουν γίνει στόχος επιθέσεων από τον αέρα, με πιο σημαντική την επίθεση που δέχθηκαν οι εγκαταστάσεις της πετρελαϊκής εταιρείας Aramco το Σεπτέμβριο του 2019. Συνεπώς η συμβολή της Αθήνας στην αντιπυραυλική άμυνα του Ριάντ τη δοσμένη στιγμή καθιστά τη χώρα μας ενεργό μέρος της αντιπαράθεσης στην Αραβική Χερσόνησο και τον Περσικό Κόλπο για λογαριασμό του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ.
Όπως λοιπόν εξελίσσεται η αναδιάταξη των στρατιωτικών δυνάμεων των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή δεν προκύπτει ότι αυτές εγκαταλείπουν το «χαρτί» της στρατιωτικής ισχύος για την προώθηση των επιτόπου στόχων τους. Άλλωστε σε αυτό το ενδεχόμενο, ιδιαίτερα η Ρωσία που διατηρεί στρατιωτική παρουσία στη Συρία και διαθέτει πανίσχυρη πολεμική βιομηχανία, αλλά και η Κίνα, χώρα με ραγδαία αναπτυσσόμενη πολεμική βιομηχανία και με αυξανόμενο ενδιαφέρον για την απόκτηση βάσεων στο εξωτερικό, θα έβρισκαν «χώρο» για να εμβαθύνουν τη συνεργασία τους με τις χώρες της περιοχής στους τομείς άμυνας και ασφάλειας και άρα να επεκτείνουν την επιρροή τους εις βάρος των ΗΠΑ. Παράλληλα όμως και το Ιράν θα είχε την ευκαιρία να σταθεροποιήσει την επιρροή του μέχρι τον Κόλπο του Άντεν (Υεμένη) και τη Μεσόγειο, εδραιώνοντας/διευρύνοντας την παρουσία των “φρουρών της επανάστασης” και των φίλο-Ιρανικών οργανώσεων στο λεγόμενο “Σιιτικό διάδρομο”, Ιράκ-Συρία- Λίβανος, αλλά και στην Αραβική Χερσόνησο.
Αντίθετα η στρατιωτική παρουσία των ΗΠΑ/ΝΑΤΟ στη Μέση Ανατολή, όπως και η ίδια η αναδιάταξη της, μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως διαπραγματευτικό χαρτί απέναντι στους ανταγωνιστές τους. Η Ουάσιγκτον ήδη αξιοποιεί τη στρατιωτική της δράση στη βορειοανατολική Συρία, από κοινού με τις κυρώσεις του “Καίσαρα” στο καθεστώς Άσσαντ, όχι για να το ανατρέψει, αλλά για να ενισχύσει τη θέση των συμμάχων της στις διεργασίες που συντελούνται για τη διευθέτησης της σύγκρουσης. Αντίστοιχα όμως επιχειρεί να μεταχειριστεί και την αναμόρφωση της στρατιωτικής της δραστηριότητας στο Ιράκ, προκειμένου να διατηρήσει ρυθμιστικό ρόλο στις πολιτικές ισορροπίες στη χώρα εις βάρος του Ιράν, μπροστά και στις εκλογές του Οκτωβρίου. Τέλος ο τακτικός βομβαρδισμός των φίλο-Ιρανικών οργανώσεων σε Συρία-Ιράκ από τη διοίκηση Μπάιντεν, παράλληλα και εν όψει των νέων συνομιλιών για την αναβίωση του JCPoA, όπως και οι ενέργειες της που σχετίζονται με τη δραστηριότητα του Ισλαμικού Κράτους στις δύο χώρες, αλλά και η μεγάλη στρατιωτική δύναμη που διατηρεί στις μοναρχίες του Περσικού Κόλπου, τη διευκολύνουν στην προσπάθεια της να διευρύνει την ατζέντα των συνομιλιών της με το Ιράν, με ζητήματα όπως το βαλλιστικό πυραυλικό του οπλοστάσιο και η δράση των φίλο-Ιρανικών οργανώσεων στην περιοχή, ενώ η αναδιάταξη των δυνάμεων της μπορεί να εκληφθεί από την Τεχεράνη ως ένδειξη ότι δεν αντιμετωπίζεται ως εχθρός.
Παράλληλα όμως η αναδιάταξη των Αμερικανικών δυνάμεων μπορεί να αξιοποιηθεί από την Αμερικανική διοίκηση και για την επίτευξη περιφερειακών συμβιβασμών για τους οποίους ενδιαφέρεται. Άλλωστε από τη μια μεριά μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μοχλός ώθησης των συμμάχων και των εταίρων της στη Μέση Ανατολή προς μία συνεννόηση με το Ιράν, καθώς ενδεχόμενα να αισθανθούν ότι δε μπορούν να συνεχίσουν την αντιπαράθεση βασιζόμενοι σε Αμερικανικές πλάτες, από την άλλη μπορεί να λειτουργήσει ως εργαλείο για να πειστεί η Ιρανική ηγεσία ότι είναι εξαιρετικά παρακινδυνευμένο να επιδιώξει μία νέα διεύρυνση της περιφερειακής της επιρροής. Συνακόλουθα ίσως εξυπηρετήσει τις δηλωμένες επιθυμίες της Ουάσιγκτον για μακροημέρευση της νέας κυβέρνησης του Ν. Μικάτι στο Λίβανο, ύφεση στην αντιπαράθεση Ιράν-Ισραήλ και εξεύρεση μίας λύσης στην Υεμένη δίχως αποκλεισμούς, δεδομένου μάλιστα ότι στις 24/06/2021 ο ειδικός απεσταλμένος των ΗΠΑ για τη χώρα Τ. Λέντερκινγκ χαρακτήρισε τους Χούθι νόμιμους δρώντες.
Με αντίστοιχο τρόπο όμως η αναδιάταξη των Αμερικανικών δυνάμεων μπορεί να λειτουργήσει υπέρ της διευθέτησης ή έστω της ύφεσης των αντιπαραθέσεων μεταξύ των συμμάχων/εταίρων του Λευκού Οίκου στη Μέση Ανατολή. Συνεπώς ίσως φανεί χρήσιμη στην Αμερικανική διοίκηση για τη διατήρηση της έντασης μεταξύ Ισραήλ-Παλαιστινίων σε διαχειρίσιμα επίπεδα, αλλά και στην περίπτωση επανεκκίνησης των διεργασιών για μία διευθέτηση του Παλαιστινιακού στη βάση των δύο κρατών, την οποία προτάσσει σήμερα. Πρόσθετα μπορεί να αποδειχτεί ανασχετικός παράγοντας στον ανταγωνισμό Σαουδική Αραβία, ΗΑΕ, Αίγυπτος-Κατάρ, Τουρκία στην ευρύτερη περιοχή.
Σε κάθε περίπτωση η προώθηση μίας σειράς ιμπεριαλιστικών εκεχειριών, συμβιβασμών και διευθετήσεων ξεχωρίζει επίσης ως στοιχείο της Αμερικανικής πολιτικής στη Μέση Ανατολή, γεγονός που αποτυπώθηκε και στην υποστήριξη του Λευκού Οίκου στη “Διάσκεψη της Βαγδάτης για συνεργασία και εταιρική σχέση”, η οποία στις 28/08/2021 φιλοξένησε αρχηγούς κρατών και υψηλόβαθμους αξιωματούχους από χώρες που διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη των ανταγωνισμών στην ευρύτερη περιοχή.
Την ίδια ώρα το Κατάρ φαίνεται να γίνεται αντιληπτό από την Αμερικανική διοίκηση ως σύμμαχος κλειδί για την επίτευξη αυτού του στόχου. Η Ντόχα ως ενεργό μέρος, αλλά με όχι πρωταγωνιστικό ρόλο, σε όλες τις μεγάλες συγκρούσεις, αλλά και σε όλους στους βασικούς περιφερειακούς ανταγωνισμούς στη Μέση Ανατολή, ως παράγοντας που συνεργάζεται με το Ιράν, ως γέφυρα για την προσέγγιση Τουρκίας-ΗΑΕ, ως μέλος της τριμερούς πρωτοβουλίας Ρωσίας-Τουρκίας-Κατάρ για τη διευθέτηση της κρίσης στη Σύρια και ως δίαυλος επικοινωνίας Ισραήλ-Χαμάς, μπορεί να αξιοποιηθεί σε αυτή την κατεύθυνση. Η επίσκεψη Μπλίνκεν στο Εμιράτο στις 6-8/09/2021 επιβεβαίωσε τη διάθεση των δύο κυβερνήσεων να εμβαθύνουν τη συνεργασία τους στους τομείς οικονομίας, ασφάλειας, περιφερειακής συνεργασίας, εκπαίδευσης και κουλτούρας και κατέδειξε τη σημασία που του αποδίδουν οι ΗΠΑ για την προώθηση των σχεδιασμών τους.
Τέλος η Ουάσιγκτον ενδιαφέρεται για την προώθηση της οικονομικής συνεργασίας και των διάφορων οικονομικών project στη Μέση Ανατολή και ευρύτερα στην Ευρασία, υπό τη δική της εποπτεία και με τη διακριτή συμμετοχή του Αμερικανικού κεφαλαίου. Το ταξίδι του ειδικού προεδρικού απεσταλμένου για το κλίμα Τζ. Κέρι σε ΗΑΕ, Σαουδική Αραβία και Αίγυπτο από τις 13 έως τις 17/06/2021 ανέδειξε την πρόθεση της Αμερικανικής διοίκησης να εμπλακεί στα μεγάλα αναπτυξιακά project που προωθούν οι κυβερνήσεις των τριών χώρων αλλά και να συνεργαστεί μαζί τους περιφερειακά και διεθνώς σε τομείς «πράσινης» ανάπτυξης. Παράλληλα η υποστήριξη του Λευκού Οίκου στη συμφωνία Αιγύπτου-Ιορδανίας-Συρίας-Λιβάνου για τη μεταφορά φυσικού αερίου από την Αίγυπτο στο Λίβανο, παρά τις κυρώσεις του “Καίσαρα” προς το καθεστώς της Συρίας υπενθυμίζει ότι η Ουάσιγκτον διατηρεί ισχυρό ενδιαφέρον για τα ενεργειακά project στη Μέση Ανατολή, αλλά και για την ενεργειακή ασφάλεια των συμμάχων και εταίρων της, όπως άλλωστε επισημάνθηκε και στη σύνοδο του ΝΑΤΟ τον περασμένο Ιούνιο.
Βεβαίως η τελεσφόρηση των στόχων της Αμερικανικής διοίκησης στη Μέση Ανατολή δεν είναι εύκολη υπόθεση. Η επιδίωξη μίας συνεννόησης με τη Ρωσία και ενός συμβιβασμού με το Ιράν, ταυτόχρονα με την αναχαίτηση της περιφερειακής τους επιρροής είναι ζητούμενα που δύσκολα συμβιβάζονται μεταξύ τους. Πόσο μάλλον όταν η Μόσχα αντιλαμβάνεται ότι γενικότερος στόχος της Ουάσιγκτον είναι να πλήξει την ισχύ της στο ζωτικό γι’ αυτή χώρο της ανατολικής Ευρώπης, ενώ η Τεχεράνη έχει ήδη υπογράψει κολοσσιαίες συμφωνίες με την Κίνα. Μάλιστα η Ιρανική ηγεσία «νιώθει» ότι η επανέναρξη των συνομιλιών για την αναβίωση της JCPoA είναι απόδειξη ότι πλέον βρίσκεται σε θέση ισχύος και ως εκ τούτου δε βιάζεται να καταλήξει σε μία συμφωνία, την οποία μάλιστα ενδέχεται εκ νέου να ακυρώσει μία ενδεχόμενη επιστροφή του Τραμπισμού στο Λευκό Οίκο. Πρόσθετα οι ανταγωνισμοί μεταξύ των συμμάχων και εταίρων τους, αλλά και μεταξύ αυτών και της συνεργασίας που ηγείται το Ιράν, εκτείνονται σε πεδία κρίσιμα για την ασφάλεια και την ανάπτυξη του καπιταλισμού σε κάθε χώρα, καθιστώντας δύσκολη την επίτευξη και τη σταθερότητα εκεχειριών και διευθετήσεων. Μάλιστα την όλη κατάσταση περιπλέκει ακόμη περισσότερο η εξέλιξη της παγκόσμιας κεφαλαιοκρατικής κρίσης, η οποία μειώνει τη δυναμική υλοποίησης ακριβών οικονομικών project και εντείνει τους οικονομικούς ανταγωνισμούς.
Συνοψίζοντας, η επιδίωξη αναβίωσης του JCPoA, η αναδιάταξη των στρατιωτικών τους δυνάμεων, η παρεμπόδιση της διεύρυνσης της επιρροής των Ρωσία, Κίνα, Ιράν, η αναζήτηση ιμπεριαλιστικών εκεχειριών και διευθετήσεων μεταξύ των συμμάχων/εταίρων τους, αλλά και γενικότερα στην περιοχή, και η προώθηση project οικονομικής συνεργασίας, ξεχωρίζουν ως βασικές επιδιώξεις των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή τη δοσμένη στιγμή. Ως εργαλεία για την προώθηση τους ξεχωρίζουν η στρατιωτική ισχύς που η Ουάσιγκτον χρησιμοποιεί και θα εξακολουθήσει να χρησιμοποιεί, όπως και η καθ’ αυτό διαδικασία αναδιάταξης της. Πρόσθετα διακρίνονται ως κίνητρα προς τις κυβερνήσεις και τις αστικές τάξεις των χωρών της Μέσης Ανατολής η παροχή ασφάλειας και οικονομικής ανάπτυξης. Αντίστοιχα κρίσιμος σύμμαχος των ΗΠΑ στην προσπάθεια να επιτύχουν τις παραπάνω στοχεύσεις φαίνεται να είναι το Κατάρ, όμως η πορεία υλοποίησης τους εξαρτάται και από τη στάση των άλλων συμμάχων/εταίρων τους.
Εάν οι ΗΠΑ τα καταφέρουν, τότε θα κατορθώσουν να απελευθερώσουν και να ανακατευθύνουν συντελεστές ισχύος από τη Μέση Ανατολή προς τις περιοχές της ανατολικής Μεσογείου, ανατολικής Ευρώπης και Ινδοειρηνικού που τις θεωρούν ζωτικότερες για τα συμφέροντα τους, διατηρώντας την επιρροή τους σε μία κρίσιμη για τον παγκόσμιο συσχετισμό ισχύος περιοχή και πετυχαίνοντας οικονομικά οφέλη. Παράλληλα θα έχουν βρει και έναν τόπο συνεννόησης με τη Μόσχα και την Τεχεράνη, ζήτημα διόλου αμελητέου εάν επιθυμούν να τις απομακρύνουν μεταξύ τους, αλλά και από το Πεκίνο. Ωστόσο το βάθος των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών των ΗΠΑ με τη Ρωσία και το Ιράν, το βάθος των περιφερειακών ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών στη Μέση Ανατολή και η εξέλιξη της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης είναι εμπόδια που δύσκολα θα μπορέσει να ξεπεράσει η Αμερικανική διοίκηση. Συνακόλουθα ο κίνδυνος η Αμερικανική πολιτική να οδηγήσει στο ξέσπασμα ενός νέου γύρου ιμπεριαλιστικών επεισοδίων και πολέμων στη Μέση Ανατολή είναι μεγάλος.
* PhD© Διεθνολόγος-Πολιτικός Επιστήμονας
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου