Σελίδες

Παρασκευή 2 Αυγούστου 2019

Δεν μπορούν να καταθέσουν σε δίκη υπουργοί κι υφυπουργοί χωρίς την άδεια του Κ.Μητσοτάκη


Του Γεράσιμου Λιβιτσάνου

Το ότι το νομοσχέδιο για το «επιτελικό κράτος» που συζητείται την Δευτέρα στην ολομέλεια της Βουλής, παρέχει υπερεξουσίες στο Μέγαρο Μαξίμου αποτελεί την αιχμή του δόρατος της κριτικής της αντιπολίτευσης. Από τα 117 άρθρα του ίσως αποδειχθεί ότι έχει ιδιαίτερη σημασία το άρθρο 15 του προτεινόμενου νόμου το οποίο απαγορεύει σε υπουργούς και υφυπουργούς να καταθέτουν μάρτυρες σε δίκες, που ακόμη και έμμεσα εμπλέκονται με την κυβερνητική πολιτική χωρίς την άδεια του Κυριάκου Μητσοτάκη. Μάλιστα αν δεν τους δοθεί η άδεια απαλλάσσονται από κάθε ευθύνη.

Η ρύθμιση

Σύμφωνα με την εισηγητική έκθεση του νομοσχεδίου «το άρθρο 15 ρυθμίζει τις ειδικές υποχρεώσεις των μελών της Κυβέρνησης και των Υφυπουργών» και μέσα σε αυτές διευκρινίζεται ότι «πρόκειται για τις περιπτώσεις κωλύματος μέλους της Κυβέρνησης ή Υφυπουργού στην άσκηση των καθηκόντων του, πρόθεσης απουσίας του από την έδρα του (όπου απαιτείται ενημέρωση αντί για συγκατάθεση του Πρωθυπουργού, όπως ίσχυε μέχρι σήμερα), όπως επίσης κλήσης μέλους της Κυβέρνησης η Υφυπουργού, προκειμένου να καταθέσει ως μάρτυρας σε δικαστικές διαδικασίες που αφορούν στην κυβερνητική πολιτική». Δηλαδή το θέμα της «κλήσης μέλους της κυβέρνησης ή υφυπουργού» προστίθεται στα όσα ισχύουν μέχρι τώρα. Μάλιστα στην εισηγητική έκθεση γίνεται αναφορά και στο «δικαίωμα του Πρωθυπουργού να αρνηθεί να καταθέσει ως μάρτυρας, όπως αυτό ορίζεται και για τα υπόλοιπα μέλη της Κυβέρνησης, και προβλεπόταν ήδη στο άρθρο 11 παρ. 2 του ν. 1558/1985 που είχε κωδικοποιηθεί με το άρθρο 26 παρ. 1 του π.δ. 63/2005».



Όμως το ουσιαστικό στοιχεία είναι τα εξής: Πρώτον ότι ένας υπουργός ή υφυπουργός δεν μπορεί ουσιαστικά να καταθέσει χωρίς την άδεια του πρωθυπουργού. Επίσης ότι εάν δεν του δοθεί το «πράσινο φως» τότε «η μη παροχή της άδειας απαλλάσσει το μέλος της κυβέρνησης ή τον υφυπουργό από την υποχρέωση να καταθέσει ως μάρτυρας». Φυσικά μία τέτοιου είδους διάταξη προφανώς καλύπτει αναγκαιότητες που αφορούν ζητήματα εξωτερικής πολιτικής και άμυνας, όπως άλλωστε ρητά αναφέρεται. Στο σημείο αυτό είναι σαφές το νόημά της. Πλην όμως η ισχύς του εν λόγω άρθρου δεν περιορίζεται σε αυτά τα ζητήματα. Αντιθέτως όπως είναι εμφανές από την διατύπωσή του καλύπτει κάθε τομέα πολιτικής.

Ερωτηματικά

Η συγκεκριμένη ρύθμιση δημιουργεί ερωτηματικά σχετικά με το αν επηρεάζει και πώς και την εκπροσώπηση του εκάστοτε αρμόδιου υπουργείου σε δικαστικές υποθέσεις και αυτό που αποκαλείται στη νομική ορολογία «πρόσθετη παρέμβαση του δημοσίου». Το κυρίαρχο ερώτημα όμως είναι ουσιαστικά πολιτικό. Αφορά δηλαδή, εκτός από τον έλεγχο που ασκείται στους υπουργούς, την κάλυψη της πρακτικής κάθε υπουργού να προσέλθει ή να απουσιάσει από μία δίκη, από την αυξημένη νομική προστασία που έχει ο θεσμός του πρωθυπουργού.

Αυτά ενώ καταγράφονται πεδία όπου μέσω νομικών διαδικασιών, αμφισβητούνται σημαντικά εργασιακά και λαϊκά δικαιώματα.
  • Πριν από όλα από τις προσφυγές εργοδοτικών οργανώσεων εναντίον των (λίγων προφανώς) κλάδων όπου, είτε μέσω διαπραγμάτευσης, είτε μέσω διαμεσολάβησης του ΟΜΕΔ , έχουν τεθεί σε ισχύ συλλογικές συμβάσεις. Συμβάσεις των οποίων την εγκυρότητα και την επέκταση στο σύνολο του κλάδου πιστοποιεί η υπογραφή του υπουργού Εργασίας. Αυτή δηλαδή που αμφισβητείται στις προσφυγές των εργοδοτικών οργανώσεων.
  • Επίσης χαρακτηριστικές περιπτώσεις είναι οι προσφυγές ιδιωτών (φυσικών προσώπων αλλά και νομικών προσώπων – εταιρειών) για θέματα που αφορούν το περιβάλλον ή θέματα ρυμοτομίας. Ενδεικτική του μεγέθους του προβλήματος είναι η αναφορά που γίνεται στην έκθεση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους για το 2018. Εκεί αναφέρεται πως «περιπτώσεις που εμφανίζονται πολύ συχνά, οδηγούνται στα δικαστήρια και οι σχετικές αποφάσεις είναι δυσμενείς για το Δημόσιο, δεδομένης της παγιωμένης πλέον νομολογίας, θα μπορούσαν ενδεικτικά να αναφερθούν: Προσφυγές στα διοικητικά δικαστήρια, για να ακυρωθεί η άρνηση της Διοίκησης να άρει μη συντελεσμένες ρυμοτομικές απαλλοτριώσεις λόγω της παρόδου μεγάλου χρονικού διαστήματος (πέραν της δεκαετίας) από την κήρυξή τους με την έγκριση του οικείου ρυμοτομικού σχεδίου. Στη συντριπτική πλειονότητα αυτών των περιπτώσεων τα δικαστήρια δέχονται τις προσφυγές των ιδιωτών, ακυρώνουν την άρνηση και αναπέμπουν στη Διοίκηση για να άρει την απαλλοτρίωση, τροποποιώντας το ρυμοτομικό σχέδιο».
Η πρακτική πάντως της κατάθεσης υπουργών ως μάρτυρες σε δικαστήρια έχει, όπως είναι αντιληπτό, ευρύτερη σημασία και ειδικό βάρος. Όπως και η άρνηση της κατάθεσης. Σε αρκετές υποθέσεις άλλωστε για δημοσιονομικά, ασφαλιστικά και άλλα ζητήματα το θέμα αυτό έχει αποτελέσει αντικείμενο πολιτικής αντιπαράθεσης.

Η προηγούμενη κυβέρνηση έχει αξιοποιήσει την συγκεκριμένη πρακτική σε περιπτώσεις που ήθελε να δώσει πολιτικά μηνύματα ή να εξυπηρετήσει τους σχεδιασμούς της. Ενδεικτική είναι τακτική που ακολούθησε ο υπουργός Υποδομών Χρήστος Σπίρτζης ο οποίος στις 8 Νοεμβρίου του 2018 κατέθεσε ως μάρτυρας στην δίκη αγωγής που κατέθεσε η γνωστή εταιρεία ΒΕΑΤ εναντίον του προέδρου της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ταξί Θύμιου Λυμπερόπουλου.

Επίσης ο ίδιος, στις 9 Φεβρουαρίου του 2016 είχε καταθέσει ως μάρτυρας υπεράσπισης σε δίκη 11 πολιτών, μελών της Συντονιστικής Επιτροπής Φορέων και κατοίκων Βορειοανατολικής Αττικής ενάντια στα διόδια μαζί με πολλές άλλες γνωστές προσωπικότητες. Στην δίκη αυτή οι 11 κατηγορούμενοι αθωώθηκαν

Συζήτηση στη Βουλή

Στο θέμα αναφέρθηκε κατά την διάρκεια της επεξεργασίας του νομοσχεδίου στην διαρκή επιτροπή της Βουλής ο υπουργός Επικρατείας Γιώργος Γεραπετρίτης. Απαντώντας στην ερώτηση «μπορεί ο Πρωθυπουργός, κ. Υπουργέ, να πει κάποια στιγμή ότι δεν θα καταθέσετε;» απάντησε: «Αν είναι κάτι απόρρητο για τη χώρα» προσθέτοντας πως αυτό το στοιχείο «είναι υπαρκτό στην ελληνική έννομη τάξη, εδώ και είκοσι χρόνια. Είναι το π.δ. 63, του 2005, ακριβής αναπαραγωγή».

Παρόλα αυτά υπήρξε έντονη αμφισβήτηση από την αντιπολίτευση. Ο Γ. Ψυχογιός εκ μέρους του ΣΥΡΙΖΑ σημείωσε ότι «το δικαίωμα σε εξέταση μαρτύρων και στην κλήση και εξέταση των μαρτύρων υπεράσπισης και των μαρτύρων κατηγορίας με τους ίδιους όρους, αποτελεί περιεχόμενο του θεμελιώδους δικαιώματος σε δίκαιη δίκη, που κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και στο άρθρο 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε.. Αποτελεί μια θεμελιώδη έκφανση του δικαιώματος σε ισότητα των όπλων και ο περιορισμός της δυνατότητας εξέτασης των Μελών της Κυβέρνησης και των Υφυπουργών, ως μαρτύρων, που εισάγεται με το άρθρο 15 συνιστά ξεκάθαρο και κατάφορο περιορισμό του θεμελιώδους αυτού δικαιώματος». Επισήμανε μάλιστα ότι η διάταξη πρέπει να αποσυρθεί «για να μην υπάρχουν υπόνοιες για σοβαρές σκοπιμότητες και προεκτάσεις πίσω απ’ αυτή τη διάταξη».

Από την πλευρά του Μέρα25 η Α. Αδαμοπούλου σημείωσε ότι «το να οφείλει να ζητήσει μέλος της κυβέρνησης την άδεια του πρωθυπουργού, ή όταν δεν παρέχεται αυτή η άδεια να απαλλάσσεται από την υποχρέωση να καταθέτει ως μάρτυρας, θεωρούμε ότι παραβιάζει την αρχή της διάκρισης των εξουσιών»

Πηγή: ημεροδρόμος


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου