Του Γιάννη Περάκη*
Ο διάλογος αλλά και η «πολεμική» που έχει ξεκινήσει για το θέμα της εξόδου από τη ευρωζώνη μέσα στην πατρίδα μας δημιουργεί τις προϋποθέσεις να «μιλήσουμε» επιτέλους συγκεκριμένα και οι διαφωνίες μας, ή οι συμφωνίες μας να μην εξαντλούνται σε θεωρητικά ζητήματα μόνο, χωρίς καμμιά διάθεση υποτίμησης τους. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο πρέπει η άποψη μας να είναι τεκμηριωμένη και κατανοητή.
Ακούμε καθημερινά ότι: «Η Ελλάδα δεν παράγει τίποτα» ή «Αν πάψουν οι εισαγωγές, τελειώσαμε, θα πεινάσουμε». Είναι έτσι;
Αυτάρκεια προϊόντων φυτικής παραγωγής
Η ανάλυση του παρακάτω πίνακα μπορεί να εξάγει χρήσιμα συμπεράσματα:
Ο διάλογος αλλά και η «πολεμική» που έχει ξεκινήσει για το θέμα της εξόδου από τη ευρωζώνη μέσα στην πατρίδα μας δημιουργεί τις προϋποθέσεις να «μιλήσουμε» επιτέλους συγκεκριμένα και οι διαφωνίες μας, ή οι συμφωνίες μας να μην εξαντλούνται σε θεωρητικά ζητήματα μόνο, χωρίς καμμιά διάθεση υποτίμησης τους. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο πρέπει η άποψη μας να είναι τεκμηριωμένη και κατανοητή.
Ακούμε καθημερινά ότι: «Η Ελλάδα δεν παράγει τίποτα» ή «Αν πάψουν οι εισαγωγές, τελειώσαμε, θα πεινάσουμε». Είναι έτσι;
Αυτάρκεια προϊόντων φυτικής παραγωγής
Η ανάλυση του παρακάτω πίνακα μπορεί να εξάγει χρήσιμα συμπεράσματα:
Οι παραπάνω φόβοι των Ελλήνων είναι εντελώς αδικαιολόγητοι. Σύμφωνα με έρευνα της ΠΑΣΕΓΕΣ, η Ελλάδα, ακόμα κι αν κοπούν τελείως οι εισαγωγές τροφίμων (όπως έγινε στην Αργεντινή), δεν πρόκειται σε καμία περίπτωση να πεινάσει. Έτσι, λοιπόν, όπως αναφέρει ο πρόεδρος της ΠΑΣΕΓΕΣ, το ποσοστό αυτάρκειας της χώρας σε μια σειρά βασικών αγροτικών-διατροφικών προϊόντων φυτικής και ζωικής παραγωγής για το 2010, ανήλθε κατά μέσο όρο στο 94% περίπου!
Ειδικότερα, από την παραπάνω έρευνα προκύπτει ότι το ποσοστό αυτάρκειας στη φυτική παραγωγή ανέρχεται κατά μέσο όρο περίπου στο 99%, αλλά διαφοροποιείται μεταξύ επιμέρους κατηγοριών προϊόντων, όπως τα δημητριακά, όπου η αυτάρκεια ανέρχεται στο 82% περίπου, με το μικρότερο ποσοστό να καταγράφεται στο μαλακό σιτάρι (32%) και το υψηλότερο στο ρύζι (171 %).
Στο ελαιόλαδο και τις ελιές, τα οποία είναι βασικά είδη διατροφής, η αυτάρκεια εμφανίζει υψηλό ποσοστό, μια και η χώρα παραμένει έντονα εξαγωγική στα δυο αυτά προϊόντα. Η αυτάρκεια βρώσιμης ελιάς αυξήθηκε κατά το τελευταίο έτος κατά 61,8%, με αποτέλεσμα να καλύπτουμε το 996% (!) της ζήτησης, με το 88,3% όμως να εξάγεται. Στο λάδι η παραγωγή φτάνει επίσημα το 151% της κατανάλωσης. Στο ποσοστό αυτό, όμως, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη και μια τεράστια ποσότητα ατυποποίητου λαδιού που εξάγεται παρανόμως κυρίως σε γειτονικές χώρες, καθώς και ένα μικρό ποσοστό της τάξεως του 4,33% ελαιολάδου που εισάγεται ετησίως, χωρίς κανείς να ξέρει την αιτία.
Στο μαλακό σιτάρι, από το οποίο γίνεται το ψωμί, εισάγουμε ετησίως πάνω από 1.000.000 τόνους αξίας εκατομμυρίων ευρώ, κυρίως από χώρες όπως η Ρωσία, η Γαλλία και η Ουκρανία. Οι εισαγωγές αυτές είναι τελείως άσκοπες και καταστροφικές για την ελληνική οικονομία -πρόκειται για σιτηρά αμφίβολης ποιότητας, αφού κάποιες ανατολικές χώρες υποχρεούνται βάσει κοινοτικής νομοθεσίας να κάνουν ακόμα και ελέγχους για ίχνη ραδιενέργειας. Έκτοτε αρχίζει ραγδαία μείωση της καλλιέργειας του μαλακού σιταριού, η οποία συνοδεύεται από αντίστοιχη αύξηση της καλλιέργειας του σκληρού. Ως αποτέλεσμα, η Ελλάδα είναι από τότε ελλειμματική σε μαλακό σιτάρι και πλεονασματική σε σκληρό, από το οποίο γίνονται τα ζυμαρικά. Αυτό οφείλεται στην Κοινή Αγροτική Πολιτική της Ε.Ε., η οποία έδωσε ισχυρά κίνητρα στους παραγωγούς σκληρού σιταριού (35 ευρώ το στρέμμα). Δηλαδή μας αύξησαν την παραγωγή μακαρονιών και μάς μείωσαν την παραγωγή ψωμιού, που από την Αρχαιότητα είναι βασικό είδος διατροφής.
Σύμφωνα με στοιχεία του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, τα 2.498.070 στρέμματα (με παραγωγή 649.800 τόνων) που καλλιεργούνταν με σκληρό σιτάρι στην Ελλάδα το 1981, αυξήθηκαν το 2001 σε 7.083.100 στρέμματα (με παραγωγή 1.457.260 τόνων) ενώ, αντίστροφα, τα 7.517.747 στρέμματα (με παραγωγή 2.106.270 τόνων) που καλλιεργούνταν με μαλακό σιτάρι στην Ελλάδα το 1981 μειώθηκαν το 2001 σε 1.682.273 στρέμματα (με παραγωγή 442.060 τόνων). Η τεράστια μείωση της παραγωγής του ελληνικού μαλακού σιταριού και του κριθαριού αύξησε σημαντικά την εισαγωγή τους και οδήγησε σε μεγάλο έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου στο κλάδο των δημητριακών που έφθασε το 2008 τα 365 εκατ. ευρώ, ενώ και το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου στον κλάδο των ζωοτροφών έφθασε την ίδια χρονιά στα 354 εκατ. Αυτή η ραγδαία ανατροπή συνοδεύτηκε από μετακίνηση του μαλακού σιταριού στα πιο άγονα και του σκληρού στα πιο γόνιμα εδάφη, με αποτέλεσμα τη μείωση της απόδοσης του πρώτου και την υποβάθμιση της ποιότητας του δεύτερου. Συνολικά, η έκταση του σιταριού την τελευταία εικοσαετία έχει μειωθεί κατά 1.650.000 στρέμματα. Μεγάλο τμήμα αυτής της έκτασης βρίσκεται σε υποχρεωτική αγρανάπαυση ή έχει φυτευτεί με ορισμένα είδη δένδρων, όπως ακακίες και καρυδιές, συνεπεία των «πεφωτισμένων» προγραμμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Παρόλα αυτά, η Ελλάδα κατέχει την τέταρτη θέση στην Ευρώπη στην παραγωγή σιτηρών με 9 εκατ. στρέμματα, από τα οποία περίπου τα 6 εκατ. είναι με σκληρό και μαλακό σιτάρι! Αν από τα 4 περίπου εκατ. στρέμματα που καλλιεργούνται με σκληρό σιτάρι (στοιχεία 2011) αφιερώσουμε το 1/3 (δηλαδή εκτάσεις περίπου 1,35 εκατ. στρεμμάτων) για την παραγωγή μαλακού σιταριού, τότε θα έχουμε σχεδόν 2,8 εκατ. καλλιέργειας μαλακού σιταριού, οπότε η παραγωγή του θα διπλασιαστεί.
Αν, ταυτόχρονα με αυτή την προσπάθεια, αρχίσουν και προγράμματα καλλιέργειας και άλλων ξεχασμένων σιτηρών, όπως η σίκαλη, το κριθάρι και η ζέα, τα οποία παράγουν υπέροχα και απείρως πιο θρεπτικά ψωμιά είναι κάτι παραπάνω από βέβαιο ότι οι Έλληνες όχι απλά δεν θα πεινάσουν, αλλά θα τρώνε και τις πιο υγιεινές τροφές που υπάρχουν. Το πρόβλημα αυτό θα μπορούσε να λυθεί εύκολα, με μια αναδιάταξη της παραγωγής, ακόμα και με επιδότηση, ώστε σε εκτάσεις που καλλιεργούνται σήμερα άλλα προϊόντα, π.χ. ρύζι (στο οποίο είμαστε πλεονασματικοί), να καλλιεργηθούν όσπρια, πολλά από τα οποία όπως τα ρεβίθια ή τα μαυρομάτικα φασόλια, έχουν και μικρότερες ανάγκες σε νερό.
Και στις πατάτες υπάρχει αυτάρκεια κατά 82%, με μόνιμη μάστιγα όμως τις «ελληνοποιήσεις» πατάτας από Αίγυπτο.
Η ελληνική αμπελουργία είναι επίσης σε πολύ καλό επίπεδο, αφού στα επιτραπέζια σταφύλια (αυτάρκεια 133,45%) έχουμε πλεόνασμα, δηλαδή μπορούμε άφοβα να κάνουμε εξαγωγές, χωρίς να μας λείψουν ποτέ. Σύμφωνα με στοιχεία του Οργανισμού Προώθησης Εξαγωγών, η Ελλάδα παράγει έως 5 εκατ. λίτρα κρασί ετησίως και καταναλώνει μόλις 3 εκατ. λίτρα, ενώ το 2011 εξήγαγε κρασί αξίας 57 εκατ. ευρώ. Παρόλο που το ελληνικό κρασί αρκεί να καλύψει τις ανάγκες των Ελλήνων το 2010 πραγματοποιήθηκαν εισαγωγές σε αξία 12 εκατ. ευρώ, καθώς οι Έλληνες φαίνεται ότι δεν προτιμούν μόνο τα ελληνικά κρασιά.
Ταυτόχρονα διαθέτουμε και μια πολύ σημαντική (μικρότερη, βέβαια, από το παρελθόν) παραγωγή σταφίδας (σουλτανίνα και κορινθιακή) άνω των 50.000 τόνων ετησίως, η οποία υπερεπαρκεί για τις ανάγκες μας (αυτάρκεια 274,8%) και μας καθιστά ικανούς για εξαγωγές.
Στο μέλι, επίσης, καταγράφεται ποσοστό αυτάρκειας της τάξεως 92%.
Αυτάρκεια προϊόντων ζωικής παραγωγής-αλιείας
Όπως υποστηρίζουν οι θιασώτες της ελληνικής τροφοεξάρτησης, το βασικό πρόβλημα της χώρας, ως προς την αυτάρκεια, είναι κυρίως η ζωική παραγωγή. Αυτό, όμως, είναι η μισή αλήθεια. Το ποσοστό αυτάρκειας στη ζωική παραγωγή-αλιεία ανέρχεται, κατά μέσο όρο, περίπου στο 76,11%, αλλά διαφοροποιείται μεταξύ επιμέρους κατηγοριών προϊόντων, όπως το κρέας, όπου η αυτάρκεια ανέρχεται στο 56% περίπου, με το μικρότερο ποσοστό να καταγράφεται στο βόειο κρέας (13%) και το υψηλότερο στο αιγοπρόβειο κρέας (94%). Είναι χαρακτηριστικό ότι, από τους 158.000 τόνους που καταναλώνουμε ετησίως σε μοσχαρίσιο κρέας, στην Ελλάδα παράγουμε μόλις τους 20.000 τόνους. Στο χοιρινό κρέας η κατάσταση είναι λίγο καλύτερη, αφού από τους 290.000 τόνους που καταναλώνουμε, παράγουμε μόνο τους 111.000, δηλαδή το 38%.
Η έλλειψη αυτή σε μοσχαρίσιο και χοίρειο κρέας είναι αποτέλεσμα της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής της Ε.Ε.
Χαρακτηριστικό είναι ότι πριν το 1980, δηλαδή πριν μπούμε στην τότε ΕΟΚ, η Ελλάδα είχε φτάσει σε αυτάρκεια στο χοιρινό κρέας 84%, στο μοσχαρίσιο σε 66%, ενώ το αιγοπρόβειο κρέας ήταν στα σημερινά επίπεδα αυτάρκειας περίπου 94%. Γιατί όμως, ενώ είμαστε ελλειμματικοί σε βόειο κρέας, συνεχίζουμε να το καταναλώνουμε, σκορπώντας εκατομμύρια ευρώ στο εξωτερικό;
Η Ελλάδα μεταπολεμικά σχεδόν υποχρεώθηκε να καταναλώνει μοσχαρίσιο κρέας, με τη λογική ότι είναι πιο ογκώδες ζώο, με μεγαλύτερη γαλακτοπαραγωγή σε σχέση με τα αιγο-πρόβατα, και άρα είναι πιο συμφέρον για την Ελλάδα. Χαρακτηριστικό είναι ότι εισήχθησαν και νέες φυλές βοοειδών από βορειο-ευρωπαϊκές χώρες (π.χ. Ελβετία, Βέλγιο), ακόμα και από Αμερική εκτοπίζοντας εγχώριες φυλές βοοειδών, όπως η ελληνική βραχυκερατική φυλή, που απαντάται στις Πρέσπες, αλλά και άλλες φυλές, όπως οι αγελάδες Κατερίνης, Τήνου και Κέας στις Κυκλάδες, Ζακύνθου, Συκιάς στη Χαλκιδική, Κύμης, Φλώρινας, οι σαρακατσάνικες και οι αγελάδες Γλώσσας Σκοπέλου.
Οι εγχώριες αυτές φυλές έχουν μικρότερο μέγεθος, αλλά μέσω της γενετικής επιλογής είχαν προσαρμοστεί πλήρως στις ελληνικές εδαφοκλιματικές συνθήκες. Το ίδιο συνέβη και με τον ελληνικό βούβαλο, που κάποτε κατέκλυζε τους υδροβιότοπους της βόρειας Ελλάδας και ο πληθυσμός του έφτασε τα όρια της εξαφάνισης τη δεκαετία του ’90. Τα τελευταία χρόνια, γίνεται μια σημαντική προσπάθεια ανάκαμψης του αριθμού των βουβαλιών, η οποία έχει φέρει αποτελέσματα στην περιοχή της Κερκίνης στον νομό Σερρών.
Με επιδοτήσεις της Ε.Ε. εξαφανίστηκαν οι εγχώριες ράτσες βοοειδών και ενισχύθηκε η εκτροφή βοοειδών έναντι της αιγοπροβατοτροφίας και άλλων παραδοσιακών μορφών κτηνοτροφίας, απείρως πιο αποδοτικών, όπως η κονικλοτροφία. Αυτό ήταν ένα ολέθριο σφάλμα, καθώς τα αιγοπρόβατα είναι ιδανικά για τη μορφολογία του ελληνικού εδάφους που έχει ορεινές και ημιορεινές εκτάσεις, σε αντίθεση με τα βοοειδή και κυρίως τις εισαγόμενες ράτσες, που θέλουν ανοιχτές πεδιάδες (τύπου Ολλανδίας).
Ταυτόχρονα, έγινε συνήθεια στον Έλληνα η κατανάλωση μοσχαρίσιου κρέατος, κάτι που δεν συνέβαινε σε τέτοια έκταση κατά το παρελθόν. Το μοσχαρίσιο κρέας δεν πλεονεκτεί σε θρεπτικά συστατικά, έναντι του αιγοπρόβειου, ενώ αν λάβουμε υπόψη και τις σύγχρονες συν¬θήκες εντατικής εκτροφής των βοοειδών (αντιβιοτικά, μεταλλαγμένες ζωοτροφές, ενσταυλισμός σχεδόν καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους), το μοσχαρίσιο κρέας είναι μάλλον επιβαρυμένο και κακής ποιότητας.
Αντίθετα, το αιγοπρόβειο κρέας και κάποιες εγχώριες φυλές βοοειδών προέρχονται στην πλειοψηφία τους από κοπάδια ζώων που βόσκουν τον περισσότερο χρόνο ελεύθερα σε ορεινές ή ημιορεινές περιοχές, εκμε¬ταλλευόμενα πλήρως την πλούσια ελληνική χλωρίδα.
Στο αιγοπρόβειο κρέας είμαστε σχεδόν αυτάρκεις, αφού σύμφωνα με στοιχεία για το 2009 η Ελλάδα διαθέτει περίπου 8,9 εκατ. πρόβατα και 4,8 εκατ. κατσίκια, δηλαδή αντιστοιχούν περίπου ένα πρόβατο και μισή κατσίκα για κάθε Έλληνα.
Σύμφωνα με τον πρόεδρο της Πανελλήνιας Ένωσης Κτηνοτροφών, κ. Δημήτρη Καμπούρη, «Σε ένα με δύο χρόνια, μπορούμε να έχουμε 20 εκατ. αιγοπρόβατα. Αυτό για την Οικονομία σημαίνει διπλάσια παραγωγή κρέατος και γάλακτος, μείωση των εισαγωγών, αύξηση των εξαγωγών και αύξηση των θέσεων εργασίας. Η αύξηση του ζωικού κεφαλαίου μπορεί να γίνει με ελάχιστα οικονομικά κίνητρα. Τα αρνιά και τα κατσίκια πωλούνται κυρίως το Πάσχα. Αν για μία- δύο χρονιές δεν δώσουμε τα θηλυκά στους εμπόρους, τότε τα ζώα θα διπλασιαστούν».
Σημαντικός τομέας είναι και η πτηνοτροφία, στην οποία είμαστε αυτάρκεις κατά 85% στο κρέας και κατά 91% στα αυγά. Ιδιαίτερα για τα αυγά, υπάρχει τόση παραγωγή, ώστε το 2011 οι εξαγωγές αυξήθηκαν κατά 2.134%!
Στη δε αλιεία το ποσοστό αυτάρκειας, χωρίς να υπολογίσουμε τις ιχθυοκαλλιέργειες, αγγίζει περίπου το 125,6%, με πάνω από 160.000 τόνους ψαριών τον χρόνο.
Μαζί με τις ιχθυοκαλλιέργειες (120.000 τόνοι), το ποσοστό σε αυτάρκεια των αλιευμάτων φτάνει το 221,3%! Μια πιθανή, λοιπόν, παύση των εισαγωγών κρέατος μάλλον καλό θα έκανε στη χώρα, αφού θα επανερχόμασταν στη μεσογειακή δια-τροφή, μειώνοντας την κατανάλωση κόκκινου κρέατος, η οποία μακροπρόθεσμα έχει και επιπτώσεις στην υγεία και θεωρείται υπεύθυνη για την εκδήλωση πολλών μορφών καρκίνου (π.χ. στομάχου ή παχέως εντέρου). Μεσούσης της κρίσης, ο μέσος Έλληνας καταναλώνει ετησίως 100 κιλά κόκκινου κρέατος, γεγονός που τον κατατάσσει στην 7η θέση παγκοσμίως, ξεπερνώντας Αμερικανούς, Καναδούς και Γερμανούς!
Στην κατηγορία των γαλακτοκομικών-τυροκομικών προϊόντων, η φέτα με ποσοστό αυτάρκειας 147% περίπου υπερβαίνει τον μέσο όρο της κατηγορίας, ο οποίος κυμαίνεται στο 80%.
Γενικότερα στο γάλα, η Ελλάδα κατά το παρελθόν ήταν πλεονασματική. Σήμερα είναι ελλειμματική, αφού η παραγωγή αγελαδινού γάλακτος κυμαίνεται στους 638 χιλιάδες τόνους, καλύπτοντας μόνο το 58,2% της ζήτησης (στοιχεία ΕΛΟΓΑΚ 2011)
Βέβαια, στο αιγοπρόβειο γάλα που έχει και μεγαλύτερη θρεπτική αξία, είμαστε σχεδόν αυτάρκεις, με παραγωγή που καλύπτει το 98% της ζήτησης.
Αυτό που δε γνωρίζει ο πολύς κόσμος είναι ότι η σχετικά μειωμένη παραγωγή γάλακτος δεν οφείλεται στη μη παραγωγικότητα της ελληνικής κτηνοτροφίας αλλά στο καθεστώς των ποσοστώσεων που επέβαλε η ΕΕ.
Μέχρι τις αρχές του 2000, η χώρα πλήρωνε πρόστιμα στην ΕΕ, επειδή οι παραγόμενες ποσότητες γάλακτος ήταν υψηλότερες από το πλαφόν που είχε δέσει αυθαίρετα η ΕΕ -κι αυτό διότι δεν είναι αναλογικές ούτε με τον πληθυσμό, ούτε με το ζωικό κεφάλαιο κάθε χώρας.
Η νέα αγροτική πολιτική
Κατ’ αρχήν θα πρέπει το υπουργείο αγροτικής ανάπτυξης θα πρέπει να σταματήσει να είναι διεκπεραιωτής της Ε.Ε. Η αγροτική πολιτική θα καθορίζεται με βάσει τα συμφέροντα και την ανάπτυξη της πατρίδας μας. Τα πρώτα βήματα:
Άμεση έναρξη της καλλιέργειας σε εκτάσεις που έχουν εγκαταλειφθεί από νέους άνεργους.
Σύμφωνα με τη Στατιστική Υπηρεσία (στοιχεία 2009), η Ελλάδα καλλιεργεί 32.693 χιλιάδες στρέμματα, από τα 37.324 χιλιάδες στρέμματα (25% της έκτασής μας) που είναι η συνολική καλλιεργήσιμη έκτασή μας, δηλαδή καλλιεργείται περίπου το 87,6% των καλλιεργήσιμων εκτάσεων. Τα υπόλοιπα 4.631 χιλιάδες στρέμματα είναι αναξιοποίητα, αφού βρίσκονται σε αγρανάπαυση η οποία μάλιστα είναι και συμφέρουσα, αφού είναι επιδοτούμενη από την ΕΕ.
Στον αριθμό αυτό μπορούν να προστεθούν και εκατομμύρια άλλα στρέμματα ανά την επικράτεια, τα οποία έχουν εγκαταλειφθεί εδώ και δεκαετίες, και έχουν μετατραπεί σε λιβαδικές, θαμνώδεις ή και δασώδεις εκτάσεις. Σε πολλούς νομούς, όπως στον νομό Σερρών, η εγκατάλειψη είναι τόσο μεγάλη, που αγγίζει ποσοστά πάνω από το 40%!.
Αυτές οι χαμένες αγροτικές εκτάσεις βρίσκονται στα βοσκοτόπια και στα βουνά (43% της έκτασης), και σε μικρότερο ποσοστό στα δάση (21% της ελληνικής γης). Επειδή τα δάση δεν πρέπει να μειωθούν για χάρη της γεωργίας, θα μπορούσαμε να καλλιεργήσουμε μέρος από τις χορτολιβαδικές εκτάσεις, πολλές από τις οποίες κάποτε ήταν χωράφια και μάλιστα πολύ εύφορα.
– Με καλλιέργεια μόνο στο 1/4 της έκτασης της Ελλάδας, η χώρα είναι σχεδόν αυτάρκης. Αν διπλασιάζαμε τις καλλιεργούμενες εκτάσεις, φτάνοντας στο 50% της ελληνικής γης, θα μπορούσαμε να θρέψουμε τουλάχιστον διπλάσιο πληθυσμό ή αλλιώς, να τροφοδοτούμε εξ ολοκλήρου χώρες με παραπλήσιο πληθυσμό, όπως η Πορτογαλία. Το επιχείρημα ότι δεν μπορούμε να καλλιεργήσουμε σε ορεινές ή και ημιορεινές περιοχές είναι αστείο, αφού κάποιες καλλιέργειες, όπως τα αρωματικά φυτά, πολλά από τα οπωροκηπευτικά, δενδρώδεις καλλιέργειες, όπως οι καστανιές, οι κερασιές, οι φουντουκιές, οι καρυδιές κ.ά. αναπτύσσονται καλύτερα σε υψηλό υψόμετρο και σε επικλινή εδάφη.
– Το βασικό πρόβλημα της ελληνικής γεωργίας είναι η μείωση του αγροτικού πληθυσμού, με άμεση συνέπεια την υποβάθμιση πρώην αγροτικών εκτάσεων. Για να μεταβληθεί αυτή η κατάσταση απαιτούνται σοβαρά κίνητρα για τους νέους. Θα πρέπει να γίνει όχι ενοικίαση εκτάσεων, όπως προωθεί το Υπουργείο και πρόσφατα η εκκλησία, αλλά πλήρης απαλλοτρίωση και «χάρισμα» γης σε άτομα, με την αυστηρή προϋπόθεση οι εκτάσεις αυτές να χρησιμοποιηθούν αποκλειστικά για αγροτικούς σκοπούς.
Ο αγρότης, για να είναι αποδοτικός και να παραμείνει στο επάγγελμα, πρέπει να έχει ιδιόκτητη γη και όχι ενοικιαζόμενη. Με πάνω από ένα εκατομμύριο επίσημα ανέργους, σκεφτείτε τι ώθηση δα έδινε στον γερασμένο αγροτικό κόσμο, αν ένα μέρος των ανέργων νέων, αντί να σκέφτονται τη φυγή, στρέφονταν στη γεωργία.
– Με μόνο 300.000 κατά κύριο επάγγελμα αγρότες σήμερα (και περίπου 2 εκατ. που δηλώνουν συμπληρωματικό εισόδημα), με άλλο μισό εκατομμύριο, θα είχαμε αύξηση κατά 266% τουλάχιστον του αγροτικού πληθυσμού, ενώ η ποιοτική διαφορά θα ήταν ασύγκριτη, αφού στη γεωργία θα έμπαινε ανθρώπινο δυναμικό μικρής ηλικίας και μορφωμένο, προάγοντας την επιχειρηματικότητα και την καινοτομία.
Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, επιτάχθηκαν και απαλλοτριώθηκαν σχεδόν 10 εκατ. Στρέμματα καλλιεργήσιμων εκτάσεων σε όλη τη χώρα και διατέθηκαν για την αποκατάσταση προσφύγων και γηγενών. Η διανομή της γης είχε ως αποτέλεσμα να καλλιεργηθούν εδάφη που πρώτα χρησιμοποιούνταν ως βοσκές ή έμεναν ακαλλιέργητα και να αυξηθεί σημαντικά η παραγωγή, ιδιαίτερα των σιτηρών, στα οποία ένα ποσοστό 93% της αύξησης προήλθε από τις περιοχές στις οποίες η γη διανεμήθηκε στους ακτήμονες. Στην Μακεδονία, στη Θεσσαλία και στην Ήπειρο, οι εκτάσεις που καλλιεργήθηκαν με σιτηρά διπλασιάστηκαν από το 1915 έως το 1932!
Αναδιοργάνωση της αγροτικής παραγωγής. Ψήφιση νέου νόμου για τούς συνεταιρισμούς με σαφείς διατάξεις ελέγχου και με κίνητρα μαζικοποίησης τους.
– Προγράμματα ολοκληρωμένης διαχείρισης, στα οποία η ανάγκη σε ζωοτροφές, λιπάσματα, νερό, ακόμα και ενέργεια, να καλύπτεται από την ίδια την αγροτική επιχείρηση. Η χρήση των οργανικών υπολειμμάτων των ζώων, αλλά και χορταριού σε αποσύνθεση για λίπασμα, η επιδότηση των κτηνοτροφών για καλλιέργεια των ζωοτροφών που χρειάζονται, η δημιουργία συστημάτων συλλογής βρόχινου νερού, αλλά και η επέκταση των προγραμμάτων φιλικής για το περιβάλλον ενέργειας (π.χ. φωτοβολταϊκά) σε κάθε ιδιόκτητη φάρμα, θα απάλλασσε πολλούς αγρότες από ένα μεγάλο τμήμα του κόστους παραγωγής. Επιπλέον, απαιτείται μείωση της τιμής του αγροτικού πετρελαίου, αλλά και μια καθετοποιημένη παραγωγή με πλήρη επιδότηση μεταποιητικών μονάδων κοντά στα χωράφια, ώστε ο κόσμος να παραμείνει στην επαρχία και το κέρδος από το προϊόν να το απολαμβάνει ο παραγωγός και όχι οι μεσάζοντες.
– Ένας ακόμα τομέας ανάπτυξης είναι και η εκτατική μορφή κτηνοτροφίας. Η Ελλάδα διαθέτει λιβάδια σε ποσοστό 35% του εδάφους της, τη στιγμή που στην Ιταλία είναι το 15%, στην Πορτογαλία το 16% και στην Ισπανία το 24%. Στα λιβάδια αυτά μπορούν να βόσκουν κατά το μεγαλύτερο διάστημα του έτους αιγοπρόβατα ή και εγχώριες φυλές βοοειδών και χοίρων, χωρίς να έχουν καμία ανάγκη για ζωοτροφές. Ειδικά για τα αιγοπρόβατα, θα μπορούσαμε να μετατραπούμε σε Νέα Ζηλανδία, αφού η ημιορεινή φύση της χώρας είναι ιδανική για την ανάπτυξή τους, ενώ οι ήπιες κλιματολογικές συνθήκες δεν απαιτούν ενσταυλισμό, παρά μόνο για λίγους μήνες κατά τη διάρκεια του έτους.
Αυτό θα μείωνε τις τεράστιες εισαγωγές ζωοτροφών, ενώ θα έδινε ένα κρέας εξαιρετικής ποιότητας. Η αξιοποίηση των βοσκοτόπων στην Ελλάδα μπορεί να αποφέρει 4,5 δισ. ευρώ ετησίως!
– Ένας ακόμα αναξιοποίητος πλούτος είναι και η αλιεία. Η Ελλάδα, με τα 15.000 χιλιόμετρα ακτογραμμών, τα 300 θαλάσσια είδη, τα ποτάμια (ο Αλιάκμονας έχει 33 είδη ψαριών και ο Αξιός 36), τις λίμνες, τους εκατοντάδες κόλπους, καθώς και τα 3.000 νησιά, είναι ένα φυσικό ιχθυοτροφείο. Ήδη η χώρα διαθέτει τον μεγαλύτερο αλιευτικό στόλο στην Ε.Ε.
Ταυτόχρονα, μπορούν να αναπτυχθούν και οι υδατοκαλλιέργειες.
Σύμφωνα με έρευνες Καναδών επιστημόνων που διεξήχθησαν για την Google Earth, από τους 21.200 περίπου κλωβούς ιχθυοτροφείων που βρίσκονται στη Μεσόγειο (δορυφορικές εικόνες), οι μισοί περίπου (49%) βρίσκονται στη χώρα μας, με αποτέλεσμα να υποεκτιμούμε τη συνολική παραγωγή ψαριών ιχθυοκαλλιέργειας κατά τουλάχιστον 30%!
Η Ελλάδα με μόνο ελάχιστα ιχθυοτροφεία, σε σχέση με αυτά που θα μπορούσε να έχει, παράγει το 60% της συνολικής παραγωγής σε συναγρίδα και λαβράκι που εκτρέφονται στην Ε.Ε. και σχεδόν τη μισή από την παγκόσμια παραγωγή!
Η χώρα θα έπρεπε εδώ και δεκαετίες να επενδύσει όχι μόνο στη διατροφική της αυτάρκεια, κάτι που ήδη υφίσταται παρόλη την γεωργοκτόνα πολιτική των τελευταίων ετών, αλλά και στην εξάρτηση σε τρόφιμα άλλων χωρών από εμάς, ώστε σε μια πιθανή κρίση να έχουμε συμμάχους τους εμπορικούς μας εταίρους.
Με δεδομένη την παγκόσμια αύξηση του πληθυσμού, τα τρόφιμα είναι ένας τομέας ζωτικής σημασίας, που μελλοντικά θα αποτελέσει παγκοσμίως τη μέγιστη προτεραιότητα για κάθε κράτος, αλλά και το υπ’ αριθμόν ένα μέσο άσκησης εξωτερικής πολιτικής. Η αυτονομία στα τρόφιμα είναι η μόνη λύση για την επίτευξη της ελευθερίας των λαών, αλλά και της εθνικής ανεξαρτησίας αφού η χειρότερη μορφή εξάρτησης είναι εκείνη της διατροφής του πληθυσμού.
*Ο σχεδιασμός της βιομηχανοποίησης των αγροτικών προϊόντων όπως επαναλειτουργία της βιομηχανίας ζάχαρης, βιομηχανικών φυτών (π.χ. τεύτλα, βαμβάκι, κ.α). Στόχος θα είναι τα τελικά αγροτικά προϊόντα να βρίσκονται στο τελικό στάδιο της βιομηχανοποίησης. Αυτό βεβαίως προϋποθέτει δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις.
*Την επαναλειτουργία της βιομηχανίας λιπασμάτων και βιομηχανία ζωοτροφών λόγω της μεγάλης εξάρτησης από τις εισαγωγές με μονοπωλιακές τιμές και τρόπους εξόφλησης (μετρητοίς).
*Οι γεωτεχνικοί, γεωπόνοι, κτηνίατροι κλπ. να αποκτήσουν ξανά τον συμβουλευτικό τους ρόλο και να βρεθούν στα χωράφια. Σήμερα, οι γεωτεχνικοί του υπουργείου έχουν γίνει γραφειοκράτες, ενώ οι περισσότεροι του ιδιωτικού τομέα απλοί έμποροι αγροεφοδίων.
*Να ξαναλειτουργήσει η «Υπηρεσία Γεωργικών Εφαρμογών» στο Υπουργείο ως κόμβος αμφίπλευρης και αδιάκοπης σχέσης και επικοινωνίας ανάμεσα στον παραγωγό, στη διοίκηση, στην έρευνα και στην εκπαίδευση.
*Η έρευνα στα ΑΕΙ να συνδεθεί με τις ανάγκες της Ελληνικής αγροτικής παραγωγής και να δημιουργηθούν στα Πανεπιστήμια Συμβουλευτικές Υπηρεσίες για τους αγρότες.
*Η αναβάθμιση των κοινωνικών συνθηκών στην ύπαιθρο με δημόσια δωρεάν υγεία, παιδεία πρόνοια και με δημιουργία αθλητικών και πολιτιστικών κέντρων για δημιουργική αξιοποίηση του ελεύθερου χρόνου των κατοίκων της υπαίθρου.
*Η παραγωγική ανασυγκρότηση Μία σωστή αγροτική πολιτική πρέπει το κέντρο της να είναι ο άνθρωπος και να δημιουργεί και συντηρεί καλό επίπεδο ζωής για τους αγρότες, με κοινωνικές παροχές στην υγεία, παιδεία επικοινωνία και πολιτισμό, ώστε να προσελκύει νέους και δημιουργικούς ανθρώπους στον αγροτικό τομέα.
Η έκταση και το βάθος της παραγωγικής ανασυγκρότησης της αγροτικής οικονομίας θα καθορισθούν από την συμμετοχή του κόσμου της εργασίας αλλά και των πολιτικών στόχων.
Η παραγωγική ανασυγκρότηση θα πετύχει την στιγμή που θα συνοδεύεται με την ανασυγκρότηση και άλλων τομέων της Ελληνικής κοινωνίας όπως του πολιτισμού, εκπαίδευση, υγεία κλπ. Το θεωρητικό υπόβαθρο αυτής της ανασυγκρότησης θα πρέπει να είναι το εξής:
Κάθε συγκεκριμένος παραγωγικός μετασχηματισμός έχει το χρώμα που του προσδίδει το πολιτικό σχέδιο, έχει πολιτικό πρόσημο άρα οφείλει να έχει συγκεκριμένο προσδιορισμό:
Εάν υπακούει στην αντίληψη ότι η αποκατάσταση του εισοδηματικού μεριδίου της εργασίας και του κοινωνικού κράτους είναι προϋποθέσεις για την μεγέθυνση του ΑΕΠ, των επενδύσεων και της συμμετοχής της άρχουσας τάξης στο «μέρισμα της ανάπτυξης», τότε πρόκειται για έναν αριστερό ριζοσπαστικό παραγωγικό μετασχηματισμό. Εάν υπακούει στην αντίληψη «η ανάπτυξη είναι προϋπόθεση για την αντιμετώπιση της κοινωνικής κρίσης», τότε πρόκειται για έναν κεντροαριστερό εξωραϊστικό παραγωγικό μετασχηματισμό. Εάν λείπει ο πολιτικός προσδιορισμός και μιλάμε γενικώς για παραγωγική ανασυγκρότηση ή παραγωγικό μετασχηματισμό, πάμε σε «ραντεβού στα τυφλά» με την Ιστορία1.
1 CeterisParibus: blog του Ηλία Ιωακείμογλου-Οικονομικός αναλυτής, επιστημονικός σύμβουλος του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ.
Ο Γιάννης Περάκης είναι Οικονομολόγος
Πηγή: Σχέδιο Β
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου