Όταν κάνεις τη σημαία σουβενίρ και το Μνημείο χώρο


Του Αντώνη Ανδρουλιδάκη *

Κάνουν το Μνημείο χώρο, όπως έκαναν ολόκληρη τη χώρα.

Η φράση αυτή συμπυκνώνει το πώς η εξουσία διαχειρίζεται —ή, μάλλον, προσπαθεί να εξουδετερώσει— ό,τι θα μπορούσε να κρατήσει την ατομική και συλλογική ψυχή ζωντανή.

Καθώς η Ελλάδα μετατράπηκε σταδιακά από πατρίδα σε «επενδυτικό ή τουριστικό προορισμό», σε ψυχική αποικία, έτσι και το Μνημείο —τόπος μνήμης, πένθους και συλλογικής συγκίνησης— μετατρέπεται τώρα σε χώρο, ώστε το κάθε Ιερό να γίνει εντέλει διαχειρίσιμο. Το κάθε Ιερό να υπαχθεί σε κάποιο management. Το κάθε Ιερό να ορισθεί ως επιφάνεια χωρίς βάθος, ως πεδίο ελέγχου και αστυνόμευσης, να γίνει ακόμα μία «τοποθεσία» του δημοσίου χώρου, που πρέπει να παραμείνει καθαρή, ουδέτερη, σιωπηλή.

Το Ιερό, στην πράξη, αποψιλώνεται. Η σημαία γίνεται πλαστική για να μην «σημαίνει», το χώμα γίνεται τσιμέντο για να μην λερώνει. Το Ιερό καθαρίζεται και γυαλίζεται για να τοποθετηθεί σ’ ένα εξουσιαστικό ράφι κατανάλωσης.

Μαζί με το Ιερό που απο-ιεροποιείται, η μνήμη παύει να είναι πράξη συμμετοχής και μετατρέπεται σε διοικητική αρμοδιότητα. Το πένθος καθαρίζεται με το πιεστικό μηχάνημα, η συγκίνηση απομακρύνεται ως “παραβίαση του χώρου”, ο άνθρωπος που θρηνεί αντιμετωπίζεται ως πρόβλημα “τάξης”.

Η εξουσία, μη μπορώντας να αντέξει τον ζωντανό πόνο, επιχειρεί να τον ελέγξει. Θέτει τα όρια εντός των οποίων επιτρέπεται η παρουσία του, για να μην ενοχλεί.

Το Μνημείο —όπως και η χώρα— πρέπει να είναι λειτουργικό, αποστειρωμένο, “καθαρό” και αποτελεσματικό αντικείμενο προς αξιοποίηση. Πρόκειται για τον ορισμό της αποικιοποίησης του συναισθήματος.

Ο πόνος και μαζί μ’ αυτόν η συγκίνηση είναι επικίνδυνη, γιατί θυμίζει ότι υπάρχει ψυχή,

ότι πίσω από τους αριθμούς υπάρχουν σώματα, πίσω από τους θεσμούς άνθρωποι, «πίσω» από Μνημείο μνήμες και κάτω από το χώμα οστά προγόνων

Έτσι, η εξουσία κάνει ό,τι ξέρει καλύτερα: απο-πνευματοποιεί τον χώρο, απο-συμβολοποιεί το χώρο για να σταματήσει αυτός να συν-βάλει. Αποσυνδέει το συναίσθημα από το σύμβολο, το σύμβολο από το βίωμα και αφήνει πίσω της μια εικόνα χωρίς παρουσία —

ένα τοπίο που μοιάζει με πατρίδα, αλλά δεν κατοικείται από ανθρώπους. Ο τόπος γίνεται τοπίο και ο εύζωνας «τσολιαδάκι».

Ό,τι συμβαίνει στο Μνημείο, είναι η μικρογραφία αυτού που συνέβη στην Ελλάδα:

μια χώρα που από κοινός τόπος ζωής έγινε χώρος εκμετάλλευσης. Όπως ιδιωτικοποιήθηκαν τα λιμάνια και τα τρένα, έτσι ιδιωτικοποιείται τώρα και η μνήμη. Και μαζί με την μνήμη, η οδύνη εντέλεται και αυτή να είναι μόνο ιδιωτική. «Κρατήστε τον πόνο σας ιδιωτικό, μην μας τον φέρνετε μπρός στην αυλή μας», λένε στην πραγματικότητα.

Η διαχείριση του συλλογικού πένθους περνά στα χέρια των δημοσίων σχέσεων και των δημοσκοπήσεων. Η κρατική ψυχρότητα δεν είναι ατύχημα· είναι δομικό στοιχείο του νεοφιλελεύθερου φαντασιακού. Γιατί αυτή η  εξουσία δεν αντέχει την ευαισθησία, δεν αντέχει τη συγκίνηση επειδή ξέρει ότι είναι ανεξέλεγκτη, γιατί ο πόνος δεν υπακούει σε πρωτόκολλα. Και γι’ αυτό τον μετατρέπει σε θέαμα ή τον αποβάλλει. Κι όταν πια δεν μπορεί να τον αποσιωπήσει, τον πειθαρχεί.

Απέναντι σ’ αυτή την αναισθησία, ο πολίτης δεν έχει μόνο δικαίωμα στην οργή·

έχει πρωτίστως δικαίωμα στον πόνο. Δικαίωμα να θρηνεί δημόσια, να μετατρέπει τη συγκίνηση σε λόγο, να κατοικεί τη μνήμη δίχως την άδεια κανενός. Ίσως-ίσως έχει υποχρέωση ως πολίτης να θρηνεί δημόσια τον συλλογικό μας πόνο. Είναι δικαίωμα του συλλογικού πόνου να κατοικεί στον τόπο του Μνημείου.

Γιατί το Μνημείο δεν είναι χώρος ελέγχου — είναι τόπος συνάντησης, είναι σημείο συν-βολής-βάζει μαζί, ενιαιοποιεί το συλλογικό που η εξουσία επιθυμεί διακαώς να διχάσει.

Είναι εκεί όπου η κοινωνία θυμάται ότι υπάρχει, όπου η ψυχή επιστρέφει για λίγο στο σώμα του συλλογικού.

Κι αν αυτή η συγκίνηση τρομάζει την εξουσία, είναι γιατί μόνο αυτή μπορεί να τη νικήσει.

Όταν κάνουν το Μνημείο χώρο, επιχειρούν να κάνουν τη μνήμη διαχειρίσιμη.

Όταν κάνουν τη χώρα “χώρο”, κάνουν την Πολιτική λογιστήριο και τη ζωή αναλώσιμη.

Αλλά το φως, όπως και η συγκίνηση, δεν διατάζεται — αναδύεται.

Και κάποτε, μέσα από τις σιωπές των πλατειών, θα επιστρέψει ξανά αυτό το φως.

Ως αναφαίρετο δικαίωμα -και υποχρέωση μαζί- να θυμόμαστε. Για να μην νικήσει η Λήθη.

* Αναπτυξιακός & Κοινωνικός Ψυχολόγος, Διδάσκων Ψυχολογίας Πανεπιστημίου Neapolis. 

Πηγή: militaire.gr

Δρόμος ανοιχτός

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου