Η καταστροφή των κοινωνικών επιστημών – και των κοινωνιών

 

Του Θέμη Τζήμα

Ας μας επιτρέψουν οι αναγνώστες μια πρόσκαιρη, κυριακάτικη αποστασιοποίηση από την τρέχουσα επικαιρότητα, με ένα θέμα το οποίο φαντάζει ίσως αδιάφορο, αλλά στην πραγματικότητα είναι κάτι παραπάνω από θεμελιώδες.

Ας μας δώσουν λοιπόν λίγη προσοχή: ο Ισαάκ Ασίμοφ, ένας από τους προφήτες της επιστήμης (δια της επιστημονικής φαντασίας) είχε πει ότι το πιο θλιβερό στη ζωή αυτή τη στιγμή είναι πως η επιστήμη συγκεντρώνει γνώση πολύ πιο γρήγορα απ’ ό,τι η κοινωνία αποκτά σοφία. Μπορεί να μην είναι το πλέον θλιβερό αλλά είναι ένα από τα πιο επικίνδυνα φαινόμενα, όπως μεταξύ άλλων το παράδειγμα του ναζισμού μας έχει διδάξει.

Η συγκέντρωση κοινωνικής σοφίας αποτελεί σύνθεση διαφορετικών συνεισφορών: από κόμματα, κινήματα, κοινωνικές συσσωματώσεις (από όλα εκείνα δηλαδή τα οποία πολεμά το παρόν κοινωνικό και οικονομικό μοντέλο) και βεβαίως από τις κοινωνικές επιστήμες.

Οι τελευταίες από την φύση τους χρειάζονται για να ανθίσουν τέσσερα πράγματα: μεθοδολογία επιστημονικώς επαληθεύσιμη (δηλ. αποδειξιμότητα όλων όσων υποστηρίζεις), διεπιστημονικότητα (δεν έχει για παράδειγμα κανένα νόημα να γνωρίζεις δίκαιο, χωρίς ιστορία, φιλοσοφία κτλ.), ελευθερία λόγου και αμφισβήτηση της κάθε αυθεντίας.

Τα παραπάνω με τη σειρά τους προϋποθέτουν χρόνο για σκέψη και διάβασμα, για συζήτηση, για κοινωνική συναναστροφή, για πολιτική στράτευση. Ο κοινωνικός -και κάθε- επιστήμονας, ο οποίος προσπαθεί να δράσει ως τέτοιος εκτός ζωής και εκτός κοινωνίας, όσο γνωστικό φορτίο και αν κατέχει δεν παύει να αποδεικνύεται ένας μικροαστός διανοούμενος, τελικά αδιάφορος επιστημονικά ή και εξαρτημένος από την κάθε εξουσία, πρόθυμος να ξεπλύνει κάθε επιλογή της τελευταίας.

Πάμε να δούμε τώρα κάτι σχετικό: σε μία μόνο εκ των κοινωνικών επιστημών για τις οποίες μιλήσαμε πιο πάνω, τη Νομική, στην κατάταξη της ιδιωτικής εταιρείας SCImago, περιέχονται 770 ακαδημαϊκές επιθεωρήσεις. Αν εκδίδουν κατ’ έτος και κατά μέσο όρο 2 τεύχη (στην πραγματικότητα υπερβαίνουν στις περισσότερες περιπτώσεις τα δύο) έχουμε να κάνουμε με 1540 τεύχη ετησίως. Αν τώρα κατά μέσο όρο έχουν 200 σελίδες μιλούμε για 308.000 σελίδες άρθρων περί της νομικής επιστήμης, με αρκετά εκατομμύρια ακόμα να προστίθενται υπό μορφή έκδοσης βιβλίων από τους διεθνείς εκδοτικούς οίκους. Πολλαπλασιάστε το για το σύνολο των κοινωνικών, όπως και των υπολοίπων επιστημών και τελικά φτάνουμε σε μια βιομηχανία, εκατομμυρίων επιστημονικών ή επιστημονικοφανών άρθρων κατ’ έτος, εκ των οποίων όλα υποτίθεται ότι περνούν από διπλό, “τυφλό”, δηλαδή ανωνυμοποιημένο, λεπτομερειακό έλεγχο.

Και αυτές είναι οι καλές περιπτώσεις, διότι δίπλα σε αυτές θα δούμε άγνωστο, αν και διαρκώς αυξανόμενο, αριθμό εντύπων με βαρύγδουπους τίτλους, στα οποία με 100 δολάρια μπορείς να δημοσιεύσεις ό,τι θέλεις, για όποια επιστήμη θέλεις.

Είναι αστείο να μιλούμε για πρωτοτυπία, συζήτηση, σκέψη, ουσιαστική αμφισβήτηση, όταν η ακαδημαϊκή κοινότητα περνά μια ζωή γεμίζοντας βιογραφικά και επιστολές εκδήλωσης ενδιαφέροντος, στο πλαίσιο ενός αδυσώπητου ακαδημαϊκού καριερισμού, κρινόμενη από τον εαυτό της μόνο, δηλαδή από τα μέλη της εκείνα τα οποία στην πλειοψηφία τους διαβάζουν πρόλογο, επίλογο και υποσημειώσεις, προκειμένου να εισηγηθούν την αποδοχή ή την απόρριψη των άρθρων – γεμίζοντας και τα δικά τους βιογραφικά αντιστοίχως.

Κανείς δεν διαβάζει κανέναν (ή ελάχιστοι διαβάζουν ελαχίστους), ωστόσο όλοι είναι χαρούμενοι διότι η ματαιοδοξία τους ικανοποιείται και τα βιογραφικά, το εμπόριο επιστημοσύνης δηλαδή, διαρκώς φουσκώνουν.

Μια ολόκληρη επιστημονική κοινότητα, υποταγμένη στην εμπορευματοποίηση των σπουδών την οποία κατά βάση ο αγγλοσαξονικός κόσμος προκάλεσε, τρέχει πίσω από την ουρά της, μιλώντας με τον ίδιο τρόπο, πάνω-κάτω για τα ίδια θέματα, καθότι ούτε η πραγματική κοινωνία την νοιάζει, ούτε βεβαίως διαθέτει τον ελάχιστο αναγκαίο χρόνο προκειμένου να συνομιλήσει διεπιστημονικά και να τολμήσει να ασχοληθεί με κάτι ουσιαστικά νέο.

Φυσικά είναι απολύτως λογικό, διαρκώς να προκύπτουν περιστατικά μαζικής αμαύρωσης διεθνών εκδοτικών οίκων, εξαιτίας της αποδοχής στα έντυπά τους προφανώς λανθασμένων, κατασκευασμένων, επιστημονικώς ανάρμοστων και πλέον μη συνταγμένων από ανθρώπους αλλά από αλγορίθμους-”φαρσέρ”, “επιστημονικών” άρθρων.

Αντί όμως αυτά να μας πείθουν πως πρέπει να κατεβάσουμε ταχύτητα και να δούμε γιατί παρακμάζουν οι επιστήμες μας, γιατί οι κοινωνίες μας δεν γίνονται σοφότερες, οι “απαντήσεις” έγκεινται σε κάποιον ακόμα αλγόριθμο, ο οποίος θα ξεσκεπάζει τους απατεώνες, αγνοώντας ότι το ζήτημα δεν είναι μόνο ή κυρίως τα όποια τελείως αναξιόπιστα άρθρα, αλλά η γενική και η γενικευμένη αφαίρεση της σκέψης από τον κατεξοχήν χώρο, ο οποίος υποτίθεται ότι δημιουργήθηκε για να την υπηρετεί.

Αλγόριθμοι τους οποίους καλά-καλά δεν κατανοούμε εννοιολογικώς, πολλώ δε μάλλον λειτουργικώς, προτείνουν ή αποφασίζουν για περισσότερες συνεχώς από τις πτυχές μας τις ιδιωτικές και τις κοινωνικές, υπό την υπαρκτή ή υποτιθέμενη επίβλεψη ειδικών, τους οποίους έχουν επιλέξει κάποιοι άλλοι ειδικοί και πάει λέγοντας.

Φυσικά, οι παραπάνω υπεργολαβίες της σκέψης αφήνουν διάπλατο πεδίο δράσης σε κάθε λογής φανφάρες και απατεώνες.

Αν στα παραπάνω προσθέσουμε την επί της αρχής, αλλά και εν τέλει καταστροφική αντίληψη περί “αριστείας” (την οποία κακοχωνεμένη αναπαράγουν εδώ οι χρηματοδοτούμενοι από τους σχολάρχες, υπουργοί και οι πανεπιστημιακοί φίλοι τους) και βεβαίως τον κίβδηλο φοιτητοκεντρισμό, όπου φοιτητής ίσον καταναλωτής. στον οποίο επομένως πρέπει τα πανεπιστήμια να πουλάνε ακαδημαϊσμό με την σέσουλα, κατατμημένες πάντα, τεχνικές γνώσεις και “χαρτιά” με αντίκρισμα στην αγορά εργασίας κατά προτίμηση, έχουμε την πλήρη αποδόμηση των κοινωνικών επιστημών, δηλαδή ενός ακόμα τόπου, πιθανής απόκτησης κοινωνικής σοφίας.

Δεν είναι τυχαίο ότι ακόμα και σε όντως εντυπωσιακά βιογραφικά, με αριθμό σελίδων προσομοιάζοντα με εγχειρίδιο, ελάχιστες περιπτώσεις (έως ανύπαρκτες) πραγματικά ιστορικών και νέων συστημάτων σκέψης θα εντοπίσουμε: σχολιασμούς και οριακές μεταβολές ίσως ναι, αλλά όχι περισσότερα.

Βιώνουμε μια ακαδημαϊκή απο-ευαισθητοποίηση, αντίστοιχη με εκείνην στην τέχνη ή ακόμα και στον αθλητισμό και στην κοινωνία του θέματος, η οποία διεισδύει ηγεμονικά σε όλα τα παραπάνω. Τεράστιες δόσεις, ασταμάτητες ταχύτητες, ελάχιστη πρωτοτυπία, ελάχιστη κοινωνικότητα.

Ένας κόσμος, ο οποίος στερείται ολοένα περισσότερο των πραγματικών κοινωνικών επιστημών, ενώ η τεχνολογία εξελίσσεται μοιραία αισθάνεται ότι προσομοιάζει με παιδί που εγκαταλείφθηκε σε πιλοτήριο αεροπλάνου εν μέσω πτήσης. Νιώθει ότι ο κόσμος τελειώνει, πως ό,τι συμβαίνει είναι συγκλονιστικό και αντιστρόφως ανάλογα ανίσχυρος μπροστά σε όλα αυτά, ο ίδιος. Τι κάνει; Αναθέτει την κυριαρχία του και ακόμα χειρότερα την δυνατότητα σκέψης του στους ειδικούς, πραγματικούς ή και υποτιθέμενους. Μιλούμε για μια “ιερατειο-κρατία”. Οι ειδικοί πείθουν ότι είναι τέτοιοι και πως έχουν τις λύσεις στα κοινωνικά προβλήματα, οι οποίες υπό μορφή εξω-ιστορικού, εξω-κοινωνικού, λόγου μπορεί να εκφέρονται. Στην πραγματικότητα, ούτε είναι αλλά και όταν είναι, δεν χρειάζεται να είναι.

Χρειαζόμαστε, μεταξύ όλων των υπολοίπων, κοινωνικές επιστήμες. Χρειαζόμαστε επικίνδυνους χώρους ελευθερίας. Χρόνο για συζήτηση, ζύμωση, σκέψη και δράση. Όχι καριερίστες. Όχι αυθεντίες. Δεν πρόκειται για το καλό της ακαδημαϊκής κοινότητας, αλλά όλων μας. 


Δρόμος ανοιχτός

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου