Αφού συνδύασε τα χειρότερα στοιχεία από δύο μοντέλα αντιμετώπισης της πανδημίας, τώρα στρέφεται στα πλέον αυτοκαταστροφικά μέτρα για το σύνολο της κοινωνίας
Του Θέμη Τζήμα
Υπάρχει ένα διδακτικό ανέκδοτο, από αυτά που κυκλοφορούν για τον Χότζα: για να εκδικηθεί την γυναίκα του που τον απατούσε, αποφάσισε να κόψει το πέος του.
Κάπως έτσι κινείται η κυβέρνησή μας – και όχι μόνο η δική μας. Αφού συνδύασε τα χειρότερα στοιχεία από δύο μοντέλα αντιμετώπισης της πανδημίας (το κλειστό των απαγορευτικών με το ανοιχτό), τώρα στρέφεται στα πλέον αυτοκαταστροφικά μέτρα για το σύνολο της κοινωνίας.
Μάλιστα, όπως ουκ ολίγα κράτη έπραξαν, αφού η κυβέρνηση σχεδόν έδωσε (ή έπεισε ότι έδωσε) τα κλειδιά της διακυβέρνησης σε λογής ειδικούς ή ανειδίκευτους «ειδικούς», που μιλούσαν επί παντός επιστητού δημοσίως, και αφού έπεισε ότι όποιος τους αμφισβητεί είναι λίγο-πολύ ψεκασμένος, τώρα βρίσκεται η ίδια στην θέση να «παρακούει» τα κελεύσματά τους, προκειμένου να μην διαλύσει ολοκληρωτικά την οικονομία, ενσπείροντας έτσι, ακόμα περαιτέρω την σύγχυση μεταξύ των πολιτών. Κάπως έτσι είναι ο πρωθυπουργός μόνος του (ή έτσι διαρρέει από τους «γνωστούς κύκλους») εκείνος που αποφαίνεται τι τεστ θα κάνουμε και πότε, τι μάσκα θα φοράμε και λοιπά άλλα χαριτωμένα καθιστάμενος έτσι, ο «πρώτος υγειονομικός», ο «πρώτος λοιμωξιολόγος» της πατρίδας μας κλπ.
Τα πράγματα γίνονται ωστόσο ακόμα πιο κωμικοτραγικά, με εμβληματικά πρόσωπα εκείνα του πρωθυπουργού και του υπουργού Υγείας. Είναι μάλλον πρωτοφανές να εξαγγέλλονται μέτρα από τώρα για μετά τις γιορτές. Η κυβέρνηση ουσιαστικά μας λέει ότι ξέρει πως θα νοσήσουμε μέσα στις εορτές εξαιτίας των μέτρων τα οποία δεν παίρνει άμεσα, αλλά ελπίζει να κάνουμε λίγο τζίρο, οπότε προς το παρόν παίρνει μέτρα ανεπαρκή και μας αφήνει τα «καλά» για μετά. Δεν ανήκουμε σε εκείνους που έλεγαν τις γνωστές ανοησίες ότι δήθεν η υγεία μπαίνει πάνω από όλα. Η υγεία σταθμίζεται και με την οικονομία, όπως και με άλλα αγαθά και δικαιώματα.
Εδώ όμως δεν πρόκειται καν περί αυτού: ανακοινώνοντας εκ των προτέρων ότι θα λάβεις μέτρα εκ των υστέρων, αφενός πλήττεις την οικονομική κίνηση διότι ένα μεγάλο μέρος αντιλαμβάνεται τον κίνδυνο από την μετακίνησή του τις ημέρες των εορτών και αφετέρου αφήνεις περισσότερο απροστάτευτη την δημόσια υγεία. Συνδυάζεις, αυτοκαταστροφικώ τω τρόπω, τις αρνητικές εκδοχές δύο πολιτικών.
Ακόμα χειρότερα, όσο σύρονται οι κυβερνητικοί προς περιοριστικά μέτρα, τόσο το φάντασμα ενός γενικευμένου απαγορευτικού εξαπλώνεται, παραλύοντας την εθνική οικονομία. Αντί να έχουν υιοθετήσει από την αρχή και σταθερά, μέτρα στοχευμένα, αντί γενικών απαγορευτικών, τα οποία κουράζουν και όπως ήταν αναμενόμενο δεν εφαρμόζονται, επέλεξαν μια πολιτική ακορντεόν, μεταξύ πλήρους απαγορευτικού και ουσιαστικώς πλήρους ανοίγματος, διανθισμένων με απίθανα διοικητικά πρόστιμα προς κάθε κατεύθυνση.
Ακόμα και τα τεστ, τα κατέστησαν μέσο τιμωρίας επιβάλλοντας να τα πληρώνουν οι μη εμβολιασμένοι και μην προβλέποντας τίποτα για τους εμβολιασμένους.
Δεν σταματούν όμως εδώ: το νέο κύμα πίεσης προς την κατεύθυνση του εμβολιασμού συμπεριλαμβάνει τις συγκεκαλυμμένες απειλές περί απολύσεων των ανεμβολίαστων. Με άλλα λόγια, ένα σύστημα υγείας το οποίο υπολειτουργεί με αποτέλεσμα χιλιάδες θανάτους, ένα σύστημα το οποίο δύο χρόνια μέσα στην πανδημία μένει ακόμα χωρίς πρωτοβάθμια υγεία και με ΜΕΘ χωρίς το εξειδικευμένο προσωπικό, θα χάσει οριστικά χιλιάδες μέλη του προσωπικού του παρότι μάλιστα αυτά δεν αποτελούν κανένα κίνδυνο για την λειτουργία των νοσοκομείων, δεδομένου ότι έτσι και αλλιώς έχουν τεθεί σε αναστολή εργασίας. Πρόκειται για μέτρα όχι απλώς εκβιαστικά, αλλά για μέτρα εκδικητικά, τα οποία θα διαλύσουν όχι μόνο το σύστημα υγείας όχι μόνο σήμερα αλλά και στο μέλλον.
Σε μια μάλιστα πλήρη στρέβλωση της συνταγματικής τάξης, τα μέτρα πλέον δεν αξιολογούνται στην βάση της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας αλλά της αποτελεσματικότητας μεταφραζόμενης αποκλειστικά και μόνο σε αριθμούς εμβολιασμένων – όχι ανακούφιση από την πανδημία συνολικά.
Κάπως έτσι, η Ελλάδα έχει διπλάσια θνητότητα από τον μέσο όρο της Ε.Ε. με βάση τα τελευταία στοιχεία του Ευρωπαϊκού Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (ECDC), ενώ ακόμα και σε απόλυτο αριθμό θυμάτων είναι δραματική η διαφορά από κράτη όπως η Σουηδία, με αντίστοιχο πληθυσμό: 20.126 θάνατοι στην Ελλάδα, ενώ στην Σουηδία 15.259 θάνατοι και ενώ μάλιστα η τελευταία έχει 260.000 μολύνσεις παραπάνω. Φυσικά ούτε λόγος μπορεί να γίνει για σύγκριση με υγειονομικές υπερδυνάμεις τύπου Κούβας, η οποία καταγράφει μόλις 8.317 θανάτους.
Απέναντι σε όλα αυτά έχουμε πρόστιμα, απολύσεις, κρυμμένες εκθέσεις και εξαγγελίες εξαγγελιών μέτρων. Κάπως έτσι, όσο αποτυγχάνει η κυβερνητική πολιτική τόσο εντείνεται. Είναι αμφίβολο αν στο Μέγαρο Μαξίμου αντιλαμβάνονται πού οδηγεί η αυτοκαταστροφικότητα αυτή. Πάντως ο Χότζας της ιστορίας μας, δεν είχε καλό τέλος.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου