Περί «στεγανής Δικαιοσύνης»


Της Σοφίας Χουδαλάκη

Η Δημοκρατία δεν είναι μόνο δικαίωμα, είναι και υποχρέωση· δεν είναι μόνο προς τέρψη, είναι και προς υπεράσπιση. Ένας από τους πλέον θεμελιώδεις πυλώνες αυτής της Δημοκρατίας είναι η Δικαιοσύνη. Ο θεσμός της Δικαιοσύνης λειτουργεί εντός συγκεκριμένου νομικού πλαισίου, το οποίο αρθρώνεται στο γράμμα του Νόμου, αλλά οφείλει να συμπεριλαμβάνει και το πνεύμα της κοινωνίας.

Για παράδειγμα, η κλοπή διαχρονικά ήταν αδίκημα, ωστόσο διαφορετική ποινή επίσειε στην Αγγλία του 18ου αιώνα, διαφορετική στην Ελλάδα του σήμερα, διαφορετική σε χώρες της Μέσης Ανατολής. Όπως, λοιπόν, είναι υποχρέωση κάθε πολίτη να προστατεύει τους δημοκρατικούς θεσμούς, έτσι είναι υποχρέωσή του να αναλογίζεται και να κρίνει τα της Δικαιοσύνης, όχι σαν ειδικός, όχι σαν νομικός, όχι σαν δικαστής, αλλά ως πολίτης. Δηλαδή, ως εκείνος που περιμένει το πνεύμα του Νόμου να κανονικοποιείται, να συστηματοποιείται και να εκφράζεται μέσα από το γράμμα του Νόμου.

Συνεπώς, οι σκέψεις που παρατίθενται παρακάτω δεν κομίζουν καμία νομική κατάρτιση, αλλά είναι άσκηση της υποχρέωσης και του δικαιώματος ενός πολίτη που παρακολουθεί την επικαιρότητα και αντιδρά σε ό,τι πιστεύει ότι διαρρηγνύει το πλέγμα της λογικής και των αρχών του.

Ακούγεται από πολλές πλευρές, τις τελευταίες μέρες, το επιχείρημα ότι η Δικαιοσύνη είναι αντικειμενική μόνο όταν καταλήγει σε αποφάσεις, που βασίζονται αποκλειστικά στα τεκμήρια, όπως αυτά προκύπτουν μέσα στη δικαστική αίθουσα. Με αφορμή την κατάληξη της δίκης της Χ. Α., ήρθε ξανά στην επικαιρότητα και στον δημόσιο λόγο, η λειτουργία της Δικαιοσύνης. Ταυτίστηκε, στα μυαλά ορισμένων, η αντικειμενικότητα με τη στεγανότητα της δικαστικής αίθουσας. Το κοινό περί δικαίου αίσθημα εξοβελίζεται σε αυτό το επιχείρημα σαν παράγοντας που διαστρέφει το αποτέλεσμα, σαν το νερό που νοθεύει το καθαρό κρασί της απόφασης.

Αυτό το επιχείρημα ακούγεται ακόμα πιο δυνατά σήμερα, με αφορμή τις κοινωνικές αντιδράσεις που προκάλεσε η τοποθέτηση της εισαγγελέως , αλλά ακούστηκε ξανά πριν λίγες μέρες όταν δεκάδες χιλιάδες κόσμου συγκεντρώθηκαν έξω από το δικαστήριο στις 7 Οκτωβρίου. Αυτός ο κόσμος, που θέλησε να δηλώσει τη θέση του στην ποιο σημαντική για την κοινωνία μας δίκη των τελευταίων ετών, χρεώθηκε στα μυαλά των «αντικειμενικών» σαν παράγοντας πίεσης  προς το δικαστικό σώμα. Αυτό το επιχείρημα επικαλέστηκαν ακόμα και οι καταδικασθέντες, τις μέρες που ακολούθησαν την έκδοση της δικαστικής απόφασης, για να αλλάξουν τη σύνθεση του δικαστηρίου, ολόκληρου πλην συγκεκριμένης εισαγγελέως. 

Συνεπώς, αναρωτιέται κανείς -ειδικά αν δεν είναι νομικός- πώς δικάζει η Δικαιοσύνη;

Ποιοι παράγοντες λαμβάνονται υπόψη του δικαστικού σώματος για να βγει μια απόφαση;

Αν μια απόφαση θεμελιώνονταν αποκλειστικά στη βάση των δεδομένων που προκύπτουν κατά την ακροαματική διαδικασία, σε ένα σύστημα μιας ευθείας  αντιστοίχισης δεδομένων – ποινών, θα μπορούσε στη θέση του Δικαστή να βρίσκεται ένας υπολογιστής. Φανταστείτε, όπως περνάτε τα δεδομένα της φορολογικής σας δήλωσης, να του περνούσατε τα αντικειμενικά στοιχεία μιας υπόθεσης και αυτός να έβγαζε την απόφαση. Με βάση τη λογική του επιχειρήματος της «στεγανής Δικαιοσύνης» αυτή η απόφαση θα ήταν αντικειμενική, άρα σεβαστή.  


Ωστόσο, η Δικαιοσύνη δικάζει ανθρώπους, που ζουν σε συγκεκριμένο κοινωνικό πλαίσιο, σε συγκεκριμένη ιστορική περίοδο, με συγκεκριμένα συγκείμενα που έχουν λειτουργήσει καθοριστικά επάνω τους. Συνεπώς, η Δικαιοσύνη δικάζει με βάση τη συνάρτηση που προκύπτει από δύο –τουλάχιστον- παραμέτρους. Η μία είναι, προφανώς, τα αντικειμενικά στοιχεία και η άλλη είναι το κοινό περί δικαίου αίσθημα. Η μία είναι το γράμμα του Νόμου και η άλλη είναι το πνεύμα του Νόμου. Διαφορετικά, είναι μια Δικαιοσύνη δίχως ερείσματα στον Λαό. Πώς θα μπορούσε μια τέτοια Δικαιοσύνη να είναι σεβαστή, εάν ο Λαός στον οποίο απευθύνεται αισθάνεται ότι οι αποφάσεις της είναι ξένο σώμα; Μια τέτοια αποκαθήλωση του συγκεκριμένου θεσμού, θα ήταν ό,τι πιο επικίνδυνο μπορεί να συμβεί στο κοινωνικό σώμα. Η Δικαιοσύνη συνιστά διαχρονικά  τον πιο νευραλγικό θεσμό συγκρότησης κάθε οργανωμένης κοινωνίας, συνιστά το κανονιστικό της πλαίσιο. Δίχως Δικαιοσύνη ή δίχως μια Δικαιοσύνη με κοινωνικό έρεισμα, δεν υπάρχει κοινωνία, διότι δεν υπάρχει πλαίσιο μέσα στο οποίο να μπορούν οι άνθρωποι να συν-λειτουργήσουν.

Στο επιχείρημα της «στεγανής Δικαιοσύνης», το κοινό περί δικαίου αίσθημα παρουσιάζεται σαν φορέας πίεσης προς τη δικαστική εξουσία. Ωστόσο, ιστορικά όσες φορές έχει αποκαλυφθεί κάποια δυσλειτουργία στη Δικαιοσύνη, αυτή έχει προέλθει από τις υπόλοιπες εξουσίες, όχι από τον Λαό. Οι Λαοί χρειάζονται τους δικαστές τους ισχυρούς, φερέγγυους και ανεξάρτητους, για να μην κινδυνεύουν ποτέ να εγκλωβιστούν σε ατραπούς που τους επιφυλάσσουν οι άλλες εξουσίες. Γι΄ αυτό και εξοργίζεται ο Λαός εάν τύχει να διαπιστωθεί, ότι κάποιο μέλος αυτού του σώματος δεν τιμά την ανεξαρτησία και την εμπιστοσύνη με την οποία περιβάλλεται.

Δεν αξίζει τον κόπο να αναφερθεί κανείς στο πρόσωπο της συγκεκριμένης εισαγγελέως, καθώς η ίδια -όσο κι αν πυροδότησε αντιδράσεις- δεν είναι το μείζον ζήτημα. Τα πρόσωπα, στη συνολική εικόνα της κοινωνίας και της Ιστορίας, έρχονται και παρέρχονται. Αυτό που μένει είναι οι κοινωνικές κατηγορίες στις οποίες εντάσσονται και οι αρχές που αυτές υπηρετούν. Ποια τιμή και ποιο δικαίωμα, ακόμα και στη μνήμη μας, μπορεί να επικαλεστεί ο οποιοσδήποτε πρεσβεύει την αναγέννηση των ιδεολογιών και των βίαιων συμπεριφορών, που έχει εδώ και δεκαετίες καταδικάσει η κοινωνία μας; Καμία.

Αξίζει, όμως, να αξιολογήσουμε τη στάση της, ως τη στάση μιας κοινωνικής κατηγορίας και να βγάλουμε ιστορικά, δηλαδή πολιτικά, συμπεράσματα. Ειδικά σ΄ αυτό το σημείο θα δανειστώ το απόσπασμα από το βιβλίο-μελέτη του Δημήτρη Κουσουρή:


Μέρος από το εξώφυλλο “Ελευθερία” 23/10/1945

« …η εμφύλια σύγκρουση που ξέσπασε, λίγο μετά την Απελευθέρωση, ανάμεσα στο ΕΑΜ και τους αντιπάλους του έθεσε σε δεύτερη μοίρα τους ανοιχτούς λογαριασμούς με τους συνεργάτες των δυνάμεων κατοχής. Τούτο επέτρεψε στους περισσότερους από αυτούς να (επαν)ενσωματωθούν – ενίοτε δε και να καταλάβουν καίρια πόστα- στους μηχανισμούς του μεταπολεμικού καθεστώτος. Η στάση της επίσημης Δικαιοσύνης έναντι των δοσίλογων κυμάνθηκε ανάμεσα στην ακραία επιείκεια και την πλήρη ατιμωρησία, ενώ οι όποιες κυρώσεις επιβλήθηκαν έπληξαν κυρίως τα μέλη, τα στελέχη και τους οπαδούς του εαμικού κινήματος. Αυτά είναι πράγματα γνωστά […] οι δικαστικές διώξεις των δοσίλογων μας δίνουν την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε ποιες πράξεις κρίθηκαν, ποια κριτήρια επικράτησαν για την έκδοση της ετυμηγορίας των δικαστών […] Μας επιτρέπουν επίσης να διακρίνουμε ποιοι συμβιβασμοί και ποιες συμμαχίες σφραγίστηκαν, ποιοι ήταν οι λίγοι που πλήρωσαν για τις πράξεις τους και ποιοι οι πολλοί που επανενσωματώθηκαν στον κρατικό μηχανισμό ή στην πολιτική, οικονομική και πνευματική ζωή του τόπου»[1]

[1]  Δημήτρης Κουσουρής, Δίκες των Δοσίλογων, 1944-1949, Πόλις 2014, σσ 24-27 – Η κεντρική φωτογραφία του δημοσιεύματος είναι από το βιβλίο του Δ. Κουσουρή. 
Πηγή: ημεροδρόμος

Δρόμος ανοιχτός

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου