AUKUS: Η Κίνα και τα αδιέξοδα της Δύσης

 

Αλλά και ένα τεστ: Ποιο είναι το Ιδανικό Υποβρύχιο για Σένα;

Του Δημήτρη Λένη

Η πρόσφατη διεθνής ειδησεογραφία κυριαρχήθηκε από δύο ειδήσεις: στο μεν οικονομικό ρεπορτάζ, το επερχόμενο κανόνι που θα βαρέσει η Evergrande, η μεγαλύτερη κινεζική εταιρία κατασκευών και real estate. Αλλά κυρίως στο διεθνοπολιτικό, την ανακοίνωση της AUKUS και την επερχόμενη απόκτηση πυρηνοκίνητων υποβρυχίων απο την Αυστραλία, με σκοπό την “ανάσχεση” της Κίνας.

Οι τίτλοι είναι εντυπωσιακοί και αφήνουν να υπονοηθεί, αν δεν το λένε καθαρά, ότι αυτά τα δύο γεγονότα είναι μάλλον η αρχή του τέλους για τον κινέζικο δράκοντα. Η πραγματικότητα είναι πιο περίπλοκη και δεν ακολουθεί την συνήθως ρηχή και πάντα ιδεοληπτική ανάλυση των δυτικών αρθρογράφων των κυρίαρχων μέσων. Γιατί οι ιδεολόγοι αυτοί δεν περιγράφουν την πραγματικότητα της Κίνας και της σχέσης της με τον κόσμο, αλλά τις φαντασιοπληξίες μιας σε αποδρομή Δύσης για τον ρόλο που αυτοί νομίζουν ότι θα έπρεπε να έχει η Κίνα στον κόσμο.

Στο άρθρο αυτό δεν θα ασχοληθούμε με την Evergrande, επειδή αυτή δεν είναι πρόβλημα της Κίνας αλλά της Δύσης. Οι Financial Times σύγκριναν την εταιρία αυτή με την Lehmann Brothers, υπονοώντας ότι μπορεί από αυτήν να ξεκινήσει για την Κίνα μια κρίση παρόμοια με την κρίση του 2007 που πυροδότησε η Αμερικάνικη τράπεζα, αν και το Fortune διαφωνεί.

Δικαίως: η πιο κοντινή σύγκριση δεν είναι η Lehmann αλλά η Fannie Mae, η τεράστια ιδιωτικοποιημένη τράπεζα ακινήτων που είχε φτάσει να έχει στην κατοχή της τίτλους συνολικής ονομαστικής αξίας πάνω από 3 τρισ. δολάρια μετά τη κρίση του 2007. Η τράπεζα αυτή κατέρρευσε. Κανείς δεν την κατηγορεί όμως για την κρίση. Γιατί; Επειδή κρατικοποιήθηκε, εξυγιάνθηκε (και ξανα-ιδιωτικοποιήθηκε). Όλα αυτά χωρίς να ανοίξει μύτη, αντίθετα με την πολύ μικρότερη Lehmann που αφέθηκε να καταρρεύσει και να την εκκαθαρίσει το “αόρατο χέρι” της αγοράς. Η Κίνα έχει μέσα στο τρέχον πενταετές της δηλωμένη την πρόθεσή της να εξυγιάνει το κουβάρι που είναι η αγορά ακινήτων της χώρας. Οι λίγες εκατοντάδες δισ. που είναι το χρέος της Evergrande είναι μικροποσόν για την κινέζικη κυβέρνηση, η οποία τελικά με τον ένα ή τον άλλο τρόπο θα το αναλάβει. Αν τυχόν το δολαριοποιημένο τμήμα των χρεών αυτών ξεχειλίσει έξω από την Κίνα προς τα δυτικά χρηματιστήρια, αυτό δεν είναι πρόβλημα της Κίνας.

Ακούς εκεί, AUKUS…

Η ιστορία είναι πλέον γνωστή. Οι ηγέτες της Αυστραλίας, της Βρετανίας και των ΗΠΑ συμφώνησαν να συνεργαστούν (ακόμα πιο) στενά σε τομείς ασφάλειας και παρακολούθησης των υπηκόων τους και όχι μόνο, κάτι όχι το ιδιαίτερα πρωτότυπο, αφού οι χώρες αυτές συμμετέχουν ήδη στο μεγαλύτερο και περιπλοκότερο δίκτυο παρακολούθησης του κόσμου, τα “Πέντε Μάτια”, με τη συμμετοχή επίσης του Καναδά και της Νέας Ζηλανδίας. Στα κείμενα της συμφωνίας οι ηγέτες συμπεριέλαβαν και διάφορες μοδάτες εκφράσεις των οποίων το περιεχόμενο προφανώς αγνοούν. Δεν αμφισβητούμε τις επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις του πχ. Μπόρις Τζόνσον (γνωστού και ως “Μπότζο”), αλλά εκφράσεις όπως “συνεργασία στους τομείς της τεχνητής νοημοσύνης, των κβαντικών υπολογιστών και του κυβερνοχώρου”, είναι “καραμέλες”, δηλαδή στερούνται πραγματικού περιεχομένου όντας απλώς υποκατάστατα σύμβολα για το “γράψε τώρα και μερικές χάι-τεκ μπούρδες εκεί, για να έχουμε να λέμε στους δημοσιογράφους”.

Δεν ήταν αυτός ο λόγος που ξεσηκώθηκε μεγάλο σούσουρο όμως: ο βασικός λόγος ήταν ότι η Αυστραλία, σε μια κίνηση κάπως ασυνήθιστη για τα διπλωματικά εσκαμμένα, ακύρωσε χωρίς προηγούμενη συνεννόηση την παραγγελία για 12 υποβρύχια που είχε κάνει στη Γαλλία, και δήλωσε ότι θα πάρει στη θέση τους οκτώ πυρηνοκίνητα υποβρύχια από τους άλλους δύο εταίρους της AUKUS, χωρίς περαιτέρω διευκρινίσεις.

Η ασυνήθιστη αυτή κίνηση εξόργισε φυσικά τους Γάλλους, που μίλησαν για “πισώπλατη μαχαιριά”. Είναι γνωστό ότι στο διεθνές στερέωμα, οι μόνοι που έχουν το δικαίωμα να αθετούν τις διεθνείς συμφωνίες για οπλικά συστήματα είναι οι Γάλλοι και μόνον αυτοί: Το 2014, ο τότε πρόεδρος Hollande, δήλωσε ότι εκείνα τα δύο ελικοπτεροφόρα πλοία αμφίβιων επιχειρήσεων κλάσης Mistral που είχε παραγγείλει (και προπληρώσει) η Ρωσία, όταν πρόεδρος ήταν ο Σαρκοζί, καλά θα κάνουν οι Ρώσοι να τα ξεχάσου: οι Ρώσοι είναι κακά παιδιά και έχουν εισβάλει στην Ουκρανία και εμείς δεν παίζουμε με εισβολείς. Το περιστατικό το θύμισε η εκπρόσωπος του ρωσικού υπουργείου Εξωτερικών Μαρία Ζαχάροβα, η οποία ενίοτε δεν διακρίνεται για την ζαχαρένια διάθεσή της. Πάντως τα χρήματα επιστράφησαν και τα πλοία τα αγόρασε τελικά σε πολύ καλή (για τους Γάλλους) τιμή η Αίγυπτος, η οποία, όπως όλοι γνωρίζουμε, νοιώθει τελευταία μια επείγουσα και απολύτως κατανοητή ανάγκη για απόκτηση υπερπόντιων αποβατικών (δηλαδή επιθετικών) πλοίων – εννοείται φυσικά για ειρηνικούς και αμυντικούς σκοπούς και μόνον. Μεταξύ των θαλασσίων γειτόνων της Αιγύπτου πάντως είμαστε και εμείς που, όντας εξίσου οπαδοί της ειρήνης και της άμυνας και μόνον, ψωνίσαμε από τους Γάλλους τα Ραφάλ.

Τώρα, για να ξαναγυρίσουμε στην AUKUS και τις απειλές κατά της Κίνας, αν και το ζήτημα καθόλου δεν είναι τεχνικό, καλό θα ήταν εντούτοις να κάνουμε μια μικρή τεχνική παρένθεση για τα είδη υποβρυχίων, η οποία θα ξεκαθαρίσει κάποια λεπτά σημεία.

Τεστ: Ποιο είναι το Ιδανικό Υποβρύχιο για Σένα;

Η Αυστραλία διαθέτει αυτή τη στιγμή έξι υποβρύχια κλάσης Collins, βασισμένα σε σουηδικό σχέδιο, βελτιωμένο από Αυστραλούς και ναυπηγημένα στην Αυστραλία. Ήταν η πρώτη τους προσπάθεια σε ναυπήγηση τέτοιου υλικού, με αποτέλεσμα στην αρχή να εμφανίσουν, όπως είναι φυσικό, κάποια μικροπροβληματάκια. Για αρχή είχαν μεγάλες καθυστερήσεις στην παράδοση (το τελευταίο από αυτά έγινε επιχειρησιακό το 2004, τέσσερα χρόνια αργότερα από ό,τι έλεγε το πλάνο). Μετά είχαν προβλήματα με τις κολλήσεις (έμπαζαν από παντού), έκαναν θόρυβο λόγω της προπέλας, ο κινητήρας χάλαγε συστηματικά, η κατανάλωση ήταν απαράδεκτα υψηλή, τα περισκόπια ήταν λάθος σχεδιασμένα και τράνταζαν όλο το υποβρύχιο, τα οπλικά συστήματα δεν δούλευαν και τα ηλεκτρικά βραχυκύκλωναν. Επίσης δεν είχαν ανταλλακτικά. Μέσα σε όλα τα άλλα, το Ναυτικό δεν εύρισκε καν επαρκή πληρώματα (τα πληρώματα υποβρυχίων είναι πάντα εθελοντές) για να τα επανδρώσει, με αποτέλεσμα το 2006 μόνο τρία από αυτά να είναι επιχειρησιακά. Με λίγα λόγια, είχαν λίγα ασήμαντα προβληματάκια.

Εν τέλει, μετά από πολύ κόπο και χρόνο, τα προβλήματα λύθηκαν, αλλά έτσι φτάσαμε στο σήμερα και κοντεύει ο καιρός να αποσυρθούν πλέον. Αρχικά λογάριαζαν να τα αποσύρουν το 2026, αλλά τώρα μάλλον αυτό θα πάει για πολύ αργότερα. Μετά από ψάξιμο στην αγορά, οι Αυστραλοί αποφάσισαν το 2016 να πάρουν τα γαλλικά υποβρύχια της κλάσης Barracuda.

Τώρα, οι Γάλλοι για δική τους χρήση φτιάχνουν πυρηνοκίνητα υποβρύχια τα οποία τα εξοπλίζουν και με πυρηνικά όπλα. Αλλά για διάφορους λόγους, και όχι μόνο τη Συνθήκη Μη Διάδοσης Πυρηνικών και το πολύ αυξημένο κόστος, οι Αυστραλοί ήθελαν μια μη πυρηνοκίνητη εκδοχή του υποβρυχίου. Πρόκειται για ένα καινούργιο μοντέλο (αυτή τη στιγμή το γαλλικό Ναυτικό έχει ακόμα μόνο το πρώτο τέτοιο υποβρύχιο Barracuda διαθέσιμο). Επιπλέον οι Αυστραλοί δεν ήθελαν το μοντελάκι του αρχικού σχεδιασμού με πυρηνικό αντιδραστήρα, αλλά ένα custom μοντέλο με ντίζελ-ηλεκτρικό σύστημα. Είναι προφανές επομένως ότι θα υπήρχαν σοβαρές καθυστερήσεις στην ανάπτυξη του αυστραλιανού μοντέλου, κάτι που ήταν γνωστό – μάλιστα πρόσφατα ο Μακρόν είχε υποσχεθεί ότι θα κάνει ότι είναι δυνατόν για να μειωθούν οι καθυστερήσεις και το πρώτο υποβρύχιο των Αυστραλών φίλων και συμμάχων να είναι επιχειρησιακό κοντά στο αρχικό πλάνο του 2032. Ας σημειωθεί το νούμερο: Από την ημέρα της σύμβασης (2016) μέχρι το πρώτο υποβρύχιο (2032 αρχικά, αλλά το λιγότερο 2034 πραγματικά), 16 χρόνια που θα γίνονταν τουλάχιστον 18 και βάλε. Η ανάπτυξη τέτοιων συστημάτων είναι εκτός από ακριβή και χρονοβόρα.

Το τεχνικό ερώτημα είναι το εξής: αδιαφορώντας για το κόστος, από καθαρά επιχειρησιακή πλευρά, γιατί να μην θέλει κανείς πυρηνικά; Ο πυρηνικός αντιδραστήρας δεν χρειάζεται αέρα, ενώ επίσης έχει πολύ μεγαλύτερη απόδοση από οποιαδήποτε άλλη μονάδα παραγωγής ενέργειας, και δεν χρειάζεται ποτέ ανεφοδιασμό σε καύσιμα (κυριολεκτικά ποτέ, οι Αμερικάνοι αποσύρουν τα υποβρύχιά τους όταν τελειώσει το καύσιμο, μετά από 20 ως 25 χρόνια). Άρα ένα πυρηνικό υποβρύχιο μπορεί να ταξιδεύει σε μεγάλο βάθος με μεγάλη ταχύτητα για μεγάλο χρονικό διάστημα. Δεδομένου ότι είναι εύκολη η εξαγωγή οξυγόνου και πόσιμου νερού από τη θάλασσα, ο μόνος του περιορισμός είναι οι προμήθειες (τροφή) για το πλήρωμα και τυχόν εργασίες συντήρησης. Τυπικά, ένα τέτοιο υποβρύχιο μπορεί να παραμένει σε συνεχή, απροβλημάτιστη κατάδυση για πάνω από 2 ή 3 μήνες, επιχειρώντας πολύ μακριά από τη βάση του. Για σύγκριση, ένα συμβατικό υποβρύχιο δεν μπορεί να παραμείνει για περισσότερο από λίγες μέρες κάτω, δεν μπορεί να αναπτύξει μεγάλες ταχύτητες και δεν μπορεί να απομακρυνθεί πολύ από τη βάση του, τυπικά όχι πάνω από χίλια, ίσως δύο χιλιάδες χιλιόμετρα. Επιπλέον είναι μικρότερο και έχει πολύ λιγότερο οπλισμό. Γιατί όχι πυρηνικά λοιπόν;

Η αχίλλειος πτέρνα των πυρηνικών είναι ότι δεν μπορούν να κρυφτούν τόσο καλά. Ο αντιδραστήρας δεν μπορεί ποτέ να “σβήσει”, ακόμα κι όταν το υποβρύχιο είναι ακίνητο. Επομένως χρειάζεται διαρκώς να ψύχεται (σε πλήρη λειτουργία, σχεδόν τα 3/4 της παραγόμενης ενέργειας του αντιδραστήρα είναι θερμικό φορτίο που πρέπει να διαχυθεί στο περιβάλλον), άρα ακόμα και σταματημένο το υποβρύχιο θα εκβάλλει μεγάλες ποσότητες θερμού νερού. Το θερμό νερό όμως ανεβαίνει στην επιφάνεια, αφήνοντας έτσι πίσω του ένα ίχνος εύκολα ορατό σε θερμικές κάμερες υπερύθρων από ελικόπτερα. Επιπλέον, ανάλογα και με τη συγκεκριμένη τεχνολογία, οι αντλίες είτε για την ψύξη του αντιδραστήρα, είτε για την παραγωγή ατμού που θα κινήσει τουρμπίνα κτλ. θα συνεχίσουν να λειτουργούν, κάνοντας θόρυβο ο οποίος γίνεται αντιληπτός από ανθυποβρυχιακά σόναρ. Τέλος, τα πυρηνικά υποβρύχια είναι πολύ μεγάλα επειδή ο αντιδραστήρας επιτρέπει πολύ μεγαλύτερο ωφέλιμο φορτίο (δηλαδή οπλισμό, πυραύλους, τορπίλες κ.ο.κ). Το μεγαλύτερο μέγεθος όμως σημαίνει ότι τα πυρηνικά είναι γενικά πολύ λιγότερο ευέλικτα, ειδικά στα ρηχά νερά ενός αρχιπελάγους όπως λ.χ. το Αιγαίο ή τα νερά γύρω από την Αυστραλία.

Από την άλλη μεριά τώρα, τα σύγχρονα συμβατικά υποβρύχια έχουν τεχνολογίες αναερόβιας πρόωσης (AIP, air-independent propulsion): Η μονάδα παραγωγής ενέργειας (είτε ντίζελ, είτε φυσικό αέριο, είτε στα πιο καινούργια μοντέλα υδρογόνο που διοχετεύεται σε κυψέλες καυσίμου) χρησιμοποιείται για την φόρτιση μπαταριών λιθίου. Από τη στιγμή που καταδύεται, ο ντίζελ κινητήρας σταματάει και το σκάφος ταξιδεύει αργά μεν, αλλά κάνοντας ελάχιστο θόρυβο και χωρίς θερμικό ίχνος. Μάλιστα, αν μείνει ακίνητο σε κατάλληλο σημείο του βυθού είναι εντελώς αόρατο και αθόρυβο, δεν υπάρχει δηλαδή κανένας γνωστός τρόπος για την ανίχνευσή του. Το 2005 ένα τέτοιο σουηδικό υποβρύχιο σε γυμνάσια του ΝΑΤΟ, έστησε ενέδρα και “βύθισε” εικονικά το πιο προστατευμένο πλοίο του πλανήτη, το αεροπλανοφόρο R. Reagan (δείχνοντας επίσης πόσο παρωχημένη τεχνολογία είναι τα αεροπλανοφόρα, περισσότερο επίδειξη δύναμης σε αδύναμους εχθρούς παρά πραγματική απειλή: η ευαισθησία τους σε ασύμμετρες απειλές τα καθιστά μάλλον μειονέκτημα παρά πλεονέκτημα).

Ορίστε λοιπόν, αγαπητέ υποψήφιε αγοραστή, το συμπέρασμα της έρευνας αγοράς του “Κοσμοδρομίου” για το ιδανικό υποβρύχιο για σένα. Αν θέλεις ένα αμυντικό όπλο για να κρατήσεις ανοιχτές τις γραμμές θαλάσσιας επικοινωνίας (SLOCs) των λιμανιών σου σε καιρό πολέμου, θα προτιμήσεις ένα συμβατικό μοντέλο με AIP που είναι ευέλικτο, αόρατο και πολύ φτηνότερο. Αν πάλι θέλεις ένα επιθετικό όπλο που να μπορεί να δράσει μακριά από τη βάση του είτε για να κλείσει τις μακρινές SLOCs του εχθρού σε καιρό πολέμου ή, ακόμα καλύτερα, για να απειλήσει ότι θα τις κλείσει σε καιρό ειρήνης (εφαρμόζοντας λ.χ. ένα εμπάργκο ή απλώς πουλώντας διεθνές νταηλίκι), τότε η “λύση” για σένα είναι μόνο τα πυρηνοκίνητα υποβρύχια, αρκεί βέβαια να βάλεις το χέρι βαθιά στην τσέπη. Μπόνους: θα μπορείς να κουβαλάς και μεγάλα επιθετικά φορτία (λ.χ. πυρηνικές κεφαλές σε πυραύλους κρουζ ή και σε διηπειρωτικούς), ένα σημαντικό status symbol τη σήμερον ημέρα. Μόνο έξι χώρες έχουν το θράσος να πιστεύουν ότι τα πυρηνοκίνητα υποβρύχια είναι ο ρόλος που τους ταιριάζει: Τα πέντε μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας και η Ινδία.

Και τώρα θέλει να μπει στο κλαμπ και η Αυστραλία…

Πίσω στην AUKUS

Τι σχέση έχουν αυτά με την Κίνα; Ας δούμε τι λένε οι τρεις εταίροι. Η Βρετανία για αρχή, παριστάνει την δύναμη που θα ρυθμίσει τα της Σινικής Θάλασσας, νομίζοντας ότι είναι η ηγέτιδα των κυμάτων που ήταν προ εκατονταετίας, ξεχνώντας ότι ο βρετανικός λέων είναι πλέον εντελώς φαφούτης. Όπως λέει και ο Patrick Cockburn, “λόγω της λανθασμένης αντίληψης του κοινού και των μίντια για την πραγματική δύναμη της βρετανικής κυβέρνησης, υπάρχει μια αύρα μη-πραγματικότητας (unreality) σε μεγάλο μέρος της βρετανικής πολιτικής ζωής. Πριν έξι χρόνια η έντονη δημόσια συζήτηση για το αν η Βρετανία έπρεπε ή όχι να βομβαρδίσει τον ISIS στη Συρία, λυσσομανούσε για πολύ καιρό, αδιαφορώντας πλήρως για το γεγονός (που το παραδέχτηκε ο υπεύθυνος της RAF) ότι η χώρα δεν είχε ούτε τα αεροσκάφη ούτε το δίκτυο πληροφοριών για να κάνει κάτι τέτοιο”. Τα λεκτικά νταηλίκια του Μπότζο εξηγούνται μόνο από το γεγονός ότι εκφέρονται με τη βεβαιότητα ότι οι Αμερικάνοι θα βάλουν τα πλοία, ξεχνώντας βέβαια το φιάσκο του Αφγανιστάν και του Ιράκ. Επίσης ελπίζει (αν και νομίζουμε πολύ αβάσιμα) ότι οι βρετανικές βιομηχανίες θα πάρουν τμήμα του συμβολαίου.

Οι ΗΠΑ πάλι βρίσκονται ακριβώς σε μια στιγμή που εγκαταλείπουν ταπεινωτικά το Αφγανιστάν και μειώνουν σημαντικά την παρουσία τους στη Μέση Ανατολή. Η έντονη αποδοκιμασία στο εσωτερικό για τις εξελίξεις ήταν εν μέρει λόγος για την κάπως βιαστική παρουσίαση ενός επιθετικού σχεδίου κατά της Κίνας. Μάλιστα αυτό έγινε μόλις μια εβδομάδα μετά την τηλεφωνική συνομιλία του Μπάιντεν με τον Κινέζο ομόλογό του, η οποία δεν άφηνε να εννοηθεί ότι τόσο σύντομα θα ακολουθούσαν τόσο επιθετικές κινήσεις, αν και αυτό ταιριάζει με το κάπως αλλοπρόσαλλο στιλ του Μπάιντεν. Αντίστοιχα έχει πράξει και έναντι του Πούτιν αλλά, κατά κάποιον τρόπο και έναντι της Γαλλίας τώρα με τα υποβρύχια.

Οφείλουμε εδώ να ομολογήσουμε ότι ο μόνος από τους δυτικούς ηγέτες που δεν ξεφύσηξε με ανακούφιση όταν εξελέγη ο Μπάιντεν, αλλά έμεινε κουμπωμένος ήταν ο Μακρόν. Είχε καταλάβει ότι οι ΗΠΑ είναι σε τέτοιο βαθμό στριμωγμένες που δεν έχουν την πολυτέλεια για ηγεμονική στάση και παραχωρήσεις σε συμμάχους. Ο Μπάιντεν, παρά τις αρχικές εξαγγελίες του ότι “America is back”, πατάει τους κάλους των συμμάχων του τουλάχιστον με το ίδιο μπρίο που τους πάταγε και ο Τραμπ. Τουλάχιστον στην εξωτερική πολιτική, είτε με Μπάιντεν, είτε με Τραμπ, η Αμερική θα ακολουθήσει μια ιδιαίτερα επιθετική πολιτική. Αλλά και ο Μακρόν, ας πρόσεχε. Η Γαλλία είναι ξανά μαντρωμένη στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ από το 2009. Οι στρατιωτικές της δυνατότητες, εκτός του ότι είναι ενταγμένες επομένως στον συγκεκριμένο στρατηγικό σχεδιασμό, είναι σαν της Βρετανίας: μικροσκοπικές. Κάθε τέσσερα χρόνια η Κίνα ναυπηγεί τόσα πλοία όσα είναι ολόκληρος ο γαλλικός στόλος. Η Γαλλία μπορεί να καταπιεί τον πόνο από την πισώπλατη μαχαιριά και να κοιτάξει να δει πού θα σπρώξει τα (γενικά θεωρούμενα ως καλής ποιότητας) υποβρύχιά της. Αν ο Μακρόν είχε χιούμορ (σπόιλερ: δεν έχει) θα προσπαθούσε να τα δώσει στους Κινέζους που δεν θα έλεγαν όχι για την ανώτερη τεχνολογία. Το ίδιο εξάλλου έχει γίνει παλιότερα με τα τρένα TGV. Το μεγαλύτερο σιδηροδρομικό δίκτυο υψηλής ταχύτητας του κόσμου είναι το κινέζικο· σε αυτό τα τρένα που κυκλοφορούν είναι γαλλικής (και γερμανικής) τεχνολογίας, φτιαγμένα όμως στην Κίνα.

Γυρίζοντας πίσω στις ΗΠΑ, αυτές βρίσκονται στη μέση ενός στρατηγικού αναπροσανατολισμού. Ψάχνοντας για νέους εχθρούς, ώστε να δικαιολογήσουν τον διεθνή τους ρόλο, δείχνουν προς την Κίνα κυρίως και τη Ρωσία δευτερευόντως. Αφήνουμε στην άκρη το γεγονός ότι, αν όντως ο εχθρός είναι η Κίνα, τότε πρώτα πρέπει να κοπούν οι οικονομικές σχέσεις μαζί της, πράγμα πολύ δύσκολο και δεύτερο ότι θα έπρεπε ο Μπάιντεν να κάνει τη φιγούρα που θα τη λέγαμε “αντίστροφο Νίξον”: εκμεταλλευόμενος τις πραγματικές, βαθιές και ιστορικές αντιθέσεις στον άξονα Ρωσίας-Κίνας να τον διεμβολίσει προσεγγίζοντας την πιο αδύναμη από τις δύο, τη Ρωσία. Δεν έχουμε ενδείξεις ότι κάτι τέτοιο συμβαίνει, το αντίθετο. Η στάση των ΗΠΑ σπρώχνει τις δύο ευρωασιατικές δυνάμεις όλο και πιο κοντά.

Και όχι μόνο αυτό. Γιατί βέβαια ο Ινδο-Ειρηνικός (ένας νεολογισμ’πς αμερικανικής έμπνευσης που σημαίνει την αντικινεζική συμμαχία) δεν πρόκειται να αισθανθεί ιδιαίτερα χαρούμενος με την AUKUS. Η Ιαπωνία, που διεκδικεί για τον εαυτό της το ρόλο του εκπροσώπου των ΗΠΑ επί της γης, χαιρέτησε μεν την εξέλιξη, αλλά στην πραγματικότητα δεν πρόκειται να ευχαριστηθεί από τον υπερκερασμό της από την Αυστραλία, τη στιγμή που προσπαθεί και αυτή να ισορροπήσει μεταξύ της ανάγκης περιορισμού της Κίνας και του γεγονότος ότι αυτή είναι με διαφορά ο μεγαλύτερός της εταίρος. Οι άμεσοι γείτονες της Αυστραλίας, ειδικά η Ινδονησία (χώρα με δεκαπλάσιο πληθυσμό από την Αυστραλία) αλλά και η Μαλαισία κ.ά. δεν θα είναι καθόλου ευχαριστημένοι με πυρηνικά υποβρύχια να κόβουν βόλτες στα χωρικά τους ύδατα, ειδικά τη στιγμή που αυτά θα είναι πιθανοί στόχοι των Κινέζων. Η Νέα Ζηλανδία, εκτός του ότι είναι οπωσδήποτε “ριγμένη”, αφού είναι μέλος των “Πέντε Ματιών”, θα νιώθει έξαλλη που ο κοντινότερος γείτονάς της επιτρέπει με τέτοια ευκολία πυρηνικά στα λιμάνια του.

Η Ινδία, τέλος, διεκδικεί μια κάπως πιο αυτόνομη πορεία. Έχει ήδη εξοργιστεί μία φορά από το εμπάργκο που επέβαλε ο Μπάιντεν σε συστατικά εμβολίων για τον κορονοϊό. Το εμπάργκο έχει (εν μέρει) αρθεί, αλλά η αντιαμερικανισμός είναι ενεργός στην χώρα (και τον χρησιμοποίησε ο πρωθυπουργός της χώρας Ναρέντρα Μόντι για να ξεχαστούν οι δικές του ευθύνες). Επιπλέον η ηγεσία της χώρας καθόλου δεν θα διασκεδάσει με την μεταφορά πυρηνικής τεχνολογίας που χρόνια τώρα επιχειρεί και η ίδια να παραγάγει. Σε αυτή τη φάση η Ινδία έχει να δει πώς θα ισορροπήσει μεταξύ της Κίνας (που, παρά τις συνοριακές διαφορές παραμένει ο πρώτος οικονομικός της εταίρος) και των ΗΠΑ, πράγμα που σημαίνει ότι δεν πρόκειται να γίνει περισσότερο φίλη με τις τελευταίες από όσο ήταν μέχρι τώρα.

Γενικά, η στάση των ΗΠΑ είναι το λιγότερο δυσερμήνευτη – και ένας ηγεμόνας οφείλει να φροντίζει τα λεγόμενά του να είναι καθαρά. Οι περισσότερες χώρες της περιοχής θέλουν και χρειάζονται ταυτόχρονα την οικονομική συνεργασία με την Κίνα (που είναι ο κυριότερος εταίρος τους) από τη μία και από την άλλη την στρατηγική με τις ΗΠΑ, για όσο τουλάχιστον διάστημα αυτές έχουν την μεγαλύτερη στρατιωτική ικανότητα στον κόσμο. Αυτό μπορεί να μην αρέσει στην υπερδύναμη, αλλά είναι γεγονός που δεν μπορεί να αντιστραφεί: οι ΗΠΑ μπορούν να προσφέρουν ακριβά όπλα, πισώπλατα μαχαιρώματα και εγκατάλειψη των συμμάχων τους στο Αφγανιστάν· η Κίνα μπορεί να προσφέρει φτηνά βιομηχανικά προϊόντα, επενδύσεις και ανάπτυξη. Για αυτό είναι παράλογος (και επικίνδυνος) ο ψυχροπολεμικός τρόπος σκέψης που προωθούν οι ΗΠΑ. Στον ορίτζιναλ ψυχρό πόλεμο τα δύο στρατόπεδα διατηρούσαν μια ειρηνική συνύπαρξη που βασιζόταν και στον στρατηγικό αλλά και στον οικονομικό διαχωρισμό. Οι χώρες της Δύσης έκαναν εμπόριο με τις χώρες της Δύσης και της Ανατολής με της Ανατολής – και μάλιστα το μέγεθος του εμπορίου των ανατολικών χωρών ήταν μικρό κλάσμα των δυτικών, γεγονός που επιτάχυνε την φθορά τους.

Σε αυτή τη φάση δεν ισχύει σε καμία περίπτωση κάτι τέτοιο: η Κίνα όχι μόνο δεν είναι σαν την ΕΣΣΔ απομονωμένη οικονομικά στο στρατόπεδό της, αλλά είναι αναντικατάστατος εμπορικός εταίρος των ίδιων των ΗΠΑ και σημαντικότατος κόμβος του παγκόσμιου εμπορίου. Για αυτό και υπάρχουν ομαδοποιήσεις και συμμαχίες (έστω και τακτικές ή συγκυριακές) μεταξύ κρατών που τέμνουν τα δύο στρατόπεδα. Δεν είναι τόσο η BRICS (Βραζιλία, Νότια Αφρική από τη μία, Ρωσία Κίνα από την άλλη, Ινδία στη μέση), αφού αυτή είναι περισσότερο ένα κόλπο δημοσίων σχέσεων παρά πραγματική ομάδα. Πιο σημαντικές είναι η συμφωνία της Σαγκάης (Κίνα, Ρωσία, Πακιστάν και πλέον Ιράν), η ASEAN (η νοτιοανατολική Ασία) και βέβαια η μεγαλύτερη ζώνη ελεύθερου εμπορίου του πλανήτη, η CPTPP, που αποτελείται από 11 χώρες του Ειρηνικού. Η ιδέα ήταν αμερικανική, αλλά αργότερα οι ΗΠΑ υπαναχώρησαν (δεν είναι καν μέλος) και αυτή τη στιγμή την ηγεσία την έχει η Ιαπωνία. Σε αυτήν τη συνεργασία έχει κάνει αίτημα εισόδου και η Κίνα (μία μέρα μετά την ανακοίνωση της AUKUS…). Δεν είναι βέβαιο ότι θα γίνει δεκτή. Ήδη η Ιαπωνία είναι βέβαιο ότι θα εκφράσει αντιρρήσεις για τους δασμούς που βάζει η Κίνα στο ατσάλι, ο Καναδάς για δασμούς στην κανόλα και η Αυστραλία για το κρασί, αλλά αυτά είναι τελικά λεπτομέρειες για διαπραγμάτευση. Το μέγεθος της κινεζικής αγοράς θα είναι μεγάλο δέλεαρ, μεγαλύτερο από τις αμερικανικές αντιρρήσεις.

Η στάση λοιπόν των ΗΠΑ έχει να κάνει με το ότι απλώς δεν έχουν εναλλακτική. Η άνοδος της Κίνας είναι πραγματική και το μόνο πλεονέκτημα απέναντί της είναι το στρατιωτικό, αν και αυτό είναι φθίνον: η Αμερική δεν έχει κερδίσει κανέναν πόλεμο μετά το Βιετνάμ εκτός από την Γρενάδα και τον πρώτο πόλεμο του Ιράκ. Αν όμως οι ΗΠΑ αφήσουν τα πράγματα ελεύθερα, ο Ινδο-Ειρηνικός σύντομα θα είναι κινέζικη εμπορική λίμνη, άρα αύριο μεθαύριο και στρατηγική, όπως και η Ευρασία. Ήδη η Ε.Ε. έχει μεγάλες διασυνδέσεις με την Κίνα. Ταυτόχρονα και η Ρωσία αποτελεί στρατηγικό ενεργειακό εταίρο της Γερμανίας, σχέση που η παροδική αύξηση των τιμών φυσικού αερίου που ζούμε αυτή τη στιγμή θα την παγιώσει φέτος τον χειμώνα όταν αρχίσει να λειτουργεί (παρά τις μεγάλες αντιρρήσεις των ΗΠΑ) ο αγωγός Nord Stream 2. Το στρατηγικό αδιέξοδο είναι προφανές: η στάση “όποιος δεν είναι μαζί μου είναι εχθρός μου” των ΗΠΑ σαφώς κινδυνεύει να δημιουργήσει πολλούς εχθρούς.

Σε αυτό τo πλαίσιο εντάσσεται και η Αυστραλία. Τι ακριβώς συμφώνησε η τελευταία;

Αυτό είναι το ωραιότερο σημείο όλης της υπόθεσης: δεν υπάρχει τίποτα το συγκεκριμένο στο σχέδιο, καμία ένδειξη για κόστος, τύπο υποβρυχίου, χρονοδιάγραμμα, τρόπο λειτουργίας τέτοιων προωθημένων εργαλείων θανάτου από μία χώρα που δεν έχει πυρηνική τεχνολογία και που δεν μπορούσε καν να επανδρώσει έξι πολύ μικρότερα και απλούστερα υποβρύχια για χρόνια. Ούτε επίσης έγινε καθαρό για ποιο λόγο χρειάζεται τέτοια υποβρύχια, ποιο είναι το στρατηγικό πλάνο, ποιος ο στόχος μιας τέτοιας κίνησης.

Τι χρειάζεται η Αυστραλία τα πυρηνικά υποβρύχια αν θέλει να προφυλάξει τις γραμμές θαλάσσιας επικοινωνίας (SLOCs) των λιμανιών της; Γιατι δεν της κάνουν τα (πιο αθόρυβα και αποτελεσματικά) συμβατικά και χρειάζεται πυρηνικά που εύκολα φτάνουν μέχρι την Ταϊβάν; Και από ποιον θέλει να προφυλαχτεί; Από τον μεγαλύτερο οικονομικό της εταίρο, από αυτόν που απορροφά πάνω από τις μισές της εξαγωγές και επομένως έχει κάθε συμφέρον να προφυλάξει τις SLOCs της Αυστραλίας σα να ήταν δικές του, δηλαδή την Κίνα. Η Αυστραλία συμφώνησε να παραλάβει ένα οπλικό σύστημα που απειλεί την Κίνα, το οποίο είναι αμφίβολο ότι μπορεί να το πληρώσει, να το ναυπηγήσει και να το υποστηρίξει τεχνολογικά, όπλο το οποίο δεν υπάρχει ούτε καν στα χαρτιά ακόμα και το οποίο θα έρθει (αν έρθει ποτέ, είναι πολύ αμφίβολο ότι τελικά θα φτάσουμε εκεί) σε πάνω κάτω τριάντα χρόνια. Θυμηθείτε ότι τα συμβατικά Γαλλικά θα χρειάζονταν γύρω στα είκοσι – και αυτά ήταν πια έτοιμα για ναυπήγηση, όχι απλώς κουβέντες.

Προφανώς λοιπόν, η Αυστραλία δεν αποφάσισε στα καλά καθούμενα να ψωνίσει υποβρύχια, απλώς υπέκυψε στον ωμό εκβιασμό των ΗΠΑ που της είπε σε απλά μαφιόζικα “διάλεξε με ποιον είσαι, mate”. Διάλεξε λοιπόν πλευρά, αλλά το κόστος που θα πληρώσει είναι τεράστιο. Διότι μέχρι να έρθουν τα δικά της υποβρύχια (που δεν θα έρθουν), η Αυστραλία προφανώς θα φιλοξενήσει τα αμερικανικά, για να προφυλαχτεί, όπως είπαμε, από τον μεγαλύτερο οικονομικό της εταίρο. Για να γίνει αυτό, η Αυστραλία θα πληρώσει για την αναβάθμιση των βάσεών της και την φιλοξενία των (αμερικανικών) πληρωμάτων, όπως επίσης θα πληρώσει και για τα μεγάλα κόστη άμυνας των υποβρυχίων αυτών, ένα τεράστιο έξοδο από μόνο του, χωρίς τα υποβρύχια να εξυπηρετούν τους σκοπούς των αυστραλιανών κυβερνήσεων αλλά των αμερικανικών. Οι Αμερικάνοι βρήκαν το κορόιδο που έψαχναν και έτσι θα ελλιμενίζουν τα υποβρύχιά τους εκεί και αντί να πληρώνουν νοίκι, θα τους πληρώνουν και κερατιάτικα από πάνω, την ίδια στιγμή που οι αυστραλιανές εξαγωγές σιδήρου, άνθρακα και αερίου στην Κίνα προφανώς θα υποστούν μεγάλη ζημιά. Η συμφωνία λοιπόν αυτή είναι μια νίκη για τις ΗΠΑ· είναι μια νίκη που χωλαίνει όμως στρατηγικά, αφού αφήνει πίσω της τους πάντες δυσαρεστημένους, ενώ δεν βελτιώνει ούτε τις σχέσεις ούτε όμως και τον συσχετισμό με την Κίνα.

Οπωσδήποτε το ζήτημα των σχέσεων ΗΠΑ-Κίνας είναι το κεντρικό ζήτημα εδώ. Για την ακρίβεια, πρόκειται για το “ερώτημα του αιώνα”, όπως το προσδιόρισε ο ίδιος ο ηγέτης του Πεκίνου, Σι Τζιν Πινγκ στην τηλεφωνική συνδιάλεξη που είχε με τον Μπάιντεν. Αλλά, με βάση τις σπασμωδικές κινήσεις των ΗΠΑ, η εξέλιξη του ζητήματος αυτού δεν θα καθοριστεί από την στάση των τελευταίων, αφού αυτές βρίσκονται με μειονέκτημα: αντί να βαθαίνουν τα ρήγματα στο στρατόπεδο (ή πιο σωστά στα στρατόπεδα) του αντιπάλου, δημιουργούν ρήγματα και δυσαρέσκειες στο δικό τους στρατόπεδο. Στις ρωγμές αυτές μένει να δούμε αν θα μπορέσουν να ελιχθούν οι Κινέζοι. Το ζήτημα όμως θα καθοριστεί σε τελευταία ανάλυση από το αν η Κίνα θα καταφέρει ή όχι να συνεχίσει την ανοδική της πορεία στον διεθνή συσχετισμό, ή αν θα λυγίσει κάτω από το βάρος των δικών της τεράστιων εσωτερικών αντιφάσεων.

Είναι ένας άλλος τρόπος να διατυπωθεί το ερώτημα του 21ου αιώνα…


Δρόμος ανοιχτός

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου