Μερικές αιρετικές σκέψεις για έναν σταθμό του μετρό

 

Του Άλεξ Κάντζιας - Ρόντε

Τις τελευταίες μέρες γινόμαστε μάρτυρες μιας προαναγγελθείσας αντιπαράθεσης μεταξύ μερίδας κατοίκων της γειτονιάς των Εξαρχείων και του κράτους γύρω από την σχεδιαζόμενη κατασκευή σταθμού μετρό στην ομώνυμη πλατεία. Με αφορμή τα τελευταία αυτά γεγονότα νιώθω την ανάγκη να καταθέσω ορισμένες σκέψεις που στους περισσότερους μπορεί να μην αρέσουν…

Η περιώνυμη πλατεία αναμφίβολα είναι ένας τόπος με ισχυρούς συμβολισμούς, όμως για μια μικρή μειοψηφία. Και αν υπήρξε εποχή που τα Εξάρχεια αντιστοιχούσαν στον μύθο τους, εγώ τουλάχιστον τις τελευταίες δεκαετίες δεν την έχω προλάβει. Τα τελευταία (πολλά) χρόνια για τους περισσότερους νεολαίους είναι «απλά» ένα μέρος φθηνής διασκέδασης και προμήθειας ναρκωτικών ουσιών, όχι «κινηματικής» αναφοράς. Ένα «κίνημα» που για να είμαστε ειλικρινείς δεν έχει και την καλύτερη γείωση στην γειτονιά ενώ η απουσία σωματείων, συνδικαλιστικών ενώσεων ή φοιτητικών συλλόγων (οτιδήποτε δηλαδή θυμίζει συγκροτημένη και οργανωμένη «δομή») είναι χαρακτηριστική.

Παρ όλα αυτά όμως ο «μύθος» επιμένει: η πλατεία «ανήκει» τάχα μου σε αυτό το «κίνημα», το οποίο και καλείται να την υπερασπιστεί από εξωτερικές απειλές και όσους επιδιώκουν να την «αλώσουν». Μια από τις οποίες είναι και ο σχεδιαζόμενος σταθμός του μετρό, ο οποίος σύμφωνα με κάποιους απειλεί να αλλοιώσει την φυσιογνωμία της περιοχής. Και τον μύθο που θέλει τα Εξάρχεια «επικίνδυνα» για το σύστημα, πατρίδα μιας «φαντασιακής κοινότητας και ενός γαλατικού χωριού. Την ίδια ώρα που το «κίνημα» απουσιάζει από πραγματικά λαϊκές γειτονιές που βυθίζονται στην ανεργία, την φτώχεια και την απελπισία.

Σίγουρα ο τρόπος που επιλέγει η κυβέρνηση να αντιμετωπίσει τους διαφωνούντες είναι η σκληρή καταστολή. Τα ΜΑΤ βέβαια δεν τα φέρνει στην πλατεία το μετρό. Τα ΜΑΤ, η αστυνομία και οι ασφαλίτες κυκλοφορούν στα Εξάρχεια, όπως και σε άλλες γειτονιές που δεν απασχολούν το κίνημα, σε σταθερή βάση. Αλλά αυτό δεν έχει να κάνει με τα όποια «Εξάρχεια». Είναι προϊόν συνολικότερα της πολιτικής της αλλά και των μετασχηματισμών που έχει γνωρίσει το δυτικοευρωπαϊκό κράτος κατά τα τελευταία χρόνια. Ας μιλήσουμε γι αυτά…

Η αριστερά από την άλλη μοιάζει να έχει χάσει τα μεθοδολογικά εργαλεία παλαιότερων εποχών και βρίσκεται τα τελευταία χρόνια να υποστηρίζει άκριτα κάθε είδους τοπικά κινήματα που αντιδρούν απέναντι σε σχεδιαζόμενα έργα. Μην έχοντας μια συνολικότερη στρατηγική για την κοινωνία ηγεμονεύεται έτσι από λογικές «μακριά τον τόπο μου (δηλαδή την ιδιοκτησία μου) και όπου αλλού», κυνηγώντας ανεμόμυλους (ορθά ορισμένες φορές) αλλά μην έχοντας απαντήσεις για το πώς οραματίζεται την παραγωγή ενέργειας, τις μετακινήσεις, την ζωή στην πόλη. Μάταια οι «παλιοί» τόνιζαν ότι δεν υποστηρίζουμε a priori οποιοδήποτε κίνημα, ακόμα και αν αυτό παρουσιάζεται ως «προοδευτικό»…

Αν θέλουμε από την άλλη να βασιζόμαστε σε σοβαρές αναλύσεις, και ξεκινήσουμε «παραδοσιακά» από την οικονομία, θα διαπιστώσουμε πως δεν είναι το μετρό  που ανεβάζει τα νοίκια. Τα αίτια που τα νοίκια ανεβαίνουν είναι η ιδιωτική ιδιοκτησία επί της γης σε συνδυασμό με την δυνατότητα κερδοσκοπίας με αυτή. Το ότι η κατοικία είναι εμπόρευμα και το ενοίκιο συχνά ένα δυσβάσταχτο έξοδο τα λαϊκά στρώματα το γνωρίζουν καλά, τα τελευταία χρόνια αυτήν την διαπίστωση την κάνουν και μεγάλα τμήματα των μεσαίων στρωμάτων. Μπορεί στην Ελλάδα το δικαίωμα κάθε πολίτη στην στέγη να είναι συνταγματικά κατοχυρωμένο, αυτό όμως καταστρατηγείται συστηματικά. Και αν και φαινομενικά η διαθεσιμότητα της στέγης  επαφίεται αποκλειστικά στην ιδιωτική πρωτοβουλία, δηλαδή στην αγορά, στην τελική όμως δεν θα πρέπει να ξεχνάμε πως είναι το κράτος εκείνο που επιλέγει το πώς θα διανέμεται ο πλούτος και το κοινωνικό πλεόνασμα. Το γιατί ποτέ στην Ελλάδα η αριστερά δεν επιχείρησε να συμβάλει στην οικοδόμηση ενός σοβαρού κινήματος που θα διεκδικούσε τη δημιουργία ενός προγράμματος μαζικής κοινωνικής κατοικίας και την επιβολή περιορισμών στα ενοίκια ας μείνει στην κρίση του αναγνώστη. Και φυσικά σε  μια μεγαλούπολη δεν μπορούν όλοι οι άνθρωποι που το επιθυμούν να μένουν στο κέντρο ή τα προάστια ή δίπλα στην θάλασσα ή όπου αλλού επιθυμούν. Το γεγονός ότι η «διαλογή» δεν πρέπει να γίνεται με ταξικά κριτήρια είναι άλλο ζήτημα…

Τέλος αν θέλουμε να έχουμε μια σοβαρή γραμμή θα πρέπει να επαναξετάσουμε και την σχέση μας με τους (όποιους) ελεύθερους χώρους. Να αναρωτηθούμε γιατί σε χώρες με ψυχρότερα κλίματα οι κάτοικοι των πόλεων περνούν πολύ περισσότερο χώρο σε αυτούς και όχι σε κάποια καφετέρια ή τσιπουράδικο. Να αναρωτηθούμε γιατί η έξοδος μας από το σπίτι είναι ταυτισμένη με την κατανάλωση ενώ παράλληλα διεκδικούμε και εκείνους τους μισθούς που δεν θα μας αποκλείουν από συγκεκριμένους χώρους και θα μας δίνουν την δυνατότητα να «οικειοποιουμαστε» το σύνολο της πόλης.

Προφανώς και τα τελευταία χρόνια λαμβάνει χώρα μια ιδιαίτερα επιθετική προσπάθεια αστικής ανάπλασης, αλλαγής χρήσεων γης και προώθησης συγκεκριμένων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων. Αυτό όμως δεν συνεπάγεται παντού και πάντοτε τον περιορισμό των ελεύθερων χώρων. Περισσότερο σημαίνει μια προσπάθεια μετασχηματισμού της αντίληψης της κοινωνίας για το τι σημαίνει «ελεύθερος χώρος». Η έκταση του παλιού Ιπποδρόμου είναι μια χαρακτηριστική περίπτωση, οι αντιδράσεις της αριστεράς απέναντι στην δημιουργία ενός επί τις ουσίας ιδιωτικού πάρκου πάνω σε δημόσια έκταση αναντίστοιχες.

Αν θέλουμε επίσης να βλέπουμε την πόλη συνολικά και όχι απλά να μετράμε το πόσα δέντρα έχει η κάθε πλατεία θα πρέπει να μιλήσουμε για την δημιουργία μεγάλων μητροπολιτικών πάρκων (όσο και αν ακούγεται παράδοξο διαθέσιμες εκτάσεις ακόμα υπάρχουν) όπως και μεγάλων μεγάλων περιαστικών δασών. Και όποτε κόβονται δέντρα για το οποιοδήποτε έργο να αντικαθίστανται από αντίστοιχο ή μεγαλύτερο αριθμό σε κάποιο άλλο σημείο της πόλης. Επιπλέον θα πρέπει μαζί με τον αριθμό των δέντρων να μετράμε και το συνολικό ενεργειακό αποτύπωμα μιας πόλης και να επιδιώκουμε την μείωση των παραγόμενων ρύπων, που μεταξύ άλλων επιτυγχάνεται και την μείωση της χρήσης του ΙΧ μέσω της βελτίωσης των δημόσιων συγκοινωνιών. Σε κάποιους μπορεί να μην αρέσει, σε μια μεγαλούπολη όμως ο κόσμος θα πρέπει να μπορεί να μετακινείται γρήγορα και με ασφάλεια από και προς την δουλειά του. Γι αυτό και οι σύγχρονες λαϊκές ανάγκες απαιτούν  ποιοτικές και φθηνές δημόσιες μεταφορές, σύγχρονα λεωφορεία, πεζοδρομήσεις και περιορισμούς για τα Ι.Χ (ιδίως τα μεγάλου κυβισμού) και ναι, σταθμό του μετρό σε κάθε γειτονιά!

Το Μουσείο που προτείνεται από πολλούς ως εναλλακτικός χώρος, απέχει από την περιώνυμη πλατεία 550 μέτρα, ο πεζόδρομος της Τοσίτσα μερικές δεκάδες μέτρα λιγότερο. Μικρή απόσταση για ένα υγιές άτομο, μεγάλη για ένα άτομο με περιορισμένη κινητικότητα, που κουβαλάει ψώνια, σέρνει καρότσι, φοβάται να κυκλοφορήσει το βράδυ κοκ. Αλλά αν δεν μπορείς να κρατήσεις πρώτη αλυσίδα στα (όποια) λουλουδάδικα μάλλον δεν έχεις θέση στα «κινήματα». Σε αντίθεση με τις «συνελεύσεις γειτονιάς», που συνήθως αφήνουν χώρο για μια μόνο άποψη, δεν δεσμεύουν κανέναν  και δεν απαρτίζονται και πάντοτε από πραγματικούς κατοίκους της περιοχής ένα τοπικό δημοψήφισμα να βοηθούσε στην λύση του ζητήματος. Αλλά αυτό είναι κάτι που για τους δικούς της λόγους καμία από τις δύο πλευρές δεν το θέλει. Γιατί η κάθε μια θέλει να έχει τα φετιχ της και να ικανοποιεί τα ακροατήρια της, δικαιολογώντας έτσι και την ύπαρξη της. Οπότε η «σύγκρουση» την εξυπηρετεί μια χαρά.

Πηγή: kommon.gr

Δρόμος ανοιχτός

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου