Ν.Δ: Προεκλογική τακτική για … «αμερικανάκια»

 

Ολοένα και πιο «χοντροκομμένες» οι συνταγές επικοινωνιακής διαχείρισης του Μαξίμου. Το φαινόμενο έχει όμως την εξήγησή του.

Του Γεράσιμου Λιβιτσάνου

Όπως το τελευταίο διάστημα διαπιστώνετε πως πολλοί από τους ισχυρισμούς της κυβέρνησης είναι πιο «χοντροκομμένοι» από όσο συνήθως; Μήπως εκτιμάτε ότι τακτικές που κατά κύριο αξιοποιούσαν συγκεκριμένα στελέχη γίνονται κεντρική στρατηγική; Αν ναι, μάλλον δεν έχετε άδικο.

Παρά το γεγονός πως το Μέγαρο Μαξίμου έχει χρησιμοποιήσει αρκετές φορές στο παρελθόν την σχέση του με τα Μέσα Ενημέρωσης, για να εδραιώσει τις πολιτικές του θέσεις, ή έχει αντικαταστήσει την πολιτική επιχειρηματολογία με «διαφημιστικά κόλπα», η τάση αυτή φαίνεται να αναβαθμίζεται και να κυριαρχεί. Υπάρχουν επ’ αυτού παραδείγματα που το τεκμηριώνουν.

Παράδειγμα πρώτο: Το περίφημο υπουργικό συμβούλιο της 9ης Μαρτίου. Η πρώτη συνεδρίαση του οργάνου μετά το έγκλημα των Τεμπών της 28ης Φεβρουαρίου, το οποίο «έμεινε» στην μνήμη για τα περίφημα «σκυθρωπά πρόσωπα» των υπουργών. Απελπισμένα βλέμματα, σκυφτά κεφάλια, εκφράσεις απόγνωσης. Αυτά εκφράστηκαν στην φωτογραφική απεικόνιση της συνεδρίασης. Ανάμεσα στους υπουργούς που αποθανάτισε ο φωτογραφικός φακός με θλιμμένο ύφος περιλαμβάνονταν και εκείνοι που τις προηγούμενες ημέρες στα τηλεοπτικά «πάνελ», έδειχναν να έχουν μια κάπως διαφορετική διάθεση: Να είναι επιθετικοί απέναντι στους εκπροσώπους της αντιπολίτευσης, να είναι «προσηλωμένοι» στην γραμμή του «ανθρώπινου λάθους» που εκείνη την περίοδο πρόκρινε το Μέγαρο Μαξίμου και γενικώς να λειτουργούν με άκρως πολιτικά κριτήρια.

Δίχως να μπορεί κανείς να δηλώσει «γνώστης» των συναισθημάτων κάθε υπουργού ξεχωριστά ήταν σαφές ότι η κυβέρνηση επιθυμούσε να «βγει» αυτή η εικόνα προς τα έξω και όπως φαίνεται «έστησε» το ανάλογο σκηνικό.


Όπως είπε και σε διαδικτυακή του συνέντευξη ένας εκ των φωτορεπόρτερ που κάλυψε την επίμαχη συνεδρίαση «γενικά δεν κάθομαι ποτέ παραπάνω από 5 – 10 λεπτά σε κάθε συμβούλιο, γιατί αφού έχει έρθει ο πρωθυπουργός και του κάνεις ένα πορτρέτο, μετά δεν έχει ενδιαφέρον κάτι άλλο. Αυτή τη φορά μου φάνηκε περίεργη η εικόνα που έβλεπα μπροστά μου: οι υπουργοί με σκυμμένα κεφάλια και σκυθρωπά πρόσωπα και σχεδόν απόλυτη σιωπή. Δεν είχα ξαναδεί ποτέ αυτή την εικόνα». Δείγμα του ότι τα μέλη της κυβέρνησης έπαιξαν πολύ καλά τον ρόλο τους.

Παράδειγμα δεύτερο: Η περίφημη υπόθεση της «ρωσίδας κατασκόπου του Παγκρατίου». Επρόκειτο σαφώς για μία ακραίας έμπνευσης επικοινωνιακή προσπάθεια να «αποτραβηχτούν τα βλέμματα» από την τραγωδία στα Τέμπη. Κυρίως μάλιστα από τις οργισμένες λαϊκές αντιδράσεις που εκφράστηκαν με την τεράστια συμμετοχή στα απεργιακά συλλαλητήρια. Θυμίζουμε ότι η ιστορία αυτή δημοσιοποιήθηκε μετά από πληροφορίες της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών την ίδια ημέρα που στην Αθήνα πραγματοποιούνταν μια ακόμη μαζική κινητοποίηση, στις 16 Μαρτίου. Επίσης την ίδια μέρα που ο περίφημος «Γερανός» των ΜΑΤ παραλίγο να χτυπήσει διαδηλωτές με τον τρόπο που άπαντες διαπίστωσαν στις βιντεοσκοπήσεις που εμφανίστηκαν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Στην περίπτωση της «ρωσίδας κατασκόπου» ξεπεράστηκαν πολλά όρια της επικοινωνιακής πολιτικής, όπως τουλάχιστον συνηθίζεται να ασκείται στην χώρα. Αρχικά τα όρια της σοβαρότητας: Προφανώς κανείς δεν μπορεί να πάρει στα σοβαρά μια υπηρεσία που εξαρθρώνει υποτίθεται ένα κατασκοπευτικό δίκτυο και η πρώτη της δουλειά είναι να στείλει ανακοίνωση στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων. Πόσο μάλλον για να ανακοινώσει πως η περίφημη κατάσκοπος που εντοπίστηκε έχει ήδη διαφύγει. Επίσης τα όρια της λογικής: Προφανώς δύσκολα θα πιστέψει κανείς ότι η Ρωσία επένδυσε 5 εκατομμύρια ευρώ για να αποκτήσει μία «κατάσκοπο εν υπνώσει», που διατηρούσε μαγαζί με πλεκτά στο Παγκράτι. Πώς θα αξιοποιούνταν άραγε αυτή η πανάκριβη κατάσκοπος; Θα πήγαινε να πουλήσει πλεκτά σε αμερικανική βάση και επί της ευκαιρίας θα έβγαζε φωτογραφίες με τα οπλικά συστήματα; Η μήπως θα κατάφερνε να παρεισφρήσει στο Πεντάγωνο ως καθηγήτρια πλεξίματος; Τέλος ξεπεράστηκαν τα όρια της αισθητικής: Είπαμε το εγχώριο κοινό έχει συνηθίσει σε υπερβολικές αφηγήσεις, όχι όμως και στην αυτούσια μεταφορά σεναρίων χολιγουντιανών ταινιών κατασκοπείας.

Παράδειγμα τρίτο: Η τηλεδιοίκηση της Λάρισας. Η κυβέρνηση σε μία κομβική στιγμή για την εξέλιξη της διερεύνησης των ευθυνών για το έγκλημα των Πρεσπών, δηλαδή την συνεδρίαση της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας όπου για πρώτη φορά θα εμφανίζονταν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, διάλεξε να επενδύσει την επικοινωνιακή τακτική της σε μία λέξη: «Τηλεδιοίκηση». Οι υπουργοί και τα στελέχη της κυβέρνησης που εμφανίστηκαν στην επιτροπή χρησιμοποίησαν επανειλημμένα αυτό τον όρο προκειμένου να περιγράψουν τον πίνακα εισόδου-εξόδου των τραίνων που υπάρχει στον σταθμό της Λάρισας. Αυτό, ενώ πολύ καλά γνώριζαν ότι αυτό όχι μόνον δεν αποτελεί τηλεδιοίκηση αλλά είναι αδύνατον με ένα τέτοιο σύστημα να επιβλέψει κανείς την πορεία ενός τραίνου. Παρ’ όλα αυτά διάλεξαν να επαναλαμβάνουν την συγκεκριμένη λέξη με αποκλειστικό κριτήριο το να εμπεδωθεί ότι υπήρχε κάποιο «σύστημα τηλεδιοίκησης» στην Λάρισα το οποίο δεν αξιοποίησε ο σταθμάρχης την νύχτα του δυστυχήματος.

Επρόκειτο για έναν ισχυρισμό που ήταν εξαιρετικά εύκολο να καταρρεύσει (άλλωστε φρόντισαν γι’ αυτό τα σωματεία των εργαζομένων στον σιδηρόδρομο που αποκατέστησαν την αλήθεια). Όπως, όμως, όπως φάνηκε το πραγματικό ζητούμενο για την κυβέρνηση δεν ήταν το να υπερασπιστεί ορθολογικά αυτή την τοποθέτηση της. Απλά να επιτύχει πρόσκαιρα επικοινωνιακά οφέλη και να ενισχύσει μία εικόνα «θολούρας» γύρω από τα αίτια του δυστυχήματος. Πρόκειται για έναν χειρισμό που ελάχιστη σχέση έχει με την πολιτική επιχειρηματολογία και με την πολιτική γενικότερα. Αντιθέτως ταιριάζει πολύ περισσότερο με «καμπάνιες» που αφορούν προϊόντα ή την διαχείριση επικοινωνιακής ζημιάς για κάποιο δημόσιο πρόσωπο που κινείται στον χώρο της «σόου μπίζνες».

Στρατηγική …πέραν του Ατλαντικού

Τα πολιτικά φαινόμενα έχουν πάντα πολιτικές εξηγήσεις. Έτσι τα τρία αυτά παραδείγματα καταδεικνύουν ένα στοιχείο που ολοένα και περισσότερο διαπιστώνεται όσο πλησιάζουμε προς τις εκλογές:  Το Μέγαρο Μαξίμου προτίθεται να κινηθεί πλέον με μια στρατηγική διαχείρισης της λαϊκής δυσαρέσκειας που θα βασίζεται σε συνταγές  «μαζικής κατανάλωσης», που κατά κύριο λόγο χρησιμοποιούνται στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού και όχι στην ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή, δείχνοντας σε σημαντικό βαθμό και το τμήμα των ψηφοφόρων που επιθυμεί να προσεγγίσει.

Αυτό εξηγείται αρχικά από την «στόχευσή»  στα ακροατήρια της λεγόμενης «λαϊκής δεξιάς» που σύμφωνα με την δημοσκοπική εικόνα της Ν.Δ παρουσιάζουν τάσεις αποσυσπείρωσης. Επίσης, ερμηνεύεται και από την απροθυμία κορυφαίων κυβερνητικών στελεχών να στηρίξουν το Μέγαρο Μαξίμου σε αυτή την συγκυρία. μη αποδεχόμενα να «μοιραστούν» το κόστος του δυστυχήματος των Τεμπών. Άλλωστε ήδη αυτά τα στελέχη έχουν δεχθεί την κριτική των «προθύμων» (όπως ο Άδωνις Γεωργιάδης ή ο Δημήτρης Μαρκόπουλος). Μία ακόμη πλευρά της υπόθεσης είναι και το ίδιο το στενό περιβάλλον του πρωθυπουργού που φέρεται να μην εμπιστεύεται πλέον τις πολιτικές αναγνώσεις των στελεχών της Ν.Δ, αντιθέτως να θέλει την προεκλογική του τακτική να στηριχθεί σε στατιστικά δεδομένα και σε «σίγουρες» τακτικές ανάσχεσης αρνητικού κλίματος που έχουν επιτυχημένα εφαρμοστεί στο εξωτερικό.

Φαίνεται να επιβεβαιώνονται έτσι τα συνεχή δημοσιεύματα που θέλουν τον «κλασσικό» κομματικό μηχανισμό της Νέας Δημοκρατίας να βρίσκεται σε δυσμενέστερη θέση, συγκριτικά με το επικοινωνιακό επιτελείο που έχει επιλέξει ο Κυριάκος Μητσοτάκης, έχοντας τοποθετήσει στην θέση του επικεφαλής τον περίφημο επικοινωνιολόγο «του Χαρβαρντ», Στάνλει Γκρίνμπεργκ.


Δρόμος ανοιχτός

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου