Ουκρανία και Ισραήλ αποτελούν ένα είδος προπύργιου των καπιταλιστικών κέντρων του δυτικού κόσμου απέναντι σε εχθρούς πραγματικούς ή φανταστικούς
Του Γιώργου Μαργαρίτη *
Η ομιλία του Βολοντίμιρ Ζελένσκι στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ στο Νταβός της Ελβετίας, ήταν υπόδειγμα αυτού που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «αισιοδοξία υπό προϋποθέσεις». Ο Ουκρανός πρόεδρος βεβαίωσε για μια ακόμα φορά πως η Ρωσία μπορεί να ηττηθεί και υποστήριξε ότι η στρατιωτική ήττα της είναι για όλους καλύτερο να συμβεί σήμερα και όχι σε απώτερο μέλλον. Η δε στρατιωτική ήττα της Ρωσίας μεταφράζεται σε επανάκτηση όλων των προ του 2014 ουκρανικών εδαφών καθώς και στην ένταξη της Ουκρανίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στο ΝΑΤΟ. Αυτοί εξάλλου είναι και οι όροι με τους οποίους η ουκρανική κυβέρνηση θα προσέλθει στις όποιες διαπραγματεύσεις. Τίποτε λιγότερο.
Συμπληρωματικά στα όσα ανέφερε ο Ουκρανός πρόεδρος μίλησε η κυρία Φον ντερ Λάιεν. Με τη σειρά της βεβαίωσε ότι η Ρωσία μπορεί και πρέπει να ηττηθεί. Στήριξε δε τη βεβαιότητά της αυτή στις επιτυχίες του ουκρανικού στρατού: ως τώρα, δήλωσε, οι Ουκρανοί έχουν «απελευθερώσει» τα μισά από τα εδάφη που κατέλαβαν πρόσκαιρα οι Ρώσοι, έχουν καταστρέψει το μισό στρατιωτικό δυναμικό της Ρωσίας, έχουν εκδιώξει τον ρωσικό στόλο στις μακρινές ανατολικές ακτές της Μαύρης Θάλασσας και έχουν πλήρως αποκαταστήσει τις θαλάσσιες διαδρομές προς τα εξαγωγικά λιμάνια της Ουκρανίας. Συμπέρανε ότι η στρατιωτική (και πολιτική) ήττα της Ρωσίας είναι κάτι το απόλυτα εφικτό. Η διαπραγματευτική αδιαλλαξία του Ζελένσκι είναι, κατ’ επέκταση, απόλυτα δικαιολογημένη και επιβεβλημένη.
Την ίδια στιγμή, πολύ μακριά από το Νταβός, στην πιο ζεστή Μέση Ανατολή, οι δημοσιογραφικές πληροφορίες (στηριγμένες σε επαναλαμβανόμενες δηλώσεις ή διαρροές από Ισραηλινούς πολιτικούς και κυβερνητικούς κύκλους) επιμένουν ότι οι προερχόμενες από την ακροδεξιά προτάσεις για το μέλλον της Λωρίδας της Γάζας κερδίζουν έδαφος, τόσο στην ηγεσία του Κράτους του Ισραήλ όσο και στην κοινή γνώμη της χώρας. Συνοπτικά οι προτάσεις αυτές αφορούν την εκτόπιση των Παλαιστινίων που κατοικούν εκεί, την ισοπέδωση των εκεί οικισμών και την ανάπλαση της ζώνης με άξονα νέους εβραϊκούς εποικισμούς. Αυτό και μόνο αυτό, θεωρούν ότι θα είναι επίλυση του προβλήματος και νίκη για το Ισραήλ.
Υπάρχει κάτι το κοινό και στις δύο περιπτώσεις. Το κοινό είναι η προσήλωση στην ιδέα της νίκης. Η δε νίκη αυτή νοείται μόνο ως ολοκληρωτική: ως απόλυτη καταστροφή ή υποταγή του αντιπάλου. Δεν αφήνεται χώρος για κάτι το ενδιάμεσο.
Το επίσης κοινό χαρακτηριστικό των δύο περιπτώσεων είναι επίσης ότι, στην τρέχουσα πραγματικότητα, ο ολοκληρωτικός αυτός τελικός στόχος φαίνεται μάλλον να απομακρύνεται, παρά να έρχεται πιο κοντά. Στην Ουκρανία ο πόλεμος ετοιμάζεται να κλείσει τον δεύτερο χρόνο του και το μέτωπο βρίσκεται πολύ μακριά από εκεί που θα το ήθελαν οι ουκρανικές διεκδικήσεις. Ακόμα χειρότερα: αργά και βασανιστικά οι Ρώσοι προχωρούν, γεγονός που δείχνει ότι μάλλον βρίσκονται σε καλύτερη κατάσταση από τους αντιπάλους τους.
Στην δε Παλαιστίνη, περισσότερες από εκατό ημέρες πολέμου έχουν οδηγήσει σε προφανή συμπεράσματα. Η ολοκληρωτική νίκη, έτσι όπως την φαντάζονται στο Τελ Αβίβ είναι αδύνατο να επιτευχθεί. Η Χαμάς υπάρχει ακόμα, διατηρεί ιεραρχία και δομές, εκτοξεύει και σήμερα ρουκέτες, επανεμφανίζεται σε περιοχές που ο στρατός του Ισραήλ έχει χαρακτηρίσει ασφαλείς. Ο τελευταίος εξάλλου δεν έχει απελευθερώσει ούτε έναν όμηρο – αντίθετα έχει σκοτώσει αρκετούς….
Και στις δύο περιπτώσεις μπορεί να αναρωτηθεί κανείς τι είναι αυτό που γεφυρώνει την οφθαλμοφανή αντίθεση ανάμεσα στην επιδίωξη ολοκληρωτικής νίκης (εκμηδένισης του αντιπάλου) και την σαφώς λιγότερα υποσχόμενη πραγματικότητα; Η νίκη και η ήττα, είναι πολιτικά μεγέθη και δεν θα μπορούσαν να προσδιοριστούν στην βάση μεταφυσικών άϋλων εννοιών – φανατισμός, ιδεολογία, θρησκευτική πίστη, ναζισμός έστω κλπ. Άρα υπάρχει πεδίο να μεταφέρουμε το ερώτημα στον πραγματικό πολιτικό μας κόσμο.
Το κοινό χαρακτηριστικό των δύο χωρών (αλλά και καθεστώτων) που επιζητούν τέτοιου είδους αποτελέσματα από τον πόλεμο, είναι το ότι και τα δύο είναι ετερόφωτα. Είναι δηλαδή απόλυτα εξαρτημένα από τον λεγόμενο «δυτικό κόσμο» που προσδιορίζεται από τις ΗΠΑ, την Ευρωπαϊκή Ένωση και τους ανά την υφήλιο «πρόθυμους» που συνασπίζονται μαζί τους. Για την ακρίβεια, και οι δύο περιπτώσεις, η Ουκρανία και το Ισραήλ, αποτελούν ένα είδος προπύργιου των καπιταλιστικών κέντρων του δυτικού κόσμου απέναντι σε εχθρούς πραγματικούς ή φανταστικούς – απειλητικούς σε κάθε περίπτωση για τη δυτική κυριαρχία.
Ο δυτικός κόσμος ήταν μέχρι χθες κυρίαρχος στην καπιταλιστική διάρθρωση του κόσμου. Δέσποζε στον Ψυχρό Πόλεμο, τον κέρδισε τελικά. Για ένα πολύ μικρό διάστημα, περίπου είκοσι χρόνια, στο τελευταίο γύρισμα του αιώνα, έδειξε ότι το δυτικό του σύστημα ήταν ο απόλυτος άρχων του κόσμου. Ήταν η εποχή όπου τα πάντα είχαν κριθεί και η Ιστορία τελείωνε. Μετά ήρθαν οι κρίσεις και μετά τις κρίσεις η αμφισβήτηση. Νέες δυνάμεις εμφανίζονταν έξω από την επιθυμητή ιεραρχία και τον έλεγχο της Δύσης. Στην τρίτη δεκαετία του εικοστού πρώτου αιώνα η αμφισβήτηση έχει πλέον γίνει οικουμενικό φαινόμενο. Ακόμα και μεσαίες δυνάμεις αισθάνονται άνετα όταν αυθαδιάζουν απέναντι στους ισχυρούς του χθες.
Όσο ο δυτικός κόσμος ήταν κυρίαρχος, έκανε πολέμους. Οι περισσότεροι από αυτούς ήταν πόλεμοι «επιβεβαίωσης», υπογράμμιζαν δηλαδή την κυριαρχία και την ισχύ του, το δικαίωμά του να παρεμβαίνει και να υπαγορεύει. Πολλούς από αυτούς ο δυτικός καπιταλισμός, είτε στην ευρωπαϊκή, είτε στην αμερικανική εκδοχή του, τους έχασε. Γνώρισε ήττες μικρές ή μεγάλες, μερικές από αυτές (Βιετνάμ, Αφγανιστάν κλπ.) ακραία ταπεινωτικές. Δεν τον ενόχλησαν, τις ξεπέρασε σχετικά εύκολα
Αυτό που ξεχωρίζει τον ισχυρό και τον κυρίαρχο είναι η δυνατότητά του να χάνει πολέμους, να γνωρίζει ήττες, χωρίς αυτό να αμβλύνει την ισχύ και το κύρος του. Δεν είναι το ίδιο για τον αδύνατο. Γι’ αυτόν η ήττα ισοδυναμεί με εκμηδένιση και ως εκ τούτου, είναι άγνωστη λέξη. Δεν μπορεί να αντέξει την σημασία και το βάρος της.
Η αδυναμία παραδοχής του αδιεξόδου και της ήττας, όπως την είδαμε να συμβαίνει στα δύο μάχιμα προπύργια του δυτικού κόσμου, την Ουκρανία και το Ισραήλ, έχει την αιτία και τις ρίζες της στην μεταβατική φάση στην οποία βρισκόμαστε. Δεν είναι πλέον αδιάφορο γεγονός η ήττα σε έναν πόλεμο – περιφερειακό έστω, ακόμα και δι’ αντιπροσώπου. Ο δυτικός καπιταλισμός κατανοεί πλέον ότι τυχόν αποτυχία και ήττα του δεν μπορούν να ξεπεραστούν ανώδυνα: υπάρχουν ισχυροί ανταγωνιστές, ισχυροί αντίπαλοι που θα σπεύσουν να εισπράξουν το κόστος της ήττας. Το κύρος που χάνεται δεν υπάρχει τρόπος να αναπληρωθεί.
Η «αυτογνωσία» του δυτικού καπιταλισμού γεννήθηκε μέσα από την διαπίστωση ότι πλέον δεν είναι σε θέση να χάσει έναν πόλεμο. Για το λόγο αυτό πριμοδοτεί φανταστικά σενάρια νίκης, προάγει και στηρίζει τα πιο ολοκληρωτικά και ανέφικτα σχέδια. Ενίοτε τα προκαλεί, τα υπαγορεύει. Η παρούσα κατάσταση θυμίζει λίγο τους σχεδιασμούς και τις μεταφυσικές προσδοκίες της γερμανικής ηγεσίας από το καλοκαίρι του 1944 ως το τέλος του πολέμου. Πίσω από τη φονικότητα, την αγριότητα των σημερινών πολέμων, του ολοκληρωτικού και απόλυτου χαρακτήρα τους, βρίσκεται ετούτη η μεγάλη ανατροπή στις ισορροπίες του κόσμου. Ο δυτικός καπιταλισμός δεν είναι πλέον ο κυρίαρχος του παιχνιδιού.
* Γιώργος Μαργαρίτης, Συνταξιούχος (μη ομότιμος λόγω ενοχλητικής ιδεολογίας) καθηγητής Ιστορίας. Δίδαξα για περίπου 40 χρόνια στο Πανεπιστήμιο Κρήτης και το ΑΠΘ.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου