Του Ραφαήλ Ασπρολούπου
Η σκοπιά αυτή όμως είναι παραπλανητική, καθώς κρύβει ιστορική παραχάραξη, πολιτική υστεροβουλία και ηθική διπροσωπία.
Αντ’ αυτής, πιο ακριβής, χρήσιμη, τεκμηριωμένη και ικανή να περιγράψει τη δομική ανισομετρία που διέπει τη σχέση Παλαιστίνης-Ισραήλ, είναι αυτής της εποικιστικής αποικιοκρατίας.
Τι σημαίνει όμως εποικιστική αποικιοκρατία; Σύμφωνα με τον Jeff Halper, εβραιο-ισραηλινό ακτιβιστή και ακαδημαϊκό, «[ε]ποικιστική αποικιοκρατία είναι μια μορφή αποικιοκρατίας όπου ξένοι έποικοι φθάνουν σε μια χώρα με την πρόθεση να την κυριεύσουν. Η “άφιξή” τους είναι στην πραγματικότητα εισβολή. Οι έποικοι δεν είναι μετανάστες, έρχονται με την πρόθεση να αντικαταστήσουν τον ιθαγενή πληθυσμό, όχι να ενσωματωθούν στην κοινωνία του. […] Μια “λογική εξολόθρευσης”, που σύμφωνα με τον Patrick Wolfe είναι εγγενής σε όλα τα σχέδια εποικιστικής αποικιοκρατίας, “εξαφανίζει” τους Ιθαγενείς μέσω εκτοπισμού, περιθωριοποίησης, ενσωμάτωσης ή ευθείας γενοκτονίας. Μέσω μυθευμάτων περί ιστορικά κατοχυρωμένης κυριότητας [entitlement], οι έποικοι επικυρώνουν το δικαίωμά τους στη γη» (Jeff Halper, Decolonizing Israel, Liberating Palestine).
Πρόκειται για μια έννοια που συχνά μετέρχεται η εθνικιστική και φασιστική ακροδεξιά για να περιγράψει το φαινόμενο της μετανάστευσης λαών της ανατολής και του νότου προς την Ευρώπη, εντελώς και σκόπιμα παραγνωρίζοντάς το, προσδίδοντας εποικιστικό σκοπό στους άκληρους και τους εξαθλιωμένους της οικονομικής και πολιτικής καταπίεσης που γεννούν ο ιμπεριαλισμός κι οι πόλεμοί του. Προσδιοριστικό στοιχείο της ακροδεξιάς εξάλλου είναι το να καμώνεται ότι εγκύπτει σε λαϊκά προβλήματα κι ανησυχίες, μόνο για ν’ αποστρέφει τη λαϊκή δυσαρέσκεια και πάλη μακριά από τα κέντρα εξουσίας που είναι υπεύθυνα για τη μιζέρια της και να τις στρέψει έναντι άλλων καταπιεσμένων κι ακόμα εντονότερα απ’ αυτήν εκμεταλλευόμενων. Ούτε που διανοήθηκε ποτέ η εγχώρια και παγκόσμια ακροδεξιά και τα αστικά συστήματα που τη στηρίζουν να αποδώσουν το χαρακτηρισμό της εποικιστικής αποικιοκρατίας στα κράτη των Ευρωπαίων εποίκων στην Αμερική και την Ωκεανία, που χτίστηκαν πάνω στην εξολόθρευση και περιθωριοποίηση των -κακώς λεγόμενων- Ινδιάνων και Αβορίγινων. Πολλώ δε μάλλον, στην περίπτωση του Ισραήλ.
Η σιωνιστική ιδεολογία εμφανίστηκε και αναπτύχθηκε στην κεντρική και ειδικά την ανατολική Ευρώπη, όπου οι εβραϊκοί πληθυσμοί ήταν παραδοσιακά μεγαλύτεροι και υπόκεινταν σε απηνείς διωγμούς από τους χριστιανούς (η λέξη πογκρόμ είναι ρωσικής προέλευσης και χρησιμοποιήθηκε πρώτη φορά για να περιγράψει τις βάναυσες επιθέσεις εναντίον των Εβραίων της Ρωσικής Αυτοκρατορίας τον 19ο και 20ο αιώνα).
Επηρεαζόμενη από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα που ευνοούσε την άνοδο του εθνικισμού (που είχε ήδη ευδοκιμήσει στην δυτική Ευρώπη, δίνοντας τα πρώτα μοντέρνα κράτη στις αρχές του φιλελευθερισμού), μια μικρή μερίδα Εβραίων βρίσκει την απάντηση για τους διωγμούς της κοινότητάς τους στην ίδρυση ενός κράτους των Εβραίων στην αρχέγονη γη του βιβλικού ιουδαϊσμού, την τότε Παλαιστίνη. Έτσι γεννάται ο σιωνισμός.
Ο σιωνισμός, ως εθνικιστικό κίνημα, ήταν από την αρχή εμποτισμένος με τα χαρακτηριστικά των ανατολικοευρωπαϊκών εθνικισμών της περιόδου. Κάθε εθνικισμός κατά το στάδιο συγκρότησής του συνοδεύεται απ’ την ανάδυση εθνικών μύθων γύρω απ’ την κυρίαρχη στον εκάστοτε χώρο εθνότητα, η οποία αυτοαναγορεύεται ως ο αυθεντικός λαός-φυλή. Όμως, ενώ στις δυτικές κοινωνίες αυτοί οι μύθοι έφθιναν δίνοντας χώρο σε μια πιο συμπεριληπτική αντίληψη του έθνους που αντί να δίνει έμφαση σε κοινές ρίζες προσέβλεπε σ’ ένα κοινό μέλλον, στις κοινωνίες ανατολικά του Ρήνου ιστορικά επικράτησε η επιμονή στους εθνικούς μύθους περί αρχέγονης ομογενούς καταγωγής όλων των μελών της κυρίαρχης εθνότητας, διαμορφώνοντας μια ιδέα περί έθνους ως μια κλειστή, άκαμπτη οντότητα που καθορίζεται περισσότερο απ’ τον αποκλεισμό παρά τη συμπερίληψη. Το αντίστοιχο στην γερμανική άρια φυλή, την τόσο πασπαλισμένη με τους ανυπόστατους εθνικούς μύθους που προαναφέραμε, βρήκαν οι σιωνιστές στους Εβραίους, τον εκλεκτό λαό του βιβλικού θεού, στον οποίο ο τελευταίος είχε κληροδοτήσει τη γη του Ισραήλ, της Ιουδαίας κοκ.
Παρότι κατά βάση κοσμικό κίνημα συγκροτημένο από άθεους Εβραίους, ο σιωνισμός αντλεί τη νομιμοποίησή του από τη Βίβλο (συγκεκριμένα τη Βίβλο, όχι εν γένει τα εβραϊκά θρησκευτικά κείμενα), μια αντίφαση που τον συνοδεύει ως σήμερα δίνοντας ώθηση σε πολιτικά και ιδεολογικά τερατουργήματα. Κόντρα σε κάθε ιστορικό, ανθρωπολογικό κλπ δεδομένο, ισχυρίζεται ότι κοινή καταγωγή όλων των όπου γης Εβραίων (με έμφαση στη βιολογική σύνδεση) είναι η σύγχρονη Παλαιστίνη και τα περίχωρά της, αποκλειστικά βασιζόμενο σε μια πρόσληψη της Βίβλου ως ιστορικού ντοκουμέντου.
Κι αυτό είναι το σημείο που ο αναδυόμενος εβραϊκός εθνικισμός των Εβραίων της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης τέμνεται και σμίγει με την αποικιοκρατική ευρωπαϊκή ιδεολογία του 19ου αιώνα. Στα μάτια των σιωνιστών, η Παλαιστίνη ήταν μια γη έρημη, εγκαταλελειμμένη, ρημαγμένη από την αχρησία, στερημένη των ευεργεσιών του συνετού (δυτικο)Ευρωπαίου και των υλικών και πνευματικών επιτευγμάτων του. «Μια χώρα χωρίς λαό, για ένα λαό δίχως χώρα», ήταν ένα κεντρικό του σύνθημα.
Υπήρχε όμως ένα πρόβλημα. Η Παλαιστίνη τον 19ο αι. ήταν κάθε άλλο παρά αυτό. Ήταν μια ιδιαίτερα ανεπτυγμένη επαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με τον καπιταλισμό να κάνει τα πρώτα του σκιρτήματα και την συνεπακόλουθη ανάδυση μιας διακριτής Παλαιστινιακής-Αραβικής εθνικής ταυτότητας (όπως συνέβαινε σε όλα τα μήκη της καταρρέουσας Οθωμ. Αυτοκρατορίας κι είχε ήδη συμβεί στον ελλαδικό χώρο νωρίτερα). Κατοικούνταν αδιάλειπτα για χιλιετίες από μουσουλμανικές, χριστιανικές και εβραϊκές κοινότητες που συνυπήρχαν ειρηνικά κι αρμονικά μέσα στους ίδιους οικισμούς και πόλεις, με την επικράτηση διαφορετικής εξ’ αυτών στο διάβα των αιώνων.
Όπως αναφέραμε παραπάνω, ένα εποικιστικό αποικιοκρατικό σχέδιο αποσκοπεί στον εκτοπισμό του γηγενούς πληθυσμού και την υφαρπαγή της γης του. Έτσι λοιπόν ο σιωνισμός επιστρατεύει το ρατσιστικό οπλοστάσιο, ακονισμένο απ’ την προγενέστερη χρήση των Ευρωπαίων αποικιοκρατών. Στο σιωνιστικό λόγο, οι γηγενείς Άραβες κάτοικοι – όχι Παλαιστίνιοι – αντιμετωπίζονταν ως ένας αραιά διασπαρμένος πληθυσμός πρωτόγονων νομάδων και χωρικών, ως βάρβαροι Ασιάτες που απεχθάνονται τον (δυτικό, ποιον άλλο;) πολιτισμό. Ως τέτοιοι μπορούσαν να παραμεριστούν. Ο πρώιμος σιωνισμός καλούσε το ζήτημα του εκτοπισμού των Παλαιστινίων το «κρυφό ζήτημα».
Αξίζει και πάλι να τονίσουμε ότι κινητήρια δύναμη για την εξολόθρευση του ντόπιου δεν είναι ο ρατσισμός, αλλά η ανάγκη για πρόσβαση στη γη του. Ο ρατσισμός έρχεται ως απαραίτητο συμπλήρωμα αυτής της ανάγκης. Η ανάγκη για υφαρπαγή γης ήδη υπό χρήση είναι αυτή που προσδίδει στον έποικο-αποικιοκράτη την ουσία του. «Όταν ένας πληθυσμός έρχεται σε μια χώρα με σκοπό να την κυριεύσει, τότε έχουμε εισβολή. Οι έποικοι καθίστανται τέτοιοι από κατάκτηση, όχι απλά απ’ τη μετανάστευση», μας υπενθυμίζει ο Jeff Halper.
Ο σιωνισμός θα προβεί σε γάμο ευκαιρίας με τον αντισημιτισμό της ευρωπαϊκής άρχουσας τάξης και τις επεκτατικές βλέψεις της. Για τους ιθύνοντες νόες των μεγάλων δυνάμεων, και ειδικά της Βρετανίας, ο σιωνισμός αντιπροσώπευε μια χρυσή διπλή ευκαιρία: να απαλλαγούν απ’ τους «μιαρούς Εβραίους» στο εσωτερικό τους (που είχαν ήδη αρχίσει να αποτελούν δραστήρια κι εξέχοντα μέλη των εργατικών κινημάτων) και ταυτόχρονα να έχουν ένα πιστό τοποτηρητή των συμφερόντων τους σε μια ιδιαίτερα ευαίσθητη και κρίσιμη περιοχή, ένα σταυροδρόμι μεταξύ των ασιατικών αποικιακών τους κτήσεων και των ευρωπαϊκών τους μητροπόλεων.
Είναι σίγουρο πέραν πάσης αμφιβολίας ότι χωρίς την διπλωματική, υλικοτεχνική, στρατιωτική και διοικητική στήριξη των Άγγλων ο σιωνισμός δεν θα είχε καταφέρει ποτέ να ορθοποδήσει και να επικρατήσει σ’ ένα τόσο αντίξοο γι’ αυτόν περιβάλλον (θυμίζουμε ότι ο σιωνισμός για καιρό δεν έλκυε παρά μια οικτρή μειοψηφία των Εβραίων, η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων επιδίωκε την ενσωμάτωση στις ευρωπαϊκές κοινωνίες που ζούσε, κι όχι τη μεταφορά της στην πολιτισμικά ξένη γι’ αυτούς τους μέση ανατολή, περιτριγυρισμένη από Άραβες).
Οι Άγγλοι, στους οποίους ως νικητές επί των Οθωμανών κι αποφαινόμενους για το διαμελισμό της αυτοκρατορίας είχε δοθεί κυριότητα της Παλαιστίνης μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, παρείχαν αναγνώριση και νομιμοποίηση στις διεκδικήσεις των σιωνιστών, προώθησαν τη μετανάστευση Εβραίων στην Παλαιστίνη και ανέπτυξαν τους εβραϊκούς οιονεί κρατικούς θεσμούς, σαμποτάροντας παράλληλα τους αντίστοιχους παλαιστινιακούς σε κάθε ευκαιρία.
Επιστέγασμα των βρετανικών προσπαθειών οι οποίες μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ξεκίνησαν να συμπληρώνονται και αντικαθίστανται από αυτές των Αμερικανών, ήταν η πρόταση του ΟΗΕ το 1947 για διαμελισμό της Παλαιστίνης σε εβραϊκό κι αραβικό κράτος. Η άρνηση των Παλαιστινίων να δεχθούν μια πρόταση που έδινε τη μισή γη τους σε λιγότερο απ’ το 1/3 του πληθυσμού που με το έτσι θέλω αποφάσισε να εκτοπίσει τον γηγενή πληθυσμό απ’ τα πατρογονικά εδάφη του, απαντήθηκε από την ενορχηστρωμένη και βάναυση επίθεση των σιωνιστών, σ’ ένα καταστροφικό πλήγμα που έκτοτε έχει αφήσει τη μέση ανατολή αιμορραγούσα.
Πράξη γένεσης του κράτους του Ισραήλ αποτελεί η Νάκμπα (Καταστροφή στα αραβικά) του 1948, η εκστρατεία βίας, δολοφονιών, διωγμών και τρόμου που εξαπέλυσαν οι πάνοπλες εβραϊκές πολιτοφυλακές (εκπαιδευμένες κι εξοπλισμένες επί δεκαετίες από τους Άγγλους) εναντίον παλαιστινιακών γειτονιών, χωριών και πόλεων. Ακρογωνιαίος λίθος του Ισραήλ είναι αυτή η σειρά θηριωδιών που οδήγησε στον εκτοπισμό άνω των 700.000 Παλαιστινίων, πάνω από 70% πληθυσμού τους, και την εκπλήρωση του σιωνιστικού ονείρου: ενός κράτους όπου πλειοψηφία θα αποτελούν οι Εβραίοι.
Το Ισραηλινό κράτος ενσωμάτωσε πλήρως την αποικιοκρατική θεσμική δομή (τραπεζική, πολιτική, αυτοδιοικητική κλπ) που παρέλαβε απ’ τους Άγγλους, και συνέχισε την εφαρμογή των μέτρων καταπίεσης των Παλαιστινίων στο εσωτερικό του που είχαν εισηγηθεί οι Άγγλοι (παρότι μέχρι πρότινος, επειδή εν μέρει θίγονταν κι οι Εβραίοι απ’ αυτά, τα καταδίκαζαν). Μέσα από τη Νάκμπα, το Ισραήλ κατάφερε να υφαρπάξει το 78% των εδαφών της ιστορικής Παλαιστίνης. Το σχέδιο διχοτόμησης του ΟΗΕ, που έδινε το ήδη μαξιμαλιστικό και άδικο 52% των εδαφών, δεν αποτελούσε ποτέ πραγματικό γνώμονα των σιωνιστών, που έτσι κι αλλιώς εποφθαλμιούσαν το σύνολο της Παλαιστίνης (κι όχι μόνο). Ήταν κομβικό επειδή νομιμοποιούσε διεθνώς την ύπαρξη εβραϊκού κράτους, δηλαδή κράτους με εβραϊκή πλειοψηφία. Κι αυτό αποτελεί ακόμα ένα χαρακτηριστικό της ιδεολογίας της εποικιστικής αποικιοκρατίας: Οι έποικοι διεκδικούν κυριαρχία επί όλου του εδάφους που θεωρούν δικαιωματικά ή κληρονομικά δικό τους, ακόμα κι αν δεν το κατέχουν ακόμη. Αυτό αποδείχθηκε κι από την μετέπειτα εισβολή του ισραηλινού στρατού στα υπόλοιπα εδάφη της Παλαιστίνης που δεν κατάφερε να κατακτήσει το 1948, μετατρέποντάς τα στα λεγόμενα κατεχόμενα εδάφη της Δυτικής Όχθης (στα σύνορα με την Ιορδανία) και της Λωρίδας της Γάζας (στα σύνορα με την Αίγυπτο). Αυτό το σκεπτικό εξακολουθεί να κυβερνά στο Ισραήλ και σήμερα και να καθοδηγεί τις αποφάσεις των σιωνιστικών ελίτ.
Από την ίδρυσή του το κράτος του Ισραήλ έχει βασίσει την κυριαρχία του επί των Παλαιστινίων, αυτών που ζουν εντός των αναγνωρισμένων συνόρων του ως το 1967 ως Ισραηλινοί πολίτες κι αυτών επί των οποίων επιβάλλεται ως κατοχική δύναμη στα κατεχόμενα εδάφη (και τους οποίους βεβαίως δεν αναγνωρίζει ως πολίτες του), σ’ ένα τρίπτυχο καταπίεσης: διωγμός, κατοχή, απαρτχάιντ.
Το απαρτχάιντ που έχει στήσει το Ισραήλ έχει και ξεκάθαρη νομική πτυχή. Η βουλή του Ισραήλ, η Κνέσετ, έχει μεταθέσει μέρος των ευθυνών του κράτους σε οργανισμούς όπως τον Παγκόσμιο Σιωνιστικό Οργανισμό, το Εβραϊκό Εθνικό Ταμείο και τον Εβραϊκό Σύνδεσμο, που είναι συνταγματικά ταγμένοι στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων των Εβραίων, αποκλείοντάς απ’ τις μέριμνές τους αυτά των Παλαιστινίων (που αποτελούν μειονότητα της τάξης του 20% εντός του Ισραήλ).
Επιπλέον έχει στηθεί ένα δαιδαλώδες, καφκικό δικονομικό σύστημα εξόφθαλμα προκατειλημμένο εναντίον των Αράβων πολιτών του Ισραήλ. Σύμφωνα με ισραηλινούς νόμους, η πρότερη παλαιστινιακή ιδιοκτησία μπορούσε νόμιμα να απαλλοτριωθεί απ’ το κράτος μετά από 3 χρόνια αχρησίας. Όντας όμως αποκλεισμένοι απ’ το να γυρίσουν στα εδάφη απ’ τα οποία εκτοπίστηκαν, οι περισσότεροι Παλαιστίνιοι δεν έχουν καν δυνατότητα να δούνε, πόσο μάλλον να αξιοποιήσουν, τις ιδιοκτησίες τους. Ταυτόχρονα απαγορεύεται η πώληση σε Παλαιστίνιους εδαφών ή κτισμάτων χτισμένων σε ισραηλινή κρατική γη ή που ανήκουν σε εβραϊκούς εθνικούς θεσμούς.
Αυτή η πολιτική δύο μέτρων και δύο σταθμών αποτυπώνεται και στη δημογραφία. Υπάρχει ένα μοτίβο δομημένου διαχωρισμού, με τη διασπορά των Αράβων εντός του Ισραήλ μεταξύ πολλών διαφορετικών χωριών και πόλεων ώστε να αποτελούν πάντα μειοψηφίες, αναμειγνύοντας Μουσουλμάνους, Χριστιανούς και Δρούζους προσπαθώντας να παροξύνουν τις μεταξύ τους αντιθέσεις, κάνοντας τη διαχείριση όλων τους απ’ τη μεριά του ισραηλινού κράτους ευκολότερη υπόθεση.
Στα κατεχόμενα εδάφη της Δυτικής Όχθης, όπου όπως και στη Γάζα το Ισραήλ ελέγχει πλήρως τον εναέριο χώρο, ηλεκτρομαγνητικές συχνότητες κλπ, έχει εγκατασταθεί η Πολιτική Διοίκηση (πολιτική κατ’ ευφημισμό, καθώς αυτής ηγείται αξιωματικός του ισραηλινού στρατού) που μεταξύ άλλων αποφασίζει ποιος θα χτίσει και πού, προβαίνει σε κατεδαφίσεις [1], κατάσχει εδάφη για στρατιωτική ή άλλη χρήση (οι «ανάγκες ασφαλείας» του Ισραήλ είναι ακόρεστες κι ανυπέρθετες ταυτόχρονα), ελέγχει και κατευθύνει την ίδρυση (παράνομων και διεθνώς καταδικασμένων) ισραηλινών εποικισμών, έχει χωρίσει τη Δυτική Όχθη σε «ζώνες ασφαλείας» και επιβάλλει περιορισμούς μετακίνησης στους Παλαιστίνιους.
Μέχρι σήμερα έχουν ιδρυθεί πάνω από 250 οικισμοί εποίκων στα κατεχόμενα, στους οποίους διαμένουν περισσότεροι από 750.000 Ισραηλινοί. Μέσα απ’ αυτούς τους παράνομους εποικισμούς και τη σκοπούμενη συνένωση και ενσωμάτωσή τους στον εθνικό ισραηλινό κορμό, το Ισραήλ προσβλέπει στη δημιουργία μιας περιοχής αδιάκοπου, ανεμπόδιστου ισραηλινού ελέγχου και ταυτόχρονα στην απομόνωση των Παλαιστινίων σε «μπαντουστάν», αποκομμένους, απομονωμένους θύλακες μειωμένης κυριαρχίας. Ο κατακερματισμός των Παλαιστινίων επιτυγχάνεται και απ’ το δίκτυο ισραηλινών αυτοκινητοδρόμων [2] που τέμνουν τα κατεχόμενα, καθιστώντας πρακτικά αδιαχώριστη τη Δυτική Όχθη απ’ το καθ’ αυτό Ισραήλ.
Σαν να μην φτάναν όλ’ αυτά, το Ισραήλ παίρνει κι άλλα μέτρα για το θρυμματισμό και την ασφυξία της παλαιστινιακής κοινωνίας. Ως κλασική κατοχική δύναμη που συναντά ντόπια αντίσταση, κάνει εκτεταμένη χρήση συνεργατών, παρέχοντας (ή υποσχόμενη ότι θα παράσχει) σε Παλαιστίνιους σε ακραία αποστέρηση ή ανάγκη (την οποία έχει δημιουργήσει η ίδια η κατοχή) απαραίτητα φάρμακα, ταξιδιωτικά έγγραφα, παραγραφή κατασκευασμένων απ’ το στρατό κατηγοριών κλπ. Επιπλέον, καταφεύγει κατά κόρον σε μαζικές συλλήψεις και διοικητικές κρατήσεις οι οποίες μπορούν να κρατήσουν επ’ αόριστον [3].
Αυτά τα μέτρα συμπληρώνονται από μια οικονομική σκοπούμενης απο-ανάπτυξης. Το Ισραήλ περισφίγγει την παλαιστινιακή οικονομική δραστηριότητα, περιορίζοντας τις δραστηριότητες τραπεζών και βιομηχανιών ώστε να μην ανταγωνίζονται τις αντίστοιχες ισραηλινές. Το Ισραήλ ελέγχει τα δασμολογικά κι εμπορικά έσοδα της Παλαιστινιακής Αρχής (της μαριονέτας των Αμερικάνων και Ισραηλινών που κάνει τη δουλειά τους αντ’ αυτών στη Δυτική Όχθη), τα οποία ανέρχονται στα 2/3 των συνολικών εσόδων της, έχοντας παράλληλα τον τελικό λόγο κι εν τέλει αποκλείοντας ό,τι έχει να κάνει με εισαγωγές κι εξαγωγές, πνίγοντας εν τη γενέσει της οποιαδήποτε δυναμική ανάπτυξης της παλαιστινιακής οικονομίας. Σύμφωνα πάλι με τον Jeff Halper, «όχι μόνο η Παλαιστινιακή οικονομία αποτρέπεται απ’ το ν’ αναπτυχθεί, αλλά είναι απροστάτευτη από μια ισραηλινή οικονομία που είναι κατά 60 φορές μεγαλύτερή της».
Το 1/3 των Παλαιστινίων εργάζονταν ως χειρώνακτες εργάτες στους ισραηλινούς εποικισμούς, τελώντας υπό μία επιπλέον συνθήκη εκβιασμού καθώς ακόμα κι αυτό το πενιχρό βιος που τους επιτρεπόταν ήταν άμεσα εξαρτημένο με τη συμμόρφωση με το αποικιακό καθεστώς και την αποδοχή των παράνομων εποικισμών του. Απ’ το 1987, με το ξέσπασμα της πρώτης Ιντιφάντα [4], αυτό περικόπηκε, με άμεσο αποτέλεσμα την ένταση της φτώχειας (άμεση υλοποίηση του σιωνιστικού εκβιασμού). Το 2018 στη Δυτική Όχθη η ανεργία ανερχόταν στο 31%, στη Λωρίδα της Γάζας στο 52%, το 1/3 των νοικοκυριών τελούσε υπό καθεστώς επισιτιστικής επισφάλειας και το 70% των Παλαιστινίων (και 2/3 των παιδιών) βρισκόταν σε βαθιά φτώχεια [5].
Το πρόβλημα με την εξύμνηση της λογικής της ασφάλειας (που ανεξαιρέτως επικαλείται κάθε αποικιοκρατικό καθεστώς ώστε να πραγματοποιήσει τις επεκτατικές βλέψεις του) είναι ότι αναπότρεπτα συνεπάγεται το απαρτχάιντ. Η ασφάλεια του Ισραήλ επιτάσσει τα πάντα, από την κατοχή παλαιστινιακών εδαφών, την κατεδάφιση σπιτιών, το τσάκισμα της κοινωνίας ως και το στραγγαλισμό της οικονομίας.
Την ίδια στιγμή που το Ισραήλ παίρνει (παράνομα) περίπου 30% των υδάτινων πόρων του απ’ τους υδροφόρους ορίζοντες της Δυτικής Όχθης και της Γάζας, αρνείται ότι εκτελεί κατοχή επί των εδαφών αυτών. Απ’ τη σκοπιά του Ισραήλ, που εποφθαλμιά να ενσωματώσει τα κατεχόμενα απ’ αυτό εδάφη (αλλά χωρίς του Παλαιστίνιους που διαμένουν σ’ αυτά), δεν μπορείς να ασκείς κατοχή σε κάτι που σου ανήκει.
Ο σιωνισμός είχε το δυστύχημα να αναδυθεί στη δύση της εποχής της αποικιοκρατίας, όταν πια οι υποδουλωμένοι λαοί της ανατολής και του νότου εξεγείρονταν και αποτίνασσαν τον αποικιοκρατικό ζυγό των Ευρωπαίων δυναστών τους, χτίζοντας δικά τους ανεξάρτητα κράτη. Γεννήθηκε δηλαδή σε μια εποχή απονομιμοποίησης της αποικιοκρατικής τάξης πραγμάτων, όταν ο ιμπεριαλισμός αναγκαζόταν να λάβει διαφορετικές, πιο κεκαλυμμένες μορφές ελέγχου και εγκατέλειπε μορφές τυπικής κυριαρχίας υπέρ μιας ουσιαστικής.
Αντιμέτωπο με την αντίσταση που προκαλεί η βία της κατοχής του, το Ισραήλ μόνιμα καμώνεται το αμυνόμενο μέρος, ισχυριζόμενο ότι υπερασπίζεται τον εαυτό του έναντι άλογων, απρόκλητων επιθέσεων. Ο χαρακτηρισμός από μεριάς του κάθε μορφής αντίστασης ως «τρομοκρατίας» απηχεί την κλασική αποικιοκρατική τακτική της αποπολιτικοποίησης του αγώνα των γηγενών, της απανθρωποποίησής των ίδιων των καταπιεσμένων και την αντιστροφή της αιτιακής σχέσης. Παραγνωρίζεται ότι η αντίσταση στον εκτοπισμό, ακόμα κι αν μετέρχεται βίαιων μέσων, δεν μπορεί να συγκρίνεται (πόσο μάλλον να εξισώνεται) με τη στρατιωτική επεκτατική εκστρατεία των αποικιοκρατών. Πρόκειται για παραπλανητική ισοδυναμία, στραπατσάρισμα της κοινής λογικής, καταπάτηση του διεθνούς δικαίου, ιστορικό πισογύρισμα. Γι’ αυτό ο χαρακτηρισμός της υπόθεσης ως “σύγκρουσης” (που υπονοεί δύο μέρη-συγκρουόμενους, αυτόματα καθιστώντας τους ομόλογους αν όχι ίσους) μπορεί μεν να έχει προπαγανδιστική χρησιμότητα για το σιωνισμό και τους υποστηρικτές του, αλλά είναι άχρηστη για την ερμηνεία της πραγματικότητας. Γιατί η αποικιοκρατία είναι μια μονομερής πράξη-επιβολή και συνεπάγεται δομική ανισομετρία ισχύος, ακριβώς όπως ισχύει μεταξύ Ισραήλ και Παλαιστίνης [6].
Αντ’ αυτής, πιο ακριβής, χρήσιμη, τεκμηριωμένη και ικανή να περιγράψει τη δομική ανισομετρία που διέπει τη σχέση Παλαιστίνης-Ισραήλ, είναι αυτής της εποικιστικής αποικιοκρατίας.
Τι σημαίνει όμως εποικιστική αποικιοκρατία; Σύμφωνα με τον Jeff Halper, εβραιο-ισραηλινό ακτιβιστή και ακαδημαϊκό, «[ε]ποικιστική αποικιοκρατία είναι μια μορφή αποικιοκρατίας όπου ξένοι έποικοι φθάνουν σε μια χώρα με την πρόθεση να την κυριεύσουν. Η “άφιξή” τους είναι στην πραγματικότητα εισβολή. Οι έποικοι δεν είναι μετανάστες, έρχονται με την πρόθεση να αντικαταστήσουν τον ιθαγενή πληθυσμό, όχι να ενσωματωθούν στην κοινωνία του. […] Μια “λογική εξολόθρευσης”, που σύμφωνα με τον Patrick Wolfe είναι εγγενής σε όλα τα σχέδια εποικιστικής αποικιοκρατίας, “εξαφανίζει” τους Ιθαγενείς μέσω εκτοπισμού, περιθωριοποίησης, ενσωμάτωσης ή ευθείας γενοκτονίας. Μέσω μυθευμάτων περί ιστορικά κατοχυρωμένης κυριότητας [entitlement], οι έποικοι επικυρώνουν το δικαίωμά τους στη γη» (Jeff Halper, Decolonizing Israel, Liberating Palestine).
Πρόκειται για μια έννοια που συχνά μετέρχεται η εθνικιστική και φασιστική ακροδεξιά για να περιγράψει το φαινόμενο της μετανάστευσης λαών της ανατολής και του νότου προς την Ευρώπη, εντελώς και σκόπιμα παραγνωρίζοντάς το, προσδίδοντας εποικιστικό σκοπό στους άκληρους και τους εξαθλιωμένους της οικονομικής και πολιτικής καταπίεσης που γεννούν ο ιμπεριαλισμός κι οι πόλεμοί του. Προσδιοριστικό στοιχείο της ακροδεξιάς εξάλλου είναι το να καμώνεται ότι εγκύπτει σε λαϊκά προβλήματα κι ανησυχίες, μόνο για ν’ αποστρέφει τη λαϊκή δυσαρέσκεια και πάλη μακριά από τα κέντρα εξουσίας που είναι υπεύθυνα για τη μιζέρια της και να τις στρέψει έναντι άλλων καταπιεσμένων κι ακόμα εντονότερα απ’ αυτήν εκμεταλλευόμενων. Ούτε που διανοήθηκε ποτέ η εγχώρια και παγκόσμια ακροδεξιά και τα αστικά συστήματα που τη στηρίζουν να αποδώσουν το χαρακτηρισμό της εποικιστικής αποικιοκρατίας στα κράτη των Ευρωπαίων εποίκων στην Αμερική και την Ωκεανία, που χτίστηκαν πάνω στην εξολόθρευση και περιθωριοποίηση των -κακώς λεγόμενων- Ινδιάνων και Αβορίγινων. Πολλώ δε μάλλον, στην περίπτωση του Ισραήλ.
Η σιωνιστική ιδεολογία εμφανίστηκε και αναπτύχθηκε στην κεντρική και ειδικά την ανατολική Ευρώπη, όπου οι εβραϊκοί πληθυσμοί ήταν παραδοσιακά μεγαλύτεροι και υπόκεινταν σε απηνείς διωγμούς από τους χριστιανούς (η λέξη πογκρόμ είναι ρωσικής προέλευσης και χρησιμοποιήθηκε πρώτη φορά για να περιγράψει τις βάναυσες επιθέσεις εναντίον των Εβραίων της Ρωσικής Αυτοκρατορίας τον 19ο και 20ο αιώνα).
Επηρεαζόμενη από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα που ευνοούσε την άνοδο του εθνικισμού (που είχε ήδη ευδοκιμήσει στην δυτική Ευρώπη, δίνοντας τα πρώτα μοντέρνα κράτη στις αρχές του φιλελευθερισμού), μια μικρή μερίδα Εβραίων βρίσκει την απάντηση για τους διωγμούς της κοινότητάς τους στην ίδρυση ενός κράτους των Εβραίων στην αρχέγονη γη του βιβλικού ιουδαϊσμού, την τότε Παλαιστίνη. Έτσι γεννάται ο σιωνισμός.
Ο σιωνισμός, ως εθνικιστικό κίνημα, ήταν από την αρχή εμποτισμένος με τα χαρακτηριστικά των ανατολικοευρωπαϊκών εθνικισμών της περιόδου. Κάθε εθνικισμός κατά το στάδιο συγκρότησής του συνοδεύεται απ’ την ανάδυση εθνικών μύθων γύρω απ’ την κυρίαρχη στον εκάστοτε χώρο εθνότητα, η οποία αυτοαναγορεύεται ως ο αυθεντικός λαός-φυλή. Όμως, ενώ στις δυτικές κοινωνίες αυτοί οι μύθοι έφθιναν δίνοντας χώρο σε μια πιο συμπεριληπτική αντίληψη του έθνους που αντί να δίνει έμφαση σε κοινές ρίζες προσέβλεπε σ’ ένα κοινό μέλλον, στις κοινωνίες ανατολικά του Ρήνου ιστορικά επικράτησε η επιμονή στους εθνικούς μύθους περί αρχέγονης ομογενούς καταγωγής όλων των μελών της κυρίαρχης εθνότητας, διαμορφώνοντας μια ιδέα περί έθνους ως μια κλειστή, άκαμπτη οντότητα που καθορίζεται περισσότερο απ’ τον αποκλεισμό παρά τη συμπερίληψη. Το αντίστοιχο στην γερμανική άρια φυλή, την τόσο πασπαλισμένη με τους ανυπόστατους εθνικούς μύθους που προαναφέραμε, βρήκαν οι σιωνιστές στους Εβραίους, τον εκλεκτό λαό του βιβλικού θεού, στον οποίο ο τελευταίος είχε κληροδοτήσει τη γη του Ισραήλ, της Ιουδαίας κοκ.
Παρότι κατά βάση κοσμικό κίνημα συγκροτημένο από άθεους Εβραίους, ο σιωνισμός αντλεί τη νομιμοποίησή του από τη Βίβλο (συγκεκριμένα τη Βίβλο, όχι εν γένει τα εβραϊκά θρησκευτικά κείμενα), μια αντίφαση που τον συνοδεύει ως σήμερα δίνοντας ώθηση σε πολιτικά και ιδεολογικά τερατουργήματα. Κόντρα σε κάθε ιστορικό, ανθρωπολογικό κλπ δεδομένο, ισχυρίζεται ότι κοινή καταγωγή όλων των όπου γης Εβραίων (με έμφαση στη βιολογική σύνδεση) είναι η σύγχρονη Παλαιστίνη και τα περίχωρά της, αποκλειστικά βασιζόμενο σε μια πρόσληψη της Βίβλου ως ιστορικού ντοκουμέντου.
Κι αυτό είναι το σημείο που ο αναδυόμενος εβραϊκός εθνικισμός των Εβραίων της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης τέμνεται και σμίγει με την αποικιοκρατική ευρωπαϊκή ιδεολογία του 19ου αιώνα. Στα μάτια των σιωνιστών, η Παλαιστίνη ήταν μια γη έρημη, εγκαταλελειμμένη, ρημαγμένη από την αχρησία, στερημένη των ευεργεσιών του συνετού (δυτικο)Ευρωπαίου και των υλικών και πνευματικών επιτευγμάτων του. «Μια χώρα χωρίς λαό, για ένα λαό δίχως χώρα», ήταν ένα κεντρικό του σύνθημα.
Υπήρχε όμως ένα πρόβλημα. Η Παλαιστίνη τον 19ο αι. ήταν κάθε άλλο παρά αυτό. Ήταν μια ιδιαίτερα ανεπτυγμένη επαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με τον καπιταλισμό να κάνει τα πρώτα του σκιρτήματα και την συνεπακόλουθη ανάδυση μιας διακριτής Παλαιστινιακής-Αραβικής εθνικής ταυτότητας (όπως συνέβαινε σε όλα τα μήκη της καταρρέουσας Οθωμ. Αυτοκρατορίας κι είχε ήδη συμβεί στον ελλαδικό χώρο νωρίτερα). Κατοικούνταν αδιάλειπτα για χιλιετίες από μουσουλμανικές, χριστιανικές και εβραϊκές κοινότητες που συνυπήρχαν ειρηνικά κι αρμονικά μέσα στους ίδιους οικισμούς και πόλεις, με την επικράτηση διαφορετικής εξ’ αυτών στο διάβα των αιώνων.
Όπως αναφέραμε παραπάνω, ένα εποικιστικό αποικιοκρατικό σχέδιο αποσκοπεί στον εκτοπισμό του γηγενούς πληθυσμού και την υφαρπαγή της γης του. Έτσι λοιπόν ο σιωνισμός επιστρατεύει το ρατσιστικό οπλοστάσιο, ακονισμένο απ’ την προγενέστερη χρήση των Ευρωπαίων αποικιοκρατών. Στο σιωνιστικό λόγο, οι γηγενείς Άραβες κάτοικοι – όχι Παλαιστίνιοι – αντιμετωπίζονταν ως ένας αραιά διασπαρμένος πληθυσμός πρωτόγονων νομάδων και χωρικών, ως βάρβαροι Ασιάτες που απεχθάνονται τον (δυτικό, ποιον άλλο;) πολιτισμό. Ως τέτοιοι μπορούσαν να παραμεριστούν. Ο πρώιμος σιωνισμός καλούσε το ζήτημα του εκτοπισμού των Παλαιστινίων το «κρυφό ζήτημα».
Αξίζει και πάλι να τονίσουμε ότι κινητήρια δύναμη για την εξολόθρευση του ντόπιου δεν είναι ο ρατσισμός, αλλά η ανάγκη για πρόσβαση στη γη του. Ο ρατσισμός έρχεται ως απαραίτητο συμπλήρωμα αυτής της ανάγκης. Η ανάγκη για υφαρπαγή γης ήδη υπό χρήση είναι αυτή που προσδίδει στον έποικο-αποικιοκράτη την ουσία του. «Όταν ένας πληθυσμός έρχεται σε μια χώρα με σκοπό να την κυριεύσει, τότε έχουμε εισβολή. Οι έποικοι καθίστανται τέτοιοι από κατάκτηση, όχι απλά απ’ τη μετανάστευση», μας υπενθυμίζει ο Jeff Halper.
Ο σιωνισμός θα προβεί σε γάμο ευκαιρίας με τον αντισημιτισμό της ευρωπαϊκής άρχουσας τάξης και τις επεκτατικές βλέψεις της. Για τους ιθύνοντες νόες των μεγάλων δυνάμεων, και ειδικά της Βρετανίας, ο σιωνισμός αντιπροσώπευε μια χρυσή διπλή ευκαιρία: να απαλλαγούν απ’ τους «μιαρούς Εβραίους» στο εσωτερικό τους (που είχαν ήδη αρχίσει να αποτελούν δραστήρια κι εξέχοντα μέλη των εργατικών κινημάτων) και ταυτόχρονα να έχουν ένα πιστό τοποτηρητή των συμφερόντων τους σε μια ιδιαίτερα ευαίσθητη και κρίσιμη περιοχή, ένα σταυροδρόμι μεταξύ των ασιατικών αποικιακών τους κτήσεων και των ευρωπαϊκών τους μητροπόλεων.
Είναι σίγουρο πέραν πάσης αμφιβολίας ότι χωρίς την διπλωματική, υλικοτεχνική, στρατιωτική και διοικητική στήριξη των Άγγλων ο σιωνισμός δεν θα είχε καταφέρει ποτέ να ορθοποδήσει και να επικρατήσει σ’ ένα τόσο αντίξοο γι’ αυτόν περιβάλλον (θυμίζουμε ότι ο σιωνισμός για καιρό δεν έλκυε παρά μια οικτρή μειοψηφία των Εβραίων, η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων επιδίωκε την ενσωμάτωση στις ευρωπαϊκές κοινωνίες που ζούσε, κι όχι τη μεταφορά της στην πολιτισμικά ξένη γι’ αυτούς τους μέση ανατολή, περιτριγυρισμένη από Άραβες).
Οι Άγγλοι, στους οποίους ως νικητές επί των Οθωμανών κι αποφαινόμενους για το διαμελισμό της αυτοκρατορίας είχε δοθεί κυριότητα της Παλαιστίνης μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, παρείχαν αναγνώριση και νομιμοποίηση στις διεκδικήσεις των σιωνιστών, προώθησαν τη μετανάστευση Εβραίων στην Παλαιστίνη και ανέπτυξαν τους εβραϊκούς οιονεί κρατικούς θεσμούς, σαμποτάροντας παράλληλα τους αντίστοιχους παλαιστινιακούς σε κάθε ευκαιρία.
Επιστέγασμα των βρετανικών προσπαθειών οι οποίες μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ξεκίνησαν να συμπληρώνονται και αντικαθίστανται από αυτές των Αμερικανών, ήταν η πρόταση του ΟΗΕ το 1947 για διαμελισμό της Παλαιστίνης σε εβραϊκό κι αραβικό κράτος. Η άρνηση των Παλαιστινίων να δεχθούν μια πρόταση που έδινε τη μισή γη τους σε λιγότερο απ’ το 1/3 του πληθυσμού που με το έτσι θέλω αποφάσισε να εκτοπίσει τον γηγενή πληθυσμό απ’ τα πατρογονικά εδάφη του, απαντήθηκε από την ενορχηστρωμένη και βάναυση επίθεση των σιωνιστών, σ’ ένα καταστροφικό πλήγμα που έκτοτε έχει αφήσει τη μέση ανατολή αιμορραγούσα.
Πράξη γένεσης του κράτους του Ισραήλ αποτελεί η Νάκμπα (Καταστροφή στα αραβικά) του 1948, η εκστρατεία βίας, δολοφονιών, διωγμών και τρόμου που εξαπέλυσαν οι πάνοπλες εβραϊκές πολιτοφυλακές (εκπαιδευμένες κι εξοπλισμένες επί δεκαετίες από τους Άγγλους) εναντίον παλαιστινιακών γειτονιών, χωριών και πόλεων. Ακρογωνιαίος λίθος του Ισραήλ είναι αυτή η σειρά θηριωδιών που οδήγησε στον εκτοπισμό άνω των 700.000 Παλαιστινίων, πάνω από 70% πληθυσμού τους, και την εκπλήρωση του σιωνιστικού ονείρου: ενός κράτους όπου πλειοψηφία θα αποτελούν οι Εβραίοι.
Το Ισραηλινό κράτος ενσωμάτωσε πλήρως την αποικιοκρατική θεσμική δομή (τραπεζική, πολιτική, αυτοδιοικητική κλπ) που παρέλαβε απ’ τους Άγγλους, και συνέχισε την εφαρμογή των μέτρων καταπίεσης των Παλαιστινίων στο εσωτερικό του που είχαν εισηγηθεί οι Άγγλοι (παρότι μέχρι πρότινος, επειδή εν μέρει θίγονταν κι οι Εβραίοι απ’ αυτά, τα καταδίκαζαν). Μέσα από τη Νάκμπα, το Ισραήλ κατάφερε να υφαρπάξει το 78% των εδαφών της ιστορικής Παλαιστίνης. Το σχέδιο διχοτόμησης του ΟΗΕ, που έδινε το ήδη μαξιμαλιστικό και άδικο 52% των εδαφών, δεν αποτελούσε ποτέ πραγματικό γνώμονα των σιωνιστών, που έτσι κι αλλιώς εποφθαλμιούσαν το σύνολο της Παλαιστίνης (κι όχι μόνο). Ήταν κομβικό επειδή νομιμοποιούσε διεθνώς την ύπαρξη εβραϊκού κράτους, δηλαδή κράτους με εβραϊκή πλειοψηφία. Κι αυτό αποτελεί ακόμα ένα χαρακτηριστικό της ιδεολογίας της εποικιστικής αποικιοκρατίας: Οι έποικοι διεκδικούν κυριαρχία επί όλου του εδάφους που θεωρούν δικαιωματικά ή κληρονομικά δικό τους, ακόμα κι αν δεν το κατέχουν ακόμη. Αυτό αποδείχθηκε κι από την μετέπειτα εισβολή του ισραηλινού στρατού στα υπόλοιπα εδάφη της Παλαιστίνης που δεν κατάφερε να κατακτήσει το 1948, μετατρέποντάς τα στα λεγόμενα κατεχόμενα εδάφη της Δυτικής Όχθης (στα σύνορα με την Ιορδανία) και της Λωρίδας της Γάζας (στα σύνορα με την Αίγυπτο). Αυτό το σκεπτικό εξακολουθεί να κυβερνά στο Ισραήλ και σήμερα και να καθοδηγεί τις αποφάσεις των σιωνιστικών ελίτ.
Από την ίδρυσή του το κράτος του Ισραήλ έχει βασίσει την κυριαρχία του επί των Παλαιστινίων, αυτών που ζουν εντός των αναγνωρισμένων συνόρων του ως το 1967 ως Ισραηλινοί πολίτες κι αυτών επί των οποίων επιβάλλεται ως κατοχική δύναμη στα κατεχόμενα εδάφη (και τους οποίους βεβαίως δεν αναγνωρίζει ως πολίτες του), σ’ ένα τρίπτυχο καταπίεσης: διωγμός, κατοχή, απαρτχάιντ.
Το απαρτχάιντ που έχει στήσει το Ισραήλ έχει και ξεκάθαρη νομική πτυχή. Η βουλή του Ισραήλ, η Κνέσετ, έχει μεταθέσει μέρος των ευθυνών του κράτους σε οργανισμούς όπως τον Παγκόσμιο Σιωνιστικό Οργανισμό, το Εβραϊκό Εθνικό Ταμείο και τον Εβραϊκό Σύνδεσμο, που είναι συνταγματικά ταγμένοι στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων των Εβραίων, αποκλείοντάς απ’ τις μέριμνές τους αυτά των Παλαιστινίων (που αποτελούν μειονότητα της τάξης του 20% εντός του Ισραήλ).
Επιπλέον έχει στηθεί ένα δαιδαλώδες, καφκικό δικονομικό σύστημα εξόφθαλμα προκατειλημμένο εναντίον των Αράβων πολιτών του Ισραήλ. Σύμφωνα με ισραηλινούς νόμους, η πρότερη παλαιστινιακή ιδιοκτησία μπορούσε νόμιμα να απαλλοτριωθεί απ’ το κράτος μετά από 3 χρόνια αχρησίας. Όντας όμως αποκλεισμένοι απ’ το να γυρίσουν στα εδάφη απ’ τα οποία εκτοπίστηκαν, οι περισσότεροι Παλαιστίνιοι δεν έχουν καν δυνατότητα να δούνε, πόσο μάλλον να αξιοποιήσουν, τις ιδιοκτησίες τους. Ταυτόχρονα απαγορεύεται η πώληση σε Παλαιστίνιους εδαφών ή κτισμάτων χτισμένων σε ισραηλινή κρατική γη ή που ανήκουν σε εβραϊκούς εθνικούς θεσμούς.
Αυτή η πολιτική δύο μέτρων και δύο σταθμών αποτυπώνεται και στη δημογραφία. Υπάρχει ένα μοτίβο δομημένου διαχωρισμού, με τη διασπορά των Αράβων εντός του Ισραήλ μεταξύ πολλών διαφορετικών χωριών και πόλεων ώστε να αποτελούν πάντα μειοψηφίες, αναμειγνύοντας Μουσουλμάνους, Χριστιανούς και Δρούζους προσπαθώντας να παροξύνουν τις μεταξύ τους αντιθέσεις, κάνοντας τη διαχείριση όλων τους απ’ τη μεριά του ισραηλινού κράτους ευκολότερη υπόθεση.
Στα κατεχόμενα εδάφη της Δυτικής Όχθης, όπου όπως και στη Γάζα το Ισραήλ ελέγχει πλήρως τον εναέριο χώρο, ηλεκτρομαγνητικές συχνότητες κλπ, έχει εγκατασταθεί η Πολιτική Διοίκηση (πολιτική κατ’ ευφημισμό, καθώς αυτής ηγείται αξιωματικός του ισραηλινού στρατού) που μεταξύ άλλων αποφασίζει ποιος θα χτίσει και πού, προβαίνει σε κατεδαφίσεις [1], κατάσχει εδάφη για στρατιωτική ή άλλη χρήση (οι «ανάγκες ασφαλείας» του Ισραήλ είναι ακόρεστες κι ανυπέρθετες ταυτόχρονα), ελέγχει και κατευθύνει την ίδρυση (παράνομων και διεθνώς καταδικασμένων) ισραηλινών εποικισμών, έχει χωρίσει τη Δυτική Όχθη σε «ζώνες ασφαλείας» και επιβάλλει περιορισμούς μετακίνησης στους Παλαιστίνιους.
Μέχρι σήμερα έχουν ιδρυθεί πάνω από 250 οικισμοί εποίκων στα κατεχόμενα, στους οποίους διαμένουν περισσότεροι από 750.000 Ισραηλινοί. Μέσα απ’ αυτούς τους παράνομους εποικισμούς και τη σκοπούμενη συνένωση και ενσωμάτωσή τους στον εθνικό ισραηλινό κορμό, το Ισραήλ προσβλέπει στη δημιουργία μιας περιοχής αδιάκοπου, ανεμπόδιστου ισραηλινού ελέγχου και ταυτόχρονα στην απομόνωση των Παλαιστινίων σε «μπαντουστάν», αποκομμένους, απομονωμένους θύλακες μειωμένης κυριαρχίας. Ο κατακερματισμός των Παλαιστινίων επιτυγχάνεται και απ’ το δίκτυο ισραηλινών αυτοκινητοδρόμων [2] που τέμνουν τα κατεχόμενα, καθιστώντας πρακτικά αδιαχώριστη τη Δυτική Όχθη απ’ το καθ’ αυτό Ισραήλ.
Σαν να μην φτάναν όλ’ αυτά, το Ισραήλ παίρνει κι άλλα μέτρα για το θρυμματισμό και την ασφυξία της παλαιστινιακής κοινωνίας. Ως κλασική κατοχική δύναμη που συναντά ντόπια αντίσταση, κάνει εκτεταμένη χρήση συνεργατών, παρέχοντας (ή υποσχόμενη ότι θα παράσχει) σε Παλαιστίνιους σε ακραία αποστέρηση ή ανάγκη (την οποία έχει δημιουργήσει η ίδια η κατοχή) απαραίτητα φάρμακα, ταξιδιωτικά έγγραφα, παραγραφή κατασκευασμένων απ’ το στρατό κατηγοριών κλπ. Επιπλέον, καταφεύγει κατά κόρον σε μαζικές συλλήψεις και διοικητικές κρατήσεις οι οποίες μπορούν να κρατήσουν επ’ αόριστον [3].
Αυτά τα μέτρα συμπληρώνονται από μια οικονομική σκοπούμενης απο-ανάπτυξης. Το Ισραήλ περισφίγγει την παλαιστινιακή οικονομική δραστηριότητα, περιορίζοντας τις δραστηριότητες τραπεζών και βιομηχανιών ώστε να μην ανταγωνίζονται τις αντίστοιχες ισραηλινές. Το Ισραήλ ελέγχει τα δασμολογικά κι εμπορικά έσοδα της Παλαιστινιακής Αρχής (της μαριονέτας των Αμερικάνων και Ισραηλινών που κάνει τη δουλειά τους αντ’ αυτών στη Δυτική Όχθη), τα οποία ανέρχονται στα 2/3 των συνολικών εσόδων της, έχοντας παράλληλα τον τελικό λόγο κι εν τέλει αποκλείοντας ό,τι έχει να κάνει με εισαγωγές κι εξαγωγές, πνίγοντας εν τη γενέσει της οποιαδήποτε δυναμική ανάπτυξης της παλαιστινιακής οικονομίας. Σύμφωνα πάλι με τον Jeff Halper, «όχι μόνο η Παλαιστινιακή οικονομία αποτρέπεται απ’ το ν’ αναπτυχθεί, αλλά είναι απροστάτευτη από μια ισραηλινή οικονομία που είναι κατά 60 φορές μεγαλύτερή της».
Το 1/3 των Παλαιστινίων εργάζονταν ως χειρώνακτες εργάτες στους ισραηλινούς εποικισμούς, τελώντας υπό μία επιπλέον συνθήκη εκβιασμού καθώς ακόμα κι αυτό το πενιχρό βιος που τους επιτρεπόταν ήταν άμεσα εξαρτημένο με τη συμμόρφωση με το αποικιακό καθεστώς και την αποδοχή των παράνομων εποικισμών του. Απ’ το 1987, με το ξέσπασμα της πρώτης Ιντιφάντα [4], αυτό περικόπηκε, με άμεσο αποτέλεσμα την ένταση της φτώχειας (άμεση υλοποίηση του σιωνιστικού εκβιασμού). Το 2018 στη Δυτική Όχθη η ανεργία ανερχόταν στο 31%, στη Λωρίδα της Γάζας στο 52%, το 1/3 των νοικοκυριών τελούσε υπό καθεστώς επισιτιστικής επισφάλειας και το 70% των Παλαιστινίων (και 2/3 των παιδιών) βρισκόταν σε βαθιά φτώχεια [5].
Το πρόβλημα με την εξύμνηση της λογικής της ασφάλειας (που ανεξαιρέτως επικαλείται κάθε αποικιοκρατικό καθεστώς ώστε να πραγματοποιήσει τις επεκτατικές βλέψεις του) είναι ότι αναπότρεπτα συνεπάγεται το απαρτχάιντ. Η ασφάλεια του Ισραήλ επιτάσσει τα πάντα, από την κατοχή παλαιστινιακών εδαφών, την κατεδάφιση σπιτιών, το τσάκισμα της κοινωνίας ως και το στραγγαλισμό της οικονομίας.
Την ίδια στιγμή που το Ισραήλ παίρνει (παράνομα) περίπου 30% των υδάτινων πόρων του απ’ τους υδροφόρους ορίζοντες της Δυτικής Όχθης και της Γάζας, αρνείται ότι εκτελεί κατοχή επί των εδαφών αυτών. Απ’ τη σκοπιά του Ισραήλ, που εποφθαλμιά να ενσωματώσει τα κατεχόμενα απ’ αυτό εδάφη (αλλά χωρίς του Παλαιστίνιους που διαμένουν σ’ αυτά), δεν μπορείς να ασκείς κατοχή σε κάτι που σου ανήκει.
Ο σιωνισμός είχε το δυστύχημα να αναδυθεί στη δύση της εποχής της αποικιοκρατίας, όταν πια οι υποδουλωμένοι λαοί της ανατολής και του νότου εξεγείρονταν και αποτίνασσαν τον αποικιοκρατικό ζυγό των Ευρωπαίων δυναστών τους, χτίζοντας δικά τους ανεξάρτητα κράτη. Γεννήθηκε δηλαδή σε μια εποχή απονομιμοποίησης της αποικιοκρατικής τάξης πραγμάτων, όταν ο ιμπεριαλισμός αναγκαζόταν να λάβει διαφορετικές, πιο κεκαλυμμένες μορφές ελέγχου και εγκατέλειπε μορφές τυπικής κυριαρχίας υπέρ μιας ουσιαστικής.
Αντιμέτωπο με την αντίσταση που προκαλεί η βία της κατοχής του, το Ισραήλ μόνιμα καμώνεται το αμυνόμενο μέρος, ισχυριζόμενο ότι υπερασπίζεται τον εαυτό του έναντι άλογων, απρόκλητων επιθέσεων. Ο χαρακτηρισμός από μεριάς του κάθε μορφής αντίστασης ως «τρομοκρατίας» απηχεί την κλασική αποικιοκρατική τακτική της αποπολιτικοποίησης του αγώνα των γηγενών, της απανθρωποποίησής των ίδιων των καταπιεσμένων και την αντιστροφή της αιτιακής σχέσης. Παραγνωρίζεται ότι η αντίσταση στον εκτοπισμό, ακόμα κι αν μετέρχεται βίαιων μέσων, δεν μπορεί να συγκρίνεται (πόσο μάλλον να εξισώνεται) με τη στρατιωτική επεκτατική εκστρατεία των αποικιοκρατών. Πρόκειται για παραπλανητική ισοδυναμία, στραπατσάρισμα της κοινής λογικής, καταπάτηση του διεθνούς δικαίου, ιστορικό πισογύρισμα. Γι’ αυτό ο χαρακτηρισμός της υπόθεσης ως “σύγκρουσης” (που υπονοεί δύο μέρη-συγκρουόμενους, αυτόματα καθιστώντας τους ομόλογους αν όχι ίσους) μπορεί μεν να έχει προπαγανδιστική χρησιμότητα για το σιωνισμό και τους υποστηρικτές του, αλλά είναι άχρηστη για την ερμηνεία της πραγματικότητας. Γιατί η αποικιοκρατία είναι μια μονομερής πράξη-επιβολή και συνεπάγεται δομική ανισομετρία ισχύος, ακριβώς όπως ισχύει μεταξύ Ισραήλ και Παλαιστίνης [6].
Ακόμα και στο εσωτερικό του, το Ισραήλ δεν είναι κράτος όλων των πολιτών του. Όπως λέει ο Shlomo Sand, «[τ]ο Ισραήλ πρέπει να περιγραφεί ως “εθνοκρατία”. Ακόμα καλύτερα, ας το καλέσουμε εβραϊκή εθνοκρατία με φιλελεύθερα στοιχεία – τουτέστιν, ένα κράτος του οποίου κύριος σκοπός είναι η εξυπηρέτηση όχι ενός πολιτικού-ισότιμου δήμου αλλά ενός βιολογικο-θρησκευτικού έθνους που είναι καθόλα πλαστό ιστορικά, αλλά δυναμικό, εμφορούμενο από αποκλεισμό και διάκριση στην πολιτική του έκφραση. […] Κυριαρχούμενο απ’ την ειδική σιωνιστική αντίληψη του εθνικισμού, το κράτος του Ισραήλ εξακολουθεί ν’ αρνείται, εξήντα χρόνια μετά την ίδρυσή του, να δει τον εαυτό του ως μια δημοκρατία που υπηρετεί τους πολίτες της. […] Το Ισραήλ επιμένει να βλέπει τον εαυτό του ως ένα Εβραϊκό κράτος που ανήκει σε όλους τους Εβραίους του κόσμου, παρότι δεν είναι πλέον καταδιωκόμενοι πρόσφυγες αλλά πλήρως αφομοιωμένοι πολίτες των χωρών όπου επέλεξαν να διαμένουν» (Shlomo Sand, The Invention of the Jewish People).
Οποιαδήποτε κουβέντα για λύση του παλαιστινιακού ζητήματος δεν μπορεί να μη λαμβάνει υπόψιν της το αποικιοκρατικό καθεστώς που έχουν στήσει ο σιωνισμός και το Ισραήλ. Είτε μια λύση δύο κρατών, είτε μια λύση ενός κράτους, είτε οτιδήποτε άλλο ανάμεσό τους, θα αποδειχθεί θνησιγενές στο βαθμό που δεν απευθυνθεί στο βασικό: την ανάγκη αποαποικιοποίησης της Παλαιστίνης. Όχι απλά κατάπαυση πυρός, όχι απλά παλαιστινιακό κράτος, αλλά πλήρη αποκατάσταση των δικαιωμάτων των Παλαιστινίων, αυτών που ζούνε υπό το τριπλό καθεστώς καταπίεσης του Ισραήλ κι αυτών που σκόρπισαν σ’ όλη τη γη, διωγμένοι από μια αποικιοκρατική δύναμη και στιγματισμένοι ως ανάξιοι από τα φερέφωνά της.
Πηγή: antapocrisis.grΟποιαδήποτε κουβέντα για λύση του παλαιστινιακού ζητήματος δεν μπορεί να μη λαμβάνει υπόψιν της το αποικιοκρατικό καθεστώς που έχουν στήσει ο σιωνισμός και το Ισραήλ. Είτε μια λύση δύο κρατών, είτε μια λύση ενός κράτους, είτε οτιδήποτε άλλο ανάμεσό τους, θα αποδειχθεί θνησιγενές στο βαθμό που δεν απευθυνθεί στο βασικό: την ανάγκη αποαποικιοποίησης της Παλαιστίνης. Όχι απλά κατάπαυση πυρός, όχι απλά παλαιστινιακό κράτος, αλλά πλήρη αποκατάσταση των δικαιωμάτων των Παλαιστινίων, αυτών που ζούνε υπό το τριπλό καθεστώς καταπίεσης του Ισραήλ κι αυτών που σκόρπισαν σ’ όλη τη γη, διωγμένοι από μια αποικιοκρατική δύναμη και στιγματισμένοι ως ανάξιοι από τα φερέφωνά της.
- Το Ισραήλ έχει καταδεφίσει 55.000 κτίρια απ’ το 1967, πολλά απ’ τα οποία στέγαζαν πολλαπλές κατοικίες
- Στους αυτοκινητοδρόμους αυτούς φυσικά έχουν πρόσβαση μόνο οι Ισραηλινοί. Έτσι, αυτοί μπορούν να πηγαινοέρχονται μεταξύ κατεχόμενων και Ισραήλ χωρίς να χρειαστεί ν’ αντικρύσουν ή να συγχρωτιστούν με Άραβα
- Πάνω από 800.000 Παλαιστίνιοι έχουν κρατηθεί απ’ το 1967 ως το 2014, αντιπροσωπεύοντας παραπάνω από 40% του ανδρικού πληθυσμού
- Μαζική λαϊκή εξέγερση των Παλαιστινίων των κατεχόμενων εδαφών της Δυτικής Όχθης και της Λωρίδας της Γάζας εναντίον της ισραηλινής κατοχής
- Κι αυτό σύμφωνα με τους έτσι κι αλλιώς προβληματικούς ορισμούς της φτώχειας από την Παγκόσμια Τράπεζα. Τα πραγματικά νούμερα είναι ασφαλώς (πολύ) μεγαλύτερα
- Τ’ ότι στη μια περίπτωση (του Ισραήλ) έχουμε να κάνουμε με κράτος και στη δεύτερη (Παλαιστίνη) μ’ ένα χρέπι που φυτοζωεί στο βαθμό που είναι χρήσιμο σε Ισραήλ και ΗΠΑ είναι ενδεικτικό
Από: Στο Νησί
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου