Η σχολική βία δεν αντιμετωπίζεται με καθηγητική και διευθυντική βία


Του Στέλιου Βαϊνά *

Μια ματιά να ρίξει κάποιος στην καθημερινή ροή των ειδήσεων είναι αρκετά πιθανό να συναντήσει άλλο ένα περιστατικό βίας μεταξύ ανηλίκων είτε εντός, είτε εκτός σχολείου και να διαβάσει /ακούσει για βία διαφόρων μορφών (λεκτική, σωματική, ηλεκτρονική) άλλοτε πιο ήπια και άλλοτε με απίστευτη αγριότητα. Αγριότητα που πολλές φορές σοκάρει, ειδικά επειδή εκφράζεται από σώματα και στόματα παιδιών που δεν είναι ούτε δεκαπέντε χρονών, ζήτημα που εγείρει ερωτήματα.

Φταίει η κοινωνία, το εκπαιδευτικό σύστημα, η κρίση, η πανδημία ο σύγχρονος πολιτισμός και η τραπ μουσική ή όλα αυτά μαζί;

Ευθύνονται οι γονείς που δεν βάζουν όρια στα παιδιά τους , η «διάλυση της οικογένειας» και η απομάκρυνση από τις «παραδοσιακές αξίες» (αυτές που τείνουν να μας κάνουν να νοσταλγούμε τα παλιά καλά χρόνια καθώς «η γενιά μας δεν ήταν έτσι»);

Η εγκύκλιος που παρουσιάστηκε πριν λίγες μέρες στο 3ο Γυμνάσιο Πολίχνης από τον υπουργό  Πιερρακάκη και τον πρωθυπουργό δεν ασχολείται με όλα αυτά τα ερωτήματα ,ενδεχομένως ούτε καν με τα πιο αντιδραστικά εξ αυτών. Επιλέγει μια τακτική που είναι συνέχεια όλης της πολιτικής διαχείρισης που ακολουθεί εδώ και πέντε χρόνια η κυβέρνηση για όλα τα κοινωνικά ζητήματα: αυταρχισμός, ισχυρότερες ποινές, καταστολή.

Πιο συγκεκριμένα τα μέτρα που παίρνει αφορούν την επαναφορά της πενθήμερης αποβολής, την απαγόρευση των κινητών καθώς και την ενίσχυσης της παρεμβατικότητας των γονέων μέσω της πλατφόρμας MySchool στην οποία θα μπορούν να έχουν πλήρη εποπτεία των απουσιών των παιδιών τους καθώς και του βιβλίου ύλης (για να ελέγχουμε άμα «μας» προχωράει κανονικά στην ύλη ο καθηγητής μην τυχόν και «μείνουμε» πίσω και δεν «πετύχουμε» στις πανελλαδικές). Εν ολίγοις τα μέτρα αυτά αποσκοπούν σε μια αρκετά επιφανειακή διαχείριση του προβλήματος χωρίς να διερευνά παράλληλα τα κοινωνικά αίτια που το προκαλούν. Λειτουργεί περισσότερο σαν κράτος-γονέας στην πιο «παραδοσιακή» και αυταρχική μορφή του που ο ρόλος του είναι να νουθετεί, να συμμορφώνει  και να παρεμβαίνει άμεσα σε κάθε πτυχή της κοινωνικής ζωής και εν προκειμένω της εκπαίδευσης, κάτι το οποίο αφορά τόσο τους μαθητές όσο και τους εκπαιδευτικούς.

Φαίνεται μάλιστα ότι τα μέτρα αυτά έχουν κοινά στοιχεία με την αξιολόγηση εκπαιδευτικών και δημιουργούν μια σχολική πραγματικότητα μέσα στην οποία ο δάσκαλος αξιολογείται για το εκπαιδευτικό του έργο σε ένα γκρεμισμένο κτήριο όπου πέφτουν οι σοβάδες και τιμωρείται για την μη επαρκή χρήση ενός χαλασμένου προτζέκτορα. Ο μαθητής αξιολογείται για την απόδοση και τη συμπεριφορά του μέσα σε ένα αυταρχικό και βαθμοθηρικό σχολείο που κινείται με εντατικούς ρυθμούς φυσικής και πνευματικής εξόντωσης των μαθητών παράλληλα με την οικονομική εξόντωση της οικογένειας του που επίσης καταρρέει φυσικά και πνευματικά κάτω από το βάρος της κάλυψης των φροντιστηριακών διδάκτρων που φέρει στον ένα της ώμο ενώ στον άλλο έχει το ενοίκιο, το ρεύμα και το σουπερμάρκετ.

Αρκεί άραγε να αντιμετωπιστεί το φαινόμενο μεμονωμένα, με αναθεματισμούς για τη νέα γενιά και ποινές; Άραγε, δεν κατακλύζει η βία ολόκληρη την κοινωνία και δεν διαπερνάται από αυτή κάθε πτυχή της;

Όσον αφορά τη νεολαία, μια πρόσφατη έρευνα του ΕΠΙΨΥ για την βία και τον εκφοβισμό στους εφήβους έδειξε ότι την τελευταία 8ετία η εμπλοκή σε βίαιους καυγάδες και ο σχολικός εκφοβισμός σταδιακά μειώνονται αλλά παράλληλα διπλασιάστηκε το ποσοστό ηλεκτρονικού εκφοβισμού κάτι που είναι ίδιον της εποχής και της αυξανόμενης σχέσης των νέων με το διαδίκτυο και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ενώ η βία διευκολύνεται από την ανωνυμία που παρέχουν. Σίγουρα λοιπόν οι νέοι εκδηλώνουν βίαιες συμπεριφορές αλλά με διαφορετικό τρόπο και κυρίως σε μικρότερο βαθμό από τις προηγούμενες γενιές που τώρα ανησυχούν για τα παιδιά τους αλλά στα δικά τους χρόνια το bullying, οι βίαιοι καυγάδες και ξυλοδαρμοί «πήγαιναν σύννεφο». Και καθώς η οικογένεια αποτελεί τον πρώτο και βασικότερο φορέα κοινωνικοποίησης του παιδιού έχει την ευθύνη από κοινού με το σχολείο, να προστατέψει το παιδί (στον βαθμό που μπορεί) από μια βίαιη κοινωνία μαθαίνοντας του συμπεριφορές και αξίες όπως η αλληλεγγύη, το νοιάξιμο, ο σεβασμός και η ενσυναίσθηση.

Αντ’ αυτού το αλληλοσπάραγμα, η βαθμοθηρία, η πίεση της απόδοσης σε εντατικούς ρυθμούς σπουδών και ο ανταγωνισμός (που πολλοί τον θεωρούν και «υγιή» μάλιστα) φαίνεται να κυριαρχεί στις σχέσεις γονέα-παιδιού όπως και γενικότερα σε όλες τις ανθρώπινες σχέσεις. Μήπως λοιπόν όλοι εμείς είμαστε σε μεγάλο βαθμό βίαια όντα, σε μια βίαια κοινωνία και ως αποτέλεσμα μεγαλώνουμε και διαπαιδαγωγούμε τα παιδιά μας με τη βία; Θυμάται άραγε κανείς από εμάς πότε και ο ίδιος γνωρίστηκε για πρώτη φορά με αυτή, πόσο καιρό τον συνοδεύει σε όλες τις περιόδους της ζωής του άλλοτε λιγότερο, άλλοτε περισσότερο και πόσες μορφές βίας έχει συνηθίσει και αποδεχτεί ως κανονικότητα; Έχοντας μάλιστα πολλές φορές έναν απίστευτο κυνισμό ως ασπίδα σε αυτή την άνιση μάχη με όλη τη βία γύρω μας και μέσα μας όπου όλοι χτίζουν τείχη για να προστατευθούν αλλά λίγοι αναμετρώνται στην ουσία με αυτή (και σίγουρα μεταξύ τους δεν βρίσκεται η κυβέρνηση) .

Η βία λοιπόν έχει εκπροσώπους σε κάθε ηλικιακή ομάδα, φουσκώνει σαν μάγμα μέσα σε ηφαίστειο μετά από χρόνιες κινήσεις των τεκτονικών πλακών της κοινωνικής ζωής και εν τέλει εκτονώνεται και εμφανίζεται με διάφορες μορφές στον ενήλικο πληθυσμό. Τέτοιες είναι οι εντάσεις μεταξύ των οδηγών στους δρόμους, η ενδοοικογενειακή βία, ακόμη και οι γυναικοκτονίες, με τους κακοποιητές και γυναικοκτόνους να είναι 20, 30, 40 ή ακόμα και 70 χρονών.

Η βία λοιπόν διαπνέεται από τις κυρίαρχες αντιλήψεις περί ανταγωνιστικότητας και κοινωνικού δαρβινισμού περί επιβίωσης του ισχυρότερου όπως μας λένε διάφοροι εκπρόσωποι της κυβέρνησης σε κάθε ευκαιρία. Η βία έχει μέσα της συχνά πατριαρχικές, σεξιστικές και ρατσιστικές αντιλήψεις καθώς εκφράζει τον φόβο προς οτιδήποτε διαφορετικό, τον φόβο απώλειας του ελέγχου, των προνομίων, της δουλειάς  από μια άλλη κοινωνική ομάδα.

Τέλος, η βία είναι θεσμός και προνόμιο του κράτους που ως ο επίσημος φορέας της βίας την ασκεί με υπέρμετρη ευκολία απέναντι σε οποιαδήποτε αντίδραση στην κυρίαρχη πολιτική και συντηρεί, διαιωνίζει τα κυρίαρχα πρότυπα της που αναφέρθηκαν παραπάνω. Η ατιμωρησία των φίλων της κυβέρνησης, η συγκάλυψη στην υπόθεση Μίχου, η απόπειρα συγκάλυψης του εγκλήματος των Τεμπών με την εξοργιστική αθώωση της κυβέρνησης, της Hellenic Train, του Υπουργού Καραμανλή καθώς και η εξοργιστική επανεκλογή του, ακόμα και το φαινόμενο αλληλοξυλοδαρμού δύο ακροδεξιών βουλευτών μέσα στα έδρανα της Βουλής αποτελούν γεγονότα τα οποία λειτουργούν ή θα λειτουργήσουν ενισχυτικά στο φαινόμενο της κοινωνικής βίας. Αν οι Υπουργοί, το Κράτος, τα διεφθαρμένα κολλητάρια της κυβέρνησης πράττουν συνεχώς κατά το δοκούν και διαπράττουν εγκλήματα χωρίς καμία συνέπεια τότε γιατί να μην το κάνει και κάποιος από εμάς τους «απλούς πολίτες»;

Η βία δεν θα θεραπευθεί με το να κλειδώσεις το παιδί στο δωμάτιο ή με το να  κλείσεις τον ενήλικα φυλακή και αν το δεύτερο είναι πολλές φορές αναγκαίο και θεμιτό το πρώτο σίγουρα δεν είναι και δεν βοηθάει σε καμία περίπτωση.  Η βία είναι θεμέλιο της κοινωνίας αυτής και είναι αναγκαία για την διατήρηση της «κοινωνικής τάξης» από την κυρίαρχη κοινωνική τάξη.

Πρέπει λοιπόν η βία να ξεριζωθεί εκ θεμελίων. Η οικογένεια να χτίσει ελεύθερους ανθρώπους προστατεύοντας τους από την κοινωνική βία και μαζί με ένα δημοκρατικό, ελεύθερο και συμπεριληπτικό σχολείο με βασικά του στοιχεία την ελευθερία λόγου, την κατανόηση, την αποδοχή και τη συνεργασία (και φυσικά με ελεύθερους δασκάλους) να δώσουν στα παιδιά τα εργαλεία για να αντισταθούν στην βία, να την απορρίψουν αλλά κυρίως να την καταλάβουν. Να καταλάβουν πώς λειτουργεί, πώς συσσωρεύεται, ποιους μεγάλους κινδύνους εμπεριέχει και κυρίως πότε είναι άδικη και πότε όχι.

Να χτίσουμε λοιπόν ανθρώπους οι οποίοι θα κλαίνε εκεί που ο άλλος ματώνει, θα χαίρονται με τη χαρά του, που θα προτιμούν τις αγκαλιές από το ξύλο αλλά που αν χρειαστεί δεν θα «γυρίσουν το άλλο μάγουλο» όπως μας διδάσκουν τα κατηχητικά και η Εκκλησία. Που θα αντιστέκονται με κάθε μέσο στην βία της εξουσίας, που θα σηκώνουν με χαρά το «χέρι» απέναντι της και που θα μάχονται μέχρι θανάτου για τη αξιοπρέπεια, την ελευθερία και τα δικαιώματα των ίδιων αλλά και των άλλων παλεύοντας συλλογικά απέναντι στον σκληρό ατομικισμό και τις αξίες αυτού του βίαιου εκμεταλλευτικού συστήματος.

Το σημαντικότερο έργο που έχουμε να φέρουμε σε πέρας λοιπόν όσον αφορά την εξάλειψη της σχολικής βίας είναι να φτιάξουμε ανθρώπους με  «χέρια» που θα απλώνονται για να βοηθήσουν τον διπλανό αλλά και για να εμποδίσουν κάθε μορφής αδικία, κάθε μορφής καταπιεστική και εξουσιαστική συμπεριφορά, ενώ παράλληλα θα ξεριζώνουν αυτές τις συμπεριφορές και από τον ίδιο τους τον εαυτό. Το τελευταίο είναι ύψιστης σημασίας και θέλει μεγάλη προσοχή καθώς δεν θα απελευθερώσουμε εμείς τα παιδιά αλλά θα τους δώσουμε τα εργαλεία και τα εφόδια για να απελευθερώσουν εκείνα τον εαυτό τους και την κοινωνία ολόκληρη.

* Ο Στέλιος Βαϊνάς είναι εκπαιδευτικός παράλληλης στήριξης

Πηγή: kommon.gr

Δρόμος ανοιχτός

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου