Κομματοκρατία: ο δούρειος ίππος του ολοκληρωτισμού

Του Νίκου Μέντζα

(Το κείμενο γράφτηκε στις 18 Ιουλίου 2015)

Εικονική παραγματικότητα… Το τελευταίο διάστημα ζούμε σουρεαλιστικές καταστάσεις. Καταστάσεις που μας φτάνουν στο σημείο να αναρωτιόμαστε για την νοημοσύνης μας. Γινόμαστε παρατηρητές του απόλυτου παραλογισμού. Οι 32 βουλευτές της κυβέρνησης, ενώ καταψήφισαν το πρόγραμμα των τεχνοκρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 15 Ιουλίου, στηρίζουν εντούτοις την κυβέρνηση και τον πρωθυπουργό, που το υπερψήφισαν και το εφαρμόζουν κανονικά. Αφού όμως η κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός δέχονται -κατά τα λεγόμενά τους- εκβιασμούς, αυτό δεν τους καθιστά αυτόματα -έστω και με την πιο αθώα θεώρηση- τουλάχιστον ανίκανους και ως εκ τούτου επικίνδυνους; Προκειμένου να υπερασπίσουν το προσωπικό πολιτικό κόστος ή το κόστος της παράταξης τους, μην έχοντας την διάθεση να αναλάβουν την πολιτική ευθύνη που τους αναλογεί  θανατώνουν μια ολόκληρη κοινωνία υποκύπτοντας στις ορέξεις των ξένων τοκογλύφων όπως ακριβώς έκαναν και οι προηγούμενοι συνάδελφοι τους… Επομένως, έστω και υπό το πρίσμα μιας αφελούς αντίληψης, εύκολα μπορεί κανείς να συμπεράνει ποιες είναι οι πραγματικές προθέσεις. Θυσιάζουν την κοινωνία για το καλό της παράταξης.

Στο πολιτικό σκηνικό βλέπουμε να εκτυλίσσεται  ένα καλοστημένο σενάριο: καλλιεργείται κλίμα κοινωνικής πόλωσης, που υποτίθεται ότι βασίζεται στην πάλη των ιδεών και των ιδεολογιών. Στην ουσία όμως, η πολικότητα αυτή είναι δεν είναι τίποτ’ άλλο από την άλλη πλευρά του ίδιου νομίσματος, ένας ενιαίος σχηματισμός και όχι δυο αντίθετοι. Η κυβέρνηση, με βάση το αριστερό πρόσημο κάνει λόγο για άνευ προηγουμένου επίθεση από τις συντηρητικές δυνάμεις , τόσο του εσωτερικού, όσο και του εξωτερικού. Έτσι, υπό το άλλοθι του ονόματος της αριστεράς υπογράφονται νέα μνημόνια, υποθηκεύεται το μέλλον της χώρας και τελικά καταλύεται κάθε εθνική και κοινωνική δομή, όπως συνέβαινε και στο όνομα της δεξιάς.

Παρόλα αυτά, ένα κομμάτι της κοινωνίας συνεχίζει να μοιράζει συγχωροχάρτια στη νέα κυβέρνηση, διατηρώντας αισθήματα ελπίδας και προσμονής απέναντι στο κομματικό σύστημα. Αυτή η παράδοξη ανεκτική στάση μιας μερίδας του λαού δεν αποτελεί τίποτε άλλο από ένα κλασικό παράδειγμα χειραγώγησης. Όταν η κοινωνική μηχανική μετεξελίσσεται σε κοινωνικό αυτοματισμό, τότε το άτομο -και κατ’ επέκταση και η κοινωνία- τρέφει και τρέφεται από τις αυταπάτες μιας ιδεοληπτικής σωτηρίας. Από τη στιγμή που οι ιδεοληπτικές αγκυλώσεις καταλύουν κάθε κοινωνική έννοια σε αξιακό και υπαρξιακό επίπεδο, τότε η καταδίκη ενός λαού έρχεται με μαθηματική ακρίβεια. Να ξεκαθαρίσουμε βέβαια ότι η ιδεοληψία δεν έχει καμία σχέση με την πολιτική διεργασία όπως εμπεριέχεται στην έννοια «πολίτης», αντιθέτως, συντείνει σε μια έκφραση ισχυρού μεταφυσικού εξαναγκασμού, μια ψυχαναγκαστική κατάσταση.

Φυσιολογικά, μέσα στα πλαίσια του στοχασμού, η κάθε ιδεολογία διαμορφώνεται έτσι ώστε να εξυπηρετεί το κοινωνικό σύνολο και την εύρυθμη λειτουργία του. Παρόλα αυτά, στο φαινόμενο του κοινωνικού αυτοματισμού την θέση του στοχασμού, την ελευθερία δηλαδή της σκέψης μέσα σε φιλοσοφικά - πολιτικά πλαίσια, παίρνει μια μεταφυσική, θρησκευτική ή τεχνοκρατική θεώρηση της κοινωνικής δομής. Η θεώρηση αυτή ονομάζεται κομματικός πατριωτισμός… Ο κομματικός πατριωτισμός, το ανώτερο στάδιο του πολιτικού κρετινισμού, είναι ένα διαρκές φαινόμενο που διαμόρφωσε ένα ολόκληρο κοινωνικό μοντέλο φαυλοκρατίας. Αντιστρέφει τους πολιτικούς όρους και υποβαθμίζει την ανθρώπινη νοημοσύνη σε απλό εργαλείο για την εξυπηρέτηση μιας ιδεοληψίας, που ωφελεί τους κρατούντες επιτρέποντας τους να δρουν ανενόχλητοι. Τελικά, είναι αυτή η κοινωνική ψυχοπαθογένεια που για τόσες δεκαετίες λειτούργησε διαβρωτικά στους κόλπους της ελληνικής κοινωνίας, εκτρέφοντας στρεβλώσεις όπως η ανάθεση, η έλλειψη αυτοπεποίθησης, το πνεύμα της υποταγής και της εξάρτησης. Έδρασε ως καταλύτης στην διαμόρφωση ενός αξιακού συστήματος με γνώμονα τον ατομικισμό και την ιδιωτία, καθιστώντας τα καθοριστικά και κεντρικά κριτήρια της πολιτικής συμπεριφοράς. Και τελικά, ο κομματικός πατριωτισμός γέννησε συντεχνιακές αντιλήψεις και συμπεριφορές μέσα στην ελληνική κοινωνία.

Ο Θουκυδίδης στο έργο του αναφέρεται στην διαμόρφωση ενός ολόκληρου συστήματος με βάση τον διαχωρισμό σε ιδεοληπτικούς πιστούς, κατά την διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου, ο οποίος υπήρξε η θρυαλλίδα του τέλους της αναγεννησιακής Ελλάδας:
«Αργότερα, σε όλες τις ελληνικές πόλεις έγιναν εμφύλιοι πόλεμοι, γιατί παντού υπήρχαν κομματικές διαφορές, και οι αρχηγοί των δημοκρατικών καλούσαν σε βοήθεια τους Αθηναίους και οι αρχηγοί των ολιγαρχικών τους Λακεδαιμονίους. Τον καιρό της ειρήνης οι αντιμαχόμενες παρατάξεις δεν είχαν ούτε πρόφαση, αλλά ούτε και διάθεση να καλέσουν άλλους σε βοήθεια, αλλά μετά την έναρξη του πολέμου κάθε παράταξη που ήθελε να ανατρέψει το πολίτευμα, μπορούσε εύκολα να βρίσκει συμμάχους μεταξύ των εμπολέμων, για να την βοηθούν να βλάπτει τους αντιπάλους της και να ενισχύει την δική της δύναμη. Και έπαθαν πολλές και μεγάλες συμφορές οι πόλεις από τους εμφυλίους πολέμους, πράγμα που γίνεται, όσο δεν αλλάζει η φύση των ανθρώπων, συμφορές πότε βαρύτερες και πότε ηπιότερες, και διαφόρων ειδών, ανάλογα με τις περιστάσεις που γίνονταν οι πολιτικές μεταβολές στις διάφορες πόλεις. Γιατί σε καιρό ειρήνης και ευημερίας οι πόλεις και τα άτομα έχουν ευγενέστερες διαθέσεις, αφού δεν καταπιέζονται από ανεπιθύμητες σκληρές ανάγκες. Έγιναν λοιπόν τότε εμφύλιοι πόλεμοι στις πόλεις, και σε όσες πόλεις καθυστέρησαν να γίνουν, εκεί οι άνθρωποι, έχοντας πληροφορηθεί τι έγινε στους προηγούμενους εμφυλίους πολέμους, προσπαθούσαν να ξεπεράσουν τους άλλους σε επινοητικότητα, στους τρόπους επιθέσεων κατά των αντιπάλων και στην σκληρότητα των εκδικήσεων.

Άλλαξαν μάλιστα και την συνηθισμένη σημασία των λέξεων με τρόπο που να δικαιολογεί τις πράξεις τους. Έτσι η ασυλλόγιστη τόλμη θεωρήθηκε ανδρεία και αφοσίωση στο κόμμα, η προνοητική διστακτικότητα θεωρήθηκε εύσχημη δειλία, η σωφροσύνη πρόσχημα της ανανδρίας και η σύνεση σε όλα τα ζητήματα απόλυτη αδράνεια. Η παράφορη ορμητικότητα προστέθηκε στα στοιχεία της ανδρικής αρετής, ενώ η περίσκεψη για την εξασφάλιση της επιτυχίας χαρακτηρίστηκε πρόφαση για υπεκφυγή. Όποιος φερνόταν με εξαλλοσύνη γινόταν πάντα πιστευτός, ενώ όποιος του έφερνε αντιρρήσεις θεωρούταν ύποπτος. Όποιος μηχανευόταν μια επιβουλή και πετύχαινε, θεωρούταν έξυπνος, και όποιος την μυριζόταν και την ματαίωνε, ακόμα εξυπνότερος. Όποιος όμως ήταν προνοητικός και έπαιρνε μέτρα, ώστε να μην χρειάζονται, ούτε να γίνονται επιβουλές, θεωρούταν στοιχείο διαλυτικό για το κόμμα και τρομοκρατημένος από τους αντιπάλους. Γενικά, κρινόταν άξιος επαίνου όποιος προλάβαινε να κάνει κακό σε άλλον, πριν του κάνει εκείνος, καθώς και όποιος παρακινούσε κάποιον άλλο να κάνει ένα κακό που δεν είχε υπόψη του να κάνει. Ακόμα και η συγγένεια είχε φτάσει να θεωρείται δεσμός κατώτερος από τον κομματικό, γιατί καθένας ήταν προθυμότερος να επιχειρήσει οτιδήποτε και χωρίς δισταγμό υπέρ των ομοφρόνων του. Τα κόμματα αυτά, βλέπετε, δεν είχαν γίνει για να επιδιώξουν την ωφέλεια των μελών τους με βάση τους νόμους, αλλά για να ικανοποιήσουν την πλεονεξία τους με παράνομα μέσα. Έτσι τα μέλη τους δεν στήριζαν τη μεταξύ τους εμπιστοσύνη στον θείο νόμο, αλλά στην κοινή παρανομία.

Τις σωστές προτάσεις των αντιπάλων τους τις δέχονταν όχι από γενναιοφροσύνη, αλλά από υστεροβουλία, για να μην πάθουν κανένα κακό, αν οι αντίπαλοι τους ήταν πιο ισχυροί. Καθένας προτιμούσε να εκδικηθεί κάποιον για κάτι που έπαθε, παρά να μην πάθει κανένα κακό. Και αν καμιά φορά οι αντίπαλοι έδιναν όρκους συμφιλίωσης, επειδή τους έδιναν σε μια στιγμή που βρίσκονταν σε αδυναμία, τους τηρούσαν μόνο όσο κρατούσε αυτή τους η αδυναμία και δεν περίμεναν ενίσχυση από αλλού. Με την πρώτη όμως ευκαιρία, εκείνοι που ξανάβρισκαν πρώτοι το θάρρος τους αν έβλεπαν πως οι αντίπαλοι τους ήταν απροφύλακτοι, τους χτυπούσαν νιώθοντας μεγαλύτερη ευχαρίστηση που τους έβλαπταν με δόλο απ’ όση θα ένιωθαν αν τους έβλαπταν ανοιχτά. Γιατί έτσι υπολόγιζαν σε διπλό κέρδος, αφού η επιτυχία τους θα ήταν σίγουρη και θα εξασφάλιζαν εγκώμιο εξυπνάδας, επειδή υπερισχύσανε με απάτη. Άλλωστε οι περισσότεροι προτιμούσαν να είναι κακούργοι και να χαρακτηρίζονται έξυπνοι, παρά να είναι έντιμοι και να χαρακτηρίζονται ανόητοι. Ο δεύτερος χαρακτηρισμός τους έκανε να ντρέπονται ενώ ο πρώτος τους προκαλούσε αγαλλίαση. Αιτία για όλα αυτά ήταν η εξουσία, που όλοι την ήθελαν από φιλοδοξία και πλεονεξία φτάνοντας στο σημείο να συγκρούονται με μανία μεταξύ τους. Οι αρχηγοί των κομμάτων όμως στις διάφορες πόλεις προβάλλανε σαν πρόσχημα τους ωραίους τους σκοπούς, δηλαδή η αρχηγοί των δημοκρατικών την πολιτική ισότητα όλου του λαού και οι αρχηγοί των ολιγαρχικών την συνετή αριστοκρατική διακυβέρνηση. Ενώ όμως έλεγαν πως φροντίζουν για το καλό του συνόλου, στην ουσία έβλεπαν την εξουσία πάνω στο σύνολο σαν προσωπικό έπαθλο του νικητή, κι αγωνίζονταν με κάθε τρόπο για την επικράτηση, φτάνοντας στο σημείο να διαπράττουν τα φοβερότερα εγκλήματα, και ακόμα χειρότερες αντεκδικήσεις. Γιατί δεν τιμωρούσαν τους αντιπάλους τους ως εκεί που επέτρεπε η δικαιοσύνη ή επιβαλλόταν από το συμφέρον της πόλης, αλλά ως εκεί που έφτανε κάθε φορά η ευχαρίστηση τους για την εκδίκηση. Έτσι για να χορτάσουν το μίσος τους δεν δίσταζαν να καταδικάζουν τους αντιπάλους τους με άδικες αποφάσεις ή να τους εξουδετερώνουν με ωμές πράξεις βίας. Καμία παράταξη δεν έδινε σημασία στην ευσέβεια όσοι όμως κατόρθωναν να επικρατήσουν εισέπρατταν επαίνους στο όνομα των μεγάλων ιδανικών που είχαν διακηρύξει πως επιδιώκουν. Όσο για τους μετριοπαθείς πολίτες, αυτοί εξοντώνονταν και από τις δυο παρατάξεις, είτε επειδή αρνούνταν να πάρουν μέρος στην διαμάχη, είτε επειδή προκαλούσε τον φθόνο το γεγονός πως ζούσαν ήσυχοι, μακριά από τους κινδύνους.

Έτσι, οι εμφύλιοι πόλεμοι έγιναν αφορμή να επικρατήσει σε όλο τον ελληνικό κόσμο κάθε μορφή κακίας. Το ήθος, που είναι το βασικό γνώρισμα της ψυχικής ευγένειας, κατάντησε καταγέλαστο και εξαφανίστηκε, ενώ αναπτύχθηκε φοβερά η αδιάκοπη αντιγνωμία και η αμοιβαία δυσπιστία. Και τίποτα δεν μπορούσε να διαλύσει αυτή την δυσπιστία, γιατί ούτε κανείς τηρούσε τον λόγο του, ούτε φοβόταν να καταπατήσει τους όρκους. Ξέροντας λοιπόν πως δεν μπορούσαν να έχουν εμπιστοσύνη σε καμία συμφωνία, ούτε να βασιστούν στους όρκους, όλοι φρόντιζαν να πάρουν από πριν προφυλακτικά μέτρα για να μην πάθουν κανένα κακό. Τις περισσότερες φορές επικρατούσαν οι κατώτεροι πνευματικά, επειδή από φόβο μήπως νικηθούν στις συζητήσεις εξαιτίας της δικής τους ανεπάρκειας και της φρόνησης των αντιπάλων τους ή από φόβο μήπως πέσουν θύματα της πνευματικής ευστροφίας και της επινοητικότητας των αντιπάλων τους, προχωρούσαν με τόλμη στην εκτέλεση των σκοπών τους. Αντίθετα, οι πιο προικισμένοι πνευματικά, επειδή περιφρονούσαν τους αντιπάλους τους, νομίζοντας πως είναι σε θέση να αντιληφθούν έγκαιρα τα σχέδια τους και πως δεν ήταν ανάγκη να χρησιμοποιήσουν βία, γιατί μπορούσαν να πάρουν ότι ήθελαν με την εξυπνάδα τους, βρίσκονταν συνήθως απροφύλακτοι και καταστρέφονταν».

Βλέπουμε λοιπόν πώς ο ιδεοληπτικός διαχωρισμός γίνεται όπλο στα χέρια των δυναστών κάθε εποχής, εξυπηρετώντας απόλυτα τα συμφέροντά τους. Πρόκειται για την πάγια τακτική του «διαίρει και βασίλευε».

Πίσω στο σήμερα, έχει αποδειχθεί πια περίτρανα, ειδικά μετά τις εξελίξεις των τελευταίων εβδομάδων, πως οι πολιτικές στην Ελλάδα της μεταπολίτευσης -αν όχι και παλιότερα- ουδέποτε αποτέλεσαν προέκταση κάποιας ιδεολογίας. Αντιθέτως, περιορίστηκαν εξ’ ολοκλήρου στο επίπεδο των ιδεοληψιών, και ως εκ τούτου, των επιδοτήσεων και της αργομισθίας. Δίχως την εθνική βάση -αφού το νεοελληνικό κράτος, σχεδόν από την αρχή της ίδρυσής του, λειτούργησε ως αποικία- κάθε πολιτική έκφραση μεταλλάσσεται σε δόγμα. Και τα δόγματα δεν είναι τίποτε άλλο παρά εργαλεία στα χέρια του αποικιοκράτη.
Σε αυτά τα πλαίσια, φαίνεται πλέον ξεκάθαρα ότι το μόνο καθαρό πολιτικό πρόταγμα της εποχής, αυτό που πραγματικά μπορεί να βγάλει τον ελληνικό λαό από το αδιέξοδο, είναι η συσπείρωση ολόκληρης της κοινωνίας σε έναν πατριωτικό και δημοκρατικό μετωπικό σχηματισμό, που θα ταχθεί εναντίον της ντόπιας κομματοκρατίας και των ξένων συμφερόντων που αυτή εκπροσωπεί, κρατώντας την χώρα σε κατάσταση αποικίας. Οι εποποιίες των Μηδικών και του ‘40 γράφτηκαν με το πιο διαχρονικό και ριζοσπαστικό πρόταγμα για τα ελληνικά, και όχι μόνο, δεδομένα… το απαράβατο δικαίωμα της αυτοδιάθεσης ενός λαού!

Ο συγγραφέας Βασίλης Ραφαηλίδης, στο βιβλίο του «Ιστορία κωμικοτραγική του νεοελληνικού κράτους» σκιαγραφεί με ακρίβεια την λειτουργία του πολιτικού σκηνικού της μεταπολιτευτικής Ελλάδας:

«Αν ένα αριστερό κόμμα δεν υπήρχε, θα έπρεπε να το εφεύρει η Δεξιά. Που δεν θα είχε λόγο ύπαρξης αν δεν υπήρχε η Αριστερά. Όμως, αν δεν υπήρχε Αριστερά, συνεπώς και Δεξιά σε μια διαλεκτική αντίληψη του προβλήματος, θα υπήρχε μόνο Κέντρο. Πράγμα απολύτως αδύνατο. Γιατί το κέντρο προσδιορίζεται από την ύπαρξη των άκρων. Συνεπώς, η Αριστερά, το Κέντρο και η Δεξιά αποτελούν μια αδιάσπαστη αλυσίδα, της οποίας οι τρεις κρίκοι ενώνονται με φοντύ-ανσενέ, όπως λέμε στον κινηματογράφο δυο αλληλοεπικαλυπτόμενα πλάνα, που ενώ το πρώτο σβήνει το δεύτερο ανάβει σταδιακά αναδυόμενο μέσα απ’ το πρώτο».

Αγρεύων εξ Αγριάς

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου