Ξέγνοιαστος περίπατος της Μέρκελ με τη βοήθεια των σοσιαλδημοκρατών

Του Λεωνίδα Βατικιώτη

Όποιος επιχειρήσει να μεταφέρει στις εκλογές που θα διεξαχθούν στη Γερμανία στις 24 Σεπτεμβρίου τις εκ βάθρων ανατροπές που σηματοδότησαν οι εκλογές στις ΗΠΑ το Νοέμβριο του 2016 με την μετεωρική άνοδο του Τραμπ, ή την απαξίωση του παραδοσιακού πολιτικού σκηνικού που προκάλεσαν οι προεδρικές εκλογές του Μαΐου στη Γαλλία με το δίδυμο Λεπέν – Μακρόν να ανατρέπει τη χρόνια ισορροπία γύρω από το δίπολο κεντροδεξιάς – σοσιαλδημοκρατών, ή ακόμη και τα απογοητευτικά αποτελέσματα για την Τερέζα Μέι στις βρετανικές κάλπες που την οδήγησαν να μετανιώσει την ώρα και τη στιγμή που προκάλεσε πρόωρες εκλογές, θα διαψευστεί οικτρά!

Το Βερολίνο φαίνεται να απέχει έτη φωτός από την Ουάσιγκτον, το Λονδίνο και το Παρίσι. Η δε Άνγκελα Μέρκελ διεκδικεί την τέταρτη θητεία της στη γερμανική καγκελαρία και μοιάζει σχεδόν ατσαλάκωτη, χωρίς να κουβαλάει κανένα βαρίδι από το μακρινό 2005 όταν κέρδισε τις πρώτες εκλογές, λες και δεν έχει να απολογηθεί για τίποτε απ’ όσα συνέβησαν αυτά τα 12 χρόνια.

Αυτή η εικόνα επιφανειακής (και γνήσια γερμανικής) ηρεμίας αντανακλάται πιστά στις δημοσκοπήσεις που βλέπουν το φως της δημοσιότητας έξι εβδομάδες πριν ανοίξουν τα εκλογικά τμήματα. Συγκεκριμένα, η δεξιά συμμαχία χριστιανοδημοκρατών και χριστιανοκοινωνιστών (CDU-CSU) αναμένεται να κερδίσει από 37% έως 40%, το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα SPD 24-25%,το ακροδεξιό κόμμα Εναλλακτική για τη Γερμανία AfD 10%, το φιλο-επιχειρηματικό φιλελεύθερο κόμμα FDP από 8% ως 9%, το κόμμα της Αριστεράς 9% και οι Πράσινοι 7%.

Το παραπάνω αποτέλεσμα, όσο κι αν είναι αναμενόμενο, περιλαμβάνει μια μείζονα ανατροπή. Στις εκλογές του Σεπτεμβρίου για πρώτη φορά από το 1945 θα εκπροσωπηθεί ένα κόμμα της ρατσιστικής άκρας Δεξιάς στη γερμανική βουλή, καθώς ποτέ άλλοτε δεν είχαν καταφέρει συγγενείς πολιτικοί σχηματισμοί νοσταλγοί του χιτλερισμού να ξεπεράσουν το όριο του 5% που επιτρέπει την αντιπροσώπευση στη Βουλή. Με βάση πολιτικές έρευνες που έχουν δει πρόσφατα το φως της δημοσιότητας η δεξαμενή απ’ όπου αντλεί ψήφους η φασιστική Δεξιά για να φτάσει στο 10% δεν περιλαμβάνει μόνο τα απομεινάρια του ναζισμού, που αποτελούν ντροπή της ανθρωπότητας. Δηλαδή, υπέργηρους πλέον οπαδούς των Ναζί και συντηρητικούς συνταξιούχους της Βαυαρίας και του υπόλοιπου γερμανικού Νότου. Περιλαμβάνουν επίσης, σε αυξανόμενο βαθμό και μεσήλικες, μέλη της παραδοσιακής, φθίνουσας ποσοτικά, εργατικής τάξης. Η στράτευσή των «μπλε κολάρων» γύρω από την Εναλλακτική για τη Γερμανία αποτελεί μια επιπλέον ένδειξη συντηρητικοποίησης της Γερμανίας όπως επίσης τα αυξημένα ποσοστά αποδοχής της Μέρκελ στη νεολαία, σε σχέση με το εθνικό μέσο όρο. Ειδικότερα, διαψεύδοντας μια διαχρονική σταθερά των δημοσκοπήσεων σε Βορρά και Νότο που θέλει τη νεολαία να έλκεται από την Αριστερά και τις ιδέες της κοινωνικής αλλαγής, δημοσκόπηση του ιδρύματος FORSA έδειξε ότι οι νέοι μεταξύ 18 και 21 ετών σε ποσοστό 57% επιλέγουν την Μέρκελ (και μόλις 21% τον υποψήφιο των σοσιαλδημοκρατών, Μάρτιν Σουλτς) όταν σε όλες τις ηλικίες το ποσοστό αποδοχής της ανέρχεται στο 53%.

Η εκλογική επιτυχία της γερμανικής Δεξιάς δεν είναι ωστόσο τίποτε περισσότερο από την άλλη όψη της παταγώδους αποτυχίας της γερμανικής Αριστεράς, σε κάθε εκδοχή, καθώς όλες της οι εκφάνσεις αν κάτι προσθέτουν είναι επιπλέον αιτίες για να της γυρίσουν οι ψηφοφόροι την πλάτη τους. Οι Πράσινοι λόγω της ευθύνης που επωμίστηκαν συναινώντας στο διαμελισμό και το βομβαρδισμό της Γιουγκοσλαβίας το 1999, και το κόμμα της Αριστεράς αποδεχόμενο και ψηφίζοντας σχέδια περικοπής κοινωνικών δαπανών σε εκείνα τα κρατίδια όπου συμμετείχε σε κυβερνήσεις συνεργασίας. Δύσκολο έως αδύνατο επομένως να πείσει ότι αποτελεί μια αταλάντευτη δύναμη εναντίωσης στη λιτότητα. Στη ίδια δεινή επίσης θέση βρίσκεται και το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, που εξακολουθεί να είναι ταυτισμένο αφενός με τις νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις του Σρέντερ και αφετέρου με τα έργα και τις ημέρες του «μεγάλου συνασπισμού» με την Μέρκελ. Σε αυτό το πλαίσιο ακόμη και η ώθηση που του έδωσε η ανακοίνωση της υποψηφιότητας Σουλτς, φτάνοντας στο σημείο να συγκεντρώνει ίδια ποσοστά με τη Μέρκελ την πρώτη περίοδο, πολύ γρήγορα εξανεμίστηκε, όταν ο αέρας ανανέωσης αποδείχθηκε σκέτος …αέρας.

Η απογοήτευση που προκαλεί όλη η Αριστερά δεν θα ήταν τόσο κραυγαλέα κι άξια σχολιασμού αν πίσω από την επίπλαστη εικόνα ευημερίας και ξέγνοιαστης σταθερότητας που δημιουργεί η Μέρκελ (με σύμβολο μια δική της φωτογραφία από τις διακοπές στο Νότιο Τιρόλο φορώντας επί πέντε συναπτά έτη τα ίδια ρούχα – υπόδειγμα έξυπνου και καινοτόμου πολιτικού μάρκετινγκ, εδώ το σχετικό δημοσίευμα) και ενάντια σε αυτή την εικόνα δεν υπήρχαν εντονότατες κοινωνικές αντιθέσεις που, κατά τη γνώμη του γράφοντα, όσο κι αν κρύβονται κάτω από το χαλί αργά ή γρήγορα θα βγουν στην επιφάνεια. Η δημοσκοπική ως προς το παρόν άνοδος της Εναλλακτικής, ακόμη και εν έτει 2017 όταν η κρίση που προκάλεσε το μεταναστευτικό με την πολιτική ανοικτών θυρών την οποία υιοθέτησε η Μέρκελ ανήκει στο παρελθόν, είναι μια στρεβλή ως διαστροφική έκφραση αυτής της συσσωρευμένης κοινωνικής αγανάκτησης.

Η κοινωνική δυσφορία είναι αποτέλεσμα των οξύτατων ταξικών αντιθέσεων που κορυφώθηκαν κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης. Την προηγούμενη δεκαετία το κενό που χώριζε το κατά κεφαλήν εισόδημα της Γερμανίας απ’ όλες τις άλλες χώρες πολλαπλασιάστηκε. Έτσι το 2016 το κατά κεφαλήν εισόδημα της Γερμανίας έφτασε τα 34.500 ευρώ, ενώ της Γαλλίας τα 31.700, της Αγγλίας τα 31.400, της ευρωζώνης τα 29.600, της ΕΕ τα 26.900, της Ιταλίας τα 25.900 κοκ. Αυτά τα χρόνια ωστόσο, η εισοδηματική άνοδος δεν ήταν συμμετρική. Παρότι μάλιστα το ποσοστό ανεργίας έχει μειωθεί σε επίπεδα ρεκόρ στο 5,5%, το ποσοστό των φτωχών αυξάνεται σταθερά, αγγίζοντας πλέον το 16%, από 14% που ήταν πριν 14 χρόνια.

«Αλλά αν και η ανεργία συρρικνώθηκε, τα χαμηλότερα εισοδήματα κέρδισαν λιγότερα αρχικά σε σχέση με τους καλύτερα αμειβόμενους», έγραφαν οι Financial Times στις 17 Αυγούστου. «Καθοριστικό ρόλο στη μείωση της ανεργίας» συνέχιζε το βρετανικό φύλλο «και στην άνοδο της απασχόλησης στο επίπεδο ρεκόρ των 44 εκ. διαδραμάτισε η επέκταση των λεγόμενων mini jobs, ελάχιστα ρυθμισμένων, θέσεων εργασίας μερικής απασχόλησης από 4,1 εκ. το 2002 σε πάνω από 7,5 εκ. αυτό το χρόνο. Οι υποστηρικτές τους ισχυρίζονται ότι έχουν δημιουργηθεί ευκαιρίες, για παράδειγμα, για μητέρες ανήλικων παιδιών, φοιτητές και συνταξιούχους. Οι επικριτές όμως υποστηρίζουν ότι τα mini jobs συχνά αντικαθιστούν θέσεις εργασίας πλήρους απασχόλησης, κυρίως στον επισιτισμό και το λιανικό εμπόριο. Το συνδικάτο DGB υποστηρίζει ότι αντί να ανοίξουν το δρόμο για μόνιμες θέσεις εργασίας τα mini jobs δημιουργούν αδιέξοδο για τους εργαζόμενους».

Ο Μάρτιν Σουλτς, διαβλέποντας αυτή την κοινωνική πόλωση, επέλεξε ως βασικό σύνθημα της προεκλογικής εκστρατείας των σοσιαλδημοκρατών το σλόγκαν «καιρός για περισσότερη ισότητα, καιρός για Μάρτιν Σουλτς». Ήταν η εποχή των μεγάλων προσδοκιών. Πολύ σύντομα όμως ήρθε η απότομη προσγείωση στην πραγματικότητα. Όταν για την ακρίβεια ο Σουλτς έπρεπε να δώσει σάρκα και οστά στο σύνθημά του, υποσχόμενος για παράδειγμα καλύτερες, υψηλότερα αμειβόμενες και πιο ποιοτικές θέσεις εργασίας κι αντί αυτών επέλεξε να επιδείξει τη συνέχεια στο πρόγραμμα των σοσιαλδημοκρατών, περιορίζοντας το «ριζοσπαστισμό» του σε αιτήματα μείωσης των φορολογικών συντελεστών. Δηλαδή εκφυλίζοντάς τον…

Τι πιο φυσιολογικό μετά για το 40% των πιο φτωχών Γερμανών, που δεν έχουν κανένα περιουσιακό στοιχείο ούτε καν καταθέσεις στην τράπεζα, από το να γυρίσουν την πλάτη στην υπαρκτή Αριστερά κι η Μέρκελ να ετοιμάζεται για έναν ακόμη εκλογικό περίπατο στο δρόμο (με τις …λεύκες) που άνοιξε η σοσιαλδημοκρατία;

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Επίκαιρα»

Πηγή: ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΒΑΤΙΚΙΩΤΗΣ

Δρόμος ανοιχτός

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου