Στο κόκκινο οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις

Του Λεωνίδα Βατικιώτη

Το Τέξας, τη στιγμή που ο τυφώνας Χάρβεϊ υποχωρεί κι αρχίζει να γίνεται πλέον ορατή η καταστροφή που δημιούργησε, θυμίζει η ελληνική οικονομία, σύμφωνα με τον καθηγητή Διονύση Γράβαρη και επιστημονικό διευθυντή του Ινστιτούτου Μικρών Επιχειρήσεων της ΓΣΕΒΕΕ. Η επισήμανσή του έγινε στη διάρκεια της συνέντευξης Τύπου στις 5 Σεπτεμβρίου όπου παρουσιάστηκε η εξαμηνιαία έρευνα αποτύπωσης οικονομικού κλίματος στις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις. (Εδώ είναι δημοσιευμένη ολόκληρη η έρευνα).

Αν έπρεπε να ξεχωρίσουμε ένα εύρημα από τη βαρύνουσας σημασίας έρευνα που δημοσιεύεται δύο φορές το χρόνο, είναι ότι για το επόμενο εξάμηνο προβλέπονται 12.500 ως 13.000 λουκέτα που θα μπουν κυρίως σε πολύ μικρές επιχειρήσεις και θα πλήξουν 25.000 θέσεις εργασίας.

Ανοίγοντας την παρουσίαση ο πρόεδρος της ΓΣΕΒΕΕ Γ. Καββαθάς επισήμανε για πολλοστή φορά την ανάγκη καθιέρωσης ακατάσχετου λογαριασμού για τις επιχειρήσεις καθώς η αυξημένη χρήση POS απειλεί να οδηγήσει σε κλείσιμο τις επιχειρήσεις που οφείλουν. Σύμφωνα με την ίδια την έρευνα το 32,5% του κύκλου εργασιών γίνεται πλέον μέσω ηλεκτρονικών συναλλαγών. Το γεγονός όμως ότι η δέσμευση των ποσών δεν οδηγεί αυτόματα σε συμψηφισμό με τα χρέη στη εφορία, ώστε να μειώνεται ισόποσα η οφειλή, δημιουργεί τεράστια αδιέξοδα καθώς το POS από τη μια αφαιρεί ρευστότητα την επιχείρηση κι από την άλλη αφήνει τα χρέη στο ύψος τους και τους μικρομεσαίους στην απόγνωση…

Βασικό εύρημα της έρευνας είναι ότι το πρώτο εξάμηνο του 2017 σηματοδοτεί τη σταδιακή επαναφορά της οικονομικής δραστηριότητας σε ένα ελάχιστο επίπεδο κανονικότητας, το οποίο εκδηλώνεται με τη βελτίωση πολλών και σημαντικών δεικτών. Κάπου εδώ όμως σταματούν και τα καλά νέα καθώς η γενική εικόνα παραμένει αρνητική.

Για παράδειγμα, το 58,4% των ερωτηθέντων (που περιλαμβάνει 1.006 μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις απ’ όλη την Ελλάδα) δήλωσε ότι η κατάσταση της επιχείρησής του επιδεινώθηκε το τελευταίο εξάμηνο. Μόνο το 8,7% δήλωσε ότι βελτιώθηκε ενώ το 32,7% απάντησε ότι η κατάσταση παρέμεινε αμετάβλητη. Η πλειοψηφία επίσης (65,1%) δήλωσε ότι μειώθηκε η ρευστότητα της επιχείρησης (ενώ αύξηση δήλωσε το 8,3% και στασιμότητα το 25,8%), ενώ ένα συγκρίσιμο ποσοστό της τάξης του 62,2% χαρακτήρισε αμετάβλητη την επενδυτική δραστηριότητα του προηγούμενου εξαμήνου. Όσοι δε δήλωσαν μείωση των επενδύσεων (28,2%) είναι πολλαπλάσιοι απ’ όσους δήλωσαν αύξηση (8,2%)! Οι αρνητικές απαντήσεις υπερτερούν επίσης σε ό,τι αφορά τον κύκλο εργασιών (με το 57,5% να δηλώνει μείωση), τη ζήτηση (μείωση δήλωσε το 56,2%) και τις παραγγελίες (για το 57,6% μειώθηκαν).

Εξ ίσου ζοφερή είναι και η εικόνα για το μέλλον, με την πλειοψηφία των ερωτηθέντων (47,4%) να απαντάει ότι η κατάσταση της επιχείρησής του θα επιδεινωθεί. Βελτίωση προβλέπει μόνο το 10,9% ενώ το 33% στην έρευνα που διεξήγαγε η εταιρεία Marc προβλέπει σταθερότητα. Σε ό,τι αφορά την επενδυτική δραστηριότητα περισσότεροι από δύο στους τρεις (69,4%) προβλέπουν ότι θα μείνει αμετάβλητη ενώ όσοι προδικάζουν μείωση (21,8%) υπερτερούν σημαντικά όσων δήλωσαν ότι θα αυξηθεί (4,2%). Δυσοίωνες είναι οι προβλέψεις και σε ό,τι αφορά τον κύκλο εργασιών (μείωση για το 43,9%), τη ζήτηση (μείωση για το 43,5%), τη ρευστότητα (μείωση για το 47,1%) και τις παραγγελίες (μείωση για το 43,3%).

Οι συντάκτες της έκθεσης δίνουν την ακόλουθη ερμηνεία για τα παραπάνω ευρήματα, που θα πρέπει να σημειωθεί ότι διακρίνονται για την αξιοπιστία τους, δεδομένου ότι οι προβλέψεις πάντα επαληθεύονται, ενώ επίσης συμπίπτουν με τα επίσημα στοιχεία που δημοσιεύει η Στατιστική Υπηρεσία: «Η μετάθεση λήψης μέτρων για τα επόμενα δύο χρόνια (αναφορικά με το αφορολόγητο και τις παρεμβάσεις στις συντάξεις) αναβάλλει απλά τις οικονομικές αποφάσεις των νοικοκυριών και των μικρών επιχειρήσεων στο μέλλον, και σε συνδυασμό με τη χαμηλή αποταμίευση και τη μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος, επιφέρει επιδείνωση στους δείκτες ζήτησης και επενδύσεων των μικρών επιχειρήσεων».

Η κυβέρνηση έτσι, μπορεί να ανέβαλε για το μέλλον την εφαρμογή αποφάσεων υψηλού πολιτικού κόστους, όπως η μείωση των συντάξεων και του αφορολόγητου, στο πλαίσιο της δεύτερης αξιολόγησης διασώζοντας το πολιτικό της κεφάλαιο, με αυτό τον τρόπο ωστόσο πέτυχε να παρατείνει την οικονομική στασιμότητα. Ποια δυναμική οικονομικής ανάπτυξης να δημιουργηθεί όταν όλοι περιμένουν μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος, που θα επιφέρει συρρίκνωση της καταναλωτικής δαπάνης και συνακόλουθα μείωση του τζίρου και της ρευστότητας για τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις;

Αποτέλεσμα της υποτονικής ζήτησης είναι και το υψηλό ποσοστό αναξιοποίητου παραγωγικού δυναμικού. Στις μεταποιητικές επιχειρήσεις ο συγκεκριμένος δείκτης ανέρχεται σε 51,3%, που δείχνει ότι το μεγαλύτερο μέρος της εγκατεστημένης παραγωγικής δυναμικότητας παραμένει σε αχρηστία, είναι αναξιοποίητο. «1 στις 2 μηχανές βρίσκονται σε αδράνεια» όπως αναφέρει η έκθεση. Από μια άλλη οπτική γωνία αυτό το συμπέρασμα δείχνει ότι το ζητούμενο της ελληνικής οικονομίας δεν είναι οι επενδύσεις, όπως κατά κόρον επαναλαμβάνεται ακόμη κι από υπουργούς. Παραγωγική δυναμικότητα υφίσταται, το πρόβλημα είναι πως λείπει το εισόδημα που θα την έθετε σε κίνηση, επιδρώντας ευεργετικά ταυτόχρονα και στην απασχόληση…

Επί του παρόντος για πρώτη φορά η έρευνα δεν κατέγραψε μείωση της απασχόλησης, καθώς σε κάθε μία πρόσληψη αντιστοιχεί μία απόλυση. Για το επόμενο εξάμηνο ωστόσο οι προοπτικές είναι αρνητικές καθώς το ποσοστό των επιχειρήσεων που δηλώνουν ότι θα προχωρήσουν σε περικοπές θέσεων εργασίας είναι διπλάσιο από εκείνων που δηλώνουν πως θα τις αυξήσουν. Η εικόνα της απασχόλησης επιδεινώνεται να λάβουμε επίσης υπ’ όψη μας την έκταση της ελαστικής εργασίας. Όπως αναφέρει η έκθεση «η αύξηση των ευέλικτων μορφών εργασίας επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι το 36,4% των επιχειρήσεων δήλωσε ότι αναγκάστηκε να μειώσει περιστασιακά τις ώρες… ποσοστό υψηλότερο σε σχέση με τον Ιούλιο του 2016. Επιπρόσθετα, το 33,8% των επιχειρήσεων δηλώνουν ότι αντιμετωπίζουν προβλήματα έγκαιρης καταβολής μισθοδοσίας».

Από τα ευρήματα της έρευνας ωστόσο ξεχωρίζει κι ένα ποιοτικό στοιχείο, για το οποίο ο Δ. Γράβαρης εξέφρασε την ελπίδα να είναι πρόσκαιρο και να μην παγιωθεί. Συγκεκριμένα, ένας ιδιότυπος οικονομικός δυισμός που καταδικάζει σε χειρότερες οικονομικές επιδόσεις τις μεταποιητικές, μικρές επιχειρήσεις, μεγάλης ηλικίας χωρίς προσωπικό και με ελάχιστο τζίρο. Πιο συγκεκριμένα, τις περισσότερες θετικές απαντήσεις στο ενδεχόμενο η επιχείρηση να έχει σοβαρό πρόβλημα λειτουργίας το επόμενο διάστημα σε βαθμό να κινδυνεύει να κλείσει έδωσαν οι επιχειρήσεις με τα ακόλουθα χαρακτηριστικά:
- Δραστηριοποιούνται στη μεταποίηση (ενώ ο περισσότερο αισιόδοξος κλάδος εμφανίζεται οι υπηρεσίες).
- Έχουν 10 ως 15 έτη λειτουργίας (και τις λιγότερες θετικές απαντήσεις οι επιχειρήσεις έως 5 ετών, αυτές δηλαδή που έκαναν έναρξη εργασιών μέσα στην κρίση).
- Δεν απασχολούν προσωπικό (ενώ στο άλλο άκρο είναι όσες απασχολούν πάνω από 5 άτομα).
- Έχουν τζίρο κάτω από 50.000 ευρώ (όταν οι επιχειρήσεις με τον υψηλότερο τζίρο άνω των 300.000 ευρώ δηλώνουν τις λιγότερες θετικές απαντήσεις), και
- Η έδρα τους βρίσκεται στην Αττική (οι επιχειρήσεις αντίθετα στην υπόλοιπη Ελλάδα δηλώνουν λιγότερο πιθανό να κλείσουν).
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Επίκαιρα»

Πηγή: ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΒΑΤΙΚΙΩΤΗΣ

Δρόμος ανοιχτός

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου