Του Κώστα Γρίβα
Επανειλημμένως ο γράφων έχει αναφερθεί στην ανάγκη εθνοκεντρικής στρατηγικής και αυτόνομου γεωπολιτικού ρόλου της Ελλάδας στο διαμορφούμενο διεθνές σύστημα, μακριά από εξαρτήσεις, ταυτίσεις και πάσης φύσεως «ανήκειν». Η συνήθης αντίδραση σε παρόμοιες απόψεις είναι ο χλευασμός, δεδομένου ότι η «μικρή», «ασήμαντη» και «χρεωκοπημένη» Ελλάδα δεν μπορεί -κατά την τρέχουσα αντίληψη- παρά να αποτελεί χώρα-εξάρτημα κάποιας Μεγάλης Δύναμης. Σήμερα θα επιχειρήσουμε μια προέκταση της άποψης για εθνικά ανεξάρτητη, αδέσμευτη και αυτόφωτη γεωπολιτική λειτουργία. Στο παρόν άρθρο, λοιπόν, θα εξετάσουμε, σε πολύ γενικές γραμμές, πώς η Ελλάδα μπορεί να λειτουργήσει ως μεσαία δύναμη (Middle Power) στο σύνθετο σημερινό διεθνές σύστημα.Η κυρίαρχη αντίληψη για τη μορφή που έχει το σημερινό διεθνές σύστημα είναι πως αυτό μετατρέπεται σε πολυπολικό. Όμως, αυτός ο όρος εκφράζει μια πιο πολύπλοκη κατάσταση από ότι συνήθως εννοείται. Μεταξύ των άλλων, σήμερα φαίνεται πως βρισκόμαστε στη φάση αποκρυστάλλωσης της δεύτερης γενεάς του σύγχρονου πολυπολικού διεθνούς συστήματος. Η πρώτη γενεά προέκυψε από την έμπρακτη αποδόμηση της φαντασίωσης ενός μονοπολικού κόσμου, ελεγχόμενου, υποτίθεται, από τις ΗΠΑ.
Η μετεωρική άνοδος της Κίνας, η λιγότερο εντυπωσιακή, αλλά επίσης σημαντική, άνοδος της Ινδίας και η αναγέννηση της Ρωσίας, σε συνδυασμό με τον εγκλωβισμό των ΗΠΑ στον χιμαιρικό και αυτοκαταστροφικό «Πόλεμο ενάντια στην Τρομοκρατία», οδήγησαν στη λήθη το όνειρο της αμερικανικής μονοκρατορίας. Αυτή η δομή ακολουθήθηκε από την εξέλιξη πολλών μεσαίων χωρών, που αποτελούν τη δεύτερη γενεά του πολυπολικού συστήματος, σε φιλόδοξους αυτόνομους δρώντες.
Ορισμένες από τις χώρες αυτές είναι η Ινδονησία, το Πακιστάν, το Ιράν και η Τουρκία. Οι χώρες αυτές δεν έχουν, φυσικά, τα μεγέθη των ΗΠΑ της Ρωσίας ή της Ινδίας. Αξιοποιώντας, όμως, τα κενά μεταξύ των μεγαλύτερων δυνάμεων, μπορούν να έχουν και αυτές σημαντικό μερίδιο στη διεθνή κατανομή ισχύος. Με ποδοσφαιρικούς όρους, θα μπορούσαμε να πούμε ότι παίζουν και αυτές στην Α’ Εθνική του διεθνούς συστήματος. Ως ουραγοί μεν σήμερα, αλλά με φιλοδοξίες για το μέλλον. Έτσι, οι νέες δυνάμεις δημιουργούν ανησυχίες στην «παλαιά φρουρά» που βλέπει τα προνόμιά της να απειλούνται.
Δευτερογενής πολυπολικότητα
Ως αποτέλεσμα αυτού του ανταγωνισμού προκύπτει σταδιακά μια δευτερογενής πολυπολικότητα. Αυτή είναι το πλέγμα των μεσαίων δυνάμεων, οι οποίες αναπτύσσονται ως τέτοιες, ακριβώς χάρη στην αλληλεπίδραση των μεγαλύτερων δυνάμεων του πολυπολικού διεθνούς συστήματος. Με ποδοσφαιρικούς όρους θα μπορούσαμε να την αποκαλέσουμε Β’ Εθνική. Όμως, θα ήταν μια παραπλανητική παρομοίωση. Γιατί, σε αντίθεση με τις ποδοσφαιρικές κατηγορίες, οι Μεσαίες Δυνάμεις υπάρχουν ως τέτοιες, όταν λειτουργούν ως ρυθμιστικός-ελεγκτικός παράγοντας μιας μεγαλύτερης δύναμης. Μιας δύναμης της Α’ Εθνικής του πολυπολικού κόσμου.
Βασικές προϋποθέσεις για να λειτουργεί μία χώρα ως Μεσαία Δύναμη είναι ότι πρέπει να βρίσκεται σε ένα κρίσιμης σημασίας υποσύστημα του διεθνούς συστήματος, να μην έχει φιλοδοξίες και δυνατότητες Μεγάλης Δύναμης και στο ίδιο υποσύστημα να υπάρχει μια Μεγάλη Δύναμη του πολυπολικού διεθνούς συστήματος. Από την ύπαρξη αυτής της Μεγάλης Δύναμης, η Μεσαία Δύναμη αντλεί μεγάλο μέρος της πολυτιμότητάς της.
Συγκεκριμένα, ένας από τους ρόλους της Μεσαίας Δύναμης είναι ο επηρεασμός των βασικών γεωπολιτικών λειτουργιών της γειτνιάζουσας Μεγάλης Δύναμης, είτε δια ανταγωνισμού και σύγκρουσης είτε δια συνεργασιών. Όμως, το βασικότερο στοιχείο που πρέπει να έχει μια Μεσαία Δύναμη για να λειτουργεί ως τέτοια είναι να μην είναι ταυτισμένη με καμία Μεγάλη Δύναμη. Γιατί τότε δεν είναι ούτε μεσαία, ούτε μικρή, ούτε τίποτα. Είναι εξάρτημα μιας άλλης Δύναμης και δεν έχει αυτόνομο ρόλο.
Η άνοδος της Κίνας
Πριν από μερικούς μήνες κυκλοφόρησε από τις πανεπιστημιακές εκδόσεις Oxford University Press, ένας συλλογικός τόμος υπό τον τίτλο Will China’s Rise be Peaceful?. Το έργο εξετάζει μια σειρά από πτυχές της επίδρασης που έχει η άνοδος της Κίνας στο διεθνές σύστημα και τι τριβές μπορεί να προκαλέσει. Την επιστημονική επιμέλεια του έργου έχει ο Asle Toje, ο διευθυντής ερευνών στο Ινστιτούτο Νόμπελ στο Όσλο της Νορβηγίας.
Στο έργο αυτό, λοιπόν, περιλαμβάνεται και η εργασία ενός Ιάπωνα πανεπιστημιακού καθηγητή, του Yoshihide Soeya, ο οποίος θεωρεί ότι για τη διαχείριση της πρόκλησης της νέας πανίσχυρης Κίνας, η Ιαπωνία θα πρέπει να υιοθετήσει μια στρατηγική Μεσαίας Δύναμης. Υποστηρίζει, λοιπόν, ότι δεν είναι το μέγεθος ή η ισχύς που διαμορφώνουν μια Μεσαία Δύναμη, αλλά η παρεμβατική της ικανότητα. Αυτή προκύπτει πρωτίστως από τη δυνατότητά της να ασκεί πολύπλευρη πολιτική και αυτή με τη σειρά της εδράζεται πάνω στην άρνηση για απόλυτη ταύτιση με κάποια Μεγάλη Δύναμη.
«Η έννοια της Μεσαίας Δύναμης δεν αφορά το μέγεθος ενός κράτους ούτε της εθνικής του ισχύος (…) Πρώτα απ’ όλα, μια στρατηγική ‘Μεσαίας Δύναμης’ χαρακτηρίζεται από την απουσία μονομερούς δράσης», γράφει ο Yoshihide Soeya (The Rise of China in Asia. Japan at the Nexus, στο Will China’s Rise be Peaceful? Security, Stability, and Legitimacy, επιστημονική επιμέλεια Asle Toje, Oxford University Press, Νέα Υόρκη, 2018). Μια Μεσαία Δύναμη, λοιπόν, πρέπει να έχει αυτόνομο ρόλο και γεωπολιτική λειτουργία. Και αυτό δεν είναι κάτι που επιδιώκει μόνον η ίδια. Το θέλουν και οι Μεγάλες Δυνάμεις, με τις οποίες διατηρεί συμμαχική σχέση.
Για παράδειγμα, μια πλήρως «αμερικανοποιημένη» Ιαπωνία, θα φόβιζε τη Ρωσία και θα λειτουργούσε ως παράγοντας σύγκλισης Ρωσίας και Κίνας, κάτι που η Ουάσινγκτον (φυσιολογικά) θέλει να αποφύγει. Αντιθέτως, μια αυτόνομη και αυτόφωτη Ιαπωνία, η οποία παίζει το δικό της παιχνίδι, θα μπορούσε να επιτύχει το κατάλληλο μείγμα σχέσεων με το Πεκίνο, ώστε να λειτουργήσει ως αποσβεστήρας κραδασμών στις σχέσεις Κίνας-ΗΠΑ και να προσεγγίσει και τη Ρωσία, προκειμένου να αποδυναμώσει τον άξονα Μόσχας-Πεκίνου.
Ρυθμιστική δύναμη και φιλόδοξη δύναμη
Κανείς από τους ισχυρότερους διεθνείς αλλά και τοπικούς δρώντες δεν θέλει να δει την Τουρκία να καθίσταται υπερβολικά ισχυρή. Άρα, καταρχήν, μια ισχυρή Ελλάδα, που θα αποτελεί παράγοντα ανάσχεσης της τουρκικής επιρροής και ισχύος, είναι μια προοπτική που εντάσσεται στις ρεαλιστικές αναγνώσεις του σημερινού διεθνούς συστήματος.
Όμως, για να παίξει τον συγκεκριμένο ρόλο η Ελλάδα και να έχει τα γεωπολιτικά οφέλη που θα προκύψουν από αυτόν, οφείλει να λειτουργήσει όχι ως εξάρτημα κάποιας άλλης δύναμης, αλλά ως αυτόνομος και αυτόφωτος δρων. Αν χρειαστεί και «απειθαρχώντας» φαινομενικά στα κελεύσματα της Δύσης. Για παράδειγμα, πρέπει να έχει τη δυνατότητα να ενισχύσει αποφασιστικά τις σχέσεις της με τη Μόσχα, όχι μόνο αν το κρίνει σκόπιμο για τα δικά της εθνικά συμφέροντα, αλλά και για να λειτουργεί ως σημαντικός παράγοντας στη διαμόρφωση της δυτικής υψηλής στρατηγικής.
Κι αυτό, γιατί μια ενισχυμένη σχέση Αθήνας-Μόσχας, δεδομένης της ανταγωνιστικής σχέσης Ελλάδας-Τουρκίας, λειτουργεί ως δυνάμει παράγοντας αποδυνάμωσης των σχέσεων Μόσχας-Άγκυρας. Προφανώς, αυτό είναι ένα θετικό στοιχείο για την αμερικανική πολιτική. Το ίδιο μπορεί να συμβαίνει και με τις σχέσεις της Ελλάδας με το Ιράν, με την Κίνα και με μια σειρά από άλλες χώρες.
Άρα λοιπόν, η εθνική ανεξαρτησία και η εδρασμένη σε αυτήν διεκδίκηση μιας θέσης Μεσαίας Δύναμης στον σύνθετο σημερινό πολυπολικό κόσμο, δεν είναι ένα όνειρο. Όχι μόνο θα ενισχύσει τη θέση της Ελλάδας στο διεθνές σύστημα, αλλά ενδέχεται να τη μετατρέψει και σε πολύ σημαντικό στοιχείο της δυτικής γεωπολιτικής αρχιτεκτονικής. Μάλιστα, σε σημαντικότερο στοιχείο από ό,τι φιλοδοξούν να επιτύχουν οι εγχώριες ελίτ δια της δουλοπρεπούς ταύτισης με τον δυτικό παράγοντα και δια της επιλογής τους να μην λειτουργούν με αμιγώς εθνικά κριτήρια.
Πηγή: SLpress
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου