Η οικονομική πολιτική Μητσοτάκη δεν θα δουλέψει ούτε για πολύ, ούτε για πολλούς


Του Θέμη Τζήμα
Πίσω από τις εντυπώσεις περί ενός κρατικού μηχανισμού που δουλεύει ρολόι, τις προνομιακές επαφές με μεγαλοεπιχειρηματίες, οι οποίοι άλλωστε διαθέτουν και τους δικούς τους ανθρώπους μέσα στην κυβέρνηση και τις πολυδιαφημισμένες μειώσεις φόρων, η πραγματικότητα είναι μία: Η οικονομική πολιτική της κυβέρνησης Μητσοτάκη θα αποτύχει να βγάλει από την κρίση τους πολλούς, όπως ακριβώς απέτυχε και η πολιτική της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, της οποίας, άλλωστε, η πολιτική ΝΔ αποτελεί συνέχεια.
Ένα από τα βασικά προβλήματα με την οικονομική πολιτική όλων των μνημονιακών κυβερνήσεων είναι ότι δεν πρόκειται για οικονομική πολιτική εν συνόλω. Πρόκειται αφενός για διεκπεραιωτικές επιμέρους δημοσιονομικές επιλογές στο πλαίσιο του περιθωρίου που αφήνει το μνημονιακό πλαίσιο. Αφετέρου πρόκειται για ξεπούλημα δημοσίου πλούτου.

Έτσι τα μεγάλα δομικά προβλήματα της οικονομίας παραμένουν όχι μόνο άλυτα, αλλά και εκτός πλαισίου συζήτησης. Υπάρχει δηλαδή μια σειρά κρίσιμων συνιστωσών της πραγματικής οικονομίας, η οποία λείπει από την οικονομική πολιτική όλων των τελευταίων κυβερνήσεων. Να αναφέρουμε για παράδειγμα, τον μετασχηματισμό από μια οικονομία υπηρεσιών --ως επί το πλείστον μάλιστα χαμηλής προστιθέμενης αξίας-- σε μια οικονομία της 4ης βιομηχανικής επανάστασης.

Όπως επίσης, οι δημόσιες παραγωγικές επενδύσεις και ο ρόλος της εκτεταμένης αυτοαπασχόλησης σε συνδυασμό με τη συντήρηση της ζήτησης, χωρίς να επιδεινώνεται το ισοζύγιο πληρωμών. Μην ξεχνάμε και την στρατηγικού χαρακτήρα ρύθμιση του ιδιωτικού χρέους και εν τέλει και του δημοσίου χρέους. Επίσης, το κόστος ζωής, τις εξαγωγές, την πραγματική αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας, την αγροτική πολιτική και την αντιστροφή της υπογεννητικότητας. Όλα τα παραπάνω λείπουν από την ατζέντα των κυβερνήσεων, διότι αντί η δημοσιονομική πολιτική να υπηρετεί την πραγματική οικονομία συμβαίνει το αντίστροφο.

Ανακύκλωση υπερχρέωσης

Εξαιτίας αυτής της αντιστροφής --υποταγή της πραγματικής οικονομίας στους δημοσιονομικούς στόχους-- ο πλούτος υπερσυσσωρεύεται σε βαθμό πρωτοφανούς ανισότητας για την ελληνική κοινωνία. Η ελίτ της εξουσίας καθίσταται ολοένα πιο ολιγαρχική, η δημοκρατία αργοπεθαίνει και ταυτοχρόνως η κρίση εμμένει και εντείνεται για τους πολλούς. Η επιδοματική, όπως και η φορολογική πολιτική, αλλά και τα προγράμματα ρύθμισης οφειλών σε δόσεις καθίστανται έτσι εργαλεία πρόσκαιρου κατευνασμού, ενώ η κρίση κάνει τη "δουλειά" της προς όφελος της ελίτ και εις βάρος των πολλών.

Τα παραδείγματα είναι πολλά, με ένα από τα χαρακτηριστικότερα τις 120 δόσεις διαφόρων εκδοχών: ενώ προσφέρουν μια πρόσκαιρη ανακούφιση, στην πραγματικότητα ανακυκλώνουν την υπερχρέωση, όσο οι μετέχοντες στη ρύθμιση δεν βγαίνουν από την κρίση, όσο γεννούν νέα χρέη, ή όσο δεν προσανατολίζονται προς άλλες μορφές βιώσιμης εργασίας. Οι δε επενδύσεις τύπου Ελληνικού, ακόμα και αν δεν ήταν επιβλαβείς για το αστικό περιβάλλον δεν έχουν τίποτα το ιδιαίτερο να προσφέρουν στη μεγάλη μάζα της εκτεταμένης αυτοαπασχόλησης και της παραγωγικής οικονομίας.

Η δυνατότητα δε, του δημοσίου να δανείζεται φθηνότερα από ό,τι τα προηγούμενα χρόνια, επί τα αρχής είναι καλοδεχούμενη. Στην πραγματικότητα, όμως, υποκαθιστά τις δανειακές συμβάσεις των προηγούμενων μνημονίων, δεδομένου ότι το 4ο μνημόνιο είναι το πρώτο χωρίς δανειακή σύμβαση. Άρα κατά βάση προσφέρει υψηλότερες αποδόσεις στους πιστωτές, χωρίς ουσιαστικό όφελος για την πραγματική οικονομία.

Για όλους αυτούς τους λόγους, η πολιτική Μητσοτάκη, που είναι η πολιτική ΣΥΡΙΖΑ με παραλλαγές, η οποία με τη σειρά της ήταν η πολιτική Σαμαρά με παραλλαγές και η οποία ήταν πάλι η πολιτική του Γιώργου Παπανδρέου με παραλλαγές, δεν θα "δουλέψει" ούτε για τους πολλούς, ούτε για πολύ, όπως ακριβώς και οι προηγούμενες εκδοχές της. Σε λίγους μήνες η γενικευμένη δυσθυμία θα έχει επιστρέψει, ενώ συγκεκριμένες μερίδες πολύ μεγάλου κεφαλαίου θα συνεχίζουν το πάρτι τους.

Που ποντάρει ο Μητσοτάκης

Ο Μητσοτάκης ποντάρει σε δύο σενάρια: το πρώτο είναι να ενδυναμώσει τόσο πολύ αυτές τις μερίδες κεφαλαίου, ώστε να του δώσουν επαρκή στήριξη τα ΜΜΕ ιδιοκτησίας τους. Αυτό σε συνδυασμό με διχαστικές πολιτικές περί της ασφάλειας να διατηρήσει την εκλογική του κυριαρχία.

Το δεύτερο είναι να "περπατήσει" τον δημοσιονομικό δρόμο που του έστρωσε ο ΣΥΡΙΖΑ με τις χαμηλές πληρωμές δημοσίου χρέους των επομένων ετών. Έχει όμως δύο προβλήματα μπροστά του: Το ένα είναι ότι η επιρροή των ΜΜΕ έχει συρρικνωθεί δραματικά μέσα στην κρίση. Το άλλο είναι ότι τόσο η ευρωπαϊκή όσο και η διεθνής οικονομία σχοινοβατεί πάνω από μια νέα κρίση αγνώστων διαστάσεων.

Η ανάκαμψη της πραγματικής οικονομίας προϋποθέτει βαθύ της μετασχηματισμό, ο οποίος με τη σειρά του προϋποθέτει εθνικό και δημοκρατικό σχέδιο. Και μόνο η εκφορά ενός τέτοιου λόγου τοποθετεί επί της αρχής τον όποιο φορέα τον εκφέρει σε αντίθεση με τη νεοαποικιακού τύπου εξάρτηση της χώρας και με τον εφαρμοσμένο νεοφιλελευθερισμό. Άρα, σε συνδυασμό και με την ανάγκη αντιμετώπισης των νέων διεθνών προκλήσεων στην πλευρά του σοσιαλισμού, το ζήτημα είναι εάν ο όποιος τέτοιος φορέας είναι ειλικρινής ως προς τις προθέσεις του.

Εδώ έγκειται και το κρίσιμο σημείο ως προς τις πολιτικές εξελίξεις στη χώρα: σε αντίθεση με ό,τι πολλοί περιμένουν, η δυσθυμία ή και η ενεργή αντίθεση στην κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν θα μεταφραστεί σε αυτόματη υποστήριξη προς το όποιο αντιπολιτευόμενο κόμμα. Ο ελληνικός λαός έχει ήδη δοκιμάσει τέτοιους ετεροπροσδιορισμούς χωρίς θετικά αποτελέσματα.

Όσο η κανονικότητα θα αποδεικνύεται φενάκη

Πρωταγωνιστής στις πολιτικές εξελίξεις θα αποδειχτεί εκείνος ο φορέας που μέσα στον επόμενο χρόνο θα υλοποιήσει μια λαϊκή, πανεθνική διαδικασία συγκρότησης εθνικού, δημοκρατικού, απελευθερωτικού σχεδίου μετασχηματισμού και ανάπτυξης της εθνικής οικονομίας και κοινωνίας. Που θα πείσει ότι μπορεί να συλλάβει και να υλοποιήσει τη στροφή προς την πραγματική οικονομία, με τις λαϊκές ανάγκες στο επίκεντρο. Μια τέτοια διαδικασία, η οποία πρέπει να συνδυάζεται και με αντιπολιτευτικές δράσεις δεν μπορεί σε αυτήν τη φάση να κλειστεί στα όρια οποιουδήποτε εκ των υπαρχόντων κομμάτων.

Αντιθέτως η εν λόγω διαδικασία μπορεί και πρέπει να αποτελέσει πεδίο διαλόγου και επομένως ανασυγκρότησης και διεύρυνσης του όποιου κόμματος επιλέξει να την ακολουθήσει, με ομάδες και πρόσωπα που βρίσκονται εκτός των τειχών του. Μέσα στον επόμενο χρόνο θα κριθούν πολλά. Όσο η κανονικότητα θα αποδεικνύεται φενάκη, τόσο θα απαιτείται έξυπνη και στοχευμένη εκστρατεία πολιτικού ριζώματος στα θύματα της κρίσης, από όσους διαθέτουν την αναγκαία φαντασία και διάθεση για δουλειά.

Πηγή: SLpress


Δρόμος ανοιχτός

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου