Η Μικρασιατική καταστροφή


Του Στέλιου Κανάκη *

Ήταν Δεκέμβρης του 1924, λίγο πριν τα Χριστούγεννα. Ένα σκοτεινό πλοίο, με 400 τόνους φορτίο, έμπαινε στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Κανείς δεν ήξερε τι μετέφερε, εκτός, ίσως, από τις ελληνικές αρχές, που το απέκρυψαν για να μην κακοκαρδίσουν τους Βρετανούς πλοιοκτήτες και τους Γάλλους ιδιοκτήτες του φορτίου. Το μαύρο πλοίο είχε το παράξενο όνομα «ΖΑΝ Μ.».

Οι εργάτες του λιμανιού πληροφορήθηκαν το περιεχόμενο του φορτίου και αντέδρασαν έντονα, εμποδίζοντας το πλοίο να αποπλεύσει. Με παρέμβαση, όμως, του Άγγλου πρόξενου και την επέμβαση, προφανώς, των δυνάμεων καταστολής, το πλοίο, εντέλει, απέπλευσε για τη Μασσαλία, τον τόπο προορισμού του.

Η εφημερίδα “ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ” την 13.12.1924 έγραψε :

«Ήταν τα οστά Ελλήνων ηρώων… ήταν τα οστά των Ελλήνων στρατιωτών που μετά τας ομαδικάς σφαγάς και εξοντώσεις αργοπέθαιναν εις στα στρατόπεδα αιχμαλώτων, από τα οποία το φοβερότερον ήτο το στρατόπεδον του Ουσάκ»…

Επίσης η εφημερίδα «NEW YORK TIMES» τον Δεκέμβρη του 1924 με τίτλο «Μια απίθανη ιστορία από ένα φορτίο με ανθρώπινα οστά», έγραψε την είδηση: «Η Μασσαλία είναι σε αναταραχή από μια ασύλληπτη ιστορία, που οφείλεται στην άφιξη στο λιμάνι ενός πλοίου που φέρει βρετανική σημαία και ονομάζεται “ΖΑΝ Μ.” και μεταφέρει ένα μυστήριο φορτίο 400 τόνων ανθρώπινων οστών για να χρησιμοποιηθούν στις εκεί βιομηχανίες. Λέγεται ότι τα οστά φορτώθηκαν στα Μουδανιά και στη θάλασσα του Μαρμαρά και είναι τα απομεινάρια θυμάτων από τις σφαγές στη Μικρά Ασία…».

Τετρακόσιοι τόνοι οστά από 50.000 ανθρώπους. Τους μάζεψαν σε κιβώτια και τους έστειλαν να γίνουν κουμπιά και άλλα κοκάλινα είδη στη Μασσαλία. Με βάση κάποιες γραπτές συμφωνίες ανάμεσα σε Γάλλους βιομηχάνους, Τούρκους εμπορικούς κατσαπλιάδες, Άγγλους πλοιοκτήτες και τραπεζίτες που, φυσικά, χρηματοδότησαν τη “συναλλαγή”.

Έτσι έπεσε η αυλαία της Μικρασιατικής Καταστροφής. Τα θύματα έγιναν κουμπιά στα ρούχα των ηθικών αυτουργών της καταστροφής.

Γεγονότα

Τα ξημερώματα της 13ης Αυγούστου 1922 ξεκίνησε η γενική τουρκική επίθεση σε όλο το Μικρασιατικό Μέτωπο. Την πρώτη επίθεση δέχθηκαν οι ελληνικές δυνάμεις στο Αφιόν Καραχισάρ. Το Γ’ Σώμα Στρατού υποχρεώνεται να εκκενώσει το Δορύλαιο. Την επομένη υποχρεώνεται σε σύμπτυξη και το Α’ Σώμα Στρατού για να ακολουθήσει και το Β’. Το Αφιόν Καραχισάρ καταλαμβάνεται από τις τουρκικές δυνάμεις. Αρχίζει η άτακτη υποχώρηση των ελληνικών δυνάμεων. Στην Αθήνα η κυβέρνηση προσπαθεί να προετοιμάσει το λαό για το ενδεχόμενο αποχώρησης του Στρατού από τη Μικρά Ασία. Στην «Καθημερινή» δημοσιεύεται άρθρο του Γ. Α. Βλάχου με τίτλο «Οίκαδε»: «…Αύριον έρχεται το φθινόπωρον και μεθαύριον ο χειμών. Και η Ελλάς, δια λόγους σπουδαίους, δια λόγους αποβλέποντας εις την ιδίαν αυτής γαλήνην, έχει την υποχρέωσιν να διαχειμάση οίκαδε…».

Στις 19 Αυγούστου παραδίδεται στον τουρκικό στρατό το απόσπασμα που διοικούσαν οι μέραρχοι υποστράτηγος Δ. Δημαράς και συνταγματάρχης Π. Καλλιδόπουλος. Την ίδια μέρα ο Μουσταφά Κεμάλ διατάσσει τους άνδρες του: «Στρατιώτες, ο πρώτος σας στόχος είναι η Μεσόγειος. Εμπρός!».

Ένα εικοσιτετράωρο μετά παραδίδεται ο διοικητής του Α’ Σώματος Στρατού υποστράτηγος Νικόλαος Τρικούπης με 4.400 άνδρες. Ενδεικτικό της πλήρους σύγχυσης που επικρατούσε στις ελληνικές δυνάμεις είναι και το γεγονός ότι η κυβέρνηση των Αθηνών μη γνωρίζοντας ότι ο Τρικούπης έχει συλληφθεί αιχμάλωτος τον διόρισε αρχιστράτηγο στη θέση του Γ. Χατζανέστη. Στις 27 Αυγούστου καταλαμβάνεται η Σμύρνη για να ακολουθήσει η σφαγή και να μπει τέλος στην παρουσία του ελληνισμού της Ιωνίας.

Τα γεγονότα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα, μετά την Καταστροφή της Σμύρνης και της Ανακωχής των Μουδανιών, που συνομολογήθηκε στην ομώνυμη πόλη (11 Οκτωβρίου 1922), και τον ένα μήνα μετά την εκκένωση της χερσονήσου της Καλλίπολης (στις 11 Νοεμβρίου) από τους Έλληνες που έμεναν εκεί, καθώς και αργότερα με την “υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών” (1922-24) από όλη τη Μικρά Ασία και τον ερχομό 1.230.000 Ελλήνων χριστιανών και 45.000 Αρμένιων προσφύγων στην Ελλάδα, να επιφέρουν την τελεία καταστροφή του Θρακικού και Μικρασιατικού ελληνισμού μαζί με του Πόντου.

Ο πλήρης απολογισμός της καταστροφής αυτής που συντελέσθηκε ιστορικά σε δύο περιόδους, (αμφότερες τετραετίες), 1914-1918 και 1920-1924 είναι πράγματι πολύ δύσκολος. Οι αρπαγές και οι λεηλασίες σπιτιών και περιουσιών, οι γεωργικές και κτηνοτροφικές καταστροφές, το γκρέμισμα σχολείων, ναών και άλλων ευαγών ιδρυμάτων, η χρεοκοπία και καταστροφή βιοτεχνικών και βιομηχανικών επιχειρήσεων με τον παράλληλο ευτελισμό κάθε ανθρώπινης αξιοπρέπειας που περιλαμβάνονται μαρτυρικοί βασανισμοί αιχμαλώτων, βιασμοί και ηθική οδύνη υπό το κλίμα του τρόμου και της απειλής του θανάτου, αλλά και οι ατέλειωτες πορείες αιχμαλώτων, στα περιώνυμα “τάγματα εργασίας”, με άγνωστο αριθμό ανθρώπων που χάθηκαν σ’ αυτά, οι σφαγές, οι θηριωδίες μέχρι και οι εκτελέσεις επί των αποφάσεων των τουρκικών “Δικαστηρίων της Ανεξαρτησίας” δεν έχουν μέχρι σήμερα ερευνηθεί πλήρως.

Τι ήταν η ΜΚ

Η μικρασιατική εκστρατεία, παρά τις προσπάθειες των ιθυνόντων της χώρας να παρουσιαστεί σαν προσπάθεια πραγματοποίησης των ονείρων του ελληνικού μεγαλοϊδεατισμού, που άρχιζαν από την απελευθέρωση των αλύτρωτων αδελφών και έφταναν μέχρι το φρούδο όνειρο της ανασύστασης της βυζαντινής αυτοκρατορίας και στη δημιουργία της “Μεγάλης Ελλάδας των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών”, στην πραγματικότητα ήταν μια υπερπόντια κατακτητική πολεμική επιχείρηση, πριν απ’ όλα του αγγλικού, αλλά και του γαλλικού και του ιταλικού ιμπεριαλισμού στη Μέση Ανατολή και τα πετρέλαιά της. Βλέπετε το δύστυχο Ιράκ είναι από τότε στο στόχαστρο Αγγλογάλλων και άλλων.

Μια επιχείρηση, που στόχο της είχε την κατάληψη από τους ιμπεριαλιστές στρατηγικών θέσεων ενάντια στη νεαρή τότε σοβιετική Ρωσία και τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα της περιοχής.

Τα γεγονότα που προηγήθηκαν της μικρασιατικής εκστρατείας, είτε συντελέστηκαν κατά τη διάρκειά της, είτε κατά την τραγική κατάληξή της, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι κύριοι παράγοντες, βασικά αίτια της δημιουργίας της ήταν:

α) Η πολιτική που ακολούθησαν οι μεγάλες δυνάμεις στην ανταγωνιστική ανάμεσά τους πάλη για την εξασφάλιση και επέκταση των συμφερόντων τους, στις οθωμανοκρατούμενες περιοχές, που είχαν γι’ αυτές ιδιαίτερη στρατηγική και οικονομική σημασία και

β) Η πολιτική της ελληνικής κυρίαρχης τάξης και όλων των τότε κυβερνήσεων, που ήταν πολιτική στηριγμένη στους ξένους και επομένως πολιτική υποτέλειας και υποταγής σ’ αυτούς και τα κελεύσματά τους.

Οι νικήτριες στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο δυνάμεις της Αντάντ και κυρίως οι Άγγλοι ιμπεριαλιστές σε μια συγκεκριμένη φάση που έβλεπαν σαφή τον κίνδυνο να χαθεί γι’ αυτούς η περιοχή της Εγγύς και Μέσης Ανατολής με τα πλούσια πετρελαιοφόρα κοιτάσματα της Μουσούλης, ανέθεσαν στην Ελλάδα το ρόλο του χωροφύλακα των συμφερόντων τους, υποσχόμενοι την πραγμάτωση των μεγαλοϊδεατικών ονείρων της ελληνικής αστικής τάξης για να την εγκαταλείψουν σε μια άλλη φάση, όταν δηλαδή τα συμφέροντά τους στην περιοχή δε διέτρεχαν πια κανένα κίνδυνο.

Με άλλα λόγια, οι μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις με την πολιτική και την τακτική τους σε έναν και μοναδικό σκοπό απέβλεπαν: στο να πετύχουν με κάθε τρόπο και με κάθε μέσο από τον Κεμάλ τέτοιες και τόσες παραχωρήσεις που θα κατοχύρωναν τα συμφέροντά τους.

Τι υπήρχε πριν

Σύμφωνα με τα στοιχεία που έδωσε ο Ελ. Βενιζέλος με το υπόμνημά του στη Συνδιάσκεψη της Ειρήνης του Παρισιού, στη Μικρά Ασία ζούσαν 1.694.000 Έλληνες. Στη Θράκη και την περιοχή της Κωνσταντινούπολης 731.000. Στην περιοχή της Τραπεζούντας 350.000 και στα Άδανα 70.000. Σύνολο 2.845.000 Έλληνες που αποτελούσαν το 20% του πληθυσμού της περιοχής που κυριαρχούσε οικονομικά, είχε δε καταφέρει να διατηρήσει την πολιτιστική του κληρονομιά παρ’ ότι αποτελούσε μειονότητα σε εχθρικό περιβάλλον.

Η τουρκική στατιστική του 1912, σχετικά με την εθνολογική σύνθεση των περιοχών της Κωνσταντινούπολης και της Μικράς Ασίας (εκτός Κιλικίας) και των ανεξάρτητων διοικήσεων της Νικομήδειας και των Δαρδανελίων, έδινε 1.982.375 Έλληνες, 7.231.595 Τούρκους και 925.818 διάφορους. Δηλαδή σε σύνολο 10.139.789 το ελληνικό στοιχείο αποτελούσε το 19,6%.

Η ύπαρξη μιας τόσο μεγάλης ελληνικής μειονότητας στην περιοχή της Μικράς Ασίας, τη στιγμή που την ίδια εποχή ο πληθυσμός της Ελλάδας μόλις έφτανε τα 5.000.000, έθετε επιτακτικά το ζήτημα της κατοχύρωσης του δικαιώματος για τη διατήρηση της δικής της εθνικής ζωής και της ισοτιμίας της με τον υπόλοιπο πληθυσμό. Αν πάρουμε, μάλιστα, υπόψη και το γεγονός ότι τα δικαιώματα αυτά είχαν παραβιαστεί βάναυσα κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν οργανώθηκαν από τους Γερμανούς τα γνωστά πογκρόμ (σχέδιο αφελληνισμού του Λίμαν Φον Σάντερς) σε βάρος του μικρασιατικού ελληνισμού, το ζήτημα της υπεράσπισης και της κατοχύρωσης του δικαιώματος ισότιμης με τον υπόλοιπο πληθυσμό ζωής και δράσης του ελληνισμού της Μικράς Ασίας έμπαινε πολύ πιο επιτακτικά.

Η υπεράσπιση όμως των δικαιωμάτων μιας τόσο μεγάλης και δραστήριας εθνικής μειονότητας, η οποία κατοικεί σε τρεις βασικά γεωγραφικές περιοχές της Τουρκίας, δεν ήταν δυνατό να επιτευχθεί με την κατακτητική πολιτική, με την πολιτική της προσάρτησης των εδαφών στα οποία ζούσε.

Η «Μεγάλη Ιδέα», όπως προβαλλόταν από τη μίζερη κυβερνώσα τάξη στις πρώτες δεκαετίες του αιώνα μας, δεν είχε καμιά σχέση «με την υγιή εθνική ιδέα της αποτίναξης του οθωμανικού σουλτανικού ζυγού, που κατάκαιε τους Έλληνες και τους ξεσήκωνε σε εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες τόσο πριν και στη διάρκεια της Επανάστασης, όσο και αργότερα».

Η αστικοδημοκρατική ιδέα της δημιουργίας της «Μεγάλης Ελλάδας» δεν είχε τίποτα το κοινό «με την ιδέα της ολοκληρωτικής απελευθέρωσης των ελληνικών εδαφών που γύρευαν παλιά οι αστοί δημοκράτες. Τότε η ιδέα της απελευθέρωσης των υπόδουλων περιοχών βασιζόταν στην οργάνωση του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, ενώ τώρα η ιδέα της δημιουργίας της «Μεγάλης Ελλάδας» είχε για στήριγμά της την ενεργό συμμετοχή της Ελλάδας στους ιμπεριαλιστικούς τυχοδιωκτισμούς των μεγάλων δυνάμεων. Τότε επρόκειτο για ελληνικά εδάφη. Τώρα αφορούσε την επέκταση σε βάρος ξένων χωρών».

Η εξυπηρέτηση των οικονομικών, πολιτικών και στρατηγικών συμφερόντων των ιμπεριαλιστών στην περιοχή της Εγγύς και Μέσης Ανατολής και ο πόλεμος των πετρελαίων παρουσιάστηκε από τους πολιτικούς της «Μεγάλης Ιδέας» σαν ιερός πόλεμος των Ελλήνων.

Το διεθνές πλαίσιο. Η Συνθήκη των Σεβρών.

Αφού οι δυνάμεις της Αντάντ δεν κατάφεραν με τις επιχειρήσεις του Ιούνη να αναγκάσουν την επαναστατική Τουρκία σε συνθηκολόγηση, προσπάθησαν να βρουν διέξοδο με τη χρησιμοποίηση του σουλτάνου στο ρόλο του ηττημένου. Φώναξαν τα μέλη της σουλτανικής κυβέρνησης (που στην πραγματικότητα ήταν υπάλληλοι της Αγγλίας) στο Παρίσι και τους έβαλαν να υπογράψουν τη γνωστή Συνθήκη των Σεβρών.

«Το φάντασμα της Κωνσταντινούπολης, ο σουλτάνος», γράφει ο Ν. Ψυρούκης, «μπορούσε να υπογράψει όσα χαρτιά κι αν ήθελαν οι δυνάμεις της Αντάντ. Η πραγματική, όμως, Τουρκία του 1920, που την εκπροσωπούσε η κυβέρνηση της Άγκυρας (Κεμάλ Ατατούρκ), δεν είχε δεχθεί κανέναν όρο τους. Το φιάσκο των Σεβρών, μόνο για την τύχη ενός έθνους είχε τραγικές συνέπειες. Και το έθνος αυτό ήταν το ελληνικό».

Η συνθήκη που υπογράφτηκε στις 10 Αυγούστου 1920 στις Σέβρες, κοντά στο Παρίσι, ανάμεσα στη Μεγάλη Βρετανία, τη Γαλλία, τη Χατζάζη (Σαουδική Αραβία), την Πολωνία, την Πορτογαλία, τη Ρουμανία, την Τσεχοσλοβακία και τη Γιουγκοσλαβία από τη μια, και τη σουλτανική κυβέρνηση της Τουρκίας από την άλλη, ήταν μια ληστρική συνθήκη που ουσιαστικά κατέλυε την Τουρκία σαν κυρίαρχο κράτος.

Με τη Συνθήκη των Σεβρών, η έκταση της Τουρκίας ελαττωνόταν έως το ένα πέμπτο. Η Συρία, η Παλαιστίνη, η Μεσοποταμία και η Χατζάζη κηρύσσονταν τυπικά ανεξάρτητα κράτη. Και λέμε τυπικά, γιατί ουσιαστικά γίνονταν αποικίες-προτεκτοράτα, η πρώτη της Γαλλίας και οι άλλες της Μεγάλης Βρετανίας, μια και τα κράτη αυτά, σύμφωνα με το άρθρο 22 της συνθήκης, κρίνονταν μη ικανά για αυτοκυβέρνηση. Η Τουρκία έχανε κάθε επικυριαρχία πάνω στην Αίγυπτο, η οποία γινόταν προτεκτοράτο της Μεγάλης Βρετανίας στην οποία παραχωρούνταν επίσης η Κύπρος, το Σουδάν, καθώς και τα δικαιώματα της Τουρκίας στη ναυσιπλοΐα του Σουέζ. Αναγνωριζόταν το προτεκτοράτο της Γαλλίας στο Μαρόκο και την Τυνησία και η Λιβύη παραχωρούνταν στην Ιταλία.

Επιπλέον, οι τρεις μεγάλες δυνάμεις (Αγγλία, Γαλλία, Ιταλία), με ιδιαίτερη συμφωνία μοίραζαν μεταξύ τους σε «σφαίρες επιρροής» και ό,τι απέμεινε ακόμα από την Τουρκία, με πρόσχημα να τη βοηθήσουν ν’ αναπτύξει τις πλουτοπαραγωγικές πηγές της και να φροντίσουν για τα συμφέροντα των εθνικών και θρησκευτικών μειονοτήτων.

Με τη Συνθήκη των Σεβρών, στην Ελλάδα παραχωρούνταν η Δυτική και Ανατολική Θράκη ως τη γραμμή Τσατάλτζας κοντά στην Κωνσταντινούπολη και τα νησιά Ίμβρος και Τένεδος, καθώς και η Σμύρνη με την ενδοχώρα της, όπου τυπικά αναγνωριζόταν η τουρκική κυριαρχία με το να κυματίζει η οθωμανική σημαία στα φρούρια της πόλης.

Η Σμύρνη, σύμφωνα με τα άρθρα 65-83 της συνθήκης, μόνο μετά από 5 χρόνια και κατόπιν δημοψηφίσματος των κατοίκων της θα μπορούσε να προσαρτηθεί στην Ελλάδα. Η Ιταλία παραχωρούσε στην Ελλάδα τα Δωδεκάνησα, εκτός της Ρόδου, η οποία γινόταν αυτόνομη και μόνο μετά από δημοψήφισμα θα μπορούσε να προσαρτηθεί στην Ελλάδα.

Η Κωνσταντινούπολη αναγνωριζόταν πρωτεύουσα του τουρκικού κράτους, υπό την αίρεση των συμμάχων, για την περίπτωση που η Τουρκία δε θα τηρούσε τα συμφωνημένα. Τα Στενά των Δαρδανελίων κηρύσσονταν ουδέτερη και αφοπλισμένη ζώνη.

Η Συνθήκη των Σεβρών αφόπλιζε την Τουρκία (της άφηνε ολιγάριθμες αστυνομοστρατιωτικές δυνάμεις) και άφηνε ελεύθερη τη δίοδο των Στενών, εκτός από τα πολεμικά και τα εμπορικά πλοία, πράγμα που έθετε κάτω από τον έλεγχο των Αγγλογάλλων το εμπόριο και την ασφάλεια των χωρών της Μαύρης Θάλασσας.

Οι «παραχωρήσεις» των μεγάλων δυνάμεων προς την Ελλάδα αποσκοπούσαν στη χρησιμοποίησή της για την αντιμετώπιση του κεμαλικού εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος, το οποίο, αφού ξεπέρασε τις πρώτες δυσκολίες, κατόρθωσε να δημιουργήσει αξιόμαχο στρατό που κατάφερε σοβαρά χτυπήματα στους συμμάχους, φτάνοντας ν’ απειλεί και την Κωνσταντινούπολη και τα Δαρδανέλια. Η ανάληψη από τις δυνάμεις της Αντάντ μιας σοβαρής στρατιωτικής επιχείρησης για τη συντριβή του κεμαλικού κινήματος παρουσίαζε σοβαρότατες δυσκολίες γι’ αυτές. Έτσι, η χρησιμοποίηση του ευρισκόμενου πια στη Μικρά Ασία ελληνικού στρατού ήταν η πιο πρόσφορη λύση εκείνη τη στιγμή, για την αντιμετώπιση της άμεσης κεμαλικής απειλής. Λύση που διευκολυνόταν από τις δηλώσεις του Βενιζέλου για την επιβολή με τη δύναμη των ελληνικών όπλων της συνθήκης.

Όπως αναφέρει ο Φραγκούλης, ο Βενιζέλος σε τηλεγράφημά του από το Λονδίνο προς τον υπουργό Εξωτερικών στην Αθήνα ανέφερε ότι ο Άγγλος υπουργός των στρατιωτικών, Τσόρτσιλ, του είπε ότι η αγγλική κυβέρνηση θέλει να μάθει αν η Ελλάδα είναι διατεθειμένη να επιβάλει στρατιωτικά τους όρους της συνθήκης, γιατί η Αγγλία έχει άλλες απασχολήσεις και δεν μπορεί να δώσει στην Ελλάδα άλλη βοήθεια, παρά μονάχα πολεμικό υλικό. Ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να υπολογίζει στη συνεργασία Γαλλίας-Ιταλίας. Κι ο Βενιζέλος όχι μόνο δέχτηκε όσα του σύστησε ο Τσόρτσιλ, αλλά και ανέλαβε να αποκαταστήσει την τάξη σε έκταση εφταπλάσια απ’ ό,τι προέβλεπε η Συνθήκη των Σεβρών.

Γιατί, λοιπόν, να μη χρησιμοποιήσουν οι μεγάλες δυνάμεις την προσφορά αυτή του Βενιζέλου, που στη δοσμένη κατάσταση παρουσιαζόταν σαν ο καλύτερος τρόπος πραγματοποίησης του αποφασισμένου διαμελισμού του τουρκικού κράτους; Οι ίδιες οι δυνάμεις δε θα διακινδύνευαν ούτε αίμα, μα ούτε και χρήμα, από τη μια, και από την άλλη, κρατώντας τις αποστάσεις τους από τον Κεμάλ, θα άφηναν ανοιχτή την πόρτα για ενδεχόμενες διαπραγματεύσεις, προσεγγίσεις και συμφωνίες μαζί του στο μέλλον.

Οι κίνδυνοι μιας αποτυχίας, σ’ αυτή την περίπτωση, δε θα απέκλειαν στις μεγάλες δυνάμεις, και ιδιαίτερα στην Αγγλία, άλλους τρόπους πραγματοποίησης των βλέψεών τους στην περιοχή.

Σε μια τέτοια βάση στηρίχτηκε το 1920 η σύμπτωση ιμπεριαλιστικών συμφερόντων και σκοπών σχετικά με το ρόλο που θα έπαιζε ο ελληνικός παράγοντας στη δοσμένη στιγμή. Η βάση αυτή, όμως, θα αποδειχθεί από την εξέλιξη των γεγονότων ότι δεν ήταν στέρεη.

Αμέσως μετά την υπογραφή της συνθήκης, ο Σφόρτσα, υπουργός Εξωτερικών της Ιταλίας, «προέβαινεν εις την δήλωσιν ότι η Ιταλία δεν θα απεχώρει εκ της Δωδεκανήσου, η δε Γαλλία περιήρχετο εις αντίθεσιν προς την Αγγλίαν, δια τα αφορώντα την Μικράν Ασίαν και την Τουρκίαν εν γένει, της οποίας ανελάμβανε την ενίσχυσιν». Μύλος λοιπόν, μ’ ένα συγκεκριμένο άλεσμα: Την Ελλάδα και τον λαό της.

Η Συνθήκη των Σεβρών στάθηκε θνησιγενής, γιατί δεν επρόκειτο για κλείσιμο ειρήνης, αλλά για συνέχιση του πολέμου, και υπογράφηκε από δυνάμεις που είχαν αντίθετες επιδιώξεις και συμφέροντα και που είχαν αποφασίσει να μην την εκτελέσουν.

Είναι χαρακτηριστικό πως ο ίδιος ο πρόεδρος της Γαλλίας, Πουανκαρέ, παρομοίασε τη συνθήκη που υπογράφηκε στις Σέβρες «σαν ένα πράμα εύθραυστο, ίσως σπασμένο βάζο». Η τύχη της Συνθήκης αφέθηκε να κριθεί στο μέτωπο των επιχειρήσεων, σ’ έναν άγριο πόλεμο, που ανατέθηκε από τους Άγγλους στον ελληνικό στρατό.

Παράλληλα η σοβιετική Ρωσία θεώρησε τη Συνθήκη των Σεβρών σαν την πιο ληστρική συνθήκη του συστήματος των Βερσαλλιών.

Το αντιαποικιακό εθνικό απελευθερωτικό κίνημα στην Τουρκία και την Εγγύς Ανατολή δεν μπορούσε να ανεχθεί μια συνθήκη που δυνάμωνε την αποικιακή εκμετάλλευση και υποδούλωση. Η νέα Τουρκία του Κεμάλ, που δεν αναγνώρισε τη συνθήκη, αντέδρασε αποφασιστικά. Ορθώθηκε σ’ έναν άγριο πόλεμο, σε μια θανάσιμη πάλη για την υπεράσπιση της εθνικής της ανεξαρτησίας.

Η κυβέρνηση, όμως, του Γούναρη που εκπροσωπούσε τη συντηρητική μερίδα της ολιγαρχίας κατά πλειοψηφία, τα “παλιά τζάκια” και τους ξενόδουλους μοναρχικούς, οργάνωσε στα βιαστικά, κάτω από ένα αφόρητο καθεστώς τρομοκρατίας, δημοψήφισμα με το οποίο επανέφερε το βασιλιά Κωνσταντίνο, και παρά τις διακηρύξεις της για σταμάτημα του πολέμου, κάτω από την πίεση των αγγλικών συμφερόντων τον συνέχισε και τον επέκτεινε, με αποτέλεσμα να οδηγήσει τελικά τον ελληνικό στρατό στην ιστορικών διαστάσεων ήττα του στον ποταμό Σαγγάριο.

Εσωτερική κατάσταση

Το αδιέξοδο, που είχε δημιουργηθεί, με την ενεργό ανάμιξη της Ελλάδας στη μικρασιατική περιπέτεια, όξυνε την εσωτερική κρίση. Τα πάθη και τα μίση ανάμεσα στη βενιζελική και αντιβενιζελική παράταξη κορυφώθηκαν με τη δολοφονική απόπειρα εναντίον του Βενιζέλου στις 12.8.1920 και τη δολοφονία από τους βενιζελικούς του Ίωνα Δραγούμη.

O πρώτος παγκόσμιος πόλεμος έχει φορτίσει τα λαϊκά στρώματα και με τις σοβαρές επιπτώσεις του. Ασταμάτητη άνοδος των τιμών, βαριά φορολογία, πληθωρισμός όξυναν την πολιτική κατάσταση και ο Bενιζέλος προκηρύσσει εκλογές. H αντιβενιζελική παράταξη προσπαθεί να εκμεταλλευτεί τη δυσαρέσκεια του λαού από την τυχοδιωκτική εκστρατεία στη Mικρά Aσία για να κερδίσει τις εκλογές, προτείνοντας μάλιστα εκλογική συνεργασία με το ΣEKE. H συνεργασία αυτή απορρίφθηκε επισήμως από το έκτακτο εκλογικό συνέδριο του ΣΕΚΕ, που αποφάσισε την ανεξάρτητη κάθοδό του.

Αλλά η υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών και η ανάθεση της επιβολής βασικά στον ελληνικό στρατό προμήνυαν νέο πόλεμο, στο έδαφος της Τουρκίας πλέον, και ας αναγγελλόταν ως συμφωνία ειρήνης. Έτσι κι αλλιώς, ο ελληνικός στρατός είχε αποβιβαστεί στη Σμύρνη από το Μάη του 1919, ενώ πολεμικές επιχειρήσεις ενάντια στο στρατό του Κεμάλ είχαν προηγηθεί της Συνθήκης. Ο ελληνικός στρατός βρισκόταν σε διαρκείς πολεμικές επιχειρήσεις από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά και συμμετείχε στην εισβολή των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων της Αντάντ στη Σοβιετική Ρωσία, (ουκρανική εκστρατεία στα 1919). Ήδη, με την ανακοίνωση της ΚΕ του Κόμματος, για τη Συνθήκη των Σεβρών, δόθηκε αναλυτικά η πολιτική και οι θέσεις του για τη μικρασιατική εκστρατεία.

Το ΣΕΚΕ (ΚΚΕ), από την έναρξη ακόμη της μικρασιατικής εκστρατείας, με την απόβαση του στρατού στη Σμύρνη, αποκάλυψε τον χαρακτήρα της και την εκμετάλλευση του δίκιου των καταπιεζόμενων Ελλήνων της Μικράς Ασίας για ελευθερία, για σκοπούς ιμπεριαλιστικούς και κατακτητικούς. Ήταν το μόνο κόμμα που αντιτάχτηκε στον άδικο και τυχοδιωκτικό πόλεμο. Προειδοποίησε το λαό για τις συνέπειές του και πάλεψε, με όλες τις δυνάμεις του, για να τον αποτρέψει, αψηφώντας τις άπειρες διώξεις, (φυλάκιση ολόκληρης της ΚΕ του ΣΕΚΕ, φυλακίσεις και εξορίες στελεχών του), που υπέστη γι’ αυτήν τη συνεπή στάση του απέναντι στην εργατική τάξη και το λαό της Ελλάδας. Έτσι, στηριγμένο στη μαρξιστική λενινιστική θεωρία, αν και νεαρό τότε κόμμα με λιγοστές δυνάμεις πάλευε ενάντια στα ιμπεριαλιστικά σχέδια και τις κατακτητικές επιδιώξεις της άρχουσας τάξης που μόνο δεινά φόρτωνε το λαό. Είναι χαρακτηριστική η εκτίμησή του για τη Συνθήκη των Σεβρών, όταν σύσσωμη η αστική τάξη πανηγύριζε για την υπογραφή της. Το ΣΕΚΕ (ΚΚΕ), όχι μόνο καταγγέλλει τη Συνθήκη, αλλά προειδοποιεί το λαό για τους κινδύνους που περικλείει για νέους πολέμους, αλλά και ποια θα ήταν η πραγματική ειρήνη που ποθούσε ο λαός.

Όμως τα δεινά του πολέμου επιβάρυνε η Μικρασιατική εκστρατεία με τη μεγάλη και συνεχιζόμενη επιστράτευση και την παράλληλη μείωση της παραγωγής, την αύξηση των στρατιωτικών δαπανών. Είναι η χρυσή ευκαιρία των ξένων κεφαλαίων να δυναμώσουν την εξάρτηση και να κυριαρχήσουν σε όλα τα επίπεδα.

Όσο η εξέλιξη των γεγονότων ξεσκέπαζε τους πραγματικούς σκοπούς της εκστρατείας και όσο μεγάλωνε η αιμορραγία εξαιτίας του πολέμου, τόσο μεγάλωνε και η αγανάκτηση του ελληνικού λαού. Σε συνθήκες ογκούμενης λαϊκής αγανάκτησης και οργής, το Νοέμβρη του 1920, τα ενωμένα αντιβενιζελικά κόμματα κατεβαίνουν στις εκλογές με τα δημαγωγικά συνθήματα του τερματισμού της μικρασιατικής εκστρατείας και της επιστροφής των φαντάρων στα σπίτια τους. Η επίπλαστη φιλειρηνική αντιπολεμική προπαγάνδα, επηρεάζει τις μικροαστικές μάζες και τον αγροτικό πληθυσμό, που έχουν κουραστεί και απογοητευθεί από τους πολεμικούς τυχοδιωκτισμούς και ζητάνε ειρήνη και ησυχία. Έτσι, τα αντιβενιζελικά κόμματα κερδίζουν τις εκλογές με μεγάλη πλειοψηφία.

Η κυβέρνηση, όμως, του Γούναρη που εκπροσωπούσε τη συντηρητική μερίδα της ολιγαρχίας κατά πλειοψηφία, τα «παλιά τζάκια» και τους ξενόδουλους μοναρχικούς, οργάνωσε στα βιαστικά, κάτω από ένα αφόρητο καθεστώς τρομοκρατίας, δημοψήφισμα με το οποίο επανέφερε το βασιλιά Κωνσταντίνο, και παρά τις διακηρύξεις της για σταμάτημα του πολέμου, κάτω από την πίεση των αγγλικών συμφερόντων τον συνέχισε και τον επέκτεινε, με αποτέλεσμα να οδηγήσει τελικά τον ελληνικό στρατό στην ιστορικών διαστάσεων ήττα του στον ποταμό Σαγγάριο.

Αίτια

Ποια είναι τα αίτια που οδήγησαν τη χώρα μας στη μικρασιατική εκστρατεία και ποιος είναι ο χαρακτήρας του μικρασιατικού πολέμου; Ποιοι είναι οι υπαίτιοι της τρομακτικής συμφοράς που βρήκε την πατρίδα μας τον Αύγουστο του 1922; Υπήρχε τρόπος να υπερασπιστούν πιο αποτελεσματικά τα δικαιώματα του μικρασιατικού ελληνισμού;

Οι κύριες αιτίες της αντεθνικής και εγκληματικής στάσης και των δύο τότε μεγάλων κομμάτων στα πολεμικά γεγονότα του 1919-1922 ήταν η οικονομική και πολιτική εξάρτηση της χώρας από τις ξένες μεγάλες δυνάμεις, η στενή σύνδεση των οικονομικών συμφερόντων του ντόπιου κεφαλαίου με τα συμφέροντα των ξένων και η πολιτική υποτέλειας που για τους παραπάνω λόγους ήταν υποχρεωμένη να ακολουθεί.

Η εμπλοκή της Ελλάδας στη μικρασιατική εκστρατεία οφείλεται στις διατάξεις της Συνθήκης “Ανακωχής του Μούδρου” (Οκτώβρης 1918), που αποτελούν την επιβολή των αγγλικών όρων επικυριαρχίας στην Εγγύς και Μέση Ανατολή και του διαμελισμού της Τουρκίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι τους όρους της ανακωχής υπαγόρευσε ο Άγγλος αντιναύαρχος Σίμφσετ Αρθρουρ Κουχ Κάλθροπ, χωρίς καμιά συγκατάθεση των άλλων μελών της συμμαχίας.

Οι όροι της ανακωχής ήταν ταπεινωτικοί για την ηττημένη οθωμανική αυτοκρατορία και καταργούσαν κάθε ίχνος εθνικής ανεξαρτησίας του τουρκικού λαού.

Έτσι, το Ανώτατο Συμμαχικό Συμβούλιο αποφάσισε στις 6.5.1919 να αναθέσει το ρόλο της αστυνόμευσης της Τουρκίας στην Ελλάδα.

Αξίζει να υπογραμμιστεί το γεγονός ότι η απόφαση ήταν περισσότερο επιβολή της αγγλικής θέλησης παρά συλλογική ενέργεια, γιατί, όπως είναι γνωστό, στηρίχτηκε σ’ έναν προσωρινό αγγλογαλλικό συμβιβασμό της στιγμής, στην ανοχή των ΗΠΑ και πάρθηκε εν απουσία της Ιταλίας.

Το γεγονός ότι ο ρόλος του κύριου εκτελεστή της αγγλικής πολιτικής στην Εγγύς Ανατολή, μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ανατέθηκε στην Ελλάδα, δεν μπορεί να θεωρηθεί σαν κάτι το τυχαίο. Υπέρ αυτής της εκλογής συνηγορούσαν μια σειρά αντικειμενικοί λόγοι. Και πριν απ’ όλα, λόγοι οικονομικοί που συνέδεαν το ελληνικό με το αγγλικό κεφάλαιο, το οποίο, παρά το γεγονός ότι μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο την πρώτη θέση στις ελληνικές εισαγωγές είχαν καταλάβει οι ΗΠΑ, εξακολουθούσε ωστόσο να συνδέεται στενότατα με το ελληνικό εφοπλιστικό, παροικιακό και διαμετακομιστικό κεφάλαιο και να ελέγχει έτσι την οικονομία της χώρας.

Μαρτυρίες

Χαρακτηριστική είναι η μαρτυρία του Χάρολντ Νίκολσον, στελέχους του Φόρεϊν-Όφις, ο οποίος το Δεκέμβρη του 1920 σε μνημόνιο προς τον υπουργό του, μεταξύ των άλλων ομολογούσε: «Ο λόγος που μας έσπρωξε στην υποστήριξη της Ελλάδας δεν ήταν συναισθηματική παρόρμηση, αλλά φυσική έκφραση της παραδοσιακής μας πολιτικής, που συνίστατο στην προστασία των Ινδιών και της Διώρυγας του Σουέζ. Για έναν ολόκληρο αιώνα υποστηρίξαμε την Τουρκία, θεωρώντας την ως την πρώτη γραμμή άμυνας στην Ανατολική Μεσόγειο. Όμως αποδείχθηκε αναξιόπιστος σύμμαχος και έτσι περάσαμε στη δεύτερη γραμμή. Από τη γεωγραφική άποψη, η θέση της Ελλάδας είναι μοναδική για τις επιδιώξεις μας. Πολιτικά, η χώρα αυτή ήταν αρκετά ισχυρή σε περίοδο ειρήνης, ώστε να μη μας δημιουργεί θέμα δαπανών και αρκετά αδύνατη σε περίπτωση πολέμου, ώστε να είναι υποτελής σ’ εμάς».

Αξίζει να παρατεθεί κι ένα πολύ χαρακτηριστικό απόσπασμα από ομιλία του Λόιντ Τζορτζ στην αγγλική Βουλή. «Οι Έλληνες, είναι ένας λαός του μέλλοντος εις την Μεσογειακήν Ανατολήν. Γόνιμοι και πλήρεις δράσεων αντιπροσωπεύουν τον χριστιανικόν πολιτισμόν έναντι της βαρβαρότητος των Τούρκων. Είναι τώρα 5 έως 6 εκατομμύρια. Εάν επεκταθούν ως υπολογίζομεν, θα γίνουν 20 εκατομμύρια εντός 50 ετών. Άριστοι ναύται, θα καταστούν δύναμις ναυτική. Θα γίνουν οι πρώτοι φύλακες της μεγάλης οδού ήτις εξασφαλίζει την ενότητα της Συμπολιτείας».

Κι ήρθε η καταστροφή. Οι σφαγές κατά Ελλήνων και Αρμενίων από τους Τούρκους έκαναν τον Αμερικανό Πρόξενο στην Σμύρνη Τζωρτζ Χόρτον (George Horton) να γράψει: «Ένα από τα δυνατότερα συναισθήματα που πήρα μαζί μου απ’ τη Σμύρνη ήταν το συναίσθημα της ντροπής, διότι άνηκα στο ανθρώπινο γένος».

Ο διωγμός του 1922, δημιούργησε ένα μακρύ μεταναστευτικό οδοιπορικό, ίσως ένα από τα μεγαλύτερα της ιστορίας. Η αναγκαστική μετακίνηση δυο εκατομμυρίων προσφύγων στις ακτές του Αιγαίου που δημιούργησε τεράστια ανθρώπινα παλιρροϊκά κύματα, τα οποία με την ωστική δύναμή τους επέδρασαν –σε κοινωνικοπολιτικό, οικονομικό και πολιτισμικό επίπεδο– στις ιστορικές εξελίξεις.

Σ’ ένα κράτος, το Ελληνικό κράτος –απροετοίμαστο αλλά και ανίκανο να αντιμετωπίσει δύο εκατομμύρια πρόσφυγες– που δημιούργησε σ’ όλη την ελληνική επικράτεια συνοικισμούς παραπηγμάτων στις παρυφές των δομημένων πόλεων ή και εκτός των συνόρων αυτών.

* Ο Στέλιος Κανάκης διδάσκει στην επαγγελματική εκπαίδευση και παράλληλα δραστηριοποιείται σε διάφορες επιχειρήσεις, κυρίως στο χώρο του βιβλίου. Έχει γράψει, υπό μορφή ημερολογίων, τα «Με τη μουσική του κόσμου», «Οι μουσικοί του κόσμου» και «Δώδεκα μήνες μουσική». Επίσης τα βιβλία «Ιερές Βλακείες», Εμπειρία Εκδοτική 1η και 2η έκδοση – Εκδόσεις Εντύποις 3η και 4η, το «Η Αγρία Γραφή», Εκδόσεις ΚΨΜ και το «Τ’ Άστρα στο κεφάλι μας», Εκδόσεις Εντύποις.
[email protected] Facebook: Stelios Kanakis /ΣΤΕΛΙΟΣ ΚΑΝΑΚΗΣ


Πηγή: atexnos.gr


Δρόμος ανοιχτός

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου