Μάριο Ντράγκι: Ο ''αυτόματος πιλότος'' των αγορών στο τιμόνι

 

Του Γιώργη - Βύρωνα Δάβου

Η από πολλού καιρού προαναγγελθείσα απονομή του χρίσματος στον Μάριο Ντράγκι για τον σχηματισμό κυβέρνησης τεχνοκρατών στην Ιταλία, συνιστά μία τακτική που από αμνημονεύτων χρόνων προσφέρει πάντοτε χείρα βοηθείας στην ιταλική άρχουσα τάξη να ξεπεράσει τα εσωτερικά, αδιέξοδά της, που πάντοτε δημιουργούνται λόγω του παραδοσιακού πολιτικού πολυπαραγοντισμού και διαφορισμού των κομμάτων, ώστε να διατηρηθούν ακλόνητες οι υφιστάμενες ισορροπίες δυνάμεων.

Μόνο από την δεκαετία του ‘90 και την επανεκκίνηση της Ιταλικής Δημοκρατίας μετά την επιχείρηση “Καθαρά Χέρια” έχουμε να απαριθμήσουμε τις διορισμένες κυβερνήσεις τεχνοκρατών Τσάμπι (1993-4), μετέπειτα προέδρου της Δημοκρατίας, Ντίνι (1995-6), Μόντι (2011-3) και τώρα Ντράγκι. Είναι μία πολιτική “Μέρα της Μαρμότας”, καθώς εφαρμόζεται ακριβώς η ίδια συνταγή με την όχι τυχαία επιλογή πρώην υπουργών Οικονομίας ή διοικητών της Τραπεζας της Ιταλίας, πλήρως ευθυγραμμισμένων με τις Βρυξέλλες και τα ευρωπαϊκά σύμφωνα (Μάαστριχτ, Ευρώ, Σύμφωνο Σταθερότητας, Ταμείο Ανασυγκρότηση), που επιστρατεύονταν οσάκις η εφαρμογή τους στην Ιταλία ετίθετο εν αμφιβόλω.

Η εκλογή, μάλλον η επιβεβαίωση της αυτο-υποψηφιότητας του Ντράγκι (έτσι όπως εκείνη είχε εκφρασθεί έμμεσα με το άρθρο του στους Financial Times τον Μάρτιο του περασμένου έτους, με οικονομικά “προνουντσιαμέντα” ενόψει πανδημίας και στην σχεδόν αρχηγική και προγραμματική διάλεξή του στο Ρίμινι τον επόμενο Αύγουστο), συμβάλλει στο να αρθούν πολλά αδιέξοδα για την πολιτικο-οικονομική τάξη, τόσο μέσα στη χώρα, όσο και στην Ε.Ε.

Κατ’ αρχάς, η λύση Ντράγκι βοηθά να αποφευχθεί ο κίνδυνος μίας νέας εκλογικής αναμέτρησης, που κανένα από τα κοινοβουλευτικά κόμματα δεν επιθυμούσε, και να ανατραπεί με ήπιο τρόπο η κυβέρνηση του Τζουζέπε Κόντε, η οποία ήταν απεχθής στους κύκλους των βιομηχάνων και πλέον είχε απωλέσει και την εμπιστοσύνη των Βρυξελλών λόγω της αδυναμίας της να κυρώσει τα μνημονιακά μέτρα του Υπερταμείου Ανάκαμψης της Ε.Ε. (κυρίως λόγω των δισταγμών του συγκυβερνώντος Κινήματος Πέντε Αστέρων). Επιπλέον καθησυχάζει τις Βρυξέλλες για την απομάκρυνση του κινδύνου να ανακάμψει στο τιμόνι της Ιταλίας ένα αντι-ευρωπαϊκό κόμμα, όπως η Λέγκα του Ματέο Σαλβίνι και ο “φυσικός” σύμμαχός του, οι ακροδεξιοί “Αδελφοί της Ιταλίας” της Τζόρτζια Μελόνι.

Η Μελόνι άλλωστε φαίνεται πως είναι η μόνη πολιτική δύναμη στην Ιταλία που επιμένει να διατηρήσει τον ρόλο της αντιπολίτευσης στον Ντράγκι, μιας και ο Σλαβίνι (ω του θαύματος!) ξαφνικά δέχθηκε την επιφοίτηση στον “Δρόμο της Δαμασκού”, καθώς έχει πλήρως μεταστραφεί υπέρ του Ντράγκι, του Υπερταμείου και της Ευρώπης. Σε βαθμό που ο συνήθης πολέμιος της μεταναστευτικής πολιτικής της Ε.Ε. σιωπά για τη νέα διάσωση 422 μεταναστών από το πλοίο Ocean Viking και τάσσεται υπέρ της αποβίβασής τους, ενώ ήδη έχει δηλώσει πως θα ψηφίσει και υπέρ του Υπερταμείου. Πολλοί βέβαια κρατούν μικρά καλάθια αναφορικά με τον σκοπό του άξαφνου προσηλυτισμού του Σαλβίνι και του καιροσκοπισμού που αυτός κρύβει.

Πλέον ο Ντράγκι, που με τις προαναφερθείσες παρεμβάσεις του και τις μέχρι τώρα καταστατικές του ανακοινώσεις, έχει καταστήσει σαφές orbi et urbi το οικονομικό πρόγραμμά του, που θεωρητικά συνίσταται στον διαχωρισμό “καλού” και “κακού” χρέους και στις επενδύσεις στην “αναπτυξιακή” επιχειρηματικότητα και υποδομές (που όλοι φανταζόμαστε ποιούς κλάδους αφορούν και ποιές όχι), αλλά και στην εκπαίδευση των νέων (που όλοι υποψιαζόμαστε πού θα στοχεύει).

Η νέα φορολογική μεταρρύθμιση που προτείνει είναι στα αποδεκτά μέτρα και τις φοροαπαλλαγές που θα ήθελε η Confindustria (ιταλικός σύνδεσμος βιομηχανιών), αλλά και τα πρώτα μέτρα για την εκπαίδευση ακολουθούν τα προγράμματα των προκατόχων του, που συμπλέουν φυσικά με τις ρήτρες του ευρωπαϊκού προγράμματος για τη νέα γενιά που περιέχεται στις προβλέψεις του Ταμείου Ανασυγκρότησης.

O πιο κερδισμένος απ’ όλους φυσικά είναι ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι, ο οποίος όχι μόνον επιστρέφει από το παράθυρο στην πολιτική σκηνή, ως κύριος μεσολαβητής μεταξύ δεξιάς και αριστεράς στα κοινοβουλευτικά ερείσματα της νέας κυβέρνησης, αλλά κυρίως λόγω του ότι μέσα στην κυβέρνηση Ντράγκι αναστέλλονται όλες οι δικαστικές διώξεις εναντίον του για παρελθούσες υποθέσεις και σκάνδαλα. Μόνον έτσι θα μπορούσε κάποιος να ερμηνεύσει τον θερμό χαιρετισμό που αντάλλαξε ο Καβαλιέρε με τον άνθρωπο που ως διοικητής της ΕΚΤ είχε συμφωνήσει και συμβάλλει στην πραξικοπηματική “εκπαραθύρωση” της νόμιμα εκλεγμένης κυβέρνησής του το 2012 για να εγκατασταθεί η τεχνοκρατική κυβέρνηση του Μάριο Μόντι (επίσης παλιού συναδέλφου του Ντράγκι στην περιώνυμη Goldman Sachs), προκειμένου να φέρει εις πέρας το “μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα” που ήθελαν οι Βρυξέλλες να εφαρμοσθεί στην Ιταλία.

Άλλωστε η επιλογή-επιβολή του Μάριο Ντράγκι υπακούει σε μία επιτακτική ανάγκη όχι μόνον της ιταλικής, αλλά και διεθνούς οικονομικο-πολιτικής τάξης να προωθήσει μέσα από την παραδειγματική εφαρμογή της σε μία προηγμένη ma non troppo, καθ’ ότι σε σχετική αποδρομή, βιομηχανική χώρα του σχεδίου για τη “δημιουργική καταστροφή” της αγοράς όπως την ξέρουμε ως τώρα, μέσα από μία συναίρεση του άκρατου φιλελευθερισμού και του εστιασμένου κρατικού κενσιανισμού (των επιχειρήσεων). Άλλωστε η θητεία του Ντράγκι στην ΕΚΤ (2011-19) με το γνωστό δόγμα “whatever it takes” για την προστασία του ευρώ, των τραπεζών και των μεγάλων ευρωπαϊκών μονοπωλίων, εγγυάται την ευθυγράμμιση της χώρας και τρίτης οικονομίας στην ευρωζώνη στον νέο μνημονιακό κύκλο και το νέο οικονομικό παιχνίδι που βρισκεται στην γραμμή εκκίνησης.

Η “εποικοδομητική” προσφορά του Ντράγκι στην εφαρμογή των ιδιωτικοποιήσεων και των εργασιακών μεταρρυθμίσεων έχει μακρά προϊστορία από την εποχή που ξεκίνησαν επιθετικά οι σχετικές διαδικασίες υπό τη μπαγκέτα των Βρυξελλών στη δεκαετία του ‘90. Ο ίδιος υπήρξε γενικός διευθυντής του υπουργείου Οικονομικών στο διάστημα 1991-2001, και μάλιστα, το 1993 διορίστηκε επικεφαλής της Επιτροπής Ιδιωτικοποιήσεων.

Υπό την καθοδήγησή του ξεκίνησε μια καταστροφική διαδικασία πώλησης ιταλικών δημόσιων εταιρειών, η οποία οδήγησε στην εξωφρενική διόγκωση βιομηχανικών ομίλων, που ενώ δημιουργήθηκαν στην ουσία με τα χρήματα των φορολογουμένων πωλήθηκαν έναντι πινακίου φακής σε ιδιωτικά συμφέροντα – με τις επιπτώσεις (βλ. περίπτωση Arcelor Mittal) στον εργασιακό και οικονομικό τομέα να είναι αισθητές ακόμη και σήμερα για τους πολίτες και τον κρατικό προϋπολογισμό. 

Μάλιστα, οι εκποιήσεις που σχεδίαζε το Ντράγκι (επί “κεντροαριστερών κυβερνήσεων” υπό τον Ρομάνο Πρόντι και επιπλέον κάποιες προτού καν αποχωρήσει η Rifondazione Comunista) είχαν φέρει την Ιταλία τα χρόνια εκείνα στις κορυφές της παγκόσμιας κατάταξης στις ιδιωτικοποιήσεις. Αποκορύφωμά τους ο ενοποιημένος νόμος 58/1998, ο γνωστός ως “Πυλώνας Ντράγκι” (που σήμερα σχεδόν ουδείς μνημονεύει). Παράλληλα με τους νόμους εκείνους που ενορχήστρωσε, ο Ντράγκι υλοποίησε κυρίως την ιδιωτικοποίηση του ιταλικού Χρηματιστηρίου, ένα μέτρο που έχει αποβεί καθοριστικό και όλο και πιο σημαντικό στην οικονομική και θεσμική ισορροπία της χώρας.

Μετά ακολουθεί για τον Ντράγκι η παρένθεση στη Goldman Sachs μέχρι το 2005: είναι εκεί όπου η μοίρα του θα πρωτοσυναντηθεί με τα ελληνικά πεπρωμένα και μάλλον σε εκείνο το διάστημα τέθηκαν οι βάσεις για τον ελληνικό εφιάλτη, που ο ίδιος ως επικεφαλής αργότερα της ΕΚΤ θα φροντίσει με την επιθετική του πολιτική (το “whatever it takes” δεν λειτουργεί μονάχα στην επιχείρηση σωτηρίας του ευρώ και των τραπεζών, αλλά εφαρμόζεται συνάμα και ως μοχλός πίεσης και απειλών που απαιτούν ακριβώς “whatever it takes”).

Όλοι θυμόμαστε πως στη Goldman Sachs προσέφυγε η ελληνική κυβέρνηση κατά το 2001, προκειμένου να “μαγειρέψει” τις παραμέτρους του δημόσιου χρέους για να εισέλθει στο ευρώ. Το περιώνυμο πρώτο swap επέτρεψε στην ελληνική κυβέρνηση να κρύψει 2,8 δισεκατομμύρια από τον προϋπολογισμό για να παρουσιάσει “ευτρεπισμένους” λογαριασμούς στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Όμως η ανάγκη για ένα δεύτερο swap με τη Goldman Sachs, που έπρεπε να υπογραφεί για να καλυφθεί το άνοιγμα του πρώτου και που συνέπεσε με την οικονομική κρίση εκτίναξε τους λογαριασμούς και έδωσε το εναρκτήριο λάκτισμα (κυριολεκτικά) στο ελληνικό πρόβλημα. Καίτοι ο ίδιος ο Ντράγκι δεν ήταν ο υπαίτιος των υπογραφών αυτών, δύσκολα κανείς θα υποστήριζε πως δεν γνώριζε για τις δραστηριότητες εκείνες, ιδίως όταν τα χρόνια της θητείας του στο τιμόνι της ΕΚΤ τηρούσε αμείλικτη στάση, εν πλήρη συμφωνία με τους σκληρούς της Ε.Ε. , έναντι της ελληνικής κυβέρνησης και των αδυσώπητων μέτρων την καλούσε να πάρει, εξαιρώντας την από τους ευρωπαϊκούς μηχανισμούς στήριξης και το Quantitative Easing.

Μία στάση που ο Ντράγκι συνηθίζει να τηρεί, προασπιζόμενος πρώτα τις ανάγκες της αγοράς έναντι του κράτους. Όταν το διάστημα 2005-11 ήταν ο οιακοστρόφος της Τράπεζας της Ιταλίας είχε στείλει (μαζί με τον τοτινό διοικητή της ΕΚΤ) την ιστορική επιστολή στην ιταλική κυβέρνηση, που έστηνε τα δόκανα για το μελλοντικό χρέος της χώρας. Η επιστολή αξίωνε την πλήρη φιλελευθεροποίηση των δημόσιων (κρατικών και τοπικών) υποδομών, ιδίως στην παροχή υπηρεσιών και δημόσιων αγαθών στον πολίτη μέσω ιδιωτικοποιήσεων μεγάλης κλίμακας (μόλις είχαν περάσει δύο μήνες από το νικηφόρο δημοψήφισμα που είχε αποτρέψει την ιδιωτικοποίηση της ύδρευσης). Επίσης εισηγείτο μεταρρύθμιση στις συμβάσεις εργασίας, ώστε οι επιχειρησιακές συμβάσεις να υπερτερούν των κλαδικών. Παράλληλα, έστρωνε το έδαφος για τη μεταρρύθμιση στο καθεστώς των απολύσεων, που συνοδευόταν από αλλαγές στο σύστημα ασφάλισης, στο ταμείο ανεργίας και αναδιατάξεις στον εργασιακό κώδικα.

Κυρίως όμως, εκείνη την περίοδο, μέσα από τη συναίρεση του στόχου για ανάπτυξη με την επίτευξη ενός ισοσκελισμένου προϋπολογισμού, επέβαλε τις “κρατικές δαπάνες” ιδίως στις συντάξεις και την απασχόληση στο δημόσιο και με παράλληλη μείωση μισθού. Εισήγαγε δε τη “ρήτρα αυτόματης μείωσης του ελλείμματος”, θέτοντας υπό αυστηρό έλεγχο τις δαπάνες και ελλείμματα των περιφερειών και των τοπικών αρχών, με μία εν μέρει “συνταγματοποίηση” των δημοσιονομικών κανονισμών, που καθίστανται πιο αυστηροί για τη δημόσια διοίκηση. Αυστηροποίηση που είχε σαν αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, να συρρικνωθεί η δαπάνη για τη δημόσια υγεία και τα νοσοκομεία, που στις τωρινές συνθήκες της πανδημίας είδαμε τι συνέπειες είχαν.

Ο “Σούπερ Μάριο” Ντράγκι, έρχεται πλέον ως χαρισματικός και επιτυχημένος τραπεζίτης να σώσει την Ιταλία από την μετά Covid-19 κρίση. Στις περγαμηνές του, η νομισματική πολιτική της ΕΚΤ το 2011-19, με τις τεράστιες ενέσεις χρηματοοικονομικής ρευστότητας στις αγορές (όχι στα κράτη καθαυτά). Τώρα, σχεδόν όλος ο πολιτικός κόσμος, οι επιχειρηματικοί κύκλοι και τα υποτελή μέσα ενημέρωσης στην Ιταλία αναπέμπουν τα “ωσαννά” για τον μόνο άνθρωπο που γνωρίζει πως να διαχειρισθεί τα τεράστια ποσά του Υπερταμείου για τη χώρα, που θα πρέπει να τοποθετηθούν στις “κατάλληλες” επενδύσεις και να μην προδώσουν το πρόσημο της ευρωπαϊκής προέλευσης και στόχου τους.

Η θητεία του στην ΕΚΤ, αποτελεί εχέγγυο για το πού θα πάνε τα χρήματα (που δεν είναι “δωρεάν”, όσο και εάν επικοινωνείται διαρκώς τούτη η φρεναπάτη): ο Ντράγκι το 2011 έως το 2019 είχε φροντίσει η ΕΚΤ έχει εισφέρει για να σώσει τους ισολογισμούς των ευρωπαϊκών τραπεζών (κατά το 75% σε ιδρύματα της Γαλλίας και της Γερμανίας) που είχαν γεμίσει τοξικά ομόλογα και μη εξυπηρετούμενα δάνεια και για να αποφύγει την πλήρη κατάρρευση των οικονομιών των χωρών που αντιμετωπίζουν δυσκολίες (όχι όλων και όχι πλήρως, όπως αποδείχθηκε με την Ελλάδα), χωρίς όμως να πιάσει τον ποθούμενο στόχο να βγάλει την ευρωζώνη από την κρίση.

Η ιδέα να δοθούν χρήματα σε τράπεζες ως κίνητρο για να χορηγούν δάνεια σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις παρέμεινε μία ψευδαίσθηση: τα δεδομένα του Quantitative Easing καταρρίπτουν την οικονομική αυτή χίμαιρα, καθώς τα δάνεια προς τα νοικοκυριά δεν αυξήθηκαν πάνω από 1%, ενώ όχι παραπάνω από το 27% της επέκτασης του ισολογισμού της ΕΚΤ μεταφράζεται σε δάνεια προς την πραγματική οικονομία.

Μία από τις φράσεις του Μάριο Ντράγκι από εκείνη την περίοδο έχει μείνει ιστορική: “οι αγορές δεν φοβούνται τις εκλογές, γιατί οι μεταρρυθμίσεις έχουν αυτόματο πιλότο”. Όποια σιβυλλική έννοια και εάν είχε τότε η αποστροφή αυτή, πλέον το νόημά της γίνεται σαφές σήμερα. Οι αγορές δεν φοβούνται γιατί μόλις απειληθούν αναλαμβάνουν αυτόματα τον έλεγχο της κυβέρνησης. Παραφράζοντας τον Μαρξ, οι τεχνοκρατικές κυβερνήσεις αποδεικνύουν πως “οι κυβερνήσεις αποτελούν το Δ.Σ. του Κεφαλαίου” και συνεπώς μόλις συσταθούν (για να θυμηθούμε τον Δάντη στη φετινή 700η επέτειό του) από του σημείου αυτού lasciate ogni speranza voi ch’ entrate. Ήτοι, εγκαταλείψτε κάθε ελπίδα εσείς που εισέρχεσθε στην Κόλαση.


Δρόμος ανοιχτός

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου