Γενικεύονται οι κρατικοί πόλεμοι κατά των κοινωνικών δικτύων

 

Της Λαμπρινής Θωμά


Οι περιορισμοί και οι έλεγχοι των μέσων κοινωνικής δικτύωσης σε μια σειρά από χώρες που είτε βρίσκονται υπό το κράτος του σύγχρονου ψυχρού πολέμου είτε δε λειτουργούν ως αστικές δημοκρατίες δυτικού τύπου, είναι γνωστοί. Στη Ρωσία, μπορεί και όλο το διαδίκτυο να «κλείσει» σε αυτό που η πολιτεία ορίζει ως «κατάσταση εκτάκτου ανάγκης». Άλλοι νόμοι υποχρεώνουν τις εταιρίες που ελέγχουν πλατφόρμες να έχουν τους σέρβερ τους σε ρωσικό έδαφος, ρωσική έδρα και Ρώσο υπεύθυνο για το νόμο. Στο Ιράν αυτό έχει ήδη γίνει, στις διαδηλώσεις του 2019, όταν η κυβέρνηση θεώρησε ότι το διαδίκτυο αποτελούσε «προνομιακό χώρο ξένων δυνάμεων». Στην Κίνα το Twitter, η Google και το WhatsApp δεν υφίστανται – οι ντόπιοι μεγάλοι είναι όλοι κινέζοι – τα Weibo, Baidu και WeChat, ενώ οι κινεζικές αρχές έχουν εν μέρει κατορθώσει να ελέγξουν/ κλείσουν και ιδιωτικά δίκτυα παράκαμψης των απαγορεύσεων.

Αυτές οι χώρες ήταν και παραμένουν σημεία αναφοράς στην προσπάθεια κρατικού ελέγχου όσων μεταδίδονται, γράφονται, αναφέρονται στα κοινωνικά δίκτυα. Αλλά, την τελευταία διετία είναι βέβαιο ότι δεν αισθάνονται και τόσο μόνες. 

Στα της Ευρώπης, όπου σήμερα κορυφώνεται, σε κεντρικό επίπεδο, η συζήτηση για το ποια μέτρα θα ληφθούν, την αρχή έκανε η Γερμανία με το νόμο NetzDG  του 2018, ο οποίος αφορά σε εταιρίες με περισσότερους από δύο εκατομμύρια Γερμανούς χρήστες – δηλαδή, όλες τις μεγάλες πλατφόρμες και κάποιες μικρότερες, σε μια χώρα με πληθυσμό 83 εκατομμύρια. Ο νόμος υποχρέωνε τις εταιρίες να αποκτήσουν σύστημα άμεσου ελέγχου καταγγελιών και παραπόνων και να αφαιρούν εντός 24ωρου οποιαδήποτε ανάρτηση «είναι εμφανώς παράνομη». Τα πρόστιμα φτάνουν τα πέντε εκατομμύρια ευρώ για τα φυσικά πρόσωπα και τα πενήντα εκατομμύρια ευρώ για τις εταιρίες που δεν συμμορφώνονται. Επίσης, κάθε έξι μήνες οι εταιρίες οφείλουν να καταθέτουν πλήρη έκθεση πεπραγμένων στο θέμα. Η πρώτη μεγάλη σχετική επιβολή προστίμου έγινε τον Ιούλιο του 2019, οπότε η Facebook υποχρεώθηκε να πληρώσει δύο εκατομμύρια ευρώ διότι «δεν υπήρξε ενδελεχής στις αναφορές παρανόμων δραστηριοτήτων» – η ίδια η εταιρία απάντησε ότι αυτό οφείλεται στον ίδιο το νόμο, που δεν είναι ξεκάθαρος στα περί παρανομίας.

Με την πανδημία και τα προβλήματα που δημιουργεί, όμως, είναι και πολλές ακόμη χώρες που βρήκαν την ευκαιρία να νομοθετήσουν ή να «λάβουν μέτρα» για τον περιορισμό της Ελευθερίας του Λόγου στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Κάποιοι δεν χρειάζονται καν αυτό το άλλοθι.

Στη γειτονική Τουρκία, έχουν απαγορευτεί μια σειρά κοινωνικών δικτύων, με βάση δυο νόμους που πέρασε τον Ιούλιο του 2020 και τον Οκτώβριο του 2020. Ο νόμος προβλέπει ότι εφ’ όσον η κυβέρνηση το ζητήσει, οι πλατφόρμες είναι άμεσα υποχρεωμένες να «κατεβάσουν» δημοσιεύσεις, με πρώτη «τιμωρία», αν δεν συμμορφωθούν, την απαγόρευση των διαφημίσεων (εκεί που πονάει). Επίσης, όλες οι εταιρίες οφείλουν να έχουν αντιπρόσωπο στη χώρα, υπεύθυνο για το νόμο ώστε, όπως είπε ο αρμόδιος υπουργός «να ηττηθεί ο ψηφιακός φασισμός». Μεταξύ των μέτρων είναι και η μείωση του bandwidth των εταιριών που δε θα έχουν συμμορφωθεί ως τότε, κατά 90%, τον Μάιο του 2021. Στο μεταξύ, τα πρόστιμα πέφτουν σαν το χαλάζι (σταθερά στα 4,5 εκατομμύρια ευρώ) και μετά την πρώτη οικονομική «σφαλιάρα» και την απαγόρευση των διαφημίσεων, Facebook, TikTok και YouTube τοποθέτησαν «νομική εκπροσώπηση» στην γείτονα και δήλωσαν πίστη στην «μάχη κατά του ψηφιακού φασισμού». Στην ομάδα προσχώρησε, την προηγούμενη εβδομάδα και το Τwitter, αφήνοντας την Διεθνή Αμνηστία να επιμένει πως τα «κοινωνικά δίκτυα μετατρέπονται σε όργανα κρατικής λογοκρισίας στην Τουρκία»

Η επίθεση στα κοινωνικά δίκτυα θεωρείται «συνέχεια» των νέων «κανόνων» για τα συμβατικά ΜΜΕ, που πλέον ελέγχονται ασφυκτικά από το κράτος. Υπενθυμίζουμε τις συλλήψεις δημοσιογράφων, τις εισβολές σε γραφεία ξένων τηλεοπτικών δικτύων κ.α. που έχουμε δει τα τελευταία χρόνια σε Κωνσταντινούπολη και Άγκυρα. 

Μεγάλες αλλαγές στον τρόπο που δρουν τα κοινωνικά δίκτυα στην Ινδία επιφέρει ο πρόσφατος ο νέος νόμος «Δεοντολογίας Ψηφιακών Μέσων και ενδιαμέσων τους» που πέρασε πρόσφατα και θα τεθεί σε ισχύ στα μέσα Μαΐου. Και ο νόμος ισχύει για όλους – ινδικές και διεθνείς εταιρίες, μικρές και μεγάλες. 

Το Facebook και το WhatsApp, το YouTube, το Twitter, όλα τα γνωστά μέσα θα πρέπει πλέον να έχουν και έδρα στην Ινδία, με κανονική διεύθυνση (γραφείο), και τουλάχιστον τρεις εκπροσώπους, φυσικά πρόσωπα, ινδούς υπηκόους, δηλαδή έναν υπεύθυνο για το νόμο, έναν υπεύθυνο επικοινωνίας και έναν υπεύθυνο παραπόνων. Επίσης, οφείλουν να ελέγχουν πλήρως «το επιβλαβές περιεχόμενο», θα είναι υπεύθυνα τα ίδια να εντοπίσουν «τον πρώτο υπεύθυνο διάδοσης απάτης ή ψεύδους» και θα οφείλουν να «ζητούν την εθελοντική ταυτοποίηση των χρηστών τους», αν και στα μέσα ανταλλαγής μηνυμάτων η ταυτοποίηση του χρήστη είναι υποχρεωτική, όπως και η καταγραφή του ονόματός του και του κινητού του. 

Με λίγα λόγια, με δικαιολογία «την διαρκώς αυξανόμενη ανησυχία για το περιεχόμενο και τις πληροφορίες που διαχέονται», η κυβέρνηση της Ινδίας μετατρέπει τα κοινωνικά δίκτυα σε τμήμα των κατασταλτικών αρχών. Και επιπλέον, το αντίστοιχο του ραδιοτηλεοπτικού συμβουλίου – ανεξάρτητης αρχής- καταργείται και ο έλεγχος γίνεται αποκλειστικά από διϋπουργική επιτροπή. 

Η κυβέρνηση της Ινδίας, με επικεφαλής τον ακροδεξιό Μόντι, αντιμέτωπη με το ισχυρό και επίμονο αγροτικό κίνημα, δεν είναι η μόνη που αποφασίζει να σκληρύνει ιδιαίτερα τους νόμους που αφορούν στις πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης, αν και είναι από τις πρώτες και πιο αυστηρές. Μια σειρά κυβερνήσεων, ειδικά των αυταρχικών και όσων βρίσκονται στα όρια του αυταρχισμού, προσπαθεί μέσω νέων νομοθετικών ρυθμίσεων να ελέγξει το μόνο μηχανισμό πληροφορίας που έχουν οι πολίτες στα χέρια τους. Με άλλοθι τα fake news και τις απάτες, επιβάλλουν μέτρα που πλήττουν την ιδιωτικότητα, την ελευθερία του λόγου, ποινικοποιούν την διαφορετική γνώμη και βάζουν στο «παιγνίδι» τις ίδιες τις εταιρίες- κολοσσούς του  χώρου. 

Η ευκαιρία της πανδημίας αξιοποιήθηκε σε πολλές χώρες, από την Ινδία ως τη Βραζιλία, ειδικά καθώς έγινε αφορμή για πολύ αυστηρότερη και σοβαρότερη κριτική στις κυβερνήσεις: εδώ, πια, μιλούσαμε για χιλιάδες ζωές. 

Στην προσπάθεια να ελεγχθεί η πληροφόρηση και να μην κλιμακώνεται η κριτική για την ανεπάρκεια των κυβερνήσεων, ήταν αναμενόμενο, λοιπόν, αυτές να έρθουν αντιμέτωπες με τους πολίτες, που χρησιμοποιούσαν τα κοινωνικά δίκτυα για να συζητήσουν, κριτικάρουν και φέρουν στο φως ειδήσεις που τα συστημικά (και συνήθως ελεγχόμενα) ΜΜΕ δεν κατέγραφαν. Όταν οι αρνητές της πανδημίας άρχισαν να εμφανίζονται διεθνώς, έγιναν και αυτοί ένα ακόμη όπλο στα κυβερνητικά χέρια – εκτός αν τα κυβερνητικά χέρια ανήκαν σε περίπου αρνητές της πανδημίας, όπως στη Βραζιλία, οπότε το παιγνίδι αντιστρέφονταν και οι Μπολσονάρου του κόσμου τούτου θεωρούσαν τις αναφορές στους νεκρούς (μόλις τον τελευταίο μήνα 45.000 θάνατοι στη Βραζιλία) ως «εναντίον τους επιθέσεις». Και στην Ελλάδα, άλλωστε, είδαμε τα συστημικά μέσα να κατηγορούν ως «αρνητές της πανδημίας» πολίτες που το επιτόπιο ρεπορτάζ έδειχνε πως διαμαρτύρονταν για την μονομερή επιβολή πολύ πιο αυστηρών λοκντάουν στις περιοχές τους (Ασπρόπυργος). 

Στην Ταϊλάνδη το μεγάλο λαϊκό κίνημα που απαιτεί συνταγματικές αλλαγές και αρθρώνει κριτικό λόγο κατά του βασιλέα, έχει βάλει στο στόχο και τα κοινωνικά δίκτυα. Οι πρώτες κινήσεις της αυταρχικής κυβέρνησης προς αυτή την κατεύθυνση έγιναν ήδη το Σεπτέμβριο, με τη στοχοποίηση και ποινική δίωξη όποιου τολμούσε να ποστάρει περί των λαϊκών συγκεντρώσεων σε Facebook, Twitter και YouTube. Το ρόλο του διώκτη ανέλαβε η αστυνομική διεύθυνση κατά του ηλεκτρονικού εγκλήματος, με τη «συνεργασία» του υπουργείου Ψηφιακής Οικονομίας και Κοινωνίας, που έδωσε την εντολή για την άσκηση δίωξης στις μεγάλες πλατφόρμες «διότι απέτυχαν να κατεβάσουν όλα τα παράνομα ποστ για τα οποία είχαν ενημερωθεί». Οι πλατφόρμες έλαβαν προειδοποίηση ότι έπρεπε εντός 15 ημερών να συμμορφωθούν πλήρως. Ειδικά όποιο μήνυμα περιείχε έστω και μία λέξη κατά του βασιλέα σήμαινε τον εντοπισμό και τη δίωξη του χρήστη. Διώξεις ασκήθηκαν κατά πολλών χρηστών του Facebook και του Τwitter, αλλά δε θεωρήθηκαν αρκετές. Ο υπουργός, με αυτή την ευκαιρία, ανέφερε ότι «στην Ταϊλανδή θα διώκονται και οι πάροχοι υπηρεσιών», οι πλατφόρμες, «διότι όταν τα εγκλήματα γίνονται στο έδαφος της Ταϊλάνδης υπόκεινται στον νόμο της Ταϋλάνδης». Ειδικά για το Τwitter, που, προς τιμήν του, αρνήθηκε, το Σεπτέμβριο, να κατεβάσει τους λογαριασμούς δημοσιογράφων και ακτιβιστών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η κυβέρνηση της χώρας προχώρησε στην αυστηροποίηση των κανονισμών και να αποφασίσει ότι αρκεί η δική της εντολή για να υποχρεωθεί το τουίτερ να κατεβάσει ένα λογαριασμό (ή πολύ περισσότερους). 

Ίσως όμως η πιο ενδιαφέρουσα περίπτωση όλων να εντοπίζεται στη Σιγκαπούρη, εκεί που ένας τουλάχιστον δημοσιογράφος αντεπετέθη το 2018 (κι ακόμη τον καλούν για ανάκριση σε κάθε ευκαιρία). Ο λόγος για τον δημοσιογράφο και ιστορικό Πι Τζέι Τουμ (PJ Thum), ιδρυτή του Νιού Νάρατιφ (New Narratif) που, όταν η κυβέρνηση νομοθέτησε το 2018 κατά της διάδοσης των fake news, προσέφυγε στην Ειδική Επιτροπή Σκοπίμων Διαδικτυακών Ψευδών (Select Committee on Deliberate Online Falsehoods), καταθέτοντας εργασία, με την οποία στήριζε την θέση ότι πρέπει να περιληφθεί και η ίδια η κυβέρνηση στους υπόλογους σε αυτό το νόμο. Αν οι κυβερνήσεις ψεύδονται, και τα ψέματά τους διαδίδονται από το διαδίκτυο, τότε δεν πρόκειται άραγε για fake news; Και αν οι πολιτικοί ψεύδονται με στόχο το πολιτικό κέρδος, δεν πρέπει να είναι υπόλογοι; Έχει ενδιαφέρον ότι το βασικό του επιχείρημα το λάμβανε από την περίοδο του ψυχρού πολέμου, και ειδικότερα 1963-1988 κατά την οποία η κυβέρνηση της Σιγκαπούρης φυλάκισε 113 μαρξιστές, και τους κράτησε το μεγαλύτερο διάστημα χωρίς δίκη, κατηγορώντας τους ότι μετείχαν συνομωσίας για την ανατροπή της και την αντικατάστασή της από μαρξιστική, για την οποία ποτέ δεν παρουσίασε ούτε ένα στοιχείο – άλλωστε, όσοι φυλακισμένοι οδηγήθηκαν σε δίκη, οδηγήθηκαν με τελείως άλλες, άσχετες κατηγορίες.  

Στο Πακιστάν, ακολουθείται, πιο αυστηροποιημένο, το γερμανικό πρότυπο, και ο αρχές «κρύφτηκαν» πίσω από τις «οικονομικές συνέπειες» που έχει για τη χώρα η μη τοπική παρουσία των πλατφορμών αυτών. Σύμφωνα με τον πακιστανικό νόμο, οι εταιρίες οφείλουν και να έχουν τους σέρβερς τους – από τους οποίους δε «σβήνεται» τίποτε- αλλά και τοπικά γραφεία στην Ισλαμαμπάντ, και υπεύθυνο για το νόμο συγκεκριμένο φυσικό πρόσωπο, το οποίο «είναι σε διαρκή επαφή με τις τοπικές αρχές». Οι εταιρίες «είναι υποχρεωμένες να παραδώσουν όλα τα στοιχεία κάποιου προσώπου ενδιαφέροντος για τις αρχές, εφ’ όσον αυτές τα ζητήσουν», αλλιώς αντιμετωπίζουν ογκωδέστατα πρόστιμα. Το «παράνομο περιεχόμενο» οφείλει να «κατεβαίνει» εντός 24ωρου και «σε περιπτώσεις που η κυβέρνηση κρίνει εκτάκτου ανάγκης, εντός έξι ωρών». Ποινικές ευθύνες επιφέρουν και οι ψευδώνυμοι λογαριασμοί. Αξίζει εδώ να αναφέρουμε ότι, το YouTube απαγορεύτηκε στο Πακιστάν από το 2012 ως το 2016, με αφορμή βίντεο προσβλητικό για τους μουσουλμάνους, επειδή αρνήθηκε να προσαρμοστεί και να ακολουθήσει το  τότε νομικό πλαίσιο. Η απαγόρευση ήρθη μετά την συμφωνία της πλατφόρμας με την κυβέρνηση επί του ποιες αρχές του Πακιστάν θα μπορούν να «συζητούν» για συγκεκριμένα βίντεο με την εταιρία. Αυτά, σε μια πολύ πιο «αθώα» εποχή των κοινωνικών δικτύων διεθνώς… 

Όταν έκλεισε το Twitter το λογαριασμό του τότε προέδρου των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, ήμασταν πολλοί που υποστηρίξαμε, διεθνώς, πως αυτή η πολυδιαφημισμένη απαγόρευση (που συνοδεύτηκε από 90.000 «σιωπηλές» άλλες) άνοιγε το δρόμο για την λογοκρισία και τον αυταρχισμό εναντίον όλων μας. Δεν είναι τίποτε τυχαίο, ειδικά καθώς, σήμερα, το 70% των πολιτών των ΗΠΑ ενημερώνονται αποκλειστικά από το Facebook και τη Google και ο αριθμός αυτός όλο και μεγαλώνει, ενώ ταυτόχρονα αποτελεί παγκόσμια τάση. Στον «πόλεμο κατά των σελίδων μίσους» στις ΗΠΑ κεντρικό ρόλο πληροφοριοδότη και συνεργού είχε το Ατλαντικό Συμβούλιο, στις καρέκλες του οποίου κάθονται άνθρωποι όπως ο Χένρυ Κίσσινγκερ, οι πρώην διευθυντές της CIA Μάικλ Χέιντεν και Μάικλ Μορέλ, ο πρώην επικεφαλής της Ασφάλειας της Πατρίδος (Homeland Security) Μάικλ Σέρτωφ… [η ύπαρξη τόσων Μιχάληδων στον τομέα της παρακολούθησης των πολιτών υποθέτω ότι είναι τυχαία…]. Η διακίνηση των ιδεών ήταν υπό τον έλεγχο των συγκεκριμένων ανθρώπων και αυτός ακριβώς είναι ο στόχος.  

Από τότε μέχρι σήμερα είναι πάρα πολλές οι χώρες που είτε «έλαβαν μέτρα» είτε «εξετάζουν μέτρα», τα οποία, θα επιμείνω, στρέφονται αναφανδόν κατά της Ελευθερίας του Λόγου, του πρώτου και σημαντικότερου δικαιώματος των πολιτών σε όποια χώρα θέλει να θεωρεί ότι έχει σχέση με τη δημοκρατία. 

Είπαμε, και τότε, ότι δύο όπλα κατέχουν οι κυβερνήσεις στην προσπάθεια τους να μας φιμώσουν, όταν δεν μας ελέγχουν αλλιώς, όπως τα συστημικά μέσα. Τις «καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης», όπως η πολύ βολική πανδημία, και την κατ’ αρχήν στοχοποίηση ανθρώπων ή θεμάτων που βρίσκονται στα όρια του περιθωρίου της κοινωνίας. Στην Ελληνική περίπτωση ζήσαμε παρεμβάσεις τέτοιες κυρίως κατά την απεργία πείνας του Δημήτρη Κουφοντίνα – ήταν το ελληνικό κρας. Οι μέρες του νέου αγώνα για την Ελευθερία του Λόγου έχουν ήδη έρθει. 


Δρόμος ανοιχτός

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου