Του Γεώργιου Νικολαϊδη *
Η “παράδοξη” αυτή συμπεριφορά της κοινωνίας συχνά αποδίδεται από τον τρέχοντα δημόσιο λόγο σε μια θολή έννοια “κούρασης” του κόσμου από το πολύμηνο λοκντάουν και τους συναφείς περιορισμούς, ως εάν το κοινωνικό σώμα να είναι ένα βιολογικό σώμα ή μια μονήρης ψυχή που καταπονείται από την υπερπροσπάθεια. Κάτι τέτοιο φυσικά έρχεται σε εμφανή αντίθεση με πάμπολλες ιστορικές εμπειρίες όπου διάφορες κοινωνίες, της ελληνικής συμπεριλαμβανόμενης, ερχόμενες αντιμέτωπες με σοβαρές απειλές επιστράτευσαν δυνάμεις και εφεδρείες που δεν φαίνονταν καθόλου να διαθέτουν και ανταποκρίθηκαν επιτυχώς στις προκλήσεις των καιρών. Στην περίπτωση όμως της τρέχουσας συγκυρίας η κυρίαρχη αφήγηση οφείλει τουλάχιστον να εξηγήσει γιατί πρυτανεύει αυτή η περίεργη “κούραση” και δεν αφυπνίζει την κοινωνική συνείδηση π.χ. ο ολοένα και αυξανόμενος αριθμός νεκρών ή διασωληνωμένων ή κρουσμάτων του παρόντος πανδημικού κύματος.
Πιστεύουμε ότι το παρόν “παράδοξο” χάνει την όποια παραδοξότητά του αν, αντί για αυτή τη θολή και έωλη αιτιολογική έννοια της “κούρασης”, χρησιμοποιήσει κανείς την πολύ πιο κατανοητή κατηγορία της συνειδητοποίησης. Αν δει κανείς ερμηνευτικά τι συμβαίνει μέσα από ένα τέτοιο πρίσμα, πολλά από τα φαινομενικά “ανεξήγητα” γίνονται κατανοητά και ερμηνεύσιμα.
Ο κόσμος ίσως τελικά απλώς να συνειδητοποιεί.
Ίσως να συνειδητοποιεί ότι η τρέχουσα πανδημία δεν είναι κανένα μυθικό “κακό” που επέπεσε στον πλανήτη. Να συνειδητοποιεί ότι μάλλον δεν θα πεθάνουμε όλοι (όπως περίπου υπονοούσαν τα τρομοϋστερικά δημοσιεύματα και διάφοροι επιστήμονες πέρσι τέτοια εποχή) και ότι και από όσους νοσήσουν σοβαρές επιπτώσεις έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα να πάθουν μάλλον ηλικιωμένοι ή πάσχοντες από σοβαρά υποκείμενα νοσήματα. Ίσως να συνειδητοποιεί ότι μολονότι κάθε θάνατος είναι αναμφίβολα μια προσωπική τραγωδία, όπως δείχνουν τα διεθνή στοιχεία σε επίπεδο στατιστικών η διάμεση ηλικία των θανόντων από κορονοϊό είναι στις αναπτυγμένες χώρες συνήθως ένα-δύο χρόνια κάτω από το προσδόκιμο επιβίωσης κάθε χώρας. Συνεπώς η επιδημία αυτή δεν θα είναι μάλλον “η επιδημία του αιώνα”, κάποιο τρομερό θανατικό που απειλεί τους πάντες και τα πάντα. Παρά το αναντίρρητο άγος των τόσων θανάτων φαίνεται να κυμαίνεται σε όρια συγκρίσιμα με βαριές επιδημίες των διαφόρων μορφών γρίπης τις οποίες ο πλανήτης είχε αντιμετωπίσει επιβιώνοντας, από αυτές όπως του 1957-1958 ή του 1968-1969 και σε καμία περίπτωση δεν φαίνεται να φθάνει π.χ. τη φονικότητα της “ισπανικής γρίπης” του 1917-1918. Ίσως να συνειδητοποιεί ότι ένα άτομο π.χ. νεαρής ή ακόμα και μέσης ηλικίας, αν δεν πάσχει από συγκεκριμένα υποκείμενα νοσήματα, έχει πιθανότητα θανάτου από κορονοϊό συγκρίσιμη με τους θανάτους από τροχαία ατυχήματα έως και τα δαγκώματα φιδιών (σε νεαρότερες ηλικιακές κατηγορίες).
Ίσως να συνειδητοποιεί εμπειρικά εκείνο που δείχνουν οι διεθνείς στατιστικές, ότι δηλαδή παρά τις αντιπαραθέσεις για το ποιοι θάνατοι τελικώς καταχωρούνται ως θάνατοι από κορονοϊό διεθνώς, οι θάνατοι από τον ιό αυτό ήταν μέσα στο 2020 περίπου ίσοι με τους θανάτους από φυματίωση, ότι η τρέχουσα πανδημία είναι περίπου τρεις φορές πιο φονική από την εποχιακή γρίπη (ούτε δέκα ούτε εκατό φορές πιο φονική, όπως λεγόταν αρχικώς) και ότι ως εκ τούτου θα εξακολουθήσουν να υπάρχουν πολύ πιο θανάσιμες απειλές για την υγεία όπως τα καρδιαγγειακά και οι καρκίνοι. Γιατί και στην Ελλάδα μπορεί οι 10 χιλιάδες θάνατοι από κορονοϊό να είναι ένα τραγικό μέγεθος (ίσως μάλιστα να ξεπεράσουν εντέλει τους 15 χιλιάδες την τριετία 2020-22), όμως δεν μπορεί να παραβλεφθεί το ότι κάθε χρόνο στην χώρα μας πεθαίνουν 120 χιλιάδες άνθρωποι, εκ των οποίων οι 45 χιλιάδες από καρδιαγγειακά και οι 30 χιλιάδες από καρκίνους. Ούτε το ότι παλαιότερες εκτιμήσεις για χρονιές βαριάς επιδημικής δραστηριότητας της εποχιακής γρίπης, όπως π.χ. τον χειμώνα 2014-15, υπολόγιζαν (χωρίς PCR, rapid και self tests) τα θύματα από διάφορους ιούς να φτάνουν σχεδόν τις 4,5 χιλιάδες. Και όλα τούτα δεν σημαίνουν ότι ο κόσμος υποβάθμισε την απειλή του κορονοϊού ούτε ότι αντιλαμβάνεται τις μέχρι σήμερα απώλειες ως κάτι λιγότερο τραγικό: σημαίνουν, όμως, ότι ίσως άρχισε να συνειδητοποιεί το πραγματικό μέγεθος της απειλής και συγκριτικά με άλλες, πολύ περισσότερο φονικές απειλές. Ίσως, ακόμα, να συνειδητοποιεί ότι μέχρι να πεθάνουμε, μάλλον από τις συνηθισμένες νόσους-φονείς της εποχής μας, καλό είναι να μπορέσουμε και να ζήσουμε ως τότε.
Ίσως συνειδητοποιεί επίσης ότι μάλλον θα εκτεθούμε στον ιό αυτό σχεδόν όλοι, λίγο γρηγορότερα ή λίγο αργότερα. Ίσως συνειδητοποιεί ότι όλα τα μέτρα που εφαρμόστηκαν και τα οποία διατείνονταν ότι θα περιόριζαν τη διασπορά του ιού (λοκντάουν, περιορισμοί στην κυκλοφορία και στα ταξίδια, γενίκευση της μάσκας, κλείσιμο κοινωνικών δραστηριοτήτων κ.ο.κ.) απέτυχαν να αποδώσουν τα διακηρυγμένα τους αποτελέσματα. Συνειδητοποιεί ότι οι δυο επόμενες βδομάδες που θα ήταν “κρίσιμες”, γρήγορα έγιναν οι δυο επόμενοι μήνες και μετά τα δυο επόμενα χρόνια, με το εφιαλτικό ενδεχόμενο να μετατραπούν σε μονιμότητα για τις δυο επόμενες δεκαετίες. Συνειδητοποιεί ότι μολαταύτα τίποτα δεν εμπόδισε τον ιό να μεταδίδεται και από χώρα σε χώρα, και από νομό σε νομό, και ανάμεσα στα άτομα στις τοπικές κοινωνίες. Συνειδητοποιεί, με δυο λόγια, ότι στο τέλος (και αυτό το “τέλος” δεν θα είναι καθόλου μακριά) θα κολλήσουμε σχεδόν όλοι, αλλά θα κινδυνεύσουν να πάθουν σοβαρή βλάβη ή να πεθάνουν εξαιρετικά λίγοι. Και αυτοί θα είναι μεν άνθρωποι ηλικιωμένοι ή πάσχοντες από καρδιαγγειακά, κακοήθεις νεοπλασίες, παχυσαρκία και άλλα χρόνια νοσήματα, θα είναι όμως επίσης ως επί το πλείστον άνθρωποι με παράγοντες κοινωνικού κινδύνου που τους καθιστούν ευάλωτους, όπως η διαβίωση σε οίκους ευγηρίας ή η προηγούμενη κακή κατάσταση της υγείας τους για λόγους κοινωνικών ανισοτήτων. Ίσως επιπλέον συνειδητοποιεί ότι η προηγούμενη επάρκεια στο σύστημα περίθαλψης και στην καθολικότητα της φροντίδας υγείας του πληθυσμού είναι σημαντικότερος παράγοντας πρόβλεψης του όποιου τιμήματος από την πανδημία σε σχέση με άλλα μέτρα οσοδήποτε δρακόντεια.
Ίσως ακόμα συνειδητοποιεί ότι το “φάρμακο” που εφαρμόστηκε στις κοινωνίες, της ελληνικής συμπεριλαμβανόμενης, για την αντιμετώπιση της πανδημίας, δηλαδή οι απαγορεύσεις και όλα τα άλλα που απέβλεπαν στη διασφάλιση της μη μετάδοσης του ιού (κάτι στο οποίο απέτυχαν), τελικώς έκανε μεγαλύτερη ζημιά από το όποιο όφελος. Συνειδητοποιεί ότι από τα μέτρα θα πεθάνουν παγκοσμίως υπερδιπλάσια σε αριθμό σε σχέση με τα θύματα του κορονοϊού παιδιά: υπολογίζεται ότι 6,7 εκατομμύρια παιδιά κάτω των πέντε ετών θα πεθάνουν μέσα στον επόμενο χρόνο (κυρίως στον αναπτυσσόμενο κόσμο) κατά βάση εξαιτίας της κατάρρευσης κοινωνικών δομών στις οποίες στηρίζονται, συμπεριλαμβανομένης της διανομής δωρεάν γευμάτων. Συνειδητοποιεί ότι εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι θα πεθάνουν από την παραμέληση άλλων, πολύ σοβαρότερων του κορονοϊού, προβλημάτων υγείας, καθώς οι υπηρεσίες περίθαλψης (και δη οι δημόσιες και δωρεάν) έχουν πρακτικώς μετατραπεί σε μονονοσηματικές υπηρεσίες. Άνθρωποι με εμφράγματα ή με εγκεφαλικά σε όλο τον αναπτυγμένο κόσμο λαμβάνουν υπηρεσίες πολύ λιγότερο και πολύ αργότερα σε σχέση με την κατάσταση πριν από το 2020. Άνθρωποι με καρκίνους ή άλλα σοβαρά νοσήματα βλέπουν τις θεραπείες τους να αναβάλλονται ή να αναστέλλονται, με αποτέλεσμα και άμεση και μεσομακροπρόθεσμη αύξηση της υπερβάλλουσας θνησιμότητας. Για παράδειγμα π.χ. η πολυκατηγορημένη Σουηδία, που αρνήθηκε πεισματικά να εφαρμόσει περιοριστικά μέτρα τύπου λοκντάουν, είχε το 2020 λιγότερο του ενός τρίτου υπερβάλλουσα θνησιμότητα από όλες τις αιτίες θανάτου σε σχέση με την πρωταθλήτρια των απαγορεύσεων Ελλάδα (1,5% η Σουηδία – 4,9% η Ελλάδα). Ο κόσμος λοιπόν ίσως να συνειδητοποιεί ότι σε τελική ανάλυση δεν τον νοιάζει να μην πεθάνει αποκλειστικά και μόνο από κορονοϊό – τον νοιάζει να μην πεθάνει γενικώς, από οποιαδήποτε αιτία. Και να συνειδητοποιεί ότι με αυτά τα περιοριστικά μέτρα οι κοινωνίες θα πληρώσουν τελικώς πολύ μεγαλύτερο φόρο αίματος από ό,τι με την πανδημία καθαυτή.
Ίσως συνειδητοποιεί επιπλέον ότι οι κοινωνικοοικονομικές επιπτώσεις των περιοριστικών μέτρων δεν είναι ούτε ευκαταφρόνητες αλλά ούτε και άμοιρες υγειονομικών κινδύνων. Εκατομμύρια οικογένειες στον αναπτυγμένο αλλά και στον αναπτυσσόμενο κόσμο βυθίστηκαν στην ανεργία και στην ακραία φτώχεια. Αυτά θα επιφέρουν την επόμενη δεκαετία εκατομμύρια παραπάνω θανάτους από ασθένειες όπως τα καρδιαγγειακά νοσήματα, οι κακοήθεις νεοπλασίες, το μεταβολικό σύνδρομο, οι αυτοκτονίες και οι ανθρωποκτονίες. Εκατομμύρια παιδιά πετάχτηκαν εκτός της εκπαιδευτικής διαδικασίας μόλις αυτή ανεστάλη ή μετατράπηκε σε διαδικτυακή (η UNICEF υπολογίζει πως 168 εκατομμύρια παιδιά σε όλο τον κόσμο βρέθηκαν εκτός σχολείου και πάνω από ένα δισεκατομμύριο παιδιά απειλούνται να μείνουν τόσο πίσω στην εκπαιδευτική διαδικασία που να μην μπορέσουν ποτέ να επανενταχθούν σε αυτήν όπως πριν). Εκατομμύρια άνθρωποι οδηγήθηκαν σε παρατεταμένη κοινωνική απομόνωση, περιορίστηκε η φυσική τους δραστηριότητα, αυξήθηκαν δραματικά τα κρούσματα ενδοοικογενειακής βίας, η διαδικτυακή εκμετάλλευση ανηλίκων, οι ψυχικές διαταραχές διαφόρων ειδών. Κοινωνικές ελευθερίες και δικαιώματα σαρώνονται με νομοθεσίες έκτακτης ανάγκης, και ακόμα και όταν αυτό δεν συμβαίνει θεσμικά καταστρατηγούνται στην πράξη, διαμορφώνοντας πολύ κακό προηγούμενο στην κοινωνική ζωή. Οι κοινωνίες πληρώνουν και θα πληρώσουν ένα πολύ δυσανάλογο τίμημα επειδή όντως τελικά συμπεριφέρθηκαν σαν τον ελέφαντα που τρομάζει στη θέα ενός ποντικού και από την τρομάρα του πηδάει στον γκρεμό.
Ο κόσμος λοιπόν ίσως να συνειδητοποιεί πως το τίμημα της πρώτης αντίδρασης πανικού είναι πολύ δυσανάλογο με την πραγματικότητα της απειλής. Και πως το τίμημα αυτό θα πληρωθεί, εκτός από την κοινωνικοοικονομική κατακρήμνιση για τους ασθενέστερους (με τους πλούσιους να γίνονται φυσικά πλουσιότεροι…), και με αυξημένο φόρο αίματος για τους “μη έχοντες” των κοινωνιών. Για, δε, την Ελλάδα μιλώντας, μια (μάλλον αναμενόμενη μετά την λήξη των μέτρων επιδότησης της ανεσταλμένης εργασίας) εκτίναξη της ανεργίας κατά 5 ή και 10% θα σημαίνει 2,5 με 5 χιλιάδες επιπρόσθετους θανάτους μόνο από καρδιαγγειακά νοσήματα κάθε χρόνο μέχρι η κατάσταση να επανέλθει στην προ πανδημίας εποχή. Και αυτοί θα είναι θάνατοι ανθρώπων νεότερης ηλικίας που κατά τεκμήριο θα ανήκουν στα πιο αδύναμα κοινωνικοοικονομικά στρώματα της ελληνικής κοινωνίας.
Ο κόσμος ίσως τέλος συνειδητοποιεί πως οτιδήποτε προς το οποίο στράφηκε (ή πιο σωστά τον έστρεψαν…) ως μαγικό φυλακτό, ως υπέρτατο όπλο που θα τον προφύλασσε τάχα από κάθε κακό, αποδείχτηκε στην πράξη κίβδηλο και απατηλό. Τα μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης, οι περιορισμοί στην κυκλοφορία, οι μάσκες και τα γάντια, τα προϊόντα ιατρικής τεχνολογίας, όλα αυτά απέκτησαν στη λαϊκή συνείδηση χαρακτήρα μαγικής ασπίδας σαν το “μπουλαλάκι” που βοηθάει τα μικρά παιδιά να κοιμούνται άφοβα.
Τώρα, καθώς αποδεικνύονται ανεπαρκή, κινδυνεύουν να αποτελέσουν το αντικείμενο προς το οποίο θα στραφεί ο τυφλός θυμός του κόσμου που πίστεψε σε αυτά. Ή εναλλακτικά οι κοινωνίες θα διολισθήσουν σε έναν κοινωνικό κανιβαλισμό, όπου η μια ομάδα θα κατηγορεί την άλλη για την προδιαγεγραμμένη κατά τα άλλα αποτυχία. Στο μεταξύ οι διαπρύσιοι κήρυκες των περιοριστικών μέτρων ένα χρόνο μετά την ατελέσφορη εφαρμογή όσων στήριξαν και στηρίζουν, αντί να αναρωτηθούν μήπως αυτά τελικώς είναι αναποτελεσματικά, επικαλούνται τους νεκρούς για να απαγορεύσουν κάθε κριτικό λόγο. Οι κάθε λογής ανορθολογισμοί (και ιδιαίτερα όσοι ομνύουν στο όνομα της επιστήμης) θα βρίσκουν έδαφος παρέχοντας μια θρησκευτικού τύπου παρηγορία στους προδομένους. Η πλειονότητα του κόσμου όμως, μακριά από τέτοιες αντιδράσεις, ίσως απλώς να συνειδητοποιεί ότι οτιδήποτε του έταξαν ότι θα τον προστατέψει τελικώς αποδείχτηκε αναποτελεσματικό και ήταν μάλλον εσφαλμένο ή παντελώς αναίτιο ως επιλογή εξαρχής (με ουκ ολίγα ακραία παραδείγματα εντελώς αστήρικτων επιλογών όπως π.χ. η απαγόρευση της κυκλοφορίας τη νύχτα, των ορεινών περιπάτων, της κολύμβησης και του ψαρέματος, ο περιορισμός των υπαίθριων δραστηριοτήτων, της άθλησης και της αναψυχής κ.ο.κ.).
Μια τέτοια οπτική θα μπορούσε να ερμηνεύσει πολύ καλύτερα τη σημερινή, φαινομενικά αντιφατική και “παράδοξη” κατάσταση. Μια τέτοια οπτική όμως, στο βαθμό που έχει ψήγματα αληθείας, θα οδηγούσε και σε μια πολύ διαφορετική στάση απέναντι στην πανδημία. Θα οδηγούσε στην αποδοχή του φαινομένου της πανδημίας και το σταμάτημα της απέλπιδας προσπάθειας να μην εκτεθούμε σε αυτήν, θα οδηγούσε στην άρση όλων ανεξαιρέτως των περιοριστικών μέτρων και των ρυθμίσεων έκτακτης ανάγκης, θα οδηγούσε στην κατ’ αποκλειστικότητα έμφαση στη θωράκιση των ευάλωτων ομάδων του πληθυσμού, θα οδηγούσε στην ενίσχυση της υγείας και ιδιαίτερα των πιο αποστερημένων κοινωνικοοικονομικά στρωμάτων, θα οδηγούσε στην ταχεία αποϊδρυματοποίηση των δομών φιλοξενίας ηλικιωμένων και χρονίως πασχόντων, θα οδηγούσε στην επένδυση στην πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας και στην παροχή ποιοτικής περίθαλψης στην κοινότητα οικουμενικά για ολόκληρη την κοινωνία, θα οδηγούσε στην ταχύτερη και πληρέστερη αποκατάσταση της κοινωνικής ζωής και των παραγωγικών λειτουργιών χωρίς καθυστερήσεις, εξαιρέσεις ή περιορισμούς. Θα οδηγούσε επίσης στο συμπέρασμα ότι η “κανονικότητα” ωφελεί σοβαρά και την ατομική και τη δημόσια υγεία και θα έθετε ως κύριο στόχο της κοινωνικής και πολιτικής ατζέντας την ταχύτερη και πληρέστερη επιστροφή σε αυτήν τη χαμένη προσωρινά κανονικότητα.
* Ο Γιώργος Νικολαΐδης είναι Ψυχίατρος, διδάκτορας Επιδημιολογίας και έχει σπουδάσει Φιλοσοφία της Ψυχικής Διαταραχής και Ψυχοδυναμική Θεωρία. Είναι Διευθυντής της Διεύθυνσης Ψυχικής Υγείας και Κοινωνικής Πρόνοιας του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού και μέλος της Επιτροπής Lanzarote του Συμβουλίου της Ευρώπης.
Πηγή: ΚΟΣΜΟΔΡΟΜΙΟ
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου