Η ματωμένη Πρωτομαγιά του 1936, ο Επιτάφιος του Ρίτσου και η κόντρα Θεοδωράκη-Χατζιδάκη

 

Του Δημήτρη Σταυρόπουλου

Τα τραγικά γεγονότα που σημάδεψαν την Πρωτομαγιά του 1936 στην Θεσσαλονίκη, στάθηκαν αφορμή να δημιουργηθεί ένα έπος στην ποίηση και το τραγούδι!

Η μάνα ενός από τους νεκρούς-του 25χρονου Τάσου Τούση- τον μοιρολογεί στην μέση του δρόμου και η φωτογραφία συγκλονίζει τον Γιάννη Ρίτσο.

Εμπνέεται τον «Επιτάφιο», μια συγκλονιστική ωδή στην τραγωδία.

Ένα ανεπανάληπτο μοιρολόι και ταυτόχρονα μια γενναία καταγγελία.

Ο Μίκης Θεοδωράκης γράφει την μουσική και  Μάνος Χατζηδάκης αναλαμβάνει την ενορχήστρωση.

Τρεις μεγάλοι δημιουργοί ενώνουν τις δυνάμεις τους και κάπως έτσι γεννιέται το έργο που πέρασε στην ιστορία ως μια επανάσταση στο ελληνικό τραγούδι.

 Ήταν η στιγμή που άλλαξε η πορεία ολόκληρης της ελληνικής μουσικής…

Ο «Επιτάφιος» τραγουδήθηκε και θα τραγουδιέται από γενιά σε γενιά γιατί εκτός των άλλων, αποτελεί σημείο αναφοράς των αγώνων της εργατικής τάξης και ένας φόρος τιμής της ματωμένης Πρωτομαγιάς.

Για να φτάσουμε στο σήμερα ωστόσο, ο «Επιτάφιος» πολεμήθηκε άγρια, λοιδορήθηκε και τα βιβλία του κάηκαν στους Στύλους του Ολυμπίου Διός… 

ΜΕΡΕΣ ΤΟΥ 36

Ήταν Μάιος του 1936.

 Οι απεργίες ξεσηκώνουν όλη τη χώρα.

 Η καπνεργατική απεργία στη Θεσσαλονίκη, όμως, κατέληξε σε αιματοχυσία. 

Ανάμεσα στους 12 που χάθηκαν ήταν και ο 25χρονος αυτοκινητιστής Τάσος Τούσης. 

Την επομένη, στις 10 Μαΐου, ο «Ριζοσπάστης» δημοσιεύει μια συνταρακτική φωτογραφία: τη μάνα του αδικοχαμένου νέου να θρηνεί τον γιο της.

Αυτή την φωτογραφία είδε ο Γιάννης Ρίτσος και όπως δήλωσε το 1983 σε ξένο τηλεοπτικό κανάλι:

 «Με συνεπήρε τόσο πολύ, που την ίδια μέρα άρχισα να γράφω τον Επιτάφιο.

Μέσα σε δυο εικοσιτετράωρα, σχεδόν χωρίς να φάω και να κοιμηθώ, και πολλές φορές κλαίγοντας σαν μοιρολογίστρα Μανιάτισσα έγραψα τον “Επιτάφιο”, τα πρώτα 14 ποιήματα».

Τα δύο ποιήματα δημοσιεύθηκαν αμέσως, ενώ το βιβλίο εκδόθηκε σε 10.000 αντίτυπα το ’36, σε μια Ελλάδα που κανένας ποιητής δεν έβγαζε μια συλλογή πάνω από 500-1.000 αντίτυπα.

 Ούτε «ο πατριάρχης των ελληνικών γραμμάτων, ο Παλαμάς». Λίγους μήνες αργότερα, το λαϊκό βιβλιοπωλείο (του κόμματος) που είχε εκδώσει τον «Επιτάφιο» είχε πουλήσει 9.750 αντίτυπα. 

Τα 250 που απέμειναν, μαζί με βιβλία του Μαρξ, του Λένιν, του Γκόρκι κάηκαν στους Στύλους του Ολυμπίου Διός από τους ανθρώπους του Μεταξά.

 Η δικτατορία είχε απαγορεύσει τον «Επιτάφιο», όμως ο σπόρος είχε μπει…

Ο ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ ΜΕΓΑΛΟΥΡΓΕΙ!

Όταν επανεκδόθηκε το 1958, ο Ρίτσος έστειλε ένα αντίτυπο στον Μίκη Θεοδωράκη που σπούδαζε τότε με υποτροφία στο Παρίσι.

 Λίγες ημέρες αργότερα, περιμένοντας στο αυτοκίνητο τη Μυρτώ που ψώνιζε στο ελληνικό μπακάλικο, άρχισε να διαβάζει τη συλλογή του Ρίτσου. 

«Με έπιασε ξαφνικά μια βαθιά επιθυμία για μελοποίηση»-εξομολογήθηκε.

«Όταν γύρισα από τη Μακρόνησο, ήμουν ένα ερείπιο.

 Το σώμα δεν ήταν τόσο σπουδαίο, όσο ήταν το γεγονός ότι αυτές οι φοβερές εμπειρίες μού άφησαν μια φοβερή αρρώστια, δηλαδή είχα κρίσεις κανονικής επιληψίας, απώλεια συνείδησης.

Γράφοντας τις πρώτες μελωδίες, εξαφανίστηκαν και οι κρίσεις. 

Ο «Επιτάφιος» άρχισε να μεταμορφώνει «όλο αυτό το υλικό, το ψυχολογικό, που είχα μέσα μου και να το κάνει θετικό»



Η ΠΙΝΕΛΙΑ ΤΟΥ ΧΑΤΖΗΔΑΚΗ

Τελειώνοντας  ο Μίκης, έστειλε τρία αντίτυπα, στον Γιάννη Ρίτσο, τον φίλο του Βύρωνα Σάμιο και τον Μάνο Χατζιδάκι που προθυμοποιήθηκε να τα ενορχηστρώσει και να τα ηχογραφήσει στην Αθήνα, με τη Νάνα Μούσχουρη σε μία από τις καλύτερες στιγμές της. 

Επιστρέφοντας από το Παρίσι, ο Μ. Θεοδωράκης ήθελε κάτι αδρότερο για να συνεγείρει τον λαϊκό κόσμο.

Ο συνθέτης διαφωνεί με την… Χατζηδική ερμηνεία του έργου. 

Θεωρεί ό,τι «ο Χατζηδάκις έδινε στον «Επιτάφιο» ένα ρομαντικό χαρακτήρα, ένα θηλυκό χαρακτήρα, ενώ το έργο -κατ’ αυτόν- ήταν καθαρό, αδρό…»

 Συνέντευξη του Μίκη στον Μανώλη Παπουτσάκη, στους “ΔΡΟΜΟΥΣ” Φεβρουάριος του 1964.

Αναζητά μια λαϊκή, ανδρική και δωρική ερμηνεία, την οποία βρίσκει στο Γρηγόρη Μπιθικώτση και στο μπουζούκι του Μανόλη Χιώτη.

Το Σεπτέμβρη κυκλοφορεί ο δικός του Επιτάφιος ηχογραφημένος στην Columbia με το Γρηγόρη Μπιθικώτση και στα σεγόντα την Καίτη Θύμη.

 Στα μπουζούκια ο Μανώλης Χιώτης, με το Γιάννη Καραμπεσίνη – σε κάποια τραγούδια -. Το έργο κυκλοφορεί σε 45άρια, αλλά και σε 10ιντσο δίσκο 33 στροφών.

ΤΟ ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΟ ΚΑΙ Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ

Με τις δυο εκτελέσεις του έργου, ξεσπά ένας «μικρός εμφύλιος πόλεμος» για τις αισθητικές και κοινωνικές απόψεις που αντιπροσωπεύουν οι δύο αυτές εκδοχές.

 Αυτή η ηχογράφηση προκάλεσε μεγάλη συζήτηση με εκτενή αρθρογραφία, άλλοι υπέρ, άλλοι κατά. 

Ακόμη και ο επιφυλακτικός στην αρχή Γιάννης Ρίτσος θα πει αργότερα:

 «Ήμουν λάθος! 

Ακριβώς εκεί ο Επιτάφιος συνάντησε τους απλούς ανθρώπους.

 Κι εκείνοι του δόθηκαν με τη σειρά τους.

 Κατάλαβαν το ποίημα. 

Το έκαναν δικό τους!»…

 «Ήταν τα πρώτα ποιήματα μου που είχαν μελοποιηθεί.

 Μου έκανε τρομερή εντύπωση, μα είναι δυνατόν η ποίηση να βρει μια πλήρη αντιστοιχία με την μουσική.

 Μέχρι προ τίνος έλεγα ότι η κάθε τέχνη είναι αυτάρκης και δεν έχει ανάγκη από την βοήθεια της άλλης.

 Αλλά όταν έγραψες τον Επιτάφιο και αργότερα φυσικά την Ρωμιοσύνη που ήταν η μεγάλη δόξα σου, είπα πραγματικά ότι εδώ πέρα είναι ένας δρόμος για να πλησιάσει η ποίηση μέσο της μουσικής εκείνους τους ανθρώπους που δεν θα τους πλησίαζε ίσως ποτέ.»

Μέσα σε λίγες εβδομάδες, ο «Επιτάφιος» σημείωσε τεράστια επιτυχία, αναστάτωσε τα μουσικά πράγματα της χώρας, ξεσήκωσε τον κόσμο, και τοποθέτησε τον Θεοδωράκη, στο κέντρο των συζητήσεων και των αντιδράσεων, όπως και απέναντι από το Μάνο Χατζηδάκι που κυριαρχούσε μουσικά την εποχή εκείνη στην Ελλάδα.

 Αυτό του έδωσε μια μεγάλη δημιουργική ώθηση να βαδίσει το δρόμο που χάραξε, πράγμα που θα φανεί αμέσως με την καλλιτεχνική του «έκρηξη», το πάθος και το πείσμα που δημιουργούσε και επικοινωνούσε με τον κόσμο.

 Ο ίδιος θα πει:

 «Αυτή η περίοδος με βοήθησε όταν γύρισα πίσω και υπήρξε αυτή η πρωτοφανής επιτυχία του Επιτάφιου της έντεχνης λαϊκής μουσικής.

 Δημιούργησε μέσα μου φοβερή ευεξία, μια εσωτερική γαλήνη, πληρότητα μπορώ να πω ότι ουδέποτε υπήρξα τόσο ευτυχής όσο στα χρόνια εκείνα.

Η ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ

 Η παραδοχή του κόσμου ήταν έκδηλη». Θεοδωράκης Μίκης, Πού να βρω την ψυχή μου, Μουσική, τ. 1, Εκδόσεις Νέα Σύνορα – Λιβάνης, 2002 σελ.89

Αυτή όμως η επιτυχία προσέκρουσε από την αρχή στις κυβερνητικές απαγορεύσεις.

 Η κυβέρνηση Καραμανλή, αντέδρασε πολύ σπασμωδικά, και απαγόρευσε τη μετάδοση της μουσικής του από το ΕΙΡ (την Ελληνική Ραδιοφωνία).

Έτσι ο Θεοδωράκης  κατέφυγε στις συναυλίες. Άνοιξε μ’ αυτό το τρόπο ένα νέο κεφάλαιο στην Ελληνική μουσική. 

Εγκαινίασε τη μορφή της Λαϊκής Συναυλίας όπου «οι δημιουργοί, ο ποιητής και ο συνθέτης, μαζί με το λαϊκό τραγουδιστή και τους ηθοποιούς που απάγγελλαν και τους μουσικούς που ερμήνευαν, βγαίνουν από τα τείχη των Αθηνών, πηγαίνουν στη συνοικία, στην επαρχία, κοιτάζουν πρόσωπο με πρόσωπο τον παραγκωνισμένο, τον εγκαταλειμμένο ακροατή της συνοικίας και της επαρχίας».

 Η αστυνομία άρχισε να εμποδίζει την πραγματοποίηση των συναυλιών και έτσι αυτές άρχισαν ν’ αποκτούν πολιτικό χαρακτήρα.

 Οι απαγορεύσεις και οι διώξεις της Δεξιάς κατά του Θεοδωράκη και των τραγουδιών του, τελικά τον κατέστησαν πολιτικό σύμβολο της αριστεράς και του ευρύτερου δημοκρατικού χώρου.

 Η μουσική του αναδείχτηκε σε σύμβολο των καταπιεσμένων, των διωκόμενων και των Αριστερών. 

«Είχα γίνει ένας άτυπος ηγέτης της Αριστεράς χωρίς να τόχω επιδιώξει».

 Ωστόσο η επίσημη Αριστερά δεν κατενόησε τον αναγεννητικό και τον ενωτικά πολιτικό χαρακτήρα της καλλιτεχνικής του προσπάθειας.

Πηγές

mikisguide, η Καθημερινή, Γιώτα Συκκά

Πηγή: militaire.gr

Δρόμος ανοιχτός

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου