Αφγανιστάν: Προσυμφωνημένη παράδοση σκυτάλης στους μεταλλαγμένους Ταλιμπάν


Ούτε Αβάνα του 1959, ούτε Σαϊγκόν του 1975, ούτε Τεχεράνη του 1979. Παρά τις επιφανειακές ομοιότητες, η Καμπούλ του 2021 περισσότερο θυμίζει τις πρωτεύουσες των ανατολικών χωρών από το Βερολίνο μέχρι την Βαρσοβία κι από την Πράγα μέχρι τη Σόφια την περίοδο 1989-1990, όταν η μετάβαση από το ένα καθεστώς στο άλλο έγινε στο πλαίσιο αναίμακτων και προσυμφωνημένων διαδικασιών, παρά την ορμητική εισβολή των λαών στο προσκήνιο της ιστορίας στην Κούβα, το Βιετνάμ και το Ιράν.

Του Λεωνίδα Βατικιώτη

Η κατάληψη της Καμπούλ ήταν θέμα χρόνου και αντικείμενο εξαντλητικών διαπραγματεύσεων με άπειρα μπρος πίσω εδώ και τουλάχιστον μία διετία. Εδώ περιγράφονται ακόμη και οι όροι της αλλαγής σκυτάλης που συζητιόταν σε γνώση του Τύπου από το 2019 κι υλοποιούνται σήμερα.

Προφανώς, η κατάληψη της Καμπούλ από τους Ταλιμπάν δεν ήταν ευκταία εκ μέρους των Αμερικανών. Ούτε μάλιστα ήταν προβλέψιμη σε ό,τι αφορά το χρόνο που εκδηλώθηκε, με μια ταχύτητα που παρέπεμπε στο περίφημο blitzkrieg. Κι εδώ έγκειται μια από τις πολλές αποτυχίες των Αμερικανών: η ικανότητά τους να αξιολογήσουν την ταχύτητα με την οποία προέλαυναν στην χώρα οι Ταλιμπάν, κατακτώντας την μια πόλη μετά την άλλη, μέχρι την Κυριακή 15 Αυγούστου που εισήλθαν στην Καμπούλ. Αυτή ωστόσο ήταν η μικρότερη σε σημασία αποτυχία τους.

Η μεγαλύτερη αποτυχία τους ήταν να εγκαθιδρύσουν στο Αφγανιστάν μετά την εισβολή τους το 2001 μια κυβέρνηση που θα μετέτρεπε την ορεινή ασιατική χώρα σε προπύργιο του ιμπεριαλισμού στην Κεντρική Ασία: ένα είδος προκεχωρημένου φυλακίου και απόρθητης στρατιωτικής βάσης που θα απειλούσε τη Ρωσία, την Κίνα και το Ιράν, θα βοηθούσε να πάρουν υπό τον έλεγχό τους τα ενεργειακά αποθέματα της περιοχής και θα επέτρεπε να αλλάξουν άρδην οι γεωπολιτικοί συσχετισμοί σε όλη την Ασία. Όλα τ΄ άλλα περί εθνογένεσης (nation building), σε μια χώρα φυλετικά και γλωσσικά κατακερματισμένη, δεν ήταν παρά προπέτασμα καπνού και υλικό για να έχει να συζητάει η ευρωπαϊκή και αμερικανική διανόηση…

Το σχέδιο των Αμερικάνων νεοσυντηρητικών δε έχαιρε πρωτοτυπίας. Από την μετεμφυλιακή Ελλάδα και την μεταπολεμική Γερμανία μέχρι την Ιαπωνία και την Κορέα, δεκάδες φορές ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα ανέτρεψε βίαια με τη χρήση στρατιωτικών μέσων φιλικές προς τους πολίτες κυβερνήσεις και καθεστώτα, εγκαθιδρύοντας αισχρά μειοψηφικές μεν αλλά αρεστές πολιτικές ελίτ που με την πάροδο του χρόνου, τις απαραίτητες συμμαχίες και πακτωλούς χρημάτων εδραιώθηκαν οι ίδιες και συνέβαλαν στην εδραίωση της Pax Americana.

Το τι πήγε στραβά στην περίπτωση του Αφγανιστάν το περιέγραψε απόρρητη έκθεση των αμερικανικών Αρχών που είδε το φως της δημοσιότητας από την εφημερίδα Washington Post (τα περίφημα Afghanistan Papers) τον Δεκέμβριο του 2019. Πρόκειται για ένα συγκλονιστικό ντοκουμέντο (που αποτέλεσε επίσης τη βάση βιβλίου) το οποίο συντάχθηκε από το Γραφείο του αμερικανού Ειδικού Επιθεωρητή για την Γενική Ανοικοδόμηση του Αφγανιστάν. Στις σελίδες του απεικονίζεται η ανατομία ενός αποτυχημένου κράτους υπό αμερικανική επιτήρηση και πλήρη ευθύνη. Ποτάμια αίματος μεταξύ αμάχων και άκρατη διαφθορά μεταξύ των κυβερνητικών σε βαθμό τέτοιο ώστε οι Αφγανοί να αναρωτιούνται αν το μεγαλύτερο κακό είναι οι Ταλιμπάν ή η κυβέρνησή τους…

Οι αιτίες της αμερικανικής υποχώρησης δηλώθηκαν ωστόσο με την μεγαλύτερη δυνατή σαφήνεια από τον ίδιο τον αμερικανό πρόεδρο Τζο Μπάιντεν την επομένη της κατάληψης της Καμπούλ από τους Ταλιμπάν: «Ως πρόεδρος των ΗΠΑ είμαι αμετάπειστος ότι συγκεντρώνουμε την προσοχή μας στις απειλές που αντιμετωπίζουμε σήμερα, το 2021 και όχι στις απειλές του χθες». Οι απειλές του χθες συμπυκνώνονται στους στόχους του πολέμου κατά της «διεθνούς τρομοκρατίας» που κήρυξε ο Μπους, την επομένη των τρομοκρατικών επιθέσεων της 11ης Σεπτεμβρίου, πριν δηλαδή 20 χρόνια. Οι «απειλές του σήμερα» δεν είναι τίποτε άλλο από την Κίνα. Ο Τραμπ άλλωστε που τροχιοδρόμησε την συμφωνία με τους Ταλιμπάν προ διετίας και δεν έχανε ευκαιρία να χαρακτηρίζει τα θερμά μέτωπα της Μέσης Ανατολής και της Κεντρικής Ασίας σαν «πολέμους των Δημοκρατικών» κρατώντας τις αποστάσεις του ήταν ο πρώτος που αναγόρευσε την Κίνα σε υπ’ αριθμόν ένα και στρατηγικό αντίπαλο των ΗΠΑ. Υπ’ αυτό το πρίσμα αν σε κάποιον ανήκουν τα εύσημα για τη στρατηγικής σημασίας σύλληψη απεγκλωβισμού των Αμερικανών από το Αφγανιστάν είναι στον Τραμπ, κι όχι στους Δημοκρατικούς. Ο Ομπάμα μάλιστα που εξελέγη χαρακτηρίζοντας ως δίκαιο πόλεμο αυτό του Αφγανιστάν θα μείνει στην ιστορία ως ο πρόεδρος που διέταξε την μεγαλύτερη αποστολή αμερικανών στρατιωτών στο Αφγανιστάν πολλαπλασιάζοντας τα αδιέξοδα της υπερδύναμης.

Μαζί με την αναβάθμιση της κινέζικης απειλής οφείλουμε επίσης να πάρουμε υπ’ όψη μας δύο ακόμη λόγους που συνέβαλαν εξ ίσου σοβαρά στην παράδοση της σκυτάλης στους Ταλιμπάν: Πρώτο, η οικονομική κρίση στο εσωτερικό των ΗΠΑ και το πρόγραμμα των Δημοκρατικών που προτάσσει την αθρόα οικονομική στήριξη των αμερικανικών νοικοκυριών. Ως σήμερα ο πόλεμος στο Αφγανιστάν στοίχισε το ασύλληπτο ποσό των 2 τρισ. δολ! Κάθε παραπάνω ημέρα παραμονής στο Αφγανιστάν είναι ένα επίδομα που δεν θα δοθεί σε μια οικογένεια φτωχών. Δεύτερο, η ενεργειακή μετάβαση. Η στροφή στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας αλλάζει άρδην και τον χάρτη των στρατιωτικών επεμβάσεων, ανατρέποντας προτεραιότητες της μεταπολεμικής εποχής, όταν μήλο της έριδας αποτελούσαν χώρες με κοιτάσματα πετρελαίου και φυσικού αερίου.

Ποτέ ωστόσο η βελούδινη μετάβαση του Αφγανιστάν δεν θα είχε συμβεί αν οι Ταλιμπάν δεν υπόσχονταν ότι η διακυβέρνησή τους στο εξής δεν πρόκειται επ’ ουδενί να θυμίζει την περίοδο 1996-2001. Η πρώτη τους και σημαντικότερη δέσμευση έναντι των Δυτικών είναι ότι το έδαφός τους δεν πρόκειται να χρησιμοποιηθεί ποτέ ξανά ως εφαλτήριο για την εξαπόλυση διεθνών τρομοκρατικών ενεργειών. Επαναλήφθηκε τόσες πολλές φορές από δυτικούς ηγέτες (για τους οποίους είναι θέμα χρόνου η διπλωματική αναγνώριση του νέου καθεστώτος) που μάλλον ήταν το πρώτο άρθρο της συμφωνίας που σε λίγα χρόνια θα ανακαλύψουν δημοσιογράφοι και ιστορικοί. Με αυτή τη διαβεβαίωση ξεκίνησε την ομιλία του προς τους δημοσιογράφους κι ο εκπρόσωπος Τύπου των Ταλιμπάν, στην πρώτη συνέντευξη που παραχώρησε. Μεταξύ άλλων διαβεβαιώσεών του για ελευθερία του Τύπου, γενική αμνηστία και δικαιώματα των γυναικών, πάντα στο πλαίσιο του Ισλάμ 🙂  έστειλε και το ακόλουθο μήνυμα προς τον Λευκό Οίκο: «Θέλω να διαβεβαιώσω τη διεθνή κοινότητα περιλαμβανομένων και των ΗΠΑ ότι κανείς δεν πρόκειται να ζημιωθεί. Δε θέλουμε ούτε εσωτερικούς ούτε εξωτερικούς εχθρούς».

Είναι αυτονόητο πώς κανείς δεν μπορεί να προβλέψει τι ακριβώς θα γίνει. Κατά πόσο δηλαδή οι Ταλιμπάν θα τηρήσουν την υπόσχεσή τους και θα μεταλλαχθούν σε μια ισλαμική δικτατορία όπως η Σαουδική Αραβία, που δε χορταίνουν να αγαπάνε όλες οι Δυτικές κυβερνήσεις, ανεξαρτήτως των εγκλημάτων που διαπράττει στην Υεμένη κι εναντίον ακόμη και πολιτικών αντιπάλων της όπως ο δημοσιογράφος Κασόγκι που ακρωτηριάστηκε με αλυσοπρίονο κατόπιν εντολής του δικτάτορα Μοχάμεντ Μπιν Σαλμάν.

Με άλλα λόγια, το ζητούμενο για τις ΗΠΑ δεν είναι να χτίσουν μια κοινοβουλευτική δημοκρατία στο Αφγανιστάν. Ποτέ δεν ήταν! Το ζητούμενο είναι να αποκτήσουν ένα ακόμη φιλικό καθεστώς, που μπορεί κάλλιστα να συνεχίσει να επιβάλει μαντήλα ή μπούρκα και να απαγορεύει  τη συμμετοχή των γυναικών σε πολλές δραστηριότητες, από την εκπαίδευση μέχρι την  πολιτική, όπως κάνουν όλες σχεδόν οι πετρομοναρχίες του Κόλπου, υπό την ανοχή όχι μόνο των ΗΠΑ αλλά κι όλων των ευρωπαϊκών ηγεσιών.

Το μέλλον των Ταλιμπάν δεν θα κριθεί από τα δημοκρατικά δικαιώματα που θα παραχωρήσουν για τα οποία κόπτονται τώρα Μέσα και πολιτικοί της Δύσης, αλλά (πέραν των όρων της συμφωνίας) από την στήριξη που θα προσφέρουν στις ΗΠΑ στους θερμούς ή ψυχρούς πολέμους εναντίον του Ιράν, της Ρωσίας και της Κίνας. Είναι ακριβώς αυτή η βάση πάνω στην οποία χτίστηκε η ιερή συμμαχία ΗΠΑ και Μουζαχεντίν αρχικά και Ταλιμπάν στη συνέχεια τις δεκαετίες του ’70 και ‘80. Γιατί όχι και τώρα;



Πηγή: ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΒΑΤΙΚΙΩΤΗΣ

Δρόμος ανοιχτός

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου