Αφορμή για το σχόλιο, που ακολουθεί, πήρα από πρόσφατο άρθρο του Κώστα Γιαννακίδη (news247, 23 Απριλίου), στο οποίο, επιχείρησε να δείξει πως η διαβόητη ρήση του Πάγκαλου είναι, όχι μόνο βάσιμη, αλλά αυταπόδεικτη. Μόνο όσοι στρουθοκαμηλίζουν ή λαϊκίζουν το αρνούνται.
Του Χρήστου Λάσκου
Να, ένα απόσπασμα:
«[Ο] μεγαλύτερος όγκος του χρέους που έπεσε στα κεφάλια μας αφορά το προβληματικό ασφαλιστικό σύστημα. Και η άρνηση που, εκφράσαμε ως κοινωνία, για τη μεταρρύθμιση του στη δεκαετία του ’90, ήρθε ως λογαριασμός κρίσης. Αν η κοινωνία επέτρεπε στις κυβερνήσεις Κωνσταντίνου Μητσοτάκη και Σημίτη να παρέμβουν στο Ασφαλιστικό, είναι απολύτως βέβαιο ότι η κρίση θα είχε αποφευχθεί ή, τέλος πάντων, θα ήταν πιο εύκολα διαχειρίσιμη. Όμως όχι. Στα ‘90ς ήμασταν στους δρόμους θεωρώντας δημοκρατικό κεκτημένο δικαίωμα τη σύνταξη στα 55. Και η πολιτική έκανε πίσω, στο όνομα της συναλλακτικής σχέσης που είχε αναπτύξει με τους πολίτες».
Ο αρθρογράφος δεν δίνει κανένα στοιχείο, προκειμένου να τεκμηριώσει τον ισχυρισμό του -πράγμα, που, ειρήσθω εν παρόδω, χρεώνεται συνήθως στους «λαϊκιστές». Υποψιάζομαι πως δεν το τεκμηριώνει, ακριβώς επειδή είναι αυταπόδεικτο. Για να μιλήσουμε σπινοζικά, η απόδειξη είναι εμμενής, βρίσκεται στην ίδια τη διατύπωση.
Περιμένοντας τα ακριβή στοιχεία, που αποδεικνύουν πως ήταν το συνταξιοδοτικό και η άρνηση «όλων μας» να μεταρρυθμιστεί (sic), αρκούμαι να σχολιάσω κι εγώ, με λίγα μόνο στοιχεία.
Αρχικά, να πω πως έχει μεγάλη σημασία να διευκρινιστεί ποιος είναι αυτός που μιλάει. Ξέρουμε, λοιπόν, όλοι ότι σύμφωνοι με τη διαβόητη σοφία του Πάγκαλου είναι όσοι έχουν λυμένο το ζωνάρι τους εναντίον των «αντισυστημικών». Όσοι, δηλαδή, διέθεταν και καρπώνονταν το σύστημα επί μισό αιώνα, αυτοί που θεωρούν πως το να είσαι «σύστημα» είναι κάτι το ωραίον. Πρόκειται, ιδίως, για τον αιώνιο δικομματισμό, ο οποίος, αφού διαμόρφωσε το σύστημα, που μας κατέστρεψε κοινωνικο-οικονομικά, έχει την προπέτεια να μας τη λέει κιόλας από πάνω.
Δείτε, για παράδειγμα, βάσει των πρακτικών που ακολούθησαν οι «συνετοί», που παραθέτει ο αρθρογράφος.
Ο Μητσοτάκης είναι η επιτομή του πελατειακού πολιτικού στην χώρα. Μπορεί να έχει και 100000 βαφτιστήρια, των οποίων, όντας γνωστά του εξ απαλών ονύχων, ήξερε τις ικανότητές τους -αν δεν τα διάλεγε αξιοκρατικά -κι έτσι τα διόριζε για το καλό της οικονομίας και της πατρίδας. Η δε σύνδεσή του με τους πιο αμφιλεγόμενους κύκλους της «ιδιωτικής οικονομίας» είναι χιλιοτραγουδισμένη. Επί του κατεξοχήν επίδικου, δε, το χρέος επί Μητσοτάκη είδε αύξηση μεγαλύτερη του 20% του ΑΕΠ.
Ο Σημίτης, από την άλλη, στηρίχθηκε και στήριξε με όλη του την καρδιά τους συνδικαλιστές -συντεχνίτες της ΠΑΣΚΕ, ιδίως των «ευγενών κλάδων», με τα εφάπαξ των 800000 ευρώ. Χωρίς αυτούς δεν θα κέρδιζε ποτέ την προεδρία του κόμματος προκειμένου να μας εκσυγχρονίσει. Όποιος, δε, θεωρεί ότι ο Γιαννίτσης θα μας έσωζε και τον εμποδίσαμε, ας ψάξει λίγο το αναλογιστικό αποτύπωμα της περίφημης μεταρρύθμισης στο χρέος, το οποίο ήταν μηδαμινό. Και ας συμπεριλάβει και το γεγονός πως δεν έμπαιναν όλα τα ταμεία στη «μεταρρύθμιση». Όπως αυτό των δημοσιογράφων, για παράδειγμα, το οποίο εξαιρούταν λόγω της απέχθειας των εκσυγχρονιστών προς τον πελατειασμό.
Σε ό,τι αφορά τα δημοσιονομικά, μάλιστα, ο Σημίτης το 2004 άφησε πρωτογενές δημοσιονομικό έλλειμμα 4%, και συνολικό 9%, ενώ η κατάσταση ήταν ελλειμματική σε όλη τη δεύτερη θητεία του. Τα greek statistics, επιπλέον, γνώρισαν μεγάλες πιένες.
Ο Πάγκαλος ήταν εμβληματικό είδος αυτού του γένους. Είχε δίκιο με τη ρήση του. Πράγματι, αυτοί τα φάγανε. Τα προσφιλή τους αφεντικά, οι μιντιάρχες, οι ΠΑΕτζήδες, τα CEO της πλάκας, οι εκ του ιδιωτικού τομέως προερχόμενοι μανατζεράδες, τα ρετιρέ του δημοσίου με μισθούς τριπλάσιους και τετραπλάσιους από αυτούς των εκπαιδευτικών, όπως και συντάξεις.
Σίγουρα όχι οι εργάτες, που διαχρονικά πλήρωναν σε εισφορές πολύ περισσότερα από όσα έλαβαν σε συντάξεις. Όχι η γενιά των 700 ευρώ, που προηγήθηκε κατά πολύ της κρίσης. Όχι οι εκπαιδευτικοί, οι νοσοκομειακοί, όχι οι άνθρωποι, που, κατά τεκμήριο, πρόσφεραν τα περισσότερα στην κοινωνία. Και ας σταματήσει η επιχειρηματολογική περιπτωσιολογία του τύπου «ξέρω έναν καθηγητή, που τα έπαιρνε» κ.λπ. Δεν προσβάλλει μόνο τη νοημοσύνη μας, αλλά πρώτα τη νοημοσύνη του υποστηρικτή της.
Ας πάμε, όμως, στον αυταπόδεικτο ισχυρισμό ότι για όλα φταίει το συνταξιοδοτικό.
Πρώτον, οι συντάξεις στην Ελλάδα ποτέ δεν υπήρξαν ιδιαίτερα καλές για την μεγάλη πλειοψηφία. Ούτε οι βιομηχανικοί εργάτες ούτε οι πωλήτριες των εμπορικών ούτε οι οικοδόμοι έγιναν, από την άποψη των συντάξεων, «ευκατάστατοι». Οι συντάξεις υπήρξαν πολύ καλές για τους πελάτες της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ. Μερικές φορές, μαζί με τον βασιλικό ποτίστηκε και η γλάστρα -αλλά δεν έκανε αυτό τη διαφορά.
Δεύτερον, ο κατεξοχήν λόγος που οδήγησε σε μεγάλο πρόβλημα το, πολύ σφιχτό για τους πολλούς, συνταξιοδοτικό σύστημα είναι η κατασπάραξη των αποθεματικών του επί πολλές δεκαετίες, όταν το κράτος πλήρωνε επιτόκια 3% και ο πληθωρισμός ήταν 20%. Για την ενίσχυση της εθνικής βιομηχανίας, βεβαίως βεβαίως, που είδαμε τα χαΐρια της. Οι τόσες επιχορηγήσεις -θαλασσοδάνεια- δεν πήγαν χαμένες: ατράνταχτη απόδειξη, η εξαιρετική μας «ανταγωνιστικότητα».
Τρίτον, η μοναδική αιτία του δημοσιονομικού προβλήματος στην Ελλάδα, υπήρξε η μόνιμη και τεράστια απόκλιση των δημοσίων εσόδων, ως ποσοστού του ΑΕΠ, από τα αντίστοιχα της ΕΕ. Οι δημόσιες δαπάνες στη χώρα μας υπήρξαν διαχρονικά και κατά μέσο όρο αντίστοιχες ή μικρότερες αυτών στην Ευρώπη. Τα δημόσια έσοδα υπολείπονταν κατά 4 -5% του ΑΕΠ. Η σωρευτική επίδραση αύξανε διαρκώς το χρέος. Κύριος λόγος ήταν η ασύγκριτη φοροδιαφυγή και εισφοροδιαφυγή όχι μόνο των «μονοπωλίων», αλλά και ενός μεγάλου μέρους «μικρομεσαίων» ιδιοκτητών και εργοδοτών, που αποτέλεσαν διαχρονικά τάξεις -στηρίγματα, που έλεγε κι ο Πουλαντζάς, του μόνιμου συνασπισμού εξουσίας, που κατέστρεψε τη χώρα και την κοινωνική πλειοψηφία.
Προσθέστε και τον μεγάλο πελατειασμό των εξοπλιστικών μιζών, των κατασκευαστικών «υπερβάσεων», της επιτρεπόμενης λαθρεμπορίας και το «αυταπόδεικτο» γίνεται, απλώς, απολογητικό.
Πράγματι, όλοι αυτοί μαζί τα φάγανε. Και, εν πολλοίς, οι ίδιοι σώθηκαν από τους Ευρωπαίους εταίρους, μαζί με τις γαλλογερμανικές τράπεζες και τα γαλλογερμανικά συνταξιοδοτικά (!) ταμεία. Ενώ νέες ευκαιρίες ανοίχτηκαν για τους ιταλικούς υπερηχητικούς -καλύτερους και από τους κινέζικους- σιδηροδρόμους.
Ο Γιαννακίδης, όμως, δεν αρκείται στη, συνήθη, για έναν «συστημικό» δημοσιογράφο, παντελώς ατεκμηρίωτη υποστήριξη αυτονόητων. Είναι, εύλογα, και πεπεισμένος ευρωπαϊστής.
Η φράση ότι «[η] εποπτεία των ξένων και οι δεσμεύσεις των μνημονίων προστατεύουν, αν και όχι σε απόλυτο βαθμό, την οικονομία από ένα νέο εκτροχιασμό», μάλλον έχει γραφτεί για να προκαλέσει. Γιατί και η Μαρίκα ξέρει πια ότι το σώσιμό μας υπήρξε μετωνυμία της σωτηρίας των γαλλογερμανικών τραπεζών, που έτειναν προς σαπάκια χωρίς κρατική στήριξη και χωρίς τη δική μας στήριξη. Γιατί είναι παγκοίνως και διεθνώς γνωστό ότι οι περίφημοι «πολλαπλασιαστές» των κρετίνων τεχνοκρατών, Ευρωπαίων, ιδίως, έπεσαν τόσο έξω που η ανάκαμψη όχι μόνο δεν προέκυψε, κατά τας Γραφάς, αλλά η ύφεση, που η θηριώδης έκτασή της προήλθε αποκλειστικά και μόνο λόγω της εφαρμοζόμενης πολιτικής, κατασπάραξε και ό,τι λίγο είχε απομείνει από εισοδήματα και κοινωνική προστασία. Πρέπει να είσαι εντελώς άσχετος ή στημένος προπαγανδιστής, για να θεωρείς ακόμα ότι τα μνημόνια μας συμμάζεψαν και μας «προστατεύουν». Εντελώς, όμως.
Η Ελλάδα είναι εργοδοτική δικτατορία και αποτυχημένο κράτος, ταυτόχρονα.
Εχθρικό προς την κοινωνική πλειοψηφία και παντελώς αδιάφορο για την στοιχειώδη κοινωνική αναπαραγωγή.
Η αγοραστική δύναμη είναι η χαμηλότερη στην ΕΕ, το ποσοστό των συλλογικών συμβάσεων το χαμηλότερο, έχει άθλιες υπηρεσίες υγείας. Τις χειρότερες συνθήκες εργασίας και, μαζί, το μεγαλύτερο ποσοστό κέρδους για τους «επιχειρηματίες». Αλλά, προς απόδειξη της μακροοικονομικής αποτελεσματικότητας (sic), ένα δημόσιο χρέος πολύ μεγαλύτερο από όσο το 2010 και παγκόσμιο ρεκόρ ελλείμματος στο εμπορικό ισοζύγιο.
Γκραν σουξέ.
Οι ακροκεντρώες άρες μάρες ανήκουν στην κατηγορία, που περιλαμβάνει, ως το πιο ευπώλητο δείγμα, την έρευνα (sic) της Ελένης Βαρβιτσιώτη και της Βικτωρίας Δενδρινού, με τον τίτλο Η τελευταία μπλόφα. Όπου ισχυρίζονται, μεταξύ άλλων τερπνών, ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι στην Ελλάδα, μεταξύ 2001 και 2008, πήραν αυξήσεις 200%, περίπου. Που σημαίνει ότι η καθηγήτρια από το χιλιάρικο έφτασε να παίρνει τριχίλιαρο λίγο πριν την κρίση.
Καρακοσμάρα ή κυνική ταξική ψευδολογία;
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου