«Τοτέμ» ή «ταμπού»; η υγεία και η ελευθερία στο Σύνταγμα

 

Του Τάκη Βιδάλη *

Φαίνεται ότι το νέο τοτέμ του ελληνικού συνταγματικού δικαίου είναι η δημόσια υγεία. Η δημόσια υγεία θεωρείται πλέον από πολλούς έγκριτους συνταγματολόγους το υπέρτατο αγαθό, μπροστά στο οποίο υποτάσσονται τα πάντα στο Σύνταγμα, ιδίως τα θεμελιώδη δικαιώματά μας. Τα τελευταία χρόνια η μόδα τέτοιων τοτέμ συνηθίζεται, αν θυμηθούμε λίγο παλιότερα τη «δημόσια ασφάλεια» και, με τη χρεωκοπία, την «εθνική οικονομία» ή ακόμη την «ευρωπαϊκή προοπτική». Όλα αυτά υποτίθεται ότι εκφράζουν υπερσυνταγματικές αξίες και υποστηρίζονται από σοβαρούς νομικούς, όχι μόνο στη χώρα μας…

Το άγχος για να στερεωθεί το τοτέμ της δημόσιας υγείας εν μέσω πανδημίας, είναι τέτοιο, που οι «πρόθυμοι» δεν προβληματίζονται ιδιαίτερα για το πώς το «λανσάρουν»: άλλοτε υποστηρίζουν ότι «μα, το λέει το Σύνταγμα» (όταν επικαλούνται διατάξεις, όπως στα άρθ. 5, 11, 18 ή 22), άλλοτε προτείνουν να ξεφύγουμε από τον «ατομοκεντρισμό» και να δούμε όλο το Σύνταγμα και την επιστημολογία του συνταγματικού δικαίου «αλλιώς». Μικρό το κακό, αυτά είναι λεπτομέρειες…

Υγεία

Τι είναι λοιπόν για το Σύνταγμα το περίφημο αγαθό της «υγείας»;

Είναι, πρώτα, αντικείμενο ατομικού δικαιώματος, όπως ορίζει ρητά το άρθρο 5 παρ. 5. Αυτό σημαίνει ότι δικαιούμαστε να φροντίζουμε την υγεία μας, όπως και να μην τη φροντίζουμε: δεν μπορεί κανείς να μας εμποδίσει να πάμε στο γιατρό ή στο φαρμακείο, να πάρουμε ασπιρίνη ή να κάνουμε μια εγχείρηση, αλλά και δεν μπορεί να μας υποχρεώσει να το κάνουμε. Καμία ιατρική πράξη (διαγνωστική, προληπτική, θεραπευτική ή αισθητική) δεν επιτρέπεται να μας επιβληθεί χωρίς τη ρητή συναίνεσή μας, ύστερα από κατάλληλη πληροφόρηση (informed consent). Όταν δεν είμαστε ικανοί να εκφράσουμε συναίνεση, αυτό το κάνουν οι νόμιμοι αντιπρόσωποί μας. Ακόμη και στις επείγουσες καταστάσεις, που ίσως απειλείται η ζωή μας, ο γιατρός ενεργεί μόνος του, μόνον όταν δεν είμαστε εμείς σε θέση να πούμε τι θέλουμε ή δεν υπάρχει άλλος δικός μας να μιλήσει για λογαριασμό μας.

Το ατομικό δικαίωμα στην υγεία συνδέεται, ασφαλώς, με το έννομο αγαθό της ζωής. Κάτι περισσότερο: αποδεικνύει γιατί και η ζωή η ίδια είναι θεμελιώδες δικαίωμα κι όχι «υπέρτατη αξία» -άρα, υποχρέωσή μας-, όπως υπονοούν κάποιοι. Η άρνηση θεραπείας (treatment refusal) -με την οποία δεν συναινούμε σε ιατρικές πράξεις, ασκώντας το δικαίωμα στην υγεία- έχει ως λογικό επακόλουθο την ελεύθερη διάθεση της ζωής μας: οι Μάρτυρες του Ιεχωβά ή οι απεργοί πείνας που διακινδυνεύουν τη ζωή τους, λοιπόν, ασκούν θεμελιώδες δικαίωμα, που ο γιατρός οφείλει να σέβεται ως το τέλος, όπως και τα όργανα του κράτους αν εμπλακούν (εισαγγελείς, αστυνομία κ.λπ.). Όσοι επιμένουν ότι η ζωή δεν είναι δικαίωμα, αλλά κάποιος αναγκαίος όρος που επιβάλλει η ανθρώπινη αξία, δεν κάνουν άλλο από το να ανακηρύσσουν την τελευταία σαν ένα είδος «χωροφύλακα» (“le flic dans la tete”) της συνείδησης και της ελεύθερης βούλησής μας. Αγνοούν, έτσι, ότι η ανθρώπινη αξία -όπου την προβλέπουν τα συνταγματικά κείμενα- αναλύεται μόνο σε δικαιώματα του υποκειμένου της, χωρίς να αφήνει κανένα «υπόλοιπο»: γι’ αυτό, ούτε το έμβρυο ούτε ο νεκρός αναγνωρίζονται ως υποκείμενα ανθρώπινης αξίας, αφού δεν είναι νοητό να ασκούν δικαιώματα, γι’ αυτό επίσης Συντάγματα που δεν περιλαμβάνουν καν την ανθρώπινη αξία δεν είναι λιγότερο δημοκρατικά απ’ όσα την «κατοχυρώνουν».

Η υγεία είναι λοιπόν, κατ’ αρχήν, περιοχή αυτοκαθορισμού, ελεύθερη από επεμβάσεις τρίτων, ακόμη κι αν αυτοί είναι οι γιατροί ή όργανα του κράτους (από τον πρωθυπουργό, ως τον τελευταίο αστυφύλακα της πολιτικής προστασίας…). Δεν χρειάζεται να θυμόμαστε ότι όλα τα παραπάνω είναι κοινός τόπος στη βιοηθική και το δίκαιο που ειδικεύεται σε τέτοια θέματα, τα τελευταία 70 χρόνια.

Η υγεία είναι, έπειτα, αντικείμενο κοινωνικού δικαιώματος ή, διαφορετικά, καθήκοντος του κράτους, όπως ορίζει πάλι το Σύνταγμα στο άρθρο 21 παρ. 3. Το κράτος πρέπει να εξασφαλίζει μέσα για τη φροντίδα της υγείας των πολιτών, οι οποίοι δικαιούνται να προσφεύγουν σε αυτά, αν το θελήσουν, ασκώντας το ατομικό τους δικαίωμα για το οποίο κάναμε λόγο. Τα εθνικά συστήματα υγείας και η κοινωνική ασφάλιση, κατά κανόνα, αποτελούν την έκφραση αυτού του κρατικού καθήκοντος. Το κράτος μπορεί ακόμη και να μας προτρέπει για τη φροντίδα της υγείας μας (π.χ. με εκστρατείες κατά του καπνίσματος, της κατανάλωσης αλκοόλ ή τροφών με κορεσμένα λιπαρά ή με εκστρατείες εμβολιασμών), χωρίς ωστόσο να μας απειλεί με κυρώσεις, αν δεν ακολουθούμε τις προτροπές του αυτές: κάτι τέτοιο θα αντέβαινε στο ατομικό μας δικαίωμα στην υγεία.
 
Η υγεία, τέλος, αναγνωρίζεται και ως δημόσιο αγαθό, ως «δημόσια υγεία», που δικαιολογεί, κατά το Σύνταγμα, νόμιμους περιορισμούς ορισμένων θεμελιωδών δικαιωμάτων: του δικαιώματος κίνησης και εγκατάστασης, του δικαιώματος στην ιδιοκτησία και της ελευθερίας της εργασίας. Αυτή και μόνο τη σημασία έχουν όλα τα δημόσια αγαθά -όπως η δημόσια ασφάλεια, η δημόσια τάξη, η εθνική ασφάλεια κ.λπ.-, που συμβαίνει να μνημονεύει το Σύνταγμα: λειτουργούν ως περιορισμοί δικαιωμάτων και, φυσικά, υπόκεινται σε «περιορισμούς των περιορισμών».

Αν ο κίνδυνος για τη δημόσια υγεία απειλεί τεκμηριωμένα τη δημόσια ασφάλεια, όπου η τελευταία δικαιολογεί περιορισμούς (π.χ. στο δικαίωμα του συνέρχεσθαι) αυτοί προστίθενται στους προηγούμενους. Αλλά μέχρι εκεί: άλλοι περιορισμοί (στην ιδιωτική ζωή, στην ελευθερία της έκφρασης, στην οικονομική ελευθερία κ.λπ.) δεν δικαιολογούνται από το Σύνταγμα. Αν το κράτος τους θεωρεί αναγκαίους, είτε θα πρέπει να πείσει τους πολίτες να τους δεχθούν εκούσια (δηλαδή, χωρίς να απειλεί με κυρώσεις) είτε θα πρέπει να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 48, αν συντρέχουν οι (αυστηροί) όροι του.

Πάντως αυτές οι προβλέψεις του Συντάγματος είναι και οι μόνες που επιτρέπουν στην κρατική εξουσία να έχει λόγο για το τι κάνουμε με την προσωπική μας υγεία, για το πώς οριοθετείται δηλαδή το ατομικό μας δικαίωμα.
 
Πανδημία

Όλα τα παραπάνω δείχνουν γιατί πρέπει να είμαστε ψύχραιμοι με τα «συνταγματικά» της πανδημίας.

  1. Ασκώντας το ατομικό μας δικαίωμα στην υγεία, είμαστε κατ’ αρχήν ελεύθεροι να προφυλασσόμαστε ή όχι από τον κορωνοιό, ακολουθώντας ή όχι τις συμβουλές των ειδικών που εμείς (και μόνον) εμπιστευόμαστε (ιδίως όταν αυτές συμβεί να είναι αντιφατικές μεταξύ τους).
  2. Το δικαίωμά μας αυτό συμπληρώνεται από το καθήκον του κράτους να εξασφαλίζει την επάρκεια των αναγκαίων πόρων για να έχουν όλοι (όχι μόνον εκείνοι που νοσούν από κορωνοιό) πρόσβαση σε κατάλληλες υπηρεσίες υγείας. Όπου διαπιστώνεται ανεπάρκεια πόρων και χρειάζεται να τεθούν προτεραιότητες στην πρόσβαση ασθενών, το κράτος (η κυβέρνηση) έχει πολιτική αλλά και νομική ευθύνη (που φυσικά μπορεί να ελέγχεται και από τα δικαστήρια): αν ένας ασθενής προτιμηθεί αυθαίρετα για να εισαχθεί σε ΜΕΘ, εκείνος που παραλείφθηκε έχει αξιώσεις αποζημίωσης από το κράτος, ακόμη και σε περίοδο πανδημίας και έλλειψης δομών.
  3. Οι ειδικοί τους οποίους επικαλείται η κρατική εξουσία προκειμένου να λάβει μέτρα για την πανδημία, μπορούν φυσικά να τεκμηριώνουν τις πράξεις της, δεν «υπερέχουν» ωστόσο επιστημονικά από άλλους ειδικούς που ενδέχεται να διαφωνούν. Δεν βρίσκονται ex officio στο απυρόβλητο της επιστημονικής κριτικής, ακόμη και αν η γνώμη τους είναι ομόφωνη ή -πολύ περισσότερο- όταν συμβουλεύουν για τη λήψη μέτρων κατά πλειοψηφία.
Αυτό σημαίνει, ότι τα αρμόδια όργανα του κράτους είναι τα μόνα υπεύθυνα και πάλι για ό,τι αποφασίζεται -και όχι η «επιστήμη» γενικώς-, ακόμη και αν απλώς προσυπογράφουν τη γνώμη των υγειονομικών συμβούλων τους. Είναι επίσης υπεύθυνα για το αν πράγματι ακολουθούν, έστω, αυτή τη γνώμη: κανείς υγειονομικός που σέβεται τη δουλειά του δεν συμβουλεύει αποφυγή του συνωστισμού, με εξαίρεση τα μέσα μεταφοράς ή τους επαγγελματικούς αγώνες ποδοσφαίρου ή -το χειρότερο- τα νοσοκομεία που πολιορκούνται από τρομοκρατημένους πολίτες!

  1. Αντιμετωπίζοντας μια πανδημία, η κρατική εξουσία έχει ευρύτατη ευχέρεια από το Σύνταγμα να επιβάλλει εντονότατους περιορισμούς στην ελευθερία μας, ακόμη και για απροσδιόριστο χρόνο, έως ότου περάσει η απειλή. Οι περιορισμοί όμως αυτοί είναι υπό έλεγχο, με κριτήρια α) το αν έχουν προβλεφθεί από τυπικό ειδικό νόμο, β) το αν είναι ανάλογοι του σκοπού που επιδιώκουν και γ) το αν αφήνουν άθικτο τον πυρήνα των δικαιωμάτων που αφορούν, η έκταση του οποίου πρέπει να τεκμηριώνεται με αντικειμενικό τρόπο. Αν υποθέταμε ότι αντιμετωπίζαμε μια πανδημία πανούκλας (αντίστοιχη με αυτές που αφάνισαν στο μακρινό παρελθόν εκατομμύρια ανθρώπους) ή μια πανδημία Ebola και πάλι οι περιορισμοί αυτοί θα ήταν αρκετοί, φτάνει η εξουσία να παρέμενε σε διαρκή εγρήγορση. Τι σημαίνει αυτό συγκεκριμένα;
  2. Το στοιχείο (β) ειδικά (η αναλογικότητα) μπορεί μεν να ικανοποιηθεί με γνώμη υγειονομικού οργάνου, όμως κάτι τέτοιο δεν είναι αρκετό: είναι η κυβέρνηση που αποφασίζει κυριαρχικά για το πώς θα υλοποιηθεί η γνώμη αυτή, με τη λιγότερη δυνατή βλάβη στην ελευθερία μας.
Η αναλογικότητα εξαρτάται ιδίως από δύο παράγοντες: α) την έγκαιρη συλλογή επαρκών δεδομένων για την πανδημία με τη διενέργεια μαζικών τεστ και β) την έγκαιρη εκπλήρωση του καθήκοντος του κράτους να φροντίζει την υγεία των πολιτών επενδύοντας σε πόρους για την αντιμετώπιση της απειλής (εξασφάλιση επαρκούς αριθμού τεστ, επαρκούς υγειονομικού προσωπικού, συμβατικού νοσοκομειακού εξοπλισμού, ΜΕΘ, αναπνευστήρων κ.λπ.).

Και οι δύο αυτοί παράγοντες εξαρτώνται από πολιτικές αποφάσεις αποκλειστικά, που σηματοδοτούν ακριβώς την εγρήγορση του κράτους μπροστά στον κίνδυνο. Διότι οι υγειονομικές συμβουλές βασίζονται εξ ορισμού στη διαθεσιμότητα πόρων σε δεδομένο τόπο και χρόνο: όταν δεν διατίθενται πόροι, είναι φυσικό να συνιστώνται από τους γιατρούς περιορισμοί στην ελευθερία. Τι άλλο να μας πουν;

Συμπέρασμα

Συνοψίζοντας, διαπιστώνουμε ότι η κρατική εξουσία έχει από το Σύνταγμα τρία όπλα που μπορεί να τα χρησιμοποιήσει για την αντιμετώπιση όχι μόνο αυτής της πανδημίας, αλλά οποιουδήποτε κινδύνου για τη δημόσια υγεία, όσο σοβαρός κι αν είναι

  • Το όπλο της ενίσχυσης με τους αναγκαίους πόρους του συστήματος υγείας, σύμφωνα με το άρθρο 21 παρ. 3 Σ.
  • Αν δεν αρκεί αυτό, το όπλο των περιορισμών των τριών συγκεκριμένων δικαιωμάτων που προβλέπουν τα άρθρα 5, 18 και 22 Σ ή και του άρθρου 11, αν η «δημόσια ασφάλεια» αποδειχθεί ότι κινδυνεύει από τον κορωνοιό (κάτι που δεν είναι εξ ορισμού δεδομένο, αλλά χρειάζεται συγκεκριμένα τεκμήρια, αντίθετα με ό,τι συνέβη τις μέρες του Πολυτεχνείου).
  • Αν και αυτό δεν δίνει αποτελέσματα, το όπλο του άρθρου 48, που βέβαια προϋποθέτει ειδική διαδικασία για την αναστολή της άσκησης και άλλων δικαιωμάτων
Αποτελεί αποκλειστική ευθύνη του κράτους (όχι των υγειονομικών συμβούλων του), αν δεν επιστρατεύει κάποιο από αυτά τα όπλα, εν όψει άλλων προτεραιοτήτων, όπως π.χ. της (εμμονικής ή ίσως φοβικής) συμμόρφωσης με διεθνείς δημοσιονομικές υποχρεώσεις (μνημονιακές απαιτήσεις) ακόμη και όταν φτάνει να κινδυνεύει η υγεία όλων μας, της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς, της εκπαίδευσης, του τουρισμού, των αθλητικών δραστηριοτήτων κ.λπ. Δεν είναι λοιπόν «εμπόδιο» το Σύνταγμα: δεν μένει και τίποτε άλλο να επιτρέψει! Όλα γίνονται, αρκεί οι αρμόδιοι να αναλαμβάνουν πράγματι την ευθύνη.

Αυτό το τελευταίο -η ευθύνη όχι των πολιτών ή των γιατρών, αλλά του ίδιου του κράτους- ενοχλεί πολύ τους οπαδούς του τοτέμ της δημόσιας υγείας, τους κάθε προέλευσης «πρόθυμους» (συνταγματολόγους και πολιτικούς), που δεν μπορούν να δεχθούν την προτεραιότητα των συνταγματικών μας δικαιωμάτων, υπό οποιεσδήποτε συνθήκες.

Υπάρχει κάτι βαθύτερο εδώ, που αφορά ειδικά την ελληνική κοινότητα του συνταγματικού δικαίου (ακόμη ειδικότερα, τον Όμιλο Μάνεση): το αν πράγματι πιστεύουμε στην ισχύ των κανόνων ή, αντίθετα, σε κρυφές ή δηλωμένες πολιτικές ατζέντες, δεξιόστροφες, αριστερόστροφες, «εκσυγχρονιστικές», «πατριωτικές», «προοδευτικές», «μεταρρυθμιστικές» και πάει λέγοντας.

Η ισχύς των κανόνων μας υποχρεώνει να υποτάσσουμε τις ερμηνευτικές μας επιλογές στο αξίωμα της Ελευθερίας «του Ανθρώπου και του Πολίτη»: αυτό είναι το μόνο «ταμπού» για κάθε αξιοπρεπή άνθρωπο σε μια δημοκρατική κοινωνία, ένα ταμπού που θεμελίωσε τον συνταγματισμό και που απαγορεύεται σε οποιονδήποτε (αλλά σε οποιονδήποτε!…) να το αγγίξει.

Μας υποχρεώνει, με άλλα λόγια, να επιβεβαιώνουμε επί πλέον -ακόμη και στα πολύ δύσκολα- ότι το συνταγματικό δίκαιο είναι η «τεχνική της πολιτικής ελευθερίας» και γι’ αυτό ακριβώς έχει απαιτήσεις επιστημονικού κλάδου κι όχι χαριτωμένης ρητορικής.

* O Τάκης Βιδάλης είναι Δρ. Συνταγματικού Δικαίου, Επιστημονικός Συνεργάτης Εθνικής Επιτροπής Βιοηθικής

Πηγή: constitutionalism.gr/

Δρόμος ανοιχτός

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου