Η ακρίβεια δεν είναι φυσικό φαινόμενο

 

Του Θέμη Τζήμα

Και ενώ οι κάτοικοι της πατρίδας μας βιώνουμε ένα νέο κύμα ακρίβειας, πολλοστό μετά την είσοδο στην Ευρωζώνη, οι εξηγήσεις στο επίπεδο φυσικού φαινομένου δίνουν και παίρνουν, όπως και τα περί εισαγόμενης ακρίβειας.

Βλέπετε, στην χώρα μας από το εξωτερικό παίρνουμε “προστάτες”, αετονύχηδες, όπλα με μίζες, την ακρίβεια και άλλες συναφείς καταστάσεις και “καλές πρακτικές”.

Βεβαίως, το νέο κύμα ακρίβειας έχει αφετηρίες και στο εξωτερικό. Όχι σε κάποιο μη ανθρωπογενές φαινόμενο, αλλά στον ληστρικό και ολιγοπωλιακό καπιταλισμό. Οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές της τελευταίας 40ετίας, με την κατάργηση ρύθμισης σε κάθε επίπεδο επέτρεψαν να κυριαρχήσουν οι μονοπωλιακές τακτικές. με καταστροφικά αποτελέσματα στον ανταγωνισμό, ακόμα και για τα μέτρα των ΗΠΑ.

Θα αναφερθούμε εκτενέστερα σε επόμενα άρθρα, ωστόσο είναι πολύ ενδιαφέρον ενδεικτικά να δει κανείς μεταξύ άλλων κλάδων, την επίδραση της πολυδιαφημισμένης και στα καθ’ ημάς Uber, στην δραματική μείωση της κυκλοφορίας των ταξί από τους δρόμους μεγάλων πόλεων των ΗΠΑ και στην άνοδο τιμών κατά 92% στις τιμές των διαδρομών, από το 2018 έως το 2021. Ο τρόπος είναι τόσο παλιός και τόσο γνωστός ώστε κάποτε οι πολιτικές ηγεσίες είχαν την τόλμη να νομοθετούν. Όχι εδώ και χρόνια: οι Uber και Lyft έριχναν τις τιμές κάτω από τον ανταγωνισμό παρότι όλοι ήξεραν ότι ζημιώνονταν και ότι υπερχρεώνονταν. Λίγοι ωστόσο νοιάζονταν, όσο υποχωρούσαν οι τιμές. Οι ανταγωνιστές τους, μικρότερες εταιρείες, ίσως ανεξάρτητοι οδηγοί καταστράφηκαν και βγήκαν εκτός αγοράς. Και μόλις το ολιγοπώλιο φτιάχτηκε, οι αμοιβές των οδηγών άρχισαν να πέφτουν δραματικά, η υπερκμετάλλευσή τους να εντείνεται και τελικά ο αριθμός τους να μειώνεται δραματικά. Ταυτοχρόνως, οι τιμές των δρομολογίων πήραν την ανηφόρα, ενώ η εύρεση ταξί κατέστη σπορ για λίγους και ισχυρούς.

Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει σε όλους σχεδόν τους κλάδους. Ολιγοπώλια κερδοσκοπούν ασύστολα, αφού για ένα σύντομο χρονικό διάστημα διαφημίζουν ή και όντως προσφέρουν χαμηλότερες τιμές.

Μεταξύ άλλων παραγόντων, τα παραπάνω ευθύνονται και για το ότι σήμερα, ο πληθωρισμός στις ΗΠΑ έχει ανέλθει στο 5,4%, σε ένα από τα υψηλότερα σημεία των πολλών τελευταίων χρόνων. Δεν είμαστε πληθωρισμοφοβικοί, ωστόσο αυτό κάτι δείχνει, σε συνδυασμό με τα παραπάνω.

Φυσικά, σε μια Ελλάδα, στην οποία οι τελευταίες κυβερνήσεις φροντίζουν να πουλάν ό,τι έχει αξία σε ξένα ιδιωτικά και συχνά κρατικά μονοπώλια, αυτή η συζήτηση παραμένει απαγορευμένη.

Παραλλήλως, η αλλεργία του νεοφιλελευθερισμού προς τον κεντρικό σχεδιασμό είχε ως αποτέλεσμα, οι αλυσίδες εφοδιασμού και παραγωγής, κυριαρχούμενες και πάλι από τον ολιγοπωλιακό τρόπο παραγωγής να μην μπορούν να ανταποκριθούν εγκαίρως στις ανάγκες εν μέσω κρίσης. Τα ολιγοπώλια συρρίκνωσαν την παραγωγική ικανότητα στην Δύση, μεταφέροντάς την όπου συνέφερε το χρηματιστικό κεφάλαιο από το οποίο τα εν λόγω ολιγοπώλια τρέφονται και την διέσπασαν μεταξύ διαφορετικών κρατών. Όταν η πανδημία χτύπησε, απλώς δεν είχαμε διαθέσιμα άμεσα αυτά που χρειαζόμασταν και με δεδομένη την αδυναμία παγκόσμιας συνεννόησης, αλλά και την απροθυμία των εθνικών κυβερνήσεων να επιβάλλουν οποιαδήποτε ρύθμιση στα ιδιωτικά συμφέροντα, ήρθαν και οι ανατιμήσεις.

Στην πραγματικότητα, το πρόβλημα με την πανδημία δεν έχει να κάνει (μόνο ή και κυρίως) με την διακοπή των αλυσίδων παραγωγής για υγειονομικούς λόγους. Έχει να κάνει με το ότι η ολιγοπωλιακή δομή της παγκόσμιας οικονομίας επιτρέπει σε μια χούφτα εταιρειών ανά κλάδο να κερδοσκοπούν ασύστολα, χάρη -και- στις ελλείψεις.

Θα αναρωτηθεί κανείς: καλά καλά όλα αυτά, αλλά η δική μας κυβέρνηση σε τι φταίει; Εντάξει, είναι μεν συνένοχη ιδεολογικώς και πολιτικώς μιλώντας, αλλά μήπως και σοσιαλιστική κυβέρνηση να είχαμε θα μπορούσε να ανατρέψει ή έστω να “επιδιορθώσει” τον παγκόσμιο καπιταλισμό;

Προφανώς όχι, παρότι δεν πρέπει να μας διαφεύγει ο βαθμός συνενοχής της ελληνικής κυβέρνησης (όπως και των προηγουμένων) με τον νεοφιλελεύθερο, ολιγοπωλιακό καπιταλισμό. Η πραγματική ευθύνη της κυβέρνησης, όπως και των ελληνικών κυβερνήσεων της προηγούμενης εικοσαετίας έγκειται στο πώς εγκατέλειψαν τους εργαζομένους και ελευθεροεπαγγελματίες στην πατρίδα μας, σε απανωτά κύματα ακρίβειας, απώλειας εισοδήματος, ολιγοπωλιακής δομής της εθνικής οικονομίας και φτωχοποίησης.

Ας κοιτάξουμε λίγο τα στοιχεία: το κατά κεφαλή ΑΕΠ στην πατρίδα μας, από το 2008 μέχρι και το 2020 κατακρημνίζεται σταθερά, από τα 31.997,282 στα 17.676,192 δολάρια. Μια μικρή αύξηση σημειώθηκε την διετία 2017-2018, χωρίς ωστόσο να μιλούμε για εντυπωσιακές αλλαγές. Ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα ουδέποτε επανήλθε στα επίπεδα του 2010 έως σήμερα, παρά την αύξηση που σημειώθηκε το 2019. Από το 2012 δε, έως και το 2019, ο πληθωρισμός ήταν μεγαλύτερος από την αύξηση του κατωτάτου μισθού. Έχουμε πάνω από μια γεμάτη οκταετία πραγματικής και διαρκούς μείωσης εισοδημάτων, με δεδομένο ότι αντίστοιχη πορεία ακολούθησε και το μισθολογικό κόστος εν γένει: -0,2 το 2009, 0,7 το 2010, -4,8 το 2011, -8,3 το 2012, -10,1 το 2013, 0,5 το 2014, -0,9 το 2015, 1,4 το 2016, 0,9 το 2017, 2,8 το 2018, 1,7 το 2019.

Την ίδια στιγμή, ο πληθωρισμός εξελίσσεται αρκετά διαφορετικά σε σχέση με ό,τι φαίνεται σε πρώτη ανάγνωση. Ο Δείκτης Τιμών Καταναλωτή προκύπτει μέσω σύνθεσης διαφορετικών κατηγοριών προϊόντων, κάποια εκ των οποίων αφορούν την καθημερινή και μαζική κατανάλωση, ενώ κάποια άλλα δεν αφορούν την συντριπτική πλειοψηφία. Βάσει των στοιχείων της Τράπεζας της Ελλάδας, προκύπτουν ενδεικτικά τα εξής: στον τομέα των τροφίμων, μετά από την έκρηξη των τιμών ακολούθως της ένταξης στο ευρώ και με ελάχιστες εξαιρέσεις, εντοπίζεται συστηματικά θετικός πληθωρισμός. Εν μέσω πανδημίας και για όλο το 2020 εντοπίζονται συγκριτικά μεγαλύτερες αυξήσεις ως προς το παρελθόν.

Από το 2010, επίσης οι αυξήσεις στην ενέργεια είναι γιγαντιαίες: διψήφιες το 2010-2012 και μετά από πρόσκαιρες μειώσεις, πάλι αυξητικές οι τάσεις, το 2017, το 2018 και το τελευταίο τρίμηνο μετρήσεων, Μαρτίου-Μαΐου, το 2021. Αντιστοίχως, αν και σε μικρότερο βαθμό θα δει κανείς αυξήσεις και στον τομέα των υπηρεσιών, αν και όχι στον ίδιο βαθμό.

Προκύπτει ότι από το 2001 έχουμε συστηματική αύξηση των τιμών των προϊόντων ευρείας κατανάλωσης, από το 2009, κατάρρευση του μισθολογικού κόστους και των απολαβών των μεσαίων και χαμηλότερων στρωμάτων, ενώ η θέση των ολιγοπωλίων (δηλαδή καρτέλ) και του πολύ μεγάλου πλούτου διαρκώς ενισχύεται.

Τι να πει κανείς μάλιστα για την εκτόξευση της στέγης, κυρίως στα ενοίκια, αλλά και στην ιδιοκατοίκηση; Με μια νέα γενιά η οποία πρέπει να επιλέξει μεταξύ ευνουχιστικής παραμονής στο παιδικό δωμάτιο και αδιανόητα υψηλών ενοικίων (ελέω και βραχυπρόθεσμων μισθώσεων) το στεγαστικό και δημογραφικό πρόβλημα συνδέονται σε έναν φαύλο κύκλο.

Ωστόσο δεν είναι αυτή όλη η εικόνα της πραγματικότητας: η πολύπλευρη φτώχεια, όπως υπολογίζεται από την Παγκόσμια Τράπεζα, συμπεριλαμβάνοντας πέρα από το εισόδημα την πρόσβαση σε υγεία, παιδεία, ικανοποιητική εργασία και άλλους παράγοντες ευζωίας, παραμένει σταθερά πάνω από το 30%, έχοντας εκτοξευθεί τα τελευταία 11 χρόνια.

Με άλλα λόγια, έχουμε μια αύξηση του πραγματικού κόστους ζωής, πολύ πριν την εισαγόμενη ακρίβεια. Τι έχει κάνει για όλα αυτά η κυβέρνηση; Το πιο πρόχειρο που έρχεται στο μυαλό είναι πως πέταξε χιλιάδες μαθητές έξω από το δημόσιο πανεπιστήμιο, προκειμένου να ταΐσει η ελληνική οικογένεια, τους ιδιοκτήτες κολεγίων, οι οποίοι με τη σειρά τους έχουν, για να το θέσουμε πολύ ευγενικά, εκλεκτικές σχέσεις με υπουργούς και με τον πρωθυπουργό.

Τι να περιμένει κανείς από μια κυβέρνηση, η οποία πανηγυρίζει επειδή φέτος θα αυξηθεί σε σχέση με πέρυσι το ΑΕΠ –μάλλον– 5.9%, με δεδομένο ότι πέρυσι είχε μειωθεί 8,5%. Αυτά υπό το φως ότι, για να έχουμε τάξη μεγέθους, το ΑΕΠ από τα 354,461 δις. δολάρια του 2008, το 2021 είχε καταρρεύσει στα 189,41 δις. Μείωση σχεδόν 47% σε 13 χρόνια.

Αλλά τα “χαριτωμένα” δεν σταματούν εδώ: ακόμα και το 2019, την χρονιά πριν να έρθει ο Covid-19 στην Ελλάδα, το ΑΕΠ και πάλι είχε μειωθεί ως προς την προηγούμενη χρονιά.

Μάλιστα, η ανάπτυξη για την οποία πανηγυρίζει η κυβέρνηση έρχεται με την παγκόσμια πρωτιά μας ως προς τον λόγο χρέους-ΑΕΠ (σας φάγαμε επιτέλους Ιάπωνες) και ενώ το χρέος μας κατέχουν ξένοι, με ό,τι συνεπάγεται αυτό – και συνεπάγεται πάρα πολλά, ιδίως για εθελόδουλες κυβερνήσεις όπως οι δικές μας. Επιπλέον δε, με μεγαλύτερες κατά πολύ τις αυξήσεις των εισαγωγών σε σχέση με τις εξαγωγές και με την κατανάλωση των νοικοκυριών να συρρικνώνεται, κατά το β’ τρίμηνο του 2021.

Μετά από τέτοια καταστροφή έχουμε κυβέρνηση η οποία πανηγυρίζει για μια μεγέθυνση η οποία θα εξανεμιστεί αμέσως μετά. Πότε; Μόλις τα μνημόνια θα επανέλθουν, από το 2022 ή 2023.

Και όμως: η κυβέρνηση θα μπορούσε να παρέμβει και στην ακρίβεια. Με επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας αντί για ιδιωτικοποιήσεις, με ελάφρυνση του κόστους διαβίωσης δια “κοινωνικού μισθού”, με σταθερές σχέσεις εργασίας, όπως και με σοβαρές, γενικευμένες μισθολογικές αυξήσεις, πέραν ευρύτερων μετασχηματισμών κοινωνικού και αναπτυξιακού χαρακτήρα. Επίσης με σπάσιμο των καρτέλ και με έλεγχο τιμών. Αντί όλων αυτών ο πρωθυπουργός ήρθε να εξαγγείλει μέτρα είτε τα οποία είχε πάρει ήδη, είτε μπαλώματα.

Η ακρίβεια και η φτωχοποίηση δεν είναι φυσικά φαινόμενα. Είναι επιλογές αναδιανομής εισοδήματος προς τους πιο πλουσίους. Και ο Κυριάκος Μητσοτάκης, όπως και όλη η δεξιά πρέπει και θα τις πληρώσει πολιτικά. Πολύ πιο σύντομα μάλιστα από ό,τι του λένε οι δημοσκόποι.


Δρόμος ανοιχτός

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου