Η σταδιακή αποδυνάμωση του κράτους πρόνοιας και η ανάληψη κοινωνικών υπηρεσιών από ΜΚΟ συνιστούν έναν από τους πιο βαθιούς μετασχηματισμούς του ύστερου καπιταλισμού — με τεράστιες συνέπειες για τη δημοκρατία, τη λογοδοσία και την κοινωνική συνοχή.
Για περισσότερες από τέσσερις δεκαετίες, οι Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις (ΜΚΟ) έχουν αναλάβει έναν ρόλο που άλλοτε ήταν κεντρικός για την ύπαρξη του κράτους: την παροχή βασικών κοινωνικών υπηρεσιών.
Από τη στέγαση προσφύγων έως την καταπολέμηση της φτώχειας και την ψυχοκοινωνική στήριξη, η παρουσία των ΜΚΟ έγινε όχι μόνο συμπληρωματική αλλά σε πολλές περιπτώσεις και κυρίαρχη.
Πίσω από αυτή την αλλαγή δεν βρίσκεται απλώς η “αδυναμία” των κρατών, αλλά ένας ολόκληρος πολιτικός σχεδιασμός: η συστηματική αποδυνάμωση του δημόσιου τομέα στο πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης αναδιάρθρωσης.
Η σταδιακή απόσυρση του κράτους πρόνοιας
Από τις αρχές της δεκαετίας του ’80, κυβερνήσεις σε όλο τον κόσμο, με πρωτοστάτες τους Θάτσερ και Ρήγκαν, υιοθέτησαν πολιτικές λιτότητας που περιλάμβαναν βαθιές περικοπές στη δημόσια δαπάνη για υγεία, παιδεία, πρόνοια και στέγαση.
Οι θεσμοί όπως το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα προώθησαν ταυτόχρονα παγκοσμίως τις λεγόμενες «διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις», δημιουργώντας τεράστια κενά στην κάλυψη βασικών κοινωνικών αναγκών.
Σε αυτό το κενό εμφανίστηκαν σταδιακά οι ΜΚΟ. Αρχικά ως οργανισμοί παροχής επείγουσας βοήθειας ή υπεράσπισης δικαιωμάτων, γρήγορα μετατράπηκαν σε φορείς υλοποίησης προγραμμάτων που μέχρι πρότινος ανήκαν στο κράτος.
Ειδικά στον Παγκόσμιο Νότο, τα Προγράμματα Διαρθρωτικής Προσαρμογής της δεκαετίας του ’80 και του ’90 επιβλήθηκαν ως όροι για διεθνή χρηματοδότηση.
Τα κράτη υποχρεώθηκαν να περικόψουν το δημόσιο τομέα και να ιδιωτικοποιήσουν υπηρεσίες, ανοίγοντας έτσι τον δρόμο για την είσοδο των ΜΚΟ ως κύριων φορέων παροχής πρόνοιας, υγείας και εκπαίδευσης.
Οι ΜΚΟ ως εργαλεία «ήπιας ισχύος»
Παράλληλα, δυτικά κράτη και διεθνείς οργανισμοί άρχισαν να κατευθύνουν την αναπτυξιακή βοήθεια όχι μέσω κρατών, αλλά απευθείας προς ΜΚΟ. Αυτό θεωρήθηκε τρόπος αποφυγής της «διαφθοράς» ή της «αναποτελεσματικότητας» των κυβερνήσεων, αλλά στην πράξη σήμαινε έμμεση άσκηση εξωτερικής πολιτικής μέσω της λεγόμενης «κοινωνίας των πολιτών».
Οι ΜΚΟ λειτουργούσαν έτσι και ως φορείς εφαρμογής πολιτικών, σε μεταπολεμικά ή ασταθή περιβάλλοντα, όπου ο έλεγχος των τοπικών κυβερνήσεων κρίθηκε ανεπαρκής ή μη επιθυμητός.
Νεοφιλελευθερισμός: Το ιδεολογικό υπόβαθρο της «μεταβίβασης»
Η άνοδος των ΜΚΟ δεν μπορεί να αποσυνδεθεί από το νεοφιλελεύθερο πρόταγμα του «λιτού» κράτους. Σύμφωνα με αυτό, ο ρόλος του κράτους δεν είναι η πρόνοια αλλά η ρύθμιση των αγορών, η διατήρηση της ασφάλειας και η ανάθεση υπηρεσιών σε εξωτερικούς παρόχους.
Οι ΜΚΟ εμφανίζονται ως «εκσυγχρονισμός» αλλά στην πράξη διαβρώνουν την καθολικότητα, τη λογοδοσία και τη σταθερότητα των δημόσιων παροχών.
Πέντε βασικά αποτελέσματα αυτής της μετατόπισης:
Παρά τον ρόλο τους, οι ΜΚΟ δεν χρηματοδοτούνται όπως οι δημόσιες υπηρεσίες.
Όμως, χωρίς σταθερή χρηματοδότηση, χωρίς καθολική εντολή και χωρίς δημοκρατικό έλεγχο, λειτουργούν εντός ενός πλαισίου που επιτρέπει τη σταδιακή διάλυση του κοινωνικού κράτους.
Πηγή: Αγώνας της Κρήτης
Οι ΜΚΟ εμφανίζονται ως «εκσυγχρονισμός» αλλά στην πράξη διαβρώνουν την καθολικότητα, τη λογοδοσία και τη σταθερότητα των δημόσιων παροχών.
Πέντε βασικά αποτελέσματα αυτής της μετατόπισης:
-
Αποπολιτικοποίηση της φτώχειας και των ανισοτήτων:
Οι ΜΚΟ αντιμετωπίζουν κοινωνικά προβλήματα ως τεχνικά ζητήματα (π.χ. διαχείριση πληθυσμών, ενσωμάτωση), και όχι ως αποτέλεσμα πολιτικών επιλογών ή συστημικών ανισοτήτων.
-
Αποδυνάμωση των δημόσιων θεσμών:
Το κράτος μετατρέπεται σε διαχειριστή έργων ΜΚΟ, χάνοντας ρόλο και τεχνογνωσία σε κρίσιμους τομείς.
-
Κατακερματισμός υπηρεσιών:
Δεκάδες οργανώσεις μπορεί να δραστηριοποιούνται στον ίδιο τομέα χωρίς συντονισμό, χωρίς ενιαίο σχεδιασμό και χωρίς δημοκρατικό έλεγχο.
-
Υπονόμευση κοινωνικών κινημάτων:
Η μετατροπή της κοινωνικής παρέμβασης σε επαγγελματική «παροχή υπηρεσιών» αποδυναμώνει συλλογικές, διεκδικητικές πρακτικές και μετατοπίζει το πεδίο από τον πολιτικό αγώνα στη διαχείριση έργου.
-
Κανονικοποίηση της «μόνιμης κρίσης»:
Η διαχείριση πληθυσμών σε «έκτακτη ανάγκη» γίνεται μόνιμο καθεστώς. Οι πρόσφυγες, οι φτωχοί, οι άστεγοι μετατρέπονται σε «ωφελούμενους», υπό καθεστώς συνεχούς επιτήρησης και ελέγχου.
Παρά τον ρόλο τους, οι ΜΚΟ δεν χρηματοδοτούνται όπως οι δημόσιες υπηρεσίες.
-
Αστάθεια: Λειτουργούν με κονδύλια περιορισμένου χρόνου, εξαρτημένα από προγράμματα, χορηγίες ή διεθνείς οργανισμούς. Δεν έχουν σταθερούς προϋπολογισμούς, πράγμα που οδηγεί σε υψηλή κινητικότητα προσωπικού και ασυνέχεια στις παρεχόμενες υπηρεσίες.
-
Εξάρτηση από δωρητές: Οι στρατηγικές τους διαμορφώνονται σύμφωνα με τις προτεραιότητες ξένων κυβερνήσεων ή ιδρυμάτων, όχι απαραίτητα με βάση τις ανάγκες των τοπικών κοινωνιών.
-
Απουσία καθολικής εντολής: Δεν δεσμεύονται να εξυπηρετούν όλους τους πολίτες. Επιλέγουν ομάδες στόχους, προγράμματα και περιοχές παρέμβασης με βάση χρηματοδοτικά ή στρατηγικά κριτήρια.
-
Έλλειψη ενιαίας λογοδοσίας: Δεν υπόκεινται στους ελέγχους που υφίσταται το δημόσιο. Η λογοδοσία γίνεται προς τον δωρητή, όχι προς τον πολίτη.
-
Απώλεια της πολιτικής ευθύνης για την παροχή βασικών υπηρεσιών
-
Αντικατάσταση της κοινωνικής δικαιοσύνης από την ατομική φιλανθρωπία
-
Διαιώνιση των κοινωνικών ανισοτήτων με τεχνικούς όρους
-
Σταδιακή ιδιωτικοποίηση της έννοιας της πρόνοιας
-
Υπονόμευση της δημοκρατίας μέσω της απονομιμοποίησης του δημόσιου χώρου
Όμως, χωρίς σταθερή χρηματοδότηση, χωρίς καθολική εντολή και χωρίς δημοκρατικό έλεγχο, λειτουργούν εντός ενός πλαισίου που επιτρέπει τη σταδιακή διάλυση του κοινωνικού κράτους.
Πηγή: Αγώνας της Κρήτης
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου