Βιοτεχνολογία, κράτος και κεφάλαιο (1)

 

Ο όγκος της παγκόσμιας αγοράς για τα εμβόλια ήταν περίπου 33 δις $ το 2019 – ενώ ελέγχεται σε ποσοστό 90% από τις εξής τέσσερις μόλις φαρμακευτικές εταιρίες: GKK, Pfizer, Merck, Sanofi. Ειδικά η παγκόσμια αγορά εμβολιασμού κατά της γρίπης ήταν 4,5 δις $ το 2019 – ενώ αναμένεται να αυξηθεί στα 7,6 δις $ το 2027. Όπως καταλαβαίνει λοιπόν κανείς, οι αναμενόμενες πωλήσεις μόνο των εμβολίων Covid 19 για το 2021, ύψους 67 δις $ κατά την αμερικανική εταιρία αναλύσεων Morningstar, είναι ένα τεράστιο μέγεθος – ενώ πρόκειται για μία αγορά που θα μπορούσε να αυξηθεί σε φοβερό βαθμό, με μηδέν ρίσκο, εάν έχει αποτέλεσμα η ολοκληρωτική πολιτική που επιβάλλεται. Εάν δηλαδή καταφέρουν τα κράτη να καταστήσουν άμεσα ή έμμεσα υποχρεωτικό τον εμβολιασμό, δεσμευόμενα τα ίδια με ποσότητες εμβολίων και πληρώνοντας με τα χρήματα των φορολογουμένων τους – οι οποίοι θα νομίζουν πως είναι δωρεάν. Για σύγκριση, η βιομηχανία εξοπλισμών είχε πωλήσεις 166 δις $ το 2019 – γεγονός που σημαίνει πως ο νέος κλάδος αποτελεί ένα πραγματικό Eldorado, υποσχόμενος τεράστιους τζίρους και κέρδη.

Του  Βασίλη Βιλιάρδου

Εισαγωγικά, εξαιτίας της διαπλοκής των συμφερόντων μεταξύ του κράτους και της οικονομίας που παρατηρήθηκε στη Γερμανία κατά τη διάρκεια του 1ου παγκοσμίου πολέμου, ο Λένιν διέκρινε την ουσία του Stamocap, του κρατικού μονοπωλιακού καπιταλισμού δηλαδή (State Monopoly Capitalism), στην πλήρη συγχώνευση της μονοπωλιακής εξουσίας της οικονομίας με την κυβέρνησημε στόχο το σχηματισμό ενός αμοιβαία εξαρτώμενου, ενοποιημένου συμπλέγματος εξουσίας (στη δημοσίευση του από το 1917 με τον τίτλο «State and Revolution»).

Το ότι τώρα το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο κυριαρχεί απόλυτα στο ανεπτυγμένο καπιταλιστικό οικονομικό σύστημα, ενώ προωθεί το οικονομικό μονοπώλιο, καθώς επίσης τις πολιτικές και στρατιωτικές διαδικασίες επέκτασης, είναι γνωστό πάνω από εκατό χρόνια – με αφετηρία το βιβλίο του J. Hobson από το 1902, με τον τίτλο «Ο ιμπεριαλισμός». Η δε επιρροή του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου στην πραγματική οικονομία, επιτεύχθηκε αρχικά μέσα των τραπεζών και των ασφαλιστικών εταιριών – ενώ, μετά το 2ο παγκόσμιο πόλεμο, η επιρροή αυτή συμπληρώθηκε από τις επενδυτικές εταιρείες, καθώς επίσης από τις εταιρείες διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων που κυριαρχούν σήμερα στις χρηματιστηριακές αγορές.

Έτσι, αναπτύχθηκε σταδιακά ο καπιταλισμός της χρηματοπιστωτικής αγοράς και μία οικονομική Ολιγαρχία – συμβαδίζοντας με το γεγονός ότι, η παραγωγή δεν βασιζόταν πλέον, μόνο ή αποκλειστικά, στο σταθερό επιτόκιο του πλασματικού κεφαλαίου των τραπεζών (ανάλυση). Βασιζόταν κυρίως στην επενδυτική συμπεριφορά των επενδυτικών τραπεζών και των κερδοσκοπικών κεφαλαίων, με στόχο τη μεγιστοποίηση του κέρδους και την εξασφάλιση αποδόσεων. Με δεδομένο δε το ότι, τα συγκεκριμένα ιδρύματα μπορούν να επενδύσουν στην πραγματική οικονομία σε σύντομο χρονικό διάστημα, το καπιταλιστικό οικονομικό σύστημα είναι εκτεθειμένο σε ταχύτερες αποφάσεις – οπότε έγινε πολύ πιο ευάλωτο.

Από την άλλη πλευρά είναι επίσης γνωστό το ότι, μεταξύ των φορέων του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου (ανώνυμες εταιρείες, τράπεζες, ασφάλειες, επενδυτικά κεφάλαια, οίκοι αξιολόγησης, εταιρείες διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων) και του κράτους, υπάρχει αφενός μεν στενή αλληλεξάρτηση, αφετέρου ανταγωνισμός – γεγονός που προκύπτει από τον οικονομικό καταναγκασμό, για την πραγματοποίηση εταιρικών κερδών.

Εν προκειμένω, διαπιστώνεται μία συνεχώς αυξανόμενη τάση για την επίτευξη μεγαλύτερης πολιτικής επιρροής της βιομηχανίας και των χρηματοπιστωτικών ομίλων, μέσω του lobbying (ανάλυση) – για παράδειγμα μέσω οργανισμών όπως η Τριμερής Επιτροπή (πηγή), η Λέσχη Bilderberg, η Ομάδα των Τριάντα (ανάλυση) κλπ.

Σε τελική ανάλυση λοιπόν, με τον τρόπο αυτό το κράτος μετατρέπεται σε ένα οικονομικό και κοινωνικοπολιτικό αναπόσπαστο μέρος του ιδίου του κεφαλαίου – δηλαδή, διαμορφώνεται και εγκαθιδρύεται η κυριαρχία του κρατικού μονοπωλιακού καπιταλισμού (Stamocap).

Ιστορική αναδρομή

Περαιτέρω, μετά το τέλος της κεϋνσιανής πολιτικής των κρατικών δαπανών με στόχο την καταπολέμηση των κυκλικών οικονομικών κρίσεων, μετά την αντικατάσταση της πολιτικοστρατιωτικής αποικιοκρατίας από την οικονομική, καθώς επίσης μετά την αποχώρηση των Η.Π.Α. από τον κανόνα του χρυσού το 1971, από τη δεκαετία του 1980 το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο εισήλθε σε μία νέα εποχή – με αφετηρία τον αγγλοαμερικανικό χώρο.

Μέσω της πολιτικής της Thatcher (1979-1990) και του Reagan (1981-1993), το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο κατάφερε να διαφθείρει όλο και πιο πολύ την κρατική εξουσία, μόλις και μετά βίας συγκαλυμμένα – προκειμένου να ιδιωτικοποιήσει δημοσίους ή/και κοινής ωφελείας τομείς δραστηριότητας, καθώς επίσης να υπονομεύσει τους κρατικούς κανονισμούς.

Το βασικό μέσον επικράτησης του ήταν το συνεχώς αυξανόμενο εθνικό χρέος, δημόσιο και ιδιωτικό – το οποίο κλιμακώνει την εξάρτηση από τις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές. Στην ουσία δηλαδή αντί οι ιδιωτικοποιήσεις να μειώνουν τα χρέη, τα αύξαναν, μεταξύ άλλων λόγω των χαμηλότερων δημοσίων εσόδων – οδηγώντας όλο και περισσότερα χρήματα σε μία Ολιγαρχία που συνεχώς συρρικνωνόταν και φτωχοποιώντας τις υπόλοιπες κοινωνικές ομάδες, λόγω της μη λειτουργίας των επιτροπών ανταγωνισμού.

Έτσι οι καπιταλιστικές κρίσεις έγιναν όλο και πιο συχνές, καθώς επίσης πιο έντονες – όπως του διαδικτύου το 2000, των ενυπόθηκων δανείων χαμηλής εξασφάλισης του 2007/08, της ελληνικής κρίσης του 2010, της ευρωπαϊκής κρίσης χρέους ή του ευρώ του 2011, της κατάρρευσης της αγοράς repo του 2019 και της παγκόσμιας οικονομικής κατάρρευσης του 2020 – η οποία κρύφτηκε πίσω από την πανδημία.

Συνεχίζοντας, αυτές οι κρίσεις του χρηματοπιστωτικού συστήματος, περιέχουν τη δυνατότητα κατάρρευσης ολόκληρου του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος – κατά συνέπεια, της παγκόσμιας οικονομίας. Θέτουν επί πλέον σε κίνδυνο την εξουσία των κυβερνώντων – όταν γίνεται φανερό πως η διάσωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, οδηγεί στη λεηλασία και στην εξαθλίωση ευρέων μαζών των Πολιτών. Το γεγονός αυτό οφείλεται στο ότι, οι κυβερνήσεις των μεγάλων οικονομικών περιοχών έχουν αναλάβει την υποχρέωση να στηρίξουν το χρηματοπιστωτικό σύστημα – εγγυώμενες για ένα μεγάλο μέρος των λαθών και της κερδοσκοπίας των ισχυρών (συστημικών) συντελεστών του.

Ως αποτέλεσμα των παραπάνω, το παγκόσμιο δημόσιο χρέος διπλασιάσθηκε μεταξύ των ετών 2007 και 2019 – ενώ το παγκόσμιο δημόσιο και ιδιωτικό χρέος έφτασε στα 255 τρις $ το 2019 ή στο 320% του παγκοσμίου ΑΕΠ (γράφημα). Με το πρόσχημα δε της πανδημίας, έγινε εφικτή η αποφυγή της κατάρρευσης του 2020 – καθώς επίσης μία ακόμη διάσωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, με τα χρήματα των φορολογουμένων. Με την ανάληψη νέων χρεών εκ μέρους τους δηλαδή – αφού τα δημοσιονομικά μέτρα που δρομολόγησαν όλα τα κράτη, αύξησαν τα χρέη τους.


Με τη διάσωση τώρα του χρηματοπιστωτικού συστήματος, ενισχύθηκε ταυτόχρονα το ψηφιακό και χρηματοοικονομικό σύμπλεγμα – το οποίο αποτελείται από τους εξής γίγαντες:

(α) από τους ψηφιακούς όπως οι Amazon, Google, Microsoft, Netflix και Apple,

(β) από τις τράπεζες της Wall Street, μαζί με τις ευρωπαϊκές UBS, Deutsche Bank και HSBC, καθώς επίσης

(γ) από τις μεγάλες εταιρείες διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων, όπως η Blackrock, η Vanguard κλπ.

Εν προκειμένω, λόγω της πολιτικής των lockdown, αυτές οι εταιρίες θεωρούνται ήδη οι μεγάλες κερδισμένες της πανδημίας – αφού έγινε εφικτή η γρήγορη αλλαγή των καταναλωτικών και λοιπών συνηθειών που διαφορετικά θα απαιτούσε πολλά χρόνια. Για παράδειγμα, οι αγορές on line, οι διαδικτυακές συναλλαγές στις τράπεζες που τους εξοικονομούν πολλά έξοδα κλπ. – ενώ ένας επιχειρηματικός τομέας που επίσης ωφελήθηκε είναι η βιοτεχνολογία.

Η βιοτεχνολογία

Περαιτέρω, η βιοτεχνολογία είναι η μορφή της επιστήμης που έχει σχέση με την αγορά, ενώ ασχολείται με τη χρήση ενζύμων, κυττάρων και μικρών οργανισμών – καθώς επίσης με την τεχνολογική τους εφαρμογή. Ο στόχος της είναι οι διαγνωστικές μέθοδοι και οι θεραπευτικές διαδικασίες που βασίζονται σε χημικές ενώσεις – σημειώνοντας πως οι σύγχρονες βιοτεχνολογικές διαδικασίες εμφανίσθηκαν στα πλαίσια της χημικής βιομηχανίας τον 20ο αιώνα, ενώ περιλαμβάνουν μικροβιακή και ενζυμική μετατροπή οργανικών ουσιών.

Με την αποσαφήνιση τώρα της δομής και του τρόπου δράσης του DNA και των σχετικών δυνατοτήτων επιρροής και αλλαγής της γενετικής σύνθεσης, το έργο του ανθρώπινου γονιδιώματος ξεκίνησε το 1990 – με αποτέλεσμα την αποκωδικοποίηση και τον προσδιορισμό της αλληλουχίας του που βασίζεται στη γενετική μηχανική, τη γονιδιακή θεραπεία και την έρευνα βλαστοκυττάρων, με τη βοήθεια των οποίων οι ανασυνδυασμένες πρωτεΐνες διατέθηκαν στη φαρμακοβιομηχανία.


Συνεχίζοντας, ο όγκος αγοράς των εταιρειών βιοτεχνολογίας (φυτά, ζώα και άνθρωποι) έφτασε στα 10 δις $ το 1999 – ενώ μια ειδική υποομάδα της βιοτεχνολογίας είναι η ονομαζόμενη «κόκκινη βιοτεχνολογία», με τους τομείς της γενετικής μηχανικής για τον άνθρωπο. Η ειδική αυτή υποομάδα απέκτησε ιδιαίτερη σημασία κατά τη διάρκεια της κρίσης του κορωνοϊού – με τα εμβόλια mRNA.

Από την άλλη πλευρά, ο όγκος της παγκόσμιας αγοράς για τα εμβόλια ήταν περίπου 33 δις $ το 2019 – ενώ ελέγχεται σε ποσοστό 90% από τις εξής τέσσερις μόλις φαρμακευτικές εταιρίες: GKK, Pfizer, Merck, Sanofi. Ειδικά η παγκόσμια αγορά εμβολιασμού κατά της γρίπης ήταν 4,5 δις $ το 2019 – ενώ αναμένεται να αυξηθεί στα 7,6 δις $ το 2027.

Όπως καταλαβαίνει λοιπόν κανείς, οι αναμενόμενες πωλήσεις μόνο των εμβολίων Covid 19 για το 2021 ύψους 67 δις $ κατά την αμερικανική εταιρία αναλύσεων Morningstar, είναι ένα τεράστιο μέγεθος – ενώ πρόκειται για μία αγορά που θα μπορούσε να αυξηθεί σε φοβερό βαθμό, με μηδέν ρίσκο, εάν έχει αποτέλεσμα η πολιτική που επιβάλλεται.

Εάν δηλαδή καταφέρουν τα κράτη να καταστήσουν άμεσα ή έμμεσα υποχρεωτικό τον εμβολιασμό, δεσμευόμενα τα ίδια με ποσότητες εμβολίων και πληρώνοντας με τα χρήματα των φορολογουμένων τους – οι οποίοι θα νομίζουν πως είναι δωρεάν. Για σύγκριση, η βιομηχανία εξοπλισμών είχε πωλήσεις 166 δις $ το 2019 – γεγονός που σημαίνει πως ο νέος κλάδος αποτελεί ένα πραγματικό Eldorado, υποσχόμενος τεράστιους τζίρους και κέρδη.

Σε κάθε περίπτωση, δύο από τις εταιρείες βιοτεχνολογίας αξίζει να μελετηθούν ιδιαίτερα, στα πλαίσια του κρατικού μονοπωλιακού καπιταλισμού: οι γερμανικές BioNTech και CureVac, με τις οποίες θα ασχοληθούμε σε μία επόμενη ανάλυση μας.

Σημειώνουμε μόνο εδώ πως στις αρχές του 2021 η ΕΕ, υπό τη Γερμανίδα πρόεδρο της, παρήγγειλε 2,3 δις δόσεις εμβολίων – συμπεριλαμβανομένων των 600 εκ. από την BioNTech/Pfizer, των 405 εκ. από την CureVac, των 400 εκ. από την AstraZeneca και των 400 από την Johnson & Johnson (Stern 1.2.21). Επίσης το ότι, οι τιμές που συμφωνήθηκαν φαίνεται πως προϋποθέτουν τον εμβολιασμό τουλάχιστον του 80% των Ευρωπαίων. 

Πηγή: analyst.gr

Δρόμος ανοιχτός

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου