Όσο οι διεθνείς ρυθμίσεις υποχωρούν και όσο ο πόλεμος «φτηναίνει», τουλάχιστον για το ένα από τα εμπλεκόμενα μέρη, τόσο η πιθανότητα στρατιωτικής σύγκρουσης θα εντείνεται
Του Θέμη Τζήμα
Τα όσα συμβαίνουν και αυτές τις ημέρες στο πλαίσιο των τριγωνικών σχέσεων ΗΠΑ-Κίνας- Ρωσίας επιβεβαιώνουν την μακρόχρονη τάση όξυνσης των σχέσεων μεταξύ των τριών στρατιωτικών (και σε ό,τι αφορά τις δύο πρώτες και οικονομικών) υπερδυνάμεων.
Το ένα, και πλέον φλέγον, επίκεντρο είναι η Ουκρανία. Η συγκέντρωση μεγάλου αριθμού στρατιωτικών δυνάμεων από τις δύο πλευρές των συνόρων αποτελεί το λιγότερο σημαντικό από όλα τα ζητήματα τα οποία προκύπτουν.
Το βασικότερο ζήτημα είναι ότι η Ουκρανία καθίσταται (και η ηγεσία της δείχνει να το επιδιώκει) η αιχμή του δόρατος σε ό,τι αφορά την στρατιωτική πίεση προς την Ρωσία. Εξελιγμένα ανταρματικά συστήματα, μη επανδρωμένα αεροσκάφη και ενδεχομένως φονικά πυραυλικά συστήματα στις ένοπλες δυνάμεις της ή στα εδάφη της αντιστοίχως, θέτουν σε κίνδυνο την ίδια την αμυντική ικανότητα τη Ρωσίας, εντείνοντας το υπαρξιακό-αμυντικό άγχος της τελευταίας. Η ρωσική ηγεσία γνωρίζει ότι ιστορικώς, όποτε υπήρξε εξοπλισμός δυνάμεων στα σύνορά της, μια επέμβαση ήταν κοντά.
Ενώ οι ΗΠΑ δεν πρόκειται ευθέως να επιτεθούν στην Ρωσία, ένας παρατεταμένος πόλεμος φθοράς από την Ουκρανία, με ενεργητική αλλά ανεπίσημη ενίσχυση από το ΝΑΤΟ είναι πολύ πιθανός αλλά και βολικός για τη Ουάσιγκτον. Χωρίς ευθέως να επιτίθενται στην Ρωσία, οι ΗΠΑ δημιουργούν για την Μόσχα έναν πόλεμο στα σύνορά της, χρησιμοποιώντας έναν φτηνό και αναλώσιμο υπεργολάβο (τις ένοπλες δυνάμεις και τον λαό της Ουκρανίας), ενώ παραλλήλως και ταυτοχρόνως θα αξιοποιήσουν οποιαδήποτε ρωσική κίνηση για εξοντωτικές οικονομικές κυρώσεις.
Θα πρέπει μάλιστα να συνειδητοποιήσουμε και κάτι άλλο: ένας κατά βάση συμβατικός πόλεμος (χωρίς χρήση πυρηνικών όπλων ή τουλάχιστον με την χρήση μικρών πυρηνικών όπλων) αποτελεί μεν ένα εφιαλτικό σενάριο για την Ευρώπη ή τμήματά της, ωστόσο (και στον βαθμό κατά τον οποίο δεν θα εξελιχθεί σε πυρηνικό ολοκαύτωμα) μπορεί να λειτουργήσει ως μια έξοχη δημιουργική καταστροφή ή αλλιώς “επανεκκίνηση”, ικανή να δώσει στις ΗΠΑ εκ νέου τον κυρίαρχο ρόλο της παγκοσμίως. Υψηλού ρίσκου μεν, όχι παράλογη δε, ως επιλογή.
Από την άλλη πλευρά, όπως και πέρυσι, η Ρωσία επιλέγει μια πολιτική ενεργητικής άμυνας, προκειμένου να αποκλιμακώσει δια της κλιμάκωσης. Προειδοποιεί όπως και πέρυσι με έναν γενικευμένο πόλεμο, ως αναπόφευκτη και όχι ευκταία εξέλιξη. Πρόκειται για τυπική περίπτωση ενεργητικής άμυνας: η δύναμη η οποία νιώθει ότι απειλείται σε ό,τι αφορά την θέση της στον κόσμο και τα σύνορά της, εν προκειμένω η Ρωσία, δεν αποπειράται να αλλάξει πρωτογενώς το status quo, παρά μόνο δευτερογενώς, δηλαδή στην έκταση και στο βαθμό κατά τον οποίο θα θεωρήσει ότι είναι απαραίτητο να προκαλέσει τετελεσμένα, ώστε να αποθαρρύνει τις δυνάμεις οι οποίες την πιέζουν επιθετικά.
Μέχρι σήμερα, η εν λόγω πολιτική έχει μερικώς αποδώσει. Ενώ έχει πρόσκαιρα εκτονώσει εντάσεις, σε ό,τι αφορά την γενική τάση όξυνσης της αντιπαράθεσης δεν αποδίδει. Κάθε νέο σημείο ύφεσης της έντασης κρατάει λιγότερο και τοποθετείται σε ένα επιδεινωμένο επίπεδο σε ό,τι αφορά τις σχέσεις ΗΠΑ-Ρωσίας. Η ενέργεια που καταβάλλεται για την διασφάλιση της διεθνούς ειρήνης αποδεικνύεται ολοένα περισσότερη και τα αποτελέσματα τα οποία επιφέρει ολοένα επισφαλέστερα.
Μάλιστα, σε αυτό το πλαίσιο, η παρουσία και η αξιοπιστία του νέου, φαινομενικώς ρεαλιστή, προέδρου των ΗΠΑ, φθίνει. Καθίσταται αμφίβολο το κατά πόσο εννοεί την βούλησή του για κάποιο modus vivendi με τον πρόεδρο Πούτιν, όπως και με τον πρόεδρο Σι. Την ίδια στιγμή, η Ουκρανία κατηγορεί την Ρωσία για σχεδιαζόμενο πραξικόπημα στο Κίεβο, ενώ αντιστρόφως, η Μόσχα εγκαλεί το Κίεβο για αποστολή κατασκόπων, προς διενέργεια επιθέσεων στα ρωσικά εδάφη. Με άλλα λόγια, διαρκώς νέες εστίες αντεγκλήσεων περί επιθετικότητας προστίθενται.
Το μεγάλο πρόβλημα είναι ότι όσο οι διεθνείς ρυθμίσεις υποχωρούν και όσο ο πόλεμος «φτηναίνει», τουλάχιστον για το ένα από τα εμπλεκόμενα μέρη, τόσο η πιθανότητα στρατιωτικής σύγκρουσης θα εντείνεται.
Ενδεχομένως, ορισμένοι στην Ουάσιγκτον να σκέφτονται ότι με σπονδυλωτές κρίσεις ή και με έναν σπονδυλωτό, γενικευμένο πόλεμο, διεξαγόμενο από υπεργολάβους, μπορούν να αποσυντονίσουν και τελικά να καταστρέψουν την υπό διαμόρφωση αντίπαλη προς τον ατλαντισμό, συμμαχία. Ίσως να θεωρούν ότι μια σοβούσα κρίση στα δυτικά σύνορα της Ρωσίας, ένα ισραηλινο-αμερικανικό χτύπημα στο Ιράν και η πίεση μέσω Ταϊβάν στην Κίνα θα εξαντλήσουν ιδίως τις ρωσικές στρατιωτικές ικανότητες, ενώ θα προλάβουν απροετοίμαστη την κινεζική μηχανή.
Αυτή η πιθανότητα (ενός τέτοιου σχεδιασμού) αναγκάζει την Ρωσία και την Κίνα να λάβουν δύσκολες αποφάσεις, υπό την έννοια του σχετικώς λιγοστού χρόνου: θα ενισχύσουν αποτελεσματικά την στρατιωτική τους συνεργασία περαιτέρω; Θα ταυτιστούν εντονότερα με το Ιράν; Θα εκπονήσουν κοινά σχέδια στρατιωτικής απάντησης; Και τελικά, σε ό,τι αφορά τόσο την Ουκρανία, όσο και την Ταϊβάν, θα κλιμακώσουν στο πλαίσιο της τακτικής της ενεργητικής άμυνας, με κίνδυνο ακόμα και έναν παγκόσμιο πόλεμο; Η λογική λέει ναι.
Πηγή: ΚΟΣΜΟΔΡΟΜΙΟ
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου