Ένας 20χρονος, 30χρονος στην Ελλάδα του σήμερα δε ζει τα νιάτα του. Μετράει λογαριασμούς, βγάζει από το καλάθι του σούπερ μάρκετ, όσο ψάχνει και δεύτερη δουλειά για να πληρώσει το ενοίκιο. Δεν είναι για όλους έτσι. Είπαμε, ο κόσμος είναι άδικος και κάποιοι σίγουρα δεν είμαστε με εκείνους που βιώνουν ...καταπληκτική ποιότητα ζωής.
Της Γεωργίας Κριεμπάρδη
Αυτό δεν είναι ένα κείμενο δημοσιογραφικό. Είναι σκόρπιες σκέψεις ενός νέου ανθρώπου, μιας χαμένης γενιάς, μιας γενιάς που πληρώνει μια κρίση δυσανάλογα.
Είναι οι millennials, παιδιά γύρω στα 30, και η πιο νέα φουρνιά, η Γενιά Ζ, οι έφηβοι-20άρηδες και λίγο παραπάνω. Είναι τα παιδιά που οι πολιτικοί δε θέλουν να φεύγουν στο εξωτερικό για δουλειές, μιας και η χώρα μας -όπως είπε ο πρωθυπουργός- έχει καταπληκτική ποιότητα ζωής.
Εγώ ξέρω ότι είμαστε τα παιδιά της κρίσης. Μια χαμένη γενιά. Γεννημένοι σε μια χώρα που με νύχια και με δόντια θέλει να γίνει Δύση. Γεννημένοι σε μια χώρα με μπόλικους νεοέλληνες και πολιτικούς που ρουφάν δημόσιο χρήμα με το μπουρί της σόμπας, σε βάρος μας. Κι εμείς μεγαλώσαμε και έσκασε στο κεφάλι μας μια κρίση που δε διαλέξαμε. Μια κρίση για την οποία δεν ευθυνόμαστε ούτε στο ελάχιστο. Όσο σταδιακά την έχτιζαν, άλλοι δεν υπήρχαν ούτε σαν ιδέα, άλλοι μπουσουλούσαν, άλλοι έκαναν τα πρώτα τους βήματα.
Και κάναμε περισσότερα βήματα. Μεγαλώσαμε. Μεγαλώσαμε με όνειρα και σύντομα πέσαμε από το συννεφάκι και ήρθαμε στην πραγματικότητα. Δε μείναμε καν πολύ στο συννεφάκι, ήρθε και μας καταπλάκωσε η πραγματικότητα. Και βγήκαμε στην κοινωνία και είδαμε την αδικία. Βιώσαμε την αδικία. Τη βιώνουμε καθημερινά. Νέα παιδιά που η πραγματικότητα μας πνίγει. Δεν είναι λυρικό αυτό που λέω. Μας πνίγει κι ο αέρας που αναπνέουμε γιατί κι αυτόν στο τέλος θα τον πληρώνουμε. Βρήκαμε έναν πλανήτη κατεστραμμένο και ψάχνουμε με νύχια και με δόντια μια αλήθεια για να κρατηθούμε από τον στίχο «κι όμως αλλάζει Κεμάλ, κι όμως αλλάζει».
Δε ζούμε. Επιβιώνουμε. Κι έχουμε όρεξη για ζωή και βράζει το μέσα μας και δουλεύουμε και προσπαθούμε να ομορφύνουμε τις μέρες. Και ξέρετε κάτι; Ο μισθός δε φτάνει. Δουλεύουμε για να πληρώνουμε την επιβίωσή μας. Όχι τη ζωή. Την επιβίωση. Και πάλι δε φτάνουν. Μέσα στην κρίση με μνημόνια, μέτρα λιτότητας, πολιτικούς που τάζουν πως θα βοηθήσουν τους αδύναμους και φυσικά εννοούν τους ισχυρούς. Μετράμε κάθε ευρώ, με την ακρίβεια και τους λογαριασμούς στα ύψη, τα χρήματα φτάνουν μέχρι τα μέσα του μήνα. Και δεν είναι ο μήνας το πρόβλημα. Τα χρήματα είναι.
Και πόσοι γυρίζουν στο πατρικό τους «γιατί δε βγαίνει», πόσοι κάνουν και δεύτερη και τρίτη δουλειά και γίνονται χίλια κομμάτια το 24ωρο, πόσοι στα 22 τους μαθαίνουν τι σημαίνει διακανονισμός και ιδρώνουν όταν χτυπάει το τηλέφωνο από εταιρείες…
Και δε θα έπρεπε, γαμώτο, να έχουμε τέτοιες έγνοιες. Θα έπρεπε να ζούμε τα νιάτα μας.
Bέβαια, δεν είναι για όλους έτσι η κατάσταση. Κάποιοι δεν έχουν τέτοιες έγνοιες. Όσο γράφω αυτές τις αράδες, κοιτώντας τους λογαριασμούς, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης γράφει και ειρωνεύεται καλλιτέχνες που μετέχουν στη συναυλία ειρήνης που έχει προγραμματιστεί για τις 29 Μαρτίου στα Προπύλαια. Δε θα μπω σε λαϊκισμούς, ο γιος του πρωθυπουργού και μπλα μπλα, αλλά πώς να το κάνουμε ρε παιδί μου, τους λογαριασμούς του τους έχει πληρωμένους. Όχι με χρήματα που ίδρωσε για να βγάλει.
*Φιλική υπενθύμιση προς κακοπροαίρετους αναγνώστες. Ναι, άλλα παιδάκια, πεθαίνουν, αρρωσταίνουν, έχουν πόλεμο. Γι’ αυτά μιλάμε σε άλλα κείμενα. Εδώ είπαμε, σκόρπιες σκέψεις νέου σε χώρα με …καταπληκτική ποιότητα ζωής.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου