Μπορεί η Ρωσία να αντέξει τις κυρώσεις, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως και η εξαρτημένη από το Κρεμλίνο Αρμενία έχει τις ίδιες αντοχές.
Του Γιάννη Αρσακιάν
Μόλις μία μέρα μετά την αναγνώριση των «Λαϊκών Δημοκρατιών» του Ντονιέτσκ και Λουγκάνσκ διά στόματος Πούτιν, ο πρόεδρος του Αζερμπαϊτζάν επισκέφτηκε το Κρεμλίνο, όπου υπέγραψε μία σειρά από διμερείς συμφωνίες. Στην επίσημη συνάντηση των δύο ηγετών, ο Βλαντίμιρ Πούτιν ενημέρωσε τον Ιλχάμ Αλίγιεφ σχετικά με την αναγνώριση των «Λαϊκών Δημοκρατιών», ενώ αναφέρθηκε στο ουκρανικό ζήτημα, ως μία διαφορετική κατάσταση όσον αφορά τη σχέση της Ρωσίας με τις υπόλοιπα γειτονικά κράτη. Ο Αλίγιεφ με τη σειρά του απέφυγε εξ ολοκλήρου να αναφερθεί στις προ λίγων ωρών δηλώσεις του Πούτιν, εστιάζοντας μονάχα στις συμφωνίες που θα βελτιώσουν τις διμερείς σχέσεις.
Ούτε ο χρόνος ούτε ο διάλογος στη συνάντηση των δύο ηγετών μπορεί να χαρακτηριστεί τυχαίος. Οι διμερείς συμφωνίες εξασφάλισαν την ουδετερότητα του Μπακού και την απομάκρυνση του από τα σενάρια περί παροχής ενεργείας στη Δύση. Εξ ου και η παντελής απουσία του Αζερμπαϊτζάν από τη ψηφοφορία του ΟΗΕ για την καταδίκη της ρωσικής επέμβασης. Από την άλλη, η σιωπή του Αλίγιεφ για την αναγνώριση των «Λαϊκών Δημοκρατιών» του Ντονμπάς, φανέρωσαν τις αζερικές ανησυχίες σχετικά με την πιθανότητα παρόμοιας εξέλιξης στο ζήτημα του Ναγκόρνο-Καραμπάχ. Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, πως δεν είναι λίγες οι φορές που το Γερεβάν έχει δηλώσει τη θέλησή του για αναγνώριση της «Δημοκρατίας του Αρτσάχ». Το Αζερμπαϊτζάν δεν είναι όμως το μοναδικό κράτος στον νότιο Καύκασο που ακολουθεί το δρόμο της σιωπής και της ουδετερότητας στον πόλεμο. Το ίδιο μονοπάτι ακολουθεί και η γειτονική Αρμενία, η οποία μάλιστα στη σχετική ψηφοφορία του ΟΗΕ επέλεξε την αποχή, κατά το πρότυπο της Κίνας. Μπακού και Γερεβάν, παρά την μεταξύ τους εχθρότητα, φαίνεται να συγκλίνουν στη στάση τους προς τη Ρωσία. Παρόλα αυτά οι λόγοι σύγκλισης είναι πολύ διαφορετικοί.
Προτού όμως μιλήσουμε για την Αρμενία, αξίζει να εστιάσουμε στο ίδιο το Ναγκόρνο-Καραμπάχ. Η de facto «Δημοκρατία του Αρτσάχ» είναι, όπως θα ανέμενε κανείς, πολύ πιο ρωσόφιλη σε σύγκριση με την ομοεθνή Δημορκατία της Αρμενίας, μιας και οι ρωσικές ειρηνευτικές δυνάμεις εξασφαλίζουν την ίδια τη βιολογική της επιβίωση. Επίσης η ουκρανική στήριξη όσον αφορά την εδαφική ακεραιότητα του Αζερμπαϊτζάν και οι κατηγορίες πως το Κίεβο προμήθευσε τις αζερικές δυνάμεις με λευκό φώσφορο στην τελευταία πολεμική σύγκρουση τείνουν τη ζυγαριά του Αρτσάχ προς Μόσχα. Υπάρχει όμως μία σημαντική λεπτομέρεια: οι «Λαϊκές Δημοκρατίες» του Ντονμπάς δεν έχουν αναγνωρίσει το Ναγκόρνο-Καραμπάχ ως ανεξάρτητη δημοκρατία, σε αντίθεση με την Υπερδνειστερία, την Αμπχαζία και τη Νότια Οσσετία. Η συγκεκριμένη λεπτομέρεια, αν και φαντάζει μικρή, μπορεί να παίξει μεγάλο ρόλο για τις πολιτικές εξελίξεις στο Νότιο Καύκασο, το οποίο βρίσκεται στην πιο ασταθή του φάση μετά από τον πόλεμο στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ το 2020.
Με το βλέμμα όλης της διεθνούς κοινότητας στραμμένο στην Ουκρανία και με το Κρεμλίνο απορροφημένο στον πόλεμο, η Αρμενία βρίσκεται πιο ευάλωτη από ποτέ απέναντι στο Αζερμπαϊτζάν. Ήδη το Μπακού εκμεταλλευόμενο τη ρωσική απουσία από την περιοχή, πιέζει την Αρμενία ως προς την αναγνώριση των μεταξύ τους συνόρων. Μάλιστα την 8η Μαρτίου οι αζερικές δυνάμεις ανατίναξαν αγωγό αερίου που τροφοδοτούσε το Ναγκόρνο-Καραμπάχ, αφήνοντας όλους τους κατοίκους χωρίς θέρμανση, σε μία προσπάθεια διπλωματικής πίεσης.
Με την υπάρχουσα κατάσταση, λοιπόν, θα ήταν καταστροφική επιλογή για την Αρμενία να ταχθεί με τις Νατοϊκές δυνάμεις και να καταδικάσει τη Ρωσία. Από την άλλη, η στήριξη στη Ρωσία θα απειλούσε κάθε διπλωματική σχέση με τη Δύση, σε μία περίοδο που η Αρμενία προσεγγίζει όλο και περισσότερο τον ευρωπαϊκό χώρο. Επιπλέον, όταν μιλάμε για την αρμενική εξωτερική πολιτική, θα πρέπει συχνά να λαμβάνουμε υπόψιν τον βαρύνοντα και καθοριστικό ρόλο της αρμενικής διασποράς. Μάλιστα η Ρωσία αποτελεί τη χώρα με το μεγαλύτερο πληθυσμό αρμενικής διασποράς, με πάνω από ένα εκατομμύριο Αρμενίους στο έδαφος της. Σημαντική παρουσία Αρμενίων υπάρχει όμως τόσο στην Ουκρανία, όσο και στην Ε.Ε. και τις ΗΠΑ. Η υποστήριξη της μίας ή της άλλη πλευράς θα προκαλούσε σημαντικές τριβές μεταξύ κυβέρνησης και διασποράς, σε μία εποχή που ήδη οι σχέσεις αυτές είναι ταραγμένες εξαιτίας του ανοίγματος του Αρμένιου πρωθυπουργού Νικόλ Πασινιάν προς την Τουρκία.
Μιλώντας για την Τουρκία, δεν μπορούμε να μην αναφέρουμε και την πρόσφατη επίσκεψη του υπουργού Εξωτερικών της Αρμενίας, Αραράτ Μιρζογιάν, στο Διπλωματικό Φόρουμ της Αττάλειας έπειτα από πρόσκληση της Τουρκίας. Μεβλούτ Τσαβούσογλου και Αραράτ Μιρζογιάν συναντήθηκαν στο περιθώριο του Φόρουμ, με τις δύο πλευρές να ανακοινώνουν τη δημιουργία διπλωματικών σχέσεων «χωρίς προϋποθέσεις» και να στέλνουν θετικά μηνύματα ή μία στην άλλη.
Εκ πρώτης όψεως η Αρμενία μοιάζει ουδέτερη και σιωπηλή, καθώς αντιλαμβάνεται τους κινδύνους που εγκυμονούν οι ευρύτερες γεωπολιτικές εξελίξεις για την ίδια. Κινδύνους που δεν αφορούν μόνο την εδαφική της ακεραιότητα αλλά και την ήδη λαβωμένη και αποκλεισμένη οικονομία της Αρμενίας, καθώς η χώρα επηρεάζεται άμεσα από τις δυτικές κυρώσεις προς τη Ρωσία. Παρόλα αυτά, δεν μένει άπραγη, αντιθέτως γίνεται όλο και πιο προσεκτική όσον αφορά τις επιλογές της. Για αυτόν τον λόγο δεν έδωσε ξεκάθαρη απάντηση στις προτάσεις του Αζερμπαϊτζάν, αλλά προτίμησε να συνομιλήσει με την Τουρκία, αντιλαμβανόμενη τη περιφερειακή αναβάθμιση της γειτονικής χώρας.
Μπορεί η ρωσική οικονομία να αντέξει τις κυρώσεις, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως και η εξαρτημένη από το Κρεμλίνο Αρμενία θα μπορέσει να επιδείξει τις ίδιες αντοχές. Για αυτόν το λόγο η αναβάθμιση των σχέσεων με τη γειτονική Τουρκία μοιάζει πλέον μονόδρομος, ιδιαίτερα αν η τελευταία αποκτήσει ρόλο-κλειδί στην περιοχή. Όπως μονόδρομος μοιάζει για την ώρα τουλάχιστον η ουδετερότητα στο ουκρανικό ζήτημα. Σε αντίθεση όμως με το Αζερμπαϊτζάν, η ουδετερότητα του οποίου πρακτικά συνιστά σιωπηλή στήριξη προς το Κρεμλίνο, η Αρμενία ακολούθησε περισσότερο το δρόμο της Κίνας, κάτι το οποίο εκφράστηκε και στον ΟΗΕ. Η στάση αυτή κάθε άλλο παρά τυχαία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί. Σε μία εποχή αστάθειας και αναβρασμού στην ευρύτερη περιοχή και με την Αρμενία να προσπαθεί διακαώς να ισορροπήσει μεταξύ Δύσης και Ανατολής, η Κίνα θα μπορούσε να φανεί πολύτιμος σύμμαχος και εξαιρετική διέξοδος από το οικονομικό αδιέξοδο.
Κλείνοντας, αξίζει να σκύψουμε και πάνω από το λαϊκό αίσθημα. Για πολλούς Αρμένιους ο Ζελένσκι ξυπνάει αναμνήσεις από τον αιματηρό πόλεμο του Ναγκόρνο-Καραμπάχ. Μεγάλο μέρος άλλωστε της φρασεολογίας που χρησιμοποιεί, θυμίζει εκείνη του Πασινιάν το 2020. Η νωπή ανάμνηση του πολέμου, φέρει στο συλλογικό νου των Αρμενίων και μία αίσθηση απογοήτευσης προς τη διεθνή κοινότητα. Η ίδια διεθνής κοινότητα που παρατηρούσε αμέτοχη τον πόλεμο των 44ων ημερών, τώρα τρέχει να δηλώσει στήριξη στην Ουκρανία. Για το αρμενικό λαϊκό αίσθημα η στάση της Δύσης μεταφράζεται σε υποκρισία.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου