Όχι επιδοτήσεις, από-καπιταλιστικοποίηση αγαθών και υπηρεσιών

 

Γιατί πρέπει να αποτελεί καπιταλιστικώς ρυθμιζόμενο εμπόρευμα, η ενέργεια; Τι και ποιος μας εμποδίζει να απολαμβάνουμε παροχές με όρους κοινής ωφέλειας;

Του Θέμη Τζήμα

Οι πρόσφατες ανακοινώσεις του Πρωθυπουργού περί επιδότησης λογαριασμών ρεύματος μέχρι ενός ποσοστού και μιας μορφής πλαφόν στις τιμές του, προσέφεραν μεν αρκετό πικρό γέλιο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, θέτουν δε ανεπισήμως για πολλοστή φορά, το πρόβλημα της μη- άσκησης πραγματικής κριτικής από -μεγάλο – μέρος της αντιπολίτευσης.

Η μη άσκηση πραγματικής κριτικής από την αντιπολίτευση δεν είναι τυχαία φυσικά. Έχει να κάνει με την απόφαση των πιθανών, μελλοντικών κυβερνώντων να συνεχίσουν πάνω- κάτω την ίδια πολιτική. Άλλωστε, δεν πέρασαν πολλές μέρες από τότε που ο εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ έδειχνε παντελώς αμετανόητος για τη θέσπιση του -ψευδό- χρηματιστηρίου ενέργειας, με τη γελοία δικαιολογία ότι επί ημερών ΣΥΡΙΖΑ δεν είχαν αυξηθεί οι τιμές του ηλεκτρικού, ενώ είναι σαφής η ευθύνη της πρώην κυβέρνησης για τη διαμόρφωση του πλαισίου που μοιραία θα όξυνε την αύξηση του εν λόγω κόστους για τα νοικοκυριά.

Έχουμε και λέμε λοιπόν: η κριτική του μεγαλυτέρου μέρους της αντιπολίτευσης έχει να κάνει με το αν οι επιδοτήσεις της ενέργειας είναι επαρκείς και με αν το πλαφόν στις τιμές θα είναι αποτελεσματικό και επαρκώς χαμηλό. Παρότι το δεύτερο σημείο είναι πιο ουσιαστικό από το πρώτο, και τα δύο βασίζονται στην αντίληψη ότι η ένταξη όλων των αγαθών και των υπηρεσιών στην καπιταλιστική αγορά είναι και αναπόφευκτη και επιθυμητή, οπότε η κρατική παρέμβαση εξαντλείται στο να ανακουφίσει έως και να ρυθμίσει μερικώς, τα ακρότατα όρια της ιδιωτικής αισχροκέρδειας.

Πρόκειται για γνήσιο νεοφιλελευθερισμό: «ανακάλυψη» νέων αγορών, χωρίς να υπάρχει καμία ανάγκη και κανένα όφελος για την κοινωνία. Δημιουργία αυτών των αγορών χωρίς κόστος για τα ιδιωτικά κεφάλαια -οι υποδομές έχουν φτιαχτεί από το κράτος- και με εγγυημένη κερδοφορία- η ενέργεια, το νερό, η υγεία, η παιδεία, οι δρόμοι, τα λιμάνια, τα αεροδρόμια, οι σιδηρόδρομοι και πολλά άλλα, με διαφορετικούς τρόπους και για διαφορετικούς λόγους θα έχουν πάντα ή κατά βάση, κερδοφορία. Δημιουργία ιδιωτικών μονοπωλίων και ολιγοπωλίων και διαμόρφωση ψευδό- χρηματιστηριακών αγορών. Κρατική επιδότηση της κερδοφορίας -κερδοσκοπίας με διαφορετικούς τρόπους -και- με αντάλλαγμα τη ροή του μαύρου πολιτικού χρήματος. Επιδότηση των καταναλωτών σε περιπτώσεις ακραίας αισχροκέρδειας, προκειμένου να συνεχίσει η ιδιωτική κερδοσκοπία στην πραγματικότητα, πάλι με κρατική επιδότηση, αν και σε αυτήν την περίπτωση προς τους καταναλωτές, ούτως ώστε οι τελευταίοι να μην διεκδικούν την επαναφορά εκτός καπιταλιστικού ελέγχου της κοινωνικής, δηλαδή της δικής τους, συλλογικής ιδιοκτησίας.

Το πραγματικό ερώτημα λοιπόν και το ουσιαστικό σημείο κριτικής συνίσταται όχι στο ύψος των επιδοτήσεων- το οποίο είναι ούτως ή άλλως ανεπαρκές- αλλά στο γιατί πρέπει να αποτελεί καπιταλιστικώς ρυθμιζόμενο εμπόρευμα, η ενέργεια;

Ας σκεφτούμε με όρους γνήσιας οικονομίας της αγοράς. Με όρους λοιπόν, πραγματικά «ελεύθερης αγοράς» -αυτής της κατασκευής που υφίσταται μόνο θεωρητικώς και ποτέ στην πράξη- δηλαδή χωρίς μονοπώλια, ολιγοπώλια, κρατικές επιδοτήσεις και άσκηση ιδιωτικής επιχειρηματικότητας με βάση τις δημόσιες επενδύσεις που έχουν προηγηθεί, η κατασκευή υποδομών και η λειτουργία δικτύων ηλεκτροδότησης, υδροδότησης -για να αναφερθούμε μόνο σε κάποιες από τις σχετικές δραστηριότητες- δεν είναι βιώσιμες. Δεν δίνουν επαρκή κερδοφορία, επαρκώς γρήγορα. Εξ ου και τα ιδιωτικά κεφάλαια είχαν αποτύχει να ηλεκτροδοτήσουν και να υδροδοτήσουν την πατρίδα μας.

Κατέστησαν οι τομείς αυτοί, αντικείμενα επιχειρηματικής δραστηριότητας μόνο αφότου το κράτος έφτιαξε και λειτούργησε για δεκαετίες τις σχετικές υποδομές -άρα λεηλατώντας δημόσια περιουσία- και μόνο χάρη στις συνθήκες ολιγοπωλιακότητας και κρατικής επιδότησης -άρα παρασιτικώς.

Επομένως, με όρους αστικούς και όχι -μόνο- σοσιαλιστικούς, το ζήτημα το οποίο πρέπει να θέσει η αντιπολίτευση εκείνη, η οποία θέλει να αντιπολιτευθεί όντως συνίσταται όχι στο ύψος της επιδότησης της ενέργειας αλλά στην από- καπιταλιστικοποίησή της. Όχι μόνο στο ποιος παρέχει ενέργεια στους πολίτες αλλά και στο πώς παρέχει ενέργεια: όχι ως καπιταλιστικό εμπόρευμα αλλά ως κοινωφελές αγαθό. Άρα ακόμα και μια εκ νέου εθνικοποιημένη ΔΕΗ -αίτημα ορθό και αναγκαίο- δεν φτάνει αν λειτουργεί με καπιταλιστικούς όρους.

Με αφορμή δε, το ζήτημα του κόστους ενέργειας, τα κόμματα της πραγματικής αντιπολίτευσης έχουν τη χρυσή ευκαιρία να θέσουν δύο αλληλοσυνδεόμενα ζητήματα: πρώτον ποια άλλα αγαθά και υπηρεσίες πρέπει να από-καπιταλιστικοποιηθούν; Και δεύτερον, τι και ποιος μας εμποδίζει από απόψεως παραγωγής και βιωσιμότητας, το να απολαμβάνουμε την ύδρευση- αποχέτευση, την υγεία, την παιδεία, τον πολιτισμό, το αστικό και φυσικό περιβάλλον, τη στέγαση, τις συγκοινωνίες, την επικοινωνία, ακόμα και την παροχή βασικών προϊόντων για κάθε νοικοκυριό, με όρους κοινής ωφέλειας;

Με άλλα λόγια έχουμε όλους τους όρους από πλευράς πραγματικής οικονομίας προκειμένου να φτιάξουμε όχι ένα κράτος το οποίο θα είναι καλύτερος επιχειρηματίας από τον ιδιώτη αλλά ένα κράτος το οποίο δεν θα είναι επιχειρηματίας και το οποίο θα στερήσει από την ιδιωτική επιχειρηματικότητα, μια σειρά υπηρεσιών και προϊόντων, που μπορούν να προσφέρονται με υψηλότερη ασφάλεια, επάρκεια, ποιότητα και με χαμηλότερο κόστος,ως κοινωφελή. Άλλωστε, η επέλαση της τεχνητής νοημοσύνης στο επίπεδο της παραγωγής, διαμορφώνει συνθήκες κοινωφελούς παροχής ακόμα και βιομηχανικών αγαθών πολύ παραδοσιακού τύπου.

Αυτό που πραγματικά εμποδίζει λοιπόν, το πέρασμα από την αντικειμενικά παρασιτική ιδιωτική, κερδοσκοπική επιχειρηματικότητα, στην κοινωφελή παραγωγή και διάθεση προϊόντων και υπηρεσιών είναι οι ταξικοί συσχετισμοί, οι οποίοι προβάλλονται στο νομικό πλαίσιο και υποστηρίζονται εν τέλει και από τις διεθνείς σχέσεις εξάρτησης. Το επιχείρημα περί δεσμευτικού πλαισίου από πλευράς ΕΕ είναι χαρακτηριστικό. Η ΕΕ, άλλοτε εμφανιζόμενη ως ευλογία και άλλοτε ως φυλακή από την οποία δεν μπορεί υποτίθεται κανείς να αποδράσει, προβάλλεται ως το απόλυτο όριο άσκησης πραγματικής πολιτικής και επομένως και λαϊκής κυριαρχίας. Όποτε οι λαϊκές πιέσεις και η πολιτική σκέψη θέτουν σε κίνδυνο τον παρασιτισμό και την ολιγαρχία, η ΕΕ εμφανίζεται στο προσκήνιο. Αλήθεια όμως, ποιος μας εμποδίζει να διεκδικήσουμε να είμαστε σε πρώτη φάση ένα κακό μέλος της ΕΕ, όταν αυτό είναι προς όφελος του λαού μας;

Και αν εν τέλει αυτό που κερδίζουμε είναι αισχροκέρδεια υπέρ αμερικανικών συμφερόντων, εφοπλιστών, εμπλοκή σε πολέμους και δημοσιονομική ασφυξία τόσο στο παρελθόν, όσο και ενόψει, γιατί ακριβώς πρέπει να μην βλέπουμε το μέλλον μας έξω από αυτήν την κατασκευή που μετατρέπεται σε φυλακή; Η πραγματική πολιτική και η πραγματική αντιπολίτευση γνωρίζει ότι η μεταρρυθμιστική προσέγγιση έχει όρια. Μετά έρχεται η ρήξη και η έξοδος, τόσο με το κυρίαρχο μοντέλο, όσο και με τους θεσμούς -εθνικούς και διεθνείς- που το διατηρούν.  


Δρόμος ανοιχτός

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου