Ο Ερντογάν δεν «έπαιξε» με τα νησιά

 

Του Δημήτρη Μηλάκα

Τα ελληνοτουρκικά είναι το ενοχλητικό χαλίκι στο παπούτσι των Αμερικανών που αυτήν την περίοδο «τρέχουν» μια νέα στρατηγική αντίληψη (για τη διαιώνιση της παγκόσμιας ηγεμονίας τους), επιδιώκοντας να δέσουν στο άρμα τους τους συμμάχους τους στο ΝΑΤΟ.

Στην τρέχουσα σύνοδο κορυφής της συμμαχίας στη Μαδρίτη το ελληνοτουρκικό «χαλίκι» ήταν ιδιαίτερα ενοχλητικό, καθώς η Τουρκία απείλησε να το τοποθετήσει στο τραπέζι των κρίσιμων διαβουλεύσεων, δίπλα ακριβώς από τα μείζονα ζητήματα για τα οποία κλήθηκαν να συμφωνήσουν (με τους Αμερικανούς) οι σύμμαχοι:

-Τη διεύρυνση της συμμαχίας με την ένταξη σ’ αυτήν της Φινλανδίας και της Σουηδίας.

-Τον σαφή προσδιορισμό των αντιπάλων / εχθρών (Ρωσία και Κίνα).

-Τη συντήρηση της αυξητικής τάσης των αμυντικών / εξοπλιστικών δαπανών των χωρών – μελών, προς όφελος των πολεμικών (κατά κύριο λόγο αμερικανικών) βιομηχανιών.

Δύο ισχυρά χαρτιά

Ο Ερντογάν έφτασε στη Μαδρίτη κρατώντας δυο ισχυρά χαρτιά / απειλές, τα οποία είχε φροντίσει να επιδείξει όλο το προηγούμενο διάστημα κατά το οποίο εξελίσσονταν οι διαβουλεύσεις για τη διαμόρφωση των συμπερασμάτων της συνόδου κορυφής:

  1. Την απειλή veto στη διεύρυνση της συμμαχίας με την ένταξη Σουηδίας και Φινλανδίας, αν δεν ληφθούν υπόψη οι τουρκικές «ευαισθησίες» για την κουρδική «τρομοκρατία» και δεν αρθεί από τις συγκεκριμένες χώρες το εμπάργκο πώλησης όπλων προς την Τουρκία.
  2. Την απειλή ότι θα θέσει θέμα κυριαρχίας επί των νησιών του ανατολικού Αιγαίου και της Δωδεκανήσου αν δεν αποστρατιωτικοποιηθούν άμεσα. Με απλούστερα λόγια ο Ερντογάν υπενθύμισε ότι έχει τη δυνατότητα να τινάξει στον αέρα την ανατολική πτέρυγα της συμμαχίας.
Τα κέρδη της Άγκυρας

Η Τουρκία, υπό την ηγεσία του Ερντογάν, τα τελευταία χρόνια έχει κάνει σαφείς τις προθέσεις της να διεκδικήσει τον ρόλο που θεωρεί ότι της αναλογεί ως περιφερειακής (υπερ)δύναμης.

Με αυτή τη λογική προσήλθε στη σύνοδο της Μαδρίτης ο Τούρκος Πρόεδρος. Και ως ηγέτης μεγάλης δύναμης διεκδίκησε και φαίνεται ότι κέρδισε τουλάχιστον την άρση των αμερικανικών αντιρρήσεων για τον εκσυγχρονισμό της τουρκικής πολεμικής αεροπορίας (εκσυγχρονισμό F-16) ταπεινώνοντας ταυτόχρονα τους υπέρμαχους της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων Σκανδιναβούς οι οποίοι υπέκυψαν στις απαιτήσεις του.

Από την άλλη πλευρά η ανάγκη των ΗΠΑ για την αναζωογόνηση των δυνατοτήτων του ΝΑΤΟ ως βασικού εργαλείου επίτευξης σαφών (κατά κύριο λόγο αμερικανικών) γεωπολιτικών στόχων διευρύνει τις δυνατότητες της τουρκικής ηγεσίας να παζαρέψει για να εξασφαλίσει τις μείζονες διεκδικήσεις της στην περιοχή.

Στο σημείο αυτό τα ελληνοτουρκικά «προβλήματα» είναι για τον Ερντογάν ένα σπουδαίο διαπραγματευτικό χαρτί, το οποίο μπορεί να μην το χρησιμοποίησε κατά την ομιλία του στη σύνοδο, όλοι όμως γνωρίζουν ότι το κρατά στο χέρι και το χρησιμοποιεί στην καθημερινή πολεμική ρητορική σε βάρος της Ελλάδας.

Πράγματι, η Άγκυρα (κυβέρνηση, αντιπολίτευση, ακαδημαϊκοί, Τύπος) έχουν φροντίσει το τελευταίο διάστημα να αναγορεύσουν το θέμα της αποστρατιωτικοποίησης των νησιών του ανατολικού Αιγαίου και των Δωδεκανήσων σε κεντρικό ζήτημα της αντιπαράθεσής τους με την Ελλάδα. Μάλιστα το τουρκικό αφήγημα συνοψίζει μια ευθεία απειλή, για την ακρίβεια διευρύνει το casus belli, καθώς εν χορώ οι δηλώσεις καταλήγουν: αν τα νησιά δεν αποστρατιωτικοποιηθούν η Τουρκία θα αμφισβητήσει την ελληνική κυριαρχία επ’ αυτών.

Η Αθήνα παρίσταται…

Η ελληνική κυβέρνηση (και οι επικοινωνιακοί της μηχανισμοί) μπορεί να πανηγυρίσουν το επόμενο διάστημα για το γεγονός ότι ο Ερντογάν δεν έθεσε θέμα νησιών στη σύνοδο και να προβάλουν αυτήν την τακτική κίνηση ως ελληνικό διπλωματικό επίτευγμα. Ωστόσο το θέμα της αποστρατιωτικοποίησης των νησιών, όσο κι αν στην Αθήνα θέλουν να το ξεχνούν, υπάρχει ως αποκρυσταλλωμένη αντίληψη και πρακτική εντός της συμμαχίας του ΝΑΤΟ τουλάχιστον από τη δεκαετία του ’80.

Ο τότε γ.γ. της συμμαχίας Γιόζεφ Λουνς, με την επάνοδο της Ελλάδας στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ (είχε αποχωρήσει σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τη μη υποστήριξη της συμμαχίας κατά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο), τον Μάιο του 1980, σε έγγραφο προς όλα τα όργανα του ΝΑΤΟ ζήτησε «να μην περιλαμβάνονται στην κατανομή συμμαχικών πιστώσεων “αμφισβητούμενες περιοχές”… διότι δημιουργούν πολιτικά προβλήματα στο ΝΑΤΟ».

Με το εν λόγω έγγραφο ο Λουνς θεμελίωσε την «ουδετερότητα» της συμμαχίας, αναγνωρίζοντας εμμέσως, αλλά σαφέστατα, τις τουρκικές θέσεις περί των παράνομων εξοπλισμών των ελληνικών νησιών.

Αυτή η θέση (Λουνς) διαμορφώνει έκτοτε τις επιλογές ΗΠΑ / ΝΑΤΟ και επέτρεψε στην Τουρκία να προωθεί βήμα – βήμα τις θέσεις της:

  • Με την κρίση του 1987.
  • Με την κρίση των Ιμίων το 1996.
  • Με την πρόσφατη κρίση του «Ορούτς Ρέις», που με συνοδεία στόλου πολεμικών «ερεύνησε» μέχρι και 6,5 μίλια από τις ακτές της Ρόδου, του Καστελλόριζου κ.λπ.
Οι αμερικανικές «διαιτητικές» παρεμβάσεις σε κάθε ελληνοτουρκική κρίση έρχονταν εκ των υστέρων να επιβραβεύσουν τις τουρκικές διεκδικήσεις, τις οποίες αναγνώριζαν ως βάσιμες και αντικείμενο ελληνοτουρκικών συνομιλιών.

Ειδικότερα στην τελευταία ελληνοτουρκική κρίση του καλοκαιριού του 2020 με το «Ορούτς Ρέις» η διαμεσολαβητική παρέμβαση των ΗΠΑ διατυπώθηκε με βάση την ιδέα της μείωσης του στρατιωτικού αποτυπώματος στην ελληνοτουρκική μεθόριο, κάτι το οποίο η ελληνική κυβέρνηση συμφώνησε να συζητήσει στον μηχανισμό αποσυμπίεσης της ελληνοτουρκικής έντασης στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ.

Η ελληνική υπαναχώρηση στην εν λόγω διαβούλευση (καθώς καμία κυβέρνηση δεν μπορεί να αντιμετωπίσει το κόστος που συνεπάγεται μια συζήτηση που αφορά στις αμυντικές δυνατότητες των νησιών) ενδεχομένως να εξηγεί και την «ξαφνική» οργή που επανειλημμένα και δημόσια εκφράζει ο Ερντογάν κατά του Έλληνα πρωθυπουργού.

Κάπως έτσι και έπειτα από αυτήν τη ΝΑΤΟϊκή σύνοδο τα πράγματα σε ό,τι αφορά τις σχέσεις στο τρίγωνο Αθήνα – Άγκυρα – Ουάσιγκτον παραμένουν όπως τα ξέρουμε όλα αυτά τα χρόνια μετά την τουρκική εισβολή και κατοχή της Κύπρου μέχρι και σήμερα: Η Άγκυρα επεκτείνει τις διεκδικήσεις της, η Αθήνα οπισθοχωρεί βήμα – βήμα και ΗΠΑ / ΝΑΤΟ «νίπτουν τας χείρας τους»…


Δρόμος ανοιχτός

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου