Οι αόρατοι και οι ξεχασμένοι στον καιρό της ακρίβειας

 

Του Γιώργου Παυλόπουλου *
 
Η ακρίβεια είναι η πιο πολυσυζητημένη λέξη του καλοκαιριού, αλλά δεν έχει την ίδια σημασία για όλους. Η ακρίβεια , ο λεγόμενος πληθωρισμός για τους οικονομολόγους, έχει πάντα μια σχετική διάσταση που είναι συνάρτηση του εισοδήματος. Όσοι μάλιστα έχουν κάποια ηλικία θα θυμούνται ότι ο πληθωρισμός τις δεκαετίες του 80 και 90 ήταν πολύ μεγαλύτερος ή ανάλογος, αλλά η κουβέντα δεν είχε την ίδια σημασία γιατί τα εισοδήματα διαμορφώνονταν ανάλογα.

Υπάρχουν 2 μεγάλες κατηγορίες εργαζομένων οι οποίες είτε είναι αόρατες από τα οικονομικά ρεπορτάζ, είτε δεν απασχολούν καθόλου την πολιτική ατζέντα των επίσημων κομμάτων όταν η κουβέντα έρχεται στο θέμα «Ακρίβεια». Οι άνεργοι και οι χαμηλόμισθοι έχουν εξαφανιστεί από τις οικονομικές στήλες, ενώ η μεγάλη πλειοψηφία των υπόλοιπων μισθωτών έχει ξεχαστεί από την πολιτική ατζέντα της ΝΔ του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ.

Κατ’ αρχάς χρειάζεται μια συνοπτική παρουσίαση των αριθμών του κόσμου της εργασίας στην Ελλάδα. Τα νούμερα είναι κατά προσέγγιση καθώς λόγω υψηλής εποχικότητας εμφανίζουν μεταβολές. Ο συνολικός καταγεγραμμένος αριθμός όσων έχουν οποιοδήποτε μορφή εργασίας ανέρχεται 3,8 -4 εκατ. , ενώ επιπλέον εκτιμάται ότι υπάρχουν 400-500.000 με μαύρη εργασία που δεν καταγράφονται. Οι καταγεγραμμένοι περιλαμβάνουν 2,5 εκατ. μισθωτούς με ιδιωτική σχέση εργασίας, 600.000 δημόσιους υπάλληλους, και περίπου 700.000-800.000 αυτοαπασχολούμενους και μικροεπιχειρηματίες.

Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία του ΕΦΚΑ, ο μέσος μηνιαίος μισθός των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα ανέρχεται σε 954 ευρώ μικτά η 820 ευρώ καθαρά. Στον Δημόσιο τομέα ο μέσος μισθός κινείται στα επίπεδα των 1.100 ευρώ μικτά. Τα νούμερα από μόνα τους δείχνουν ότι το επίπεδο του μέσου μισθού είναι χαμηλό , όμως η πραγματική εικόνα είναι πιο σύνθετη. Μια επιμέρους ανάλυση είναι αποκαλυπτική. Σύμφωνα λοιπόν με τα τελευταία στοιχεία του ΕΦΚΑ , από τους περίπου 2,5 εκατ. μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα 1,8 εκατ. είναι εργαζόμενοι πλήρους απασχόλησης η ποσοστό 72% και το υπόλοιπο 28% μερικής απασχόλησης. Οι 1,8 εκατ. μισθωτοί πλήρους απασχόλησης έχουν μέσες μηνιαίες αποδοχές 1.175 ευρώ μικτά, ενώ από αυτήν την κατηγορία περίπου 590.000 αμείβονται με τον κατώτατο μισθό δηλαδή 713 μικτά (καθαρά 613). Από τους μερικά απασχολούμενους , είτε με 4ωρα είτε με συμβάσεις μερικών μηνών , τα 2/3 αμείβονται κάτω από 500 ευρώ και μόνο το 1/3 μεταξύ 500 και 700 ευρώ.

Το πρώτο συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι οι μισοί περίπου από τους μισθωτούς στην χώρα , δηλαδή σχεδόν 1,2 εκατ. εργαζόμενοι επιβιώνουν με μηνιαίο μισθό 713 ευρώ ( 650 καθαρά στην τσέπη) η λιγότερο. Σε αυτούς πρέπει να προστεθούν οι 600.000 περίπου άνεργοι για να έχουμε μια αίσθηση ότι η ακρίβεια επιδεινώνει ακόμα περισσότερο την κατάσταση αυτών των στρωμάτων. Είναι όλοι οι αόρατοι από τα οικονομικά ρεπορτάζ που παρουσιάζουν μια τεχνητή εικόνα της Ελλάδας της Ανάπτυξης. Όσο δε απουσιάζουν από τα επίσημα οικονομικά ρεπορτάζ ή τις στήλες του κοινωνικού life style τόσο πιο συχνά γίνονται καθημερινά ορατοί, ακόμη και μέσα στο λεγόμενο Ελληνικό καλοκαίρι Δεν πάνε διακοπές και όταν πάνε είναι οι αόρατοι των διακοπών στο χωριό, σε κάποιο φιλικό σπίτι η με κάποιο κοινωνικό voucher τουρισμού. Δεν πολυκυκλοφορούν, και κινούνται στο περιθώριο μιας κατά αλλά εικονικής πραγματικότητας. Πρωτίστως δε είναι η πλειοψηφία των εργαζομένων στο success story του τουρισμού, με 5μηνες συμβάσεις η μαύρα και με ωράρια εξαντλητικά 

Η παραπάνω κατηγορία, που αποτελείται από εργατικά στρώματα και εκ πεσόντα μικροαστικά , συνθέτει ένα εκρηκτικό μείγμα που το πολιτικό σύστημα προσπαθεί να διαχειρισθεί. Η τελευταία αύξηση του κατωτάτου μισθού από την κυβέρνηση και η συζητούμενη νέα μελλοντική σταδιακή αύξηση (διαρρέουν για αύξηση στα 751 ευρώ) ώστε να καλύψει σε κάποιον βαθμό τον επίσημο πληθωρισμό, αποσκοπεί στην διαχείριση αυτού του εκρηκτικού μείγματος που συσσωρεύεται. Στην ίδια λογική επιστρατεύεται η πολιτική των επιδομάτων που όσο κατηγορούσε ως αντιπολίτευση η ΝΔ τόσο με συνέπεια ακολουθεί ως κυβέρνηση.

Αν το επίσημο πολιτικό σύστημα για λόγους αυτοσυντήρησης δείχνει κάποιο ενδιαφέρον για τα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα, έχει τελείως ξεχάσει την μεγάλη πλειοψηφία των μισθωτών οι οποίοι βιώνουν σημαντική μείωση του πραγματικού εισοδήματος. Αναφερόμαστε σε 1,2 εκατ. μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα και 600.000 του Δημόσιου, που λόγω ικανοτήτων η κλαδικών και επιχειρησιακών συμβάσεων κινούνται στην ζώνη άνω των 750 ευρώ. Αυτή η κατηγορία υφίσταται την μεγαλύτερη μείωση εισοδήματος λόγω πληθωρισμού, διότι η διαπραγματευτική της δύναμη έχει μειωθεί λόγω των μνημονιακών νόμων ενώ συγχρόνως έχει ξεχαστεί από το επίσημο πολιτικό προσωπικό. 

Αν δούμε την ατζέντα της ΝΔ επικεντρώνεται στην εξυπηρέτηση των μεγάλων οικονομικών συμφερόντων, την μείωση των φορολογικών συντελεστών που ευνοούν κυρίως προνομιούχα στρώματα, και κατά τα λοιπά συζητά για αύξηση του κατώτατου μισθού σταδιακά στα 751 μικτά. Όμως η αύξηση του κατώτατου μισθού μέσα από μια Εθνική Σύμβαση Εργασίας δεν μεταφράζεται σε αυτόματη αύξηση για την κατηγορία των υπολοίπων εργαζομένων όπως παλιά.

Την ίδια ώρα ο Σύριζα σε μια προεκλογική λογική προσπαθεί να προσεταιριστεί μικροαστικά στρώματα, ελεύθερους επαγγελματίες και μικροεπιχειρηματίες που θεωρεί ότι είχαν ψηφίσει την ΝΔ. Αντί για την προβολή μιας πολιτικής που θα πρότασσε την δημιουργία ενός μπλοκ του Κόσμου της Εργασίας, με μια συμμαχία των περιθωριοποιημένων και χαμηλά αμειβόμενων σε συνεργασία με τους ειδικευμένους μισθωτούς, έχουμε μια αναπαραγωγή της σοσιαλδημοκρατικής λογικής για να «κερδίσουμε την μεσαία τάξη». Πίσω δε από την θεωρητική κατασκευή της «μεσαίας τάξης» βρίσκεται στην ουσία το μοντέλο μιας συμμαχίας των ανώτερων στρωμάτων με το κεφάλαιο με φύλλο συκής μέτρα που θα αποτρέπουν την ακραία φτώχεια. 

Εξάλλου δεν είναι τυχαίο ότι στα ίδια πλαίσια το ΠΑΣΟΚ αναπαράγει την πλήρως απαξιωμένη θεωρία της «κοινωνίας της γνώσης» και κοινωνικών παροχών υπό την μορφή επιδότησης κατοικίας για νέα ζευγάρια. Έχοντας απομακρυνθεί η σοσιαλδημοκρατία από το παραδοσιακό μοντέλο της εκπροσώπησης ενός συνδικαλισμένου εργατικού κινήματος, κατ’ ουσία έχει στραφεί σε μια κοινωνική συμμαχία της εργατικής αριστοκρατίας υπό την ηγεμονία του κεφαλαίου (κοινωνία της γνώσης) και σε μια πελατειακή συμμαχία χαμηλόμισθων νέων εργαζομένων με το κατασκευαστικό κεφάλαιο για να αποκτήσουν ένα κεραμίδι…

Φυσικά η ακρίβεια πλήττει όλα τα κοινωνικά στρώματα. Όσο όμως η κουβέντα αφορά μια γενική καταγγελιολογία της ακρίβειας ενταγμένη σε ένα προεκλογικό παιγνίδι, χωρίς να επικεντρώνεται σε συγκεκριμένες κοινωνικές συμμαχίες με πλητόμενα στρώματα που έχουν την δυνατότητα να αποτελέσουν μοχλό αμφισβήτησης της ακολουθούμενης πολιτικής , τόσο η τελευταία θα αναπαράγεται πιο εύκολα. Ο πληθωρισμός δεν είναι ένα «γενικό κακό που αφορά όλους το ίδιο». Πχ οι εταιρίες και οι έχοντες μετοχές, βραχυπρόθεσμα κερδίζουν όσο δεν αυξάνεται το εργατικό κόστος κ τα επιτόκια. Η κυβέρνηση επίσης «κερδίζει» βραχυπρόθεσμα σε στενά οικονομικά πλαίσια γιατί τα Δημόσιο Χρέος μειώνεται, τα έσοδα φορολογίας αυξάνονται, και οι συμμαχίες της με τα ανώτερα στρώματα της αστικής τάξης δεν διαταράσσονται. Από την αντίθετη πλευρά πλητόμενα στρώματα δεν μπορούν να αποτελέσουν τον κύριο παράγοντα δημιουργίας αντίπαλου δέους. Οι αυτοαπασχολούμενοι που πλήττονται μπορούν πιο εύκολα να μετακυλούν την αύξηση των τιμών. Οι συνταξιούχοι που είναι μια επίσης πολυπληθής ομάδα έχει περιορισμένη διαπραγματευτική ικανότητα. Οι κάτοχοι καταθέσεων χάνουν μεν , αλλά συνήθως έχουν και αλλά περιουσιακά στοιχεία που αυτή η πολιτική ευνοεί.

Ο κίνδυνος συνέχισης μιας κανονικότητας όπου η εργασία και η αμοιβή της συνεχώς θα υποτιμούνται, και οι πολιτικές να αφορούν την δημιουργία «δικτύου ασφαλείας αποτροπής της ακραίας φτώχειας» είναι ένα μοντέλο που συγκλίνει τόσο η σημερινή κυβέρνηση όσο και η αντιπολιτευόμενη σοσιαλδημοκρατία. Η μορφή των επιδομάτων ελεημοσύνης, των εκτάκτων παροχών για την αντιμετώπιση της ακρίβειας, και της επιδότησης λογαριασμών ρεύματος μέσω του Δημόσιου Χρέους για την ανακούφιση των ασθενέστερων, είναι προσωρινά μέτρα που είτε δεν θα υπάρχουν την επόμενη είτε θα πληρωθούν μέσω της φορολογίας που επίσης βαρύνει κυρίως μισθωτούς και συνταξιούχους.

Είναι καθήκον της υπόλοιπης Αριστεράς , με αφορμή την ακρίβεια να προσανατολίσει τις λιγοστές δυνάμεις της στην δημιουργία ενός μπλοκ των «αόρατων και των ξεχασμένων» , με αιτήματα όπως την αύξηση 10% όλων των μισθών, την επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων και της «σωρρευτικότητας» ώστε κάθε κλαδική και επιχειρησιακή να είναι μεγαλύτερη της Εθνικής Σύμβασης Εργασίας, την δημιουργία συνδικάτων και περιορισμό της ελαστικής εργασίας, κλπ. Χωρίς την παραπάνω στόχευση είναι δύσκολο να προστατευθεί το λεγόμενο λαϊκό εισόδημα, ενώ συγχρόνως λαϊκά στρώματα θα γίνονται πιο εύκολα βορά στον λόγο της ακροδεξιάς.

* Ο Γιώργος Παυλόπουλος είναι οικονομολόγος, εργαζόμενος στον τραπεζικό τομέα.

Πηγή: kommon.gr

Δρόμος ανοιχτός

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου