Ποιος θα μας φυλάξει από τους φύλακες που φυλάνε τους φύλακες;

 

Οι φύλακες που φυλάνε τους φύλακες, εκείνοι που στραβώνουν τα σαγόνια των φοιτητών που τους αντιστέκονται, δεν φυλάνε τίποτα άλλο, παρά μόνο τα αφεντικά τους

Της Μίκας Αγραφιώτου 

Η αντίσταση στο νεοφιλελεύθερο αυταρχικό σύστημα, δυστυχώς για κάποιους, δεν λαμβάνει υπόψιν της φαινομενικά «ορθολογικούς συλλογισμούς». Δεν υπάρχει τίποτα το ορθολογικό σε διμοιρίες ΜΑΤ, οι οποίες στέκονται πάνοπλες στην καρδιά ενός πανεπιστημιακού campus, την ώρα που πρόκειται να λάβει χώρα μια συναυλία εναντίον του πιο αυταρχικού μέτρου που έλαβε ποτέ δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση σε δυτική χώρα, να τοποθετήσει ομάδες καταστολής να φυλάνε τις ομάδες αστυνομικής φύλαξης που υποτίθεται ότι φυλάνε το δημόσιο πανεπιστήμιο.

Η πανεπιστημιακή αστυνομία δεν φυλάει, βέβαια, το δημόσιο πανεπιστήμιο από την πραγματική, νομικά διωκόμενη εγκληματικότητα. Δεν κυνηγάνε τα βαποράκια και τους μικροεγκληματίες που δρουν σποραδικά μέσα στην πανεπιστημιούπολη του ΑΠΘ. Αυτοί πουλάνε χορτάρια και πρέζες ανενόχλητοι, θα έλεγε κανείς, σχεδόν ύποπτα εφησυχασμένοι από την παρουσία των ΜΑΤ.

Για του λόγου το αληθές, πριν από δύο ημέρες που βρέθηκα στο πανεπιστήμιο για μια διαδικαστική εργασία, τα βαποράκια ήταν περιμετρικά καθήμενα, σαν ελεύθεροι σκοπευτές, περιμένοντας να τους κοιτάξεις με νόημα για να σε πλησιάσουν, ή απλά να έρθουν προς το μέρος σου και να σου ψιθυρίσουν κανένα συνθηματικό. Δεν το περίμενα, λόγω αμφίεσης και ηλικίας, να ανήκω σε κάποιο από τα target groups τους, και όμως φεύγοντας από τη Φιλοσοφική Σχολή, κατευθυνόμενη προς την πλατεία Χημείου, με πλησίασε ένας πωλητής αυτών των «ευγενών υλικών» στιγμιαίας απόδρασης από την σκληρή πραγματικότητα. Προφανώς απέφυγα την οπτική επαφή, έκανα μερικά βήματα παραπέρα και συνέχισα τον δρόμο μου.

Και όμως, δεν μπορώ παρά να αναρωτηθώ, εδώ και πόσους μήνες που το πανεπιστημιακό campus του ΑΠΘ λυμαίνονται διμοιρίες των ΜΑΤ που σαπίζουν στο ξύλο φοιτητές και ευαγγελίζονται ότι η ευθύνη τους είναι να «πατάξουν την εγκληματικότητα», ποια εγκληματικότητα πραγματικά καταπολεμούν κάθε μέρα, αγκυροβολημένοι έξω από το τμήμα του Βιολογικού και με δύο κλούβες (τουλάχιστον) στρατοπεδευμένες μόνιμα πάνω από το Γεωπονικό, από την πλευρά της Αγίου Δημητρίου; Θα έλεγε κανείς, ότι μετά από τόσους μήνες, το πανεπιστήμιο θα έπρεπε να μην έχει ίχνος από εγκληματικότητα και παράνομες δοσοληψίες. Αμ, δε!

Πριν από δεκατέσσερα χρόνια υπήρξα πρωτοετής φοιτήτρια στη Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ. Τέτοιες ημέρες ετοιμαζόμουν να γραφτώ στη σχολή, κατακλυσμένη από εκείνα τα μοναδικά συναισθήματα που είναι αδύνατο να ξαναβιωθούν με την ίδια ένταση και το ίδιο πάθος σε οποιαδήποτε άλλη στιγμή της μετέπειτα ζωής μας. Οι πρώτες φοιτητικές ημέρες στο πανεπιστήμιο, προτού παλιώσουν και γίνουν ρουτίνα, άγχη και απέραστα μαθήματα, δύσκολα μπορούν να ξεχαστούν. Και, σε προσωπικό επίπεδο, τέτοια εποχή πριν δεκατέσσερα χρόνια ούτε που φανταζόμουν τις ιστορικές συγκυρίες που θα λάμβαναν χώρα λίγο αργότερα. Τη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου και τον Δεκέμβρη του 2008, την οικονομική κρίση, την υπαγωγή στο ΔΝΤ και τα μνημόνια, τις πλατείες, τις διαδηλώσεις για το μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα, την άνοδο της Χρυσής Αυγής και του νεοναζισμού, τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, την πάλη της γενιάς μας με τον φασισμό, το πάλαι πότε ΚΚΕ Εσωτερικού των γονιών μου, τον μετέπειτα Συνασπισμό της δεκαετίας του ’90, τον ΣΥΡΙΖΑ του 2000, να σκαρφαλώνει σε κυβερνητικό πόστο, να υπόσχεται ότι θα σκίζει τα μνημόνια και έπειτα να υπογράφει καινούργια.

Η γενιά μου, είναι η γενιά της ματαίωσης. Είδε συνομηλίκους της να σκοτώνονται από όπλα αστυνομικών και μαχαίρια φασιστών. Το κρατικό μονοπώλιο της βίας της τσάκισε τα κόκκαλα αμέτρητες φορές. Βίωσε την οικονομική κρίση να της ρημάζει τα όνειρα, αναγκάστηκε να παρατήσει τις σπουδές στη μέση για να βγάλει τα προς το ζην, να χάνει κάθε όρεξη και ενθουσιασμό να διαβεί τις πόρτες του πανεπιστήμιου λόγω έλλειψης προοπτικής και να το κάνει από αγνή αγάπη για τη μόρφωση. Αποχαιρέτησε φίλους και έρωτες με δακρυσμένα μάτια σε αποβάθρες αεροδρομίων, ανοιχτές πληγές που ακόμα δεν μπορούν να κλείσουν και αφήνουν μια πικρή γεύση στο στόμα, όταν κλείνει το Skype. Έκανε χαμαλοδουλειές και ας είχε διδακτορικές διατριβές, σέρβιρε καφέδες και φαγητά σε ξιπασμένους μικροαστούς που τους πέρασαν για ανίκανους υπηρέτες, κουβάλησε προτζέκτορες σε πανεπιστημιακά πρότζεκτς υπό την αιγίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης για ψίχουλα που δεν κάλυπταν ούτε το νοίκι και προφανώς, χωρίς την ελπίδα να γίνουν λέκτορες.

Λοιδορήθηκαν, εξευτελίστηκαν, έγιναν ανέκδοτο για τους μεγαλύτερους και το «κακό παράδειγμα» για τους μικρότερους. Η γενιά των millennials στην Ελλάδα δεν κατάφερε να αποκτήσει ποτέ τη δική της φωνή, αλλά να γυρίζει αλλοπρόσαλλα σε διάφορα μέρη και περιβάλλοντα, προσπαθώντας απλώς να βγάλει την ημέρα. Κάποιοι επιβίωσαν, κάποιοι όχι. Κάποιοι ορθοπόδησαν, κατάφεραν, κάπως, να μετατρέψουν τα τραύματά τους σε δημιουργικότητα, κάποιοι απέκτησαν μέχρι και οικογένειες παρά τον ακραίο μηδενισμό με τον οποίο γαλουχήθηκαν.

Πολλά από όσα συνέβησαν τα επόμενα χρόνια αμέσως μετά την εγγραφή μου στο πανεπιστήμιο δεν μπορούσα να τα φανταστώ. Αλλά ούτε και στους χειρότερους εφιάλτες μου δεν θα μπορούσα να φανταστώ το ΑΠΘ να κατακλύζεται από διμοιρίες ΜΑΤ που φύονται σαν κακοφορμισμένα μανιτάρια σε κάθε γωνία του.

Τη σταδιακή αποσάθρωση του δημόσιου πανεπιστημίου μπορούσαμε να τη φανταστούμε, βλέπαμε το μένος των πρασινοφρουρών «εκσυγχρονιστών» που μεταφέρθηκε σε υπερθετικό βαθμό στις κυβερνήσεις της ΝΔ και το εκπαιδευτικό νομοσχέδιο της μακαρίτισσας Μαριέττας Γιαννάκου. Βλέπαμε, επίσης, ότι ο βασικός αιμοδότης των δημοσίων πανεπιστημίων ήταν τα ΕΣΠΑ, τα εργαστήριά μας ρήμαζαν με απαρχαιωμένο εξοπλισμό, με σαφέστατες ελλείψεις ακόμα και στη γραφική ύλη, αφού οι κρατικές χρηματοδοτήσεις δεν μειώθηκαν απλά στο μισό, αλλά στο 1/10 από τις επιχορηγήσεις που έπαιρναν τα χρόνια προ κρίσης.

Έπειτα ήρθαν και τα δίδακτρα στα μεταπτυχιακά. Με όσα μεταπτυχιακά παραμένουν (με νύχια και με δόντια) χωρίς δίδακτρα, να παρουσιάζουν ακραία προβλήματα βασικών υποδομών, επίτηδες, προφανώς, ώστε να λιμνάσουν όσο το δυνατόν γρηγορότερα.

Και τώρα η (αδιανόητη για τη γενιά μου) πανεπιστημιακή αστυνομία έρχεται να φυλάξει τι ακριβώς; Ένα ήδη ρημαγμένο από την κρίση και την κρατική απουσία, δημόσιο πανεπιστήμιο; Όχι, βέβαια. Το μόνο που προστατεύουν οι ένστολοι φρουροί είναι τη γοργή εκποίηση της παραμικρής ρανίδας δημόσιας διαχείρισης που απέμεινε στο πανεπιστήμιο. Το ξεπούλημα των περιουσιακών του στοιχείων σε ιδιώτες. Το αγρόκτημα του ΑΠΘ, τη κατασκήνωση της Καλάνδρας, τα κτίρια που έχει στο όνομά του, τα στρέμματα γης, τα κληροδοτήματα, όλα θα πέσουν στα νύχια ιδιωτών, σε επιτήδεια κοράκια που σκοπεύουν να στήσουν γερή μπίζνα ενώ θα πετάνε ψευτοχρηματοδοτήσεις και ανόητα πρότζεκτς χωρίς πραγματικό επιστημονικό περιεχόμενο, ώστε να καλυφθούν εργασιακά οι «άριστοι» φίλοι τους.

Ούτως ή άλλως, κάτι ερευνητικά ιδρύματα ιδιωτικού χαρακτήρα που υπάρχουν και λειτουργούν πλησίον του πανεπιστήμιου, ορισμένες φορές παρασιτώντας πάνω του σαν καλοθρεμμένα τσιμπούρια, αυτό τον σκοπό επιτελούν. Και αφού έριξαν το καρότο σε φερέλπιδες τεχνοκράτες αποφοίτους τους Πολυτεχνείου και άλλων θετικών επιστημών, τώρα βγάζουν και το μαστίγιο για όλους τους υπόλοιπους.

Οι φύλακες που φυλάνε τους φύλακες, εκείνοι που στραβώνουν τα σαγόνια των φοιτητών που τους αντιστέκονται, δεν φυλάνε τίποτα άλλο, παρά μόνο τα αφεντικά τους. Εκείνους που ανερυθρίαστα φορτώνουν στις πλάτες των φοιτητών, με μαφιόζικο τρόπο, τα γιουσουρούμ που σχεδιάζουν για να βγάλουν στο σφυρί το δημόσιο πανεπιστήμιο.

Όποιος έχει την ψευδαίσθηση ότι φυλάνε κάτι άλλο, ότι η διαβόητη «ανομία» είναι οι «αναρχοάπλυτοι» φοιτητές, που, «όλως παραδόξως», έχουν το πανεπιστήμιο ως φυσικό τους χώρο γιατί πέρασαν με το σπαθί τους στις σχολές τους, έχει πάρει μια σαφή πολιτική στάση πλέον. Εκείνη των λύκων.

Πρόσφατα ένας φίλος είπε ότι η νεοφιλελεύθερη δεξιά δεν χτυπάει πλέον τη γενιά της Μεταπολίτευσης, δεν απευθύνεται πλέον σε αυτή. Αυτή ανήκει πλέον στο χρονοντούλαπο της ιστορίας, μαζί με τους ηλικιωμένους γονείς μας. Χτυπάει τη δική μας γενιά, τη γενιά του Αρσένη, της Γένοβας, της Συνόδου στη Θεσσαλονίκη του 2003, του 2006/2007, του Δεκέμβρη του 2008 και των πλατειών. Χτυπάει τα πολιτικά κληροδοτήματα του δικού μας κινήματος, όλες οι καταγγελίες απευθύνονται σε εμάς, και όχι σε ένα μεγαλειώδες φαντασιακό παρελθόν μακρινό από εμάς.

Και κάπως έτσι, νιώθω πως μεγαλώσαμε.

Κάποιοι, όμως, θα παραμείνουμε πεισματικά με τις μέλισσες.

*Το κείμενο αφιερώνεται στη μνήμη του κομμουνιστή ηθοποιού Κώστα Καζάκου.
«Να φτιάξουμε μια ζωή που να αξίζει να πεθάνει κανείς για χάρη της».



Δρόμος ανοιχτός

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου