Κοινωνία ψυχικά ασθενών ή ασθενής κοινωνία;

 

Της Μαρίνας Παπαδοπούλου

Πολλά ακούγονται τα τελευταία χρόνια για την «επιδημία των ψυχικών διαταραχών». Όντως, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας υπολόγισε το 2019 ότι 980 εκατομμύρια άνθρωποι διαγιγνώσκονται με κάποια ψυχική ασθένεια σε όλον τον κόσμο, αυξημένο κατά 25% σε σχέση με το 2000 και 37% σε σχέση με το 1990.  Από αυτόν τον πληθυσμό, το 31% αφορά αγχώδεις διαταραχές και το 28% καταθλιπτικές διαταραχές. Αντίστοιχη εικόνα, δείχνουν και οι έρευνες για τα DALYs ψυχικών διαταραχών (Disability-Adjusted Life Years: το βάρος της νόσου με βάση τα χρόνια που χάνονται λόγω θανάτου ή αναπηρίας).  Τα ποσοστά μάλιστα είναι πιο μεγάλα στις ανεπτυγμένες χώρες (15% στην Αμερική, 14% στην Ευρώπη) παρά στις χώρες χαμηλού και μέσου εισοδήματος (10% Αφρική, 13% ΝΑ Ασία). Μεγάλες διαχρονικές έρευνες δείχνουν ότι τα προβλήματα ψυχικής υγείας είναι χειρότερα στις χώρες στις οποίες υπάρχει μεγάλη κοινωνικοοικονομική ανισότητα. Όσο πιο μεγάλη η ψαλίδα ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς , τόσο χειρότερη είναι η υγεία γενικά, και η ψυχική υγεία ειδικότερα.

Τίθεται λοιπόν το ερώτημα αν αυτά τα ποσοστά εξηγούνται λόγω μεγαλύτερης πρόσβασης και μικρότερου στιγματισμού στο να επισκεφτεί κανείς μία ψυχιατρική υπηρεσία ή αν έχουμε μπροστά μας μια πραγματική επιδημία.


Παραδοσιακά η ψυχική διαταραχή ορίζονταν με βάση την απόκλιση. Ο ασθενής ήταν αυτός ο οποίος αποκλίνει από τη νόρμα, την κοινωνικά αναμενόμενη συμπεριφορά. Όταν όμως 6 στους 10 ανθρώπους βιώνουν έντονα και χρόνια συναισθήματα άγχους, θλίψης και κοινωνικής απόσυρσης μπορούμε να μιλήσουμε για απόκλιση ή μήπως για κανονικοποίηση της ψυχικής οδύνης;

Πώς ερμηνεύονται αυτά τα ποσοστά;

Διαφορετικές προσεγγίσεις τείνουν να δίνουν διαφορετικές ερμηνείες. Για παράδειγμα, το βιολογικό μοντέλο επενδύει στις έρευνες σχετικά με την νευροψυχολογική απεικόνιση του εγκεφάλου για να εξηγήσει τις ψυχικές νόσους. Θα ήταν ωστόσο αφελές να μιλήσουμε για μια τυχαία επιδημία διατάραξης των επιπέδων των νευροδιαβιβαστών ή βλαβών σε εγκεφαλικές λειτουργίες σε τόσους πολλούς ανθρώπους ταυτόχρονα. Οι έρευνες που βασίζονται στο ψυχοκοινωνικό μοντέλο φαίνεται να δίνουν άλλες απαντήσεις, εντοπίζοντας τα αίτια στον τρόπο με τον οποίο ζει ο σύγχρονος άνθρωπος στη σύγχρονη κοινωνία.

Καταρχάς ας λάβουμε υπόψη πώς μοιάζει η σύγχρονη κοινωνία με την υλική επισφάλεια, τους χαμηλούς μισθούς, τη συνεχή πίεση που ασκείται για παραγωγικότητα των εργαζομένων. Ζούμε συσσωρευμένοι σε μεγαλουπόλεις με χαμηλή ποιότητα ζωής, με ελάχιστο ελεύθερο χρόνο, με ελάχιστη κοινωνική συναναστροφή ή επαφή με την τέχνη και τη φύση. Με τεράστια καθυστέρηση της ενηλικίωσης μέσα από την οικονομική εξάρτηση από τις πατρικές οικογένειες και ένα συνεχή βομβαρδισμό από σοκαριστικές ειδήσεις και γεγονότα. Την ίδια στιγμή, οι συνθήκες αυτές αναπαράγουν ιδεολογικά τον άκρατο ατομικισμό σε επίπεδο αγριανθρωπισμού, την απώλεια της εμπιστοσύνης στις ανθρώπινες σχέσεις και την οικονομική εκμετάλλευση τους για ίδιον όφελος, ενώ η «επιτυχία» ή «αποτυχία» στην κοινωνική ιεραρχία, όπως ορίζεται με αστικούς όρους, εξαρτάται από την ατομική ευθύνη του καθένα μας. Οι τραυματικές εμπειρίες είναι τόσο κοινότυπες που μετατρέπονται σε φυσιολογικές: «ε και ποιος δεν έχει φάει λίγο ξύλο; Ποιον δεν τον τραμπουκίζουν στη δουλειά; Όλοι τα ίδια τραβάμε, τι πάθαμε;»

Έτσι καταλήγουμε οι περισσότεροι από μας να ζούμε με ένα χρόνιο άγχος. Το άγχος, όπως και όλα μας τα συναισθήματα, έχει μια εξελικτικά προσαρμοστική λειτουργία. Συγκεκριμένα, το άγχος είναι εκείνο το οποίο μας θέτει σε λειτουργία προετοιμασίας μπροστά σε έναν ενδεχόμενο κίνδυνο. Κάλλιστα μπορούμε να πούμε ότι το χρόνιο άγχος δείχνει πώς αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο που ζούμε: ως ένα συνεχή ενδεχόμενο κίνδυνο. Το βάρος που προκαλεί το άγχος προδίδει την απώλεια ελέγχου που βιώνουμε στο να χειριστούμε τους ‘κινδύνους’. Από τα πιο μικρά ως τα πιο μεγάλα, τις αποφάσεις της ζωής μας δεν τις παίρνουμε εμείς, είτε αφορά το πού θα ζούμε και θα δουλεύουμε, είτε τις συμμαχίες και τους πολέμους των ιμπεριαλιστικών μεγάλων δυνάμεων. Τουλάχιστον αν είσαι φτωχός.

Η νέα μάστιγα, τα «ψυχοφάρμακα».

Σαφώς, η ψυχική νόσος δεν είναι ένα πρόβλημα αποκλειστικά των φτωχών, αλλά τόσο η εμφάνισή της όσο και  η αντιμετώπισή της έχει ταξικά κριτήρια. Εξ’ ου και η τεράστια κατανάλωση των ψυχοφαρμάκων ως «εύκολη και άμεση λύση» στον ψυχικό πόνο.

Η συνταγογράφηση ψυχοφαρμάκων έχει γνωρίσει τεράστια αύξηση τις τελευταίες δεκαετίες, φαινόμενο που αφορά κυρίως, αν και όχι αποκλειστικά, το δυτικό κόσμο. Γενικά, η ζήτηση και η χρήση ψυχοφαρμάκων γνώρισε αυξήθηκε δραματικά από το 2008 και μετά, φαινόμενο το οποίο αφορά και τη χώρα μας. Η Ελλάδα συγκαταλέγεται ανάμεσα στις χώρες με τη μεγαλύτερη καθορισμένη ημερήσια δόση ψυχοτροπικών φαρμάκων στον κόσμο, ανάμεσα σε ΗΠΑ, Αυστραλία, Ην. Βασίλειο και ευρωπαϊκές χώρες που χτυπήθηκαν από την κρίση όπως η Ισπανία και η Πορτογαλία. Η χρήση ψυχοφαρμάκων διπλασιάστηκε την περίοδο 2015-2021, ενώ συγκεκριμένα για τα αντικαταθλιπτικά πενταπλασιάστηκε. Πρόσφατες έρευνες δείχνουν ότι η χρήση γιγαντώθηκε ακόμη περισσότερο μέσα στην περίοδο του κόβιντ (2020-2022). Η τάση είναι τόσο ισχυρή όπου στην επόμενη δεκαετία υπολογίζεται ότι η παγκόσμια αγορά ψυχοφαρμάκων θα γνωρίσει ανάπτυξη 6 έως 7 % CARG (σύνθετος ρυθμός ετήσιας ανάπτυξης). Η απελευθέρωση της διαφήμισης στο ευρύ κοινό έπαιξε επίσης το ρόλο του στην αυξημένη κατανάλωση από το γενικό πληθυσμό.

Αυτό το ζήτημα αξίζει να μας απασχολήσει αφενός ως ένας δείκτης για το πόσο διαδεδομένο είναι το φαινόμενο της ψυχικής πίεσης για τις κοινωνίες μας, και αφετέρου να προβληματιστούμε για το ποια είναι η κυρίαρχη απάντηση από το σύστημα: δε θα αλλάξει το σύστημα, εσύ να αλλάξεις!


Το κυρίαρχο αφήγημα πηγαίνει πάνω-κάτω ως εξής: ο καπιταλισμός λειτουργεί, οι ικανοί καταφέρνουν να πετύχουν και να γίνουν πλούσιοι και να περνάνε καλά. Εσύ δεν περνάς καλά, γιατί φταις εσύ. Δεν βλέπεις αυτήν την ‘υπέροχη’ πραγματικότητα, γιατί κάτι συμβαίνει στο κεφάλι σου, είσαι διαταραγμένος, οπότε πάρε αυτό το μαγικό χαπάκι, να ισορροπήσεις τη χημεία του εγκεφάλου σου. Σταμάτα να γκρινιάζεις, γίνε λειτουργικός, συνέχισε να παράγεις!

Χαρακτηριστικό παράδειγμα της παραπάνω λογικής, είναι ότι στην πρόσφατη ανανέωση του συστήματος ταξινόμησης ψυχικών διαταραχών DSM συμπεριλήφθηκε η διαταραχή παρατεταμένου πένθους. Δε χρειάζεται να αναρωτηθούμε και πολύ για να συσχετίσουμε το πώς μετά από 3 χρόνια όπου όλος ο πλανήτης θρήνησε εκατομμύρια θύματα, δημιουργήθηκε μια διαταραχή για το πένθος. Έπαψε το πένθος να είναι μια φυσιολογική εμπειρία στην απώλεια; Σίγουρα όχι. Είναι παράλογο άνθρωποι που έχασαν έναν ή και περισσότερους δικούς τους ανθρώπους, κοινότητες που αποδεκατίστηκαν, να χρειάζονται περισσότερο χρόνο να επανέλθουν από το πένθος. Επίσης όχι. Αλλά, από τη στιγμή που υπάρχει φάρμακο που μπορεί να σε μουδιάσει από το πένθος και να σε κάνει να επιστρέψεις παραγωγικός στη δουλειά σου, υπάρχει και η διαταραχή. Η μαζική απόσυρση από τη δουλειά δεν είναι επιλογή για το σύστημα.

Αυτό είναι πρόβλημα. Και μάλιστα ένα πρόβλημα που δημιουργεί νέα προβλήματα. Από τη μια είναι σοβαρά δυσλειτουργικό το να θεωρούμε τα υπαρξιακά ερωτήματα ως φρένο στην παραγωγικότητα και άρα να τα ονομάζουμε ψυχοπαθολογία και να προσπαθούμε να τα «διορθώσουμε». Από την άλλη, η χρήση ουσιών για διαφυγή από την πραγματικότητα έχει συνδεθεί με σοβαρά προβλήματα εξάρτησης. Οι πιο «κομφορμιστές» θα εθιστούν σε συνταγογραφούμενα ψυχοτρόπα, οι πιο «περιθωριοποιημένοι» θα εθιστούν στο αλκοόλ και τα ναρκωτικά του δρόμου. Εξάλλου, δεν είναι τυχαίο, αλλά αποδεδειγμένο ιστορικά, ότι παρά την ιστορία χιλιετιών συνύπαρξης ανθρώπων και ψυχοτροπικών ουσιών, το πρόβλημα της εξάρτησης από αυτά ακολουθεί την πορεία ανάπτυξης του καπιταλιστικού τρόπου ζωής. Ακόμα και για τα νόμιμα, οι έρευνες δείχνουν πως τα αντικαταθλιπτικά δημιουργούν σοβαρό σωματικό και ψυχολογικό εθισμό.

Για να ξεκαθαρίσουμε, το επιχείρημα εδώ δεν είναι ότι τα φάρμακα είναι ο εχθρός. Θα ήταν αφελές να πούμε ότι η ανάπτυξη των ψυχοφαρμάκων ήταν μια βλαβερή ανακάλυψη. Ξεκάθαρα, όταν εμφανίστηκαν οι βενζοδιαζεπίνες αντικαταστώντας τα πολύ βαριά βαρβιτουρικά, αποτελούσαν επανάσταση. Δεν μπορούμε όμως να εθελοτυφλούμε στο ότι εφόσον οι αιτίες του ψυχικού πόνου παραμένουν, οι βενζοδιαζεπίνες, τα αντικαταθλιπτικά ή όποιο άλλο φάρμακο αποτελούν πραγματική λύση.

Η αντιμετώπιση του φαρμάκου ως πανάκεια, και όχι ως ένα εργαλείο προσωρινής ανακούφισης και υποστήριξης, φαίνεται από το γεγονός ότι η πλειοψηφία των γιατρών γνωρίζουν τα πρωτόκολλα συνταγογράφησης αυτών των φαρμάκων, αλλά όχι της από-συνταγογράφησης. Το Ashton manual, οδηγός για τη σταδιακή και ασφαλή μείωση των ψυχοφαρμάκων είναι σχεδόν άγνωστο. Σε αυτό το σημείο χωράει και η κριτική στο πως η (ψυχ)ιατρική εκπαίδευση βασισμένη σχεδόν αποκλειστικά στο βιολογικό μοντέλο, αγνοεί τις ψυχοκοινωνικές πλευρές της ψυχικής ασθένειας, και υποβαθμίζει τις φωνές και τους προβληματισμούς των ασθενών που μιλάνε για τις παρενέργειες των φαρμάκων. Όταν τα συστήματα υγείας μετατρέπονται σε γραφεία συνταγογράφησης, αντί  να ασκείται η ιατρική, καταλήγουν εκατοντάδες χιλιάδες ασθενείς λαμβάνουν αγωγή σε υπερβολική ποσότητα και για υπερβολική διάρκεια.

Ένας άλλος παράγοντας είναι η σύγκριση μεταξύ φαρμακοθεραπείας και ψυχοθεραπείας και γιατί προτιμάται περισσότερο το πρώτο έναντι του δεύτερου. Οι λόγοι είναι πολλοί και σύνθετοι, και μπορεί να εξαρτώνται από τις ειδικές συνθήκες κάθε χώρας, το σύστημα υγείας, την πρόσβαση των ασθενών, αλλά εδώ θέλω να υπογραμμίσω τους εξής δύο: α) το χάπι είναι πιο φθηνό και πιο γρήγορο από την ψυχοθεραπεία, στο να επαναφέρει τη «λειτουργικότητα» και β) οι στόχοι της ψυχοθεραπείας μπορεί να είναι ασύμφοροι για το σύστημα. Στο απαιτητικό νεοφιλελεύθερο life style δε συμφέρει μια κοινωνία με ανθρώπους που επικοινωνούν ορθά, σέβονται ο ένας τον άλλο, αναζητούν ισορροπίες, βάζουν όρια και χτίζουν ουσιώδεις σχέσεις. Έτσι, το «μαγικό χάπι» είναι η απάντηση που δίνει το σύστημα ώστε να είμαστε παραγωγικοί και να συντηρούμε τη διατήρησή του ακόμα κι αν ο κόσμος γύρω καίγεται.

Ωστόσο, παρά τη ζοφερή εικόνα που περιγράψαμε, φαίνεται πώς κάτι αρχίζει να αλλάζει. Οι γενιές που βίωσαν την παρατεταμένη τριπλή κρίση της τελευταίας 15ετίας αρχίζουν να δείχνουν μια ανάγκη να προστατέψουν την ψυχική τους υγεία. Το φαινόμενο της «μεγάλης παραίτησης» μετά την πανδημία είναι σημάδι ότι δε θέλουμε να ζούμε και να δουλεύουμε με τους όρους που έχουμε συνηθίσει. Η προθυμία να μιλήσουμε ανοικτά για ζητήματα ψυχικής υγείας δείχνουν τη σταδιακή αποστιγματοποίηση, γιατί δεν μπορεί να είναι στίγμα το κοινό βίωμα. Βέβαια, σε ένα σύστημα που αρνείται να αλλάξει, η απουσία εναλλακτικού δρόμου δυσχεραίνει το να υπάρξει ουσιαστική αλλαγή στο πόσο καλά μπορούμε να ζήσουμε, μακριά από τον παρατεταμένο ψυχικό πόνο. Για αυτό, το να παλεύουμε για ένα άλλο κόσμο είναι το παντοτινά επίκαιρο σύνθημα.

Πηγή: antapocrisis.gr

Δρόμος ανοιχτός

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου