Το 1821 και η Πολυπολικότητα: Επτά Σημεία

 
«Ο Καραϊσκάκης καταδιώκων τον Κιουταχή», Θεόφιλος

Τα τελευταία χρόνια ο δεξιόστροφος φιλελεύθερος αναθεωρητισμός επιχειρεί να ξαναγράψει την ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης.

Του Διονύσιου Σκλήρη

Τα τελευταία χρόνια ο δεξιόστροφος φιλελεύθερος αναθεωρητισμός επιχειρεί να ξαναγράψει την ιστορία του 1821 επιμένοντας σε στοιχεία, όπως: η ανάγκη να συσταθεί αποτελεσματικό κράτος δυτικού τύπου, υπερβαίνοντας τις τοπικιστικές διαιρέσεις, στις οποίες εντάσσονται τόσο οι κοτζαμπάσηδες όσο και οι οπλαρχηγοί· η εξωτερική συνδρομή με τη Ναυμαχία του Ναβαρίνου που οιονεί μας δώρισε το ανεξάρτητο κράτος, ενώ έναντι των αιγυπτιακών στρατευμάτων η επανάσταση είχε αποτύχει· ο ευεργετικός χαρακτήρας των αγγλικών δανείων που μας έβαλαν στη «σωστή πλευρά της Ιστορίας», καθώς σήμαναν ότι η μεγάλη ναυτική αυτοκρατορία είχε «ποντάρει» σε εμάς ως διάδοχη κατάσταση του παραπαίοντος οθωμανικού κράτους· μια μεμψιμοιρία για τον διχασμό, ο οποίος εκφράστηκε με τους εμφυλίους και θα ακολουθεί τη νέα Ελλάδα σε όλους τους δύο αιώνες ιστορίας της μαζί με την αποτυχία να συμπήξει ένα αποτελεσματικό κράτος.

Στο σύντομο αυτό σημείωμα θα θέλαμε, αντίθετα προς αυτό το ηγεμονικό πλέον αφήγημα να αντιτάξουμε επτά σημεία, με τα οποία θα προσπαθήσουμε να δείξουμε ότι ο ελληνισμός αντιθέτως μεγαλουργεί σε συγκυρίες γόνιμης ανυπακοής, αντάρτικου και αξιοποίησης της πολυπολικότητας σε συνθήκες όπου δεν υπάρχει μία μοναδική «σωστή πλευρά της Ιστορίας».

1) Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η επανάσταση του 1821 άρχισε τη χειρότερη δυνατή στιγμή κατά την οποία η Ιερά Συμμαχία ήταν έτοιμη να καταπνίξει κάθε νέο επαναστατικό κίνημα για χάρη της παλινόρθωσης των μοναρχιών. Προέκυψε μέσα από μια ανυπακοή προς το κυρίαρχο πνεύμα της Ευρώπης για χάρη μιας εναλλακτικής Ευρώπης της χειραφέτησης των λαών και της δημοκρατίας με όλους τους διαφορετικούς τρόπους που τότε αναζητούνταν. Αποτέλεσε μεγάλο επίτευγμα των Ελλήνων το ότι κατόρθωσαν να αντιστρέψουν τη στάση όχι μόνο των ευρωπαϊκών λαών, αλλά ακόμη και των ηγεσιών τους και των πνευματικών, στρατιωτικών και πολιτικών ελίτ, μεσούσης της επαναστάσεως.

2) Η επανάσταση δεν κερδήθηκε χάρη σε αποφασιστικές μάχες, αλλά σε έναν πολυετή πόλεμο φθοράς, βασιζόμενο στο αντάρτικο και σε ανορθόδοξες μεθόδους. Οποτεδήποτε δόθηκε μάχη παράταξης με βάση τα κανονικά ευρωπαϊκά πρότυπα, οι Έλληνες ηττήθηκαν.

3) Οι μεγάλες σφαγές, τόσο της Τριπολιτσάς από τη μεριά των Ελλήνων, όσο και της Χίου και των Ελλήνων της Μικράς Ασίας από τους Τούρκους, κατοχύρωσαν το ότι οι δύο λαοί δεν μπορούσαν να ζήσουν ξανά μαζί και αυτό ήταν ένα μήνυμα που ήταν αναγκασμένες να το λάβουν οι μεγάλες δυνάμεις της εποχής μέσα σε έναν πολυπολικό τότε κόσμο. Έκτοτε η μεγάλη αρετή των Ελλήνων ήταν η εγκαρτέρηση και η μακροχρόνια επιμονή στον αγώνα, όχι η νίκη σε αποφασιστικές μάχες.

4) Τα αγγλικά δάνεια θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως συμβάλλοντα στην ελληνική νίκη με την έννοια ότι όντως σήμαιναν πως η μεγάλη ναυτική αυτοκρατορία «πόνταρε» στην Ελλάδα ως εν μέρει διάδοχη κατάσταση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Όμως, ακριβώς επειδή ο κόσμος ήταν πολυπολικός και δεν υπήρχε μία μοναδική «σωστή πλευρά της Ιστορίας», οι μεγάλες δυνάμεις ήταν αναγκασμένες να πλειοδοτούν σε προσφορές για να υπερισχύσουν σε αυτήν τη διάδοχη κατάσταση και οι Έλληνες γενικά αξιοποίησαν διπλωματικώς με επιτυχία τον ανταγωνισμό των μεγάλων δυνάμεων. Τα αγγλικά δάνεια, πάντως, τα πλήρωσε ακριβά ο ελληνικός λαός, γιατί οι Άγγλοι κατάφεραν με αυτά να προκαλέσουν διχασμούς μεταξύ των Ελλήνων (όπως λ.χ. Ρουμελιωτών εναντίον Πελοποννησίων και πολιτικών έναντι οπλαρχηγών) και διά των διχασμών αυτών να ελέγχουν το ελληνικό κράτος. Η ψυχολογίζουσα φιλελεύθερη ιστοριογραφία πραγμοποιεί τον «διχασμό» ως ένα δήθεν πάγιο χαρακτηριστικό της ελληνικής ψυχολογίας και υστέρησης που επαναλήφθηκε και αργότερα με τους μετέπειτα εμφυλίους. Δεν πρέπει, όμως, να ξεχνάμε ότι οι εμφύλιοι του 1821 υποδαυλίστηκαν συστηματικά από τον αγγλικό παράγοντα, σύμφωνα με το «διαίρει και βασίλευε», που η Βρετανική Αυτοκρατορία παγίως εφάρμοζε, προκειμένου το ελληνικό κράτος να είναι υποτελές και εξαρτώμενο, με τη βοήθεια μάλιστα στρατηγικών δολοφονιών. Αντιθέτως, ο εγγενής πλουραλισμός των Ελλήνων (ετερόχθονες και αυτόχθονες, Ρουμελιώτες, Μοραΐτες και ναυτικοί, αγγλόφιλοι, γαλλόφιλοι και ρωσόφιλοι) συνετέλεσε στο να έχει ο Ελληνισμός πολλές διαφορετικές εναλλακτικές και μάλλον βοήθησε στον αγώνα. Είναι αλήθεια ότι η Ελλάδα «συνελήφθη» ως ένα καταστατικά χρεωμένο και υποτελές κράτος, αλλά το γεγονός αυτό υπήρξε σε διαλεκτική αντίθεση με το ότι οι Έλληνες μπορούσαν να εξισορροπούν την εξάρτηση στους Άγγλους με το να αξιοποιούν αντίρροπες δυνάμεις, χωρίς να χάνουν από την πνευματική τους όραση ότι η Ελλάδα ανήκε εκ φύσεως στις ναυτικές δυνάμεις.

5) Τουλάχιστον από τη ναυμαχία του Ναυαρίνου και μετά η Ελλάδα είχε την εξαιρετική ιδιοτυπία να έχει όχι λιγότερες από τρεις προστάτιδες δυνάμεις. Αυτό αντί να σημαίνει ότι η Δύση προσέφερε δώρο τη νίκη στους ηττημένους Έλληνες μάλλον είναι χαρακτηριστικό του πώς οι Έλληνες αξιοποίησαν στο έπακρο τις δυνατότητες που προσέφερε ένας πολυπολικός κόσμος, έχοντας πολύπλευρες συμμαχίες.

6) Από ένα σημείο και πέρα οι Έλληνες πολεμούσαν κυρίως μέσα από αναζωπύρωση εστιών αντίστασης λ.χ. στην Πελοπόννησο με τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη ενάντια στους «προσκυνημένους» και στη Στερεά Ελλάδα με τον Γεώργιο Καραϊσκάκη και αποφεύγοντας τις τακτικές μάχες.

7) Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το αρχικό αγγλικό σχέδιο ήταν μια Ελλάδα ως τον Ισθμό της Κορίνθου. Τα τελικά σύνορα που περιέλαβαν και τη Ρούμελη κατέστησαν δυνατά στην αρχή χάρη στον αγώνα του Γεώργιου Καραϊσκάκη που αναζωπύρωνε τις εστίες αντίστασης στη Στερεά Ελλάδα και στη συνέχεια μετά τη ναυμαχία του Ναυαρίνου χάρη στον ρωσοτουρκικό πόλεμο, τον οποίο κατάφερε να αξιοποιήσει διπλωματικώς στο έπακρο ο Ιωάννης Καποδίστριας. Τελικά έγινε συνειδητό ότι μόνο μια Ελλάδα που θα περιελάμβανε τόσο τους Ρουμελιώτες όσο και τους Μωραΐτες θα ήταν βιώσιμη. Αυτό όμως επετεύχθη όχι χάρη στην αγγλική βούληση, αλλά ενάντια σε αυτήν, με την αξιοποίηση των αντιφάσεων μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων, αλλά και του εμπόλεμου ρωσοτουρκικού ανταγωνισμού στον Εύξεινο Πόντο.

Υπάρχουν διδάγματα από το 1821; Η απάντηση δεν είναι σίγουρη, καθώς κάθε εποχή έχει τα δικά της χαρακτηριστικά και προκλήσεις. Στις φιέστες του 2021 κυριάρχησε ένα αναθεωρητικό αφήγημα για την ανάγκη της Ελλάδας να οικοδομήσει ένα εκσυγχρονισμένο κράτος, μακριά από τις παθογένειες του παρελθόντος, τη δυσπιστία του κοινοτισμού προς το νεωτερικό κράτος και τους εμφυλίους που παρουσιάζονται ως τρόπον τινά εγγεγραμμένες στην κατακερματισμένη ψυχή του Έλληνα.

Θα μπορούσαμε, ωστόσο, να εξαγάγουμε και αντίθετα συμπεράσματα. Όπως λόγου χάρη ότι τη μεγάλη εποποιία την πετύχαμε όταν δεν ποντάραμε σε μια μοναδική «σωστή πλευρά της Ιστορίας», αλλά διαθέταμε έναν γόνιμο εσωτερικό πλουραλισμό, χάρη στον οποίο ξεπεράσαμε επί τα βελτίω το σχέδιο της ναυτικής Μεγάλης Βρετανίας για εμάς, χάρη στη ρωσική επίθεση στην Τουρκία. Είχαμε τρεις προστάτιδες δυνάμεις αντί για μία, γεγονός που επέτρεπε διπλωματική δημιουργικότητα. Και κυρίως είχαμε την εγκαρτέρηση του αντάρτη που αναζωπυρώνει διαρκώς επαναστατικές εστίες ενάντια στους «προσκυνημένους», αντί να παρασυρόμαστε σε αποφασιστικές μάχες σύμφωνα με τους «καθώς πρέπει» πολέμους της εποχής. 

Δρόμος ανοιχτός

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου