Του Γιώργου X. Παπασωτηρίου
Για δύο χρόνια, αρχής γενομένης από το 2008, ο Μάθιου Ντέσμοντ έζησε ανάμεσα στους πιο φτωχούς πληθυσμούς της αμερικανικής κοινωνίας. Μετακόμισε πρώτα σε ένα πάρκο τροχόσπιτων και μετά σε μια φτωχή γειτονιά στο Μιλγουόκι του Ουισκόνσιν. Έκανε φίλους σε οικογένειες που δυσκολεύονταν να πληρώσουν τους λογαριασμούς τους και οι οποίοι όντας απελπισμένοι μετακόμιζαν από το ένα σπίτι στο άλλο. Από την άλλη, συνάντησε ιδιοκτήτες που εκμεταλλεύονταν και πέταγαν στο δρόμο τους ανήμπορους. Το αποτέλεσμα ήταν τρομερό, καθώς καταγράφονταν τα σπαραχτικά πορτρέτα ανθρώπων πνιγμένων σε ένα σύστημα που τσακίζει τους πιο ευάλωτους.
Όχι μόνο η συνεχής απειλή της έξωσης (ή της απέλασης αν επρόκειτο για μετανάστες) ήταν ο υπ' αριθμόν ένα παράγοντας που διαιώνιζε τη φτώχεια, αλλά πολλοί άνθρωποι πλούτισαν εγκλωβίζοντας τον διπλανό τους σε αυτή τη άθλια και τραυματική κατάσταση. «Μειώνουμε ζωές για να αναπτυχθούμε εμείς». Υπάρχει μία συνθήκη μεταξύ πλουσίων και φτωχών, εκείνων που διώχνουν και εκείνων που εκδιώκονται, επισημαίνει ο Μάθιου Ντέσμοντ. Οι εύποροι κρατούν τους φτωχούς στη μιζέρια με τρεις τρόπους: τους εκμεταλλευόμαστε, εκλέγουμε πολιτικούς που προτιμούν να επιδοτούν τον πλούτο αντί να μετριάζουν τη φτώχεια και, τέλος, δημιουργούμε ευημερούσες και προστατευμένες γειτονιές που εδραιώνουν αυτή την ανισότητα.
«Έχω περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ενήλικης ζωής μου, διδάσκοντας μαθήματα για τη φτώχεια και περνώντας πολύ χρόνο στο πεδίο. Ακόμα αναρωτιέμαι τι θα απαντούσα αν κάποιος με πλησίαζε στο δρόμο και με ρωτούσε γιατί υπάρχει τόση φτώχεια σε μια τόσο πλούσια χώρα», λέει ο Ντέσμοντ.
Στο βιβλίο ο Ντέσμοντ παραθέτει τα λόγια του μυθιστοριογράφου Tommy Orange, ο οποίος έγραψε: «Οι νέοι πηδούν από τα παράθυρα των φλεγόμενων κτιρίων και πεθαίνουν. Και πιστεύουμε ότι το πρόβλημα είναι ότι πηδάνε». «Διαβάζοντας αυτό, έθεσα ως στόχο μου να γράψω περισσότερα για τις φλόγες.», καταλήγει.
* Πληροφορίες από The Guardian
Πηγή: artinews.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου