Τι διδάσκει ο πόλεμος στην Ουκρανία για το ελληνοτουρκικό μέτωπο


Του Θέμη Τζήμα

Ο πόλεμος στην Ουκρανία “περπατά” ήδη στο δεύτερο χρόνο του. Στο Μπαχμούτ διεξάγεται μια μάχη μέχρις εσχάτων από την πλευρά της Ουκρανίας, με το επιχείρημα ότι έτσι προστατεύονται άλλες περιοχές της ουκρανικής γραμμής άμυνας από μια τυχόν κατάρρευση και ότι παραλλήλως δίδεται ο αναγκαίος χρόνος στον υπόλοιπο ουκρανικό στρατό να προετοιμάσει τη θρυλούμενη αντεπίθεσή του.

Φαίνεται αρκετά πιθανό ότι στην πραγματικότητα η Ουκρανία σπαταλά ένα κρίσιμο μέρος των εφεδρειών της. Όσο η προπαγάνδα δίνει και παίρνει, η πραγματικότητα –στο βαθμό που γίνεται γνωστή– μας δίνει ορισμένα χρήσιμα μαθήματα, δυστυχώς με πολύ αιματηρό τρόπο. Το ΝΑΤΟ αποδεικνύεται αρκούντως ικανό στο μέτωπο της Ουκρανίας ως προς το να βάλει πολύ δύσκολα στη Ρωσία. Έχει εκπαιδεύσει και εξοπλίσει δύο έως τρία κύματα του ουκρανικού στρατού.

Ωστόσο, είναι εξαιρετικώς προβληματική από πλευράς του η διεξαγωγή με επιτυχία ενός μαζικού πολέμου, μεταξύ μεγάλων δυνάμεων, αντί για τους “αυτοκρατορικούς” πολέμους, δηλαδή εκείνους που διεξήγαγαν οι ΗΠΑ εναντίον εμφανώς υποδεέστερων αντιπάλων.
Τα κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ διατηρούν ανεπαρκή αποθέματα κρισίμων οπλικών συστημάτων για ένα μεγάλο πόλεμο, ενώ παραλλήλως, τα περισσότερα τουλάχιστον εξ αυτών (ενδεχομένως και οι ίδιες οι ΗΠΑ) δεν διαθέτουν τον αναγκαίο βαθμό κεντρικού συντονισμού της πολεμικής τους βιομηχανίας, ώστε να μπορούν να συντηρήσουν μια μακρόχρονη πολεμική προσπάθεια.

Οι Ουκρανοί παραπονιούνται εδώ και καιρό ότι ένα μεγάλο μέρος των συστημάτων που παραλαμβάνουν δεν λειτουργεί, όπως χαρακτηριστικώς συνέβη με το σύνολο συστημάτων βαρέος πυροβολικού που έστειλε προσφάτως η Ιταλία. Οι αεράμυνες των κρατών-μελών του ΝΑΤΟ είναι αδύνατο να σταματήσουν τους υπερηχητικούς πυραύλους της Ρωσίας. Αυτοί, παρότι δεν κρίνουν από μόνοι τους τον πόλεμο, φαίνεται να έχουν καταφέρει σημαντικά χτυπήματα, κυρίως στο σύστημα διοίκησης των ΝΑΤΟ-ουκρανικών δυνάμεων.

Εξάρτηση

Αν συμπυκνώσουμε τα παραπάνω σε μια συνθήκη, αυτή συνίσταται στο ότι η εξάρτηση των Ουκρανών από την εξωτερική βοήθεια σημαίνει ότι ο πόλεμος που διεξάγουν αποτελεί συνέχεια όχι μόνο ή κυρίως της δικής τους πολιτικής, αλλά της πολιτικής των ΗΠΑ. Πρόκειται για ένα μειονέκτημα πολύ μεγαλύτερο από ό,τι φαίνεται με μια πρώτη ματιά. Η Ουκρανία προετοιμαζόταν οκτώ χρόνια γι’ αυτόν τον πόλεμο, κατ’ εντολή του ΝΑΤΟ.

Επειδή ακριβώς διαδραμάτιζε και διαδραματίζει ακόμα το ρόλο του “χρήσιμου ηλιθίου” των ΗΠΑ, η όλη πολιτική της, τόσο σε ό,τι αφορά άμεσα τον πόλεμο, όσο και ευρύτερα βασίζεται στο πώς θα απορροφηθεί από τα αμερικανικά συμφέροντα με τον πλέον αποτελεσματικό τρόπο για τις ίδιες τις ΗΠΑ. Μόνο που η τόσο στενή σχέση εξάρτησης από την Ουάσιγκτον αποδεικνύεται ακόμα χειρότερη από την εχθρότητα της τελευταίας. Αν οι ΗΠΑ νιώσουν ότι η Ουκρανία αποτελεί χαμένη υπόθεση, θα αφήσουν την κεντρική της διοίκηση να καταρρεύσει και θα προσπαθήσουν να δημιουργήσουν μια ουδέτερη ζώνη στη δυτική Ουκρανία, ενδεχομένως με τεμαχισμό της.

Επιπλέον, το ΝΑΤΟ δεν προετοίμασε εγκαίρως και αποτελεσματικώς τις εφεδρείες της Ουκρανίας, παρότι ανέμενε μετά το 2014 την επανέναρξη των εχθροπραξιών. Σε ένα πληθυσμό 40 περίπου εκατομμυρίων κατά την έναρξη της ρωσικής “ειδικής στρατιωτικής επιχείρησης” με απανωτά κύματα επιστράτευσης, ο αριθμός των επαρκώς εκπαιδευμένων εφέδρων παραμένει απελπιστικά χαμηλός και ανεπαρκέστατα εκπαιδευμένος για τις ανάγκες αυτού του πολέμου.

Επιστράτευση

Βεβαίως και οι ρωσικές δυνάμεις έχουν τις δικές τους αδυναμίες. Ιδίως κατά την έναρξη των επιχειρήσεων, αλλά ακόμα και σήμερα εντοπίζονται πολύ μεγάλες δυσχέρειες στο επίπεδο της διοίκησης και της επιμελητείας. Η άθροιση της ιδιωτικής εταιρείας Wagner, επαγγελματικών στελεχών και εφέδρων γεννούν εσωτερικές αντιπαραθέσεις, οι οποίες δεν κρύβονται. Επίσης, σε ό,τι αφορά τη συλλογή πληροφοριών μέσω δορυφόρων, το σύστημα Starlink του Elon Musk έχει αποδειχτεί πολύ ανώτερο οποιουδήποτε ρωσικού συστήματος. Η δε ρωσική αεροπορία για μεγάλο χρονικό διάστημα ήταν περίεργα “υποτονική” σε σχέση με όσα έχουμε συνηθίσει από τις ένοπλες δυνάμεις των ΗΠΑ σε αντίστοιχες περιπτώσεις.

Από την άλλη, η μερική επιστράτευση προ ολίγων μηνών φαίνεται να δικαιώνεται, όπως και η επιλογή να συγκεντρώσουν τις ουκρανικές δυνάμεις σε συγκεκριμένες πόλεις και να τις αποψιλώσουν. Επιπλέον, η Ρωσία δείχνει να διαθέτει ικανοποιητική αυτάρκεια από πλευράς αμυντικής βιομηχανίας και ισχυρές συμμαχίες, οι οποίες δεν της επιβάλλουν την πολιτική τους, όπως συμβαίνει με τη σχέση ΗΠΑ-Ουκρανίας. Έχει επιπροσθέτως ενδιαφέρον ότι δίπλα στα πολύ εντυπωσιακά, σύγχρονα πυραυλικά συστήματα, η Ρωσία έχει διαμορφώσει παραδοσιακές, πλην όμως αποτελεσματικές οχυρώσεις εν αναμονή της ουκρανικής αντεπίθεσης σε ένα μεγάλο μέρος του μετώπου.

Ελληνοτουρκικά

Τα παραπάνω συνοπτικώς αναφερόμενα μας προσφέρουν όπως ήδη είπαμε ορισμένα κομβικά μαθήματα. Σε αντίθεση με τον κυρίαρχο στην Ελλάδα δημόσιο διάλογο, δεν είναι τα εισαγόμενα, “εξωτικά όπλα” εκείνα τα οποία προσφέρουν τη νίκη σε μια σύγκρουση, παρά τη χρησιμότητά τους. Τη νίκη προσφέρει η προσεκτική, αποτελεσματική συγκέντρωση επάρκειας πόρων κάθε είδους: οι εγκαίρως και αριθμητικώς επαρκείς, εκπαιδευμένες εφεδρείες, η εθνική, αμυντική βιομηχανία με ισχυρή παραγωγική ικανότητα, η δυνατότητα εκπόνησης εθνικής στρατηγικής (επομένως και των αντιστοίχων συμμαχιών), η δυνατότητα πρόταξης άμυνας προσαρμοσμένης στις εθνικές ανάγκες και η διασφάλιση μιας οικονομικής δραστηριότητας ανθεκτικής σε εξωτερικές πιέσεις με πρόσβαση σε διαφορετικά κυκλώματα κίνησης κεφαλαίων όπως και σε ενεργειακούς πόρους.

Πρόκειται για προαπαιτούμενα, τα οποία δεν είναι ιδιαιτέρως εντυπωσιακά, κτίζονται σε βάθος χρόνου, αλλά είναι αυτά τα οποία διαμορφώνουν τις αναγκαίες συνθήκες αποτροπής και ισχύος. Πρέπει λοιπόν να αναρωτηθούμε, τι πραγματικά σημαίνει για το συσχετισμό ισχύος μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας το γεγονός ότι όσο εμείς πανηγυρίζουμε για τον εκσυγχρονισμό των F-16 και για τα Rafale, η Τουρκία με δυσκολίες μεν, προχωρά σταθερά δε στην ανάπτυξη της αμυντικής της βιομηχανίας και εισέρχεται στο κλαμπ των δυνάμεων που κατέχουν πυρηνική ενέργεια έστω για πολιτικούς λόγους.

Ακόμα και αν ο Ερντογάν ηττηθεί και ένας φιλοδυτικός Κιλιτσντάρογλου αναλάβει την προεδρία της Τουρκίας φέρνοντας τη χώρα του πιο κοντά στις ΗΠΑ, η κληρονομιά Ερντογάν σε ό,τι αφορά την τουρκική παρουσία (στρατιωτική και πολιτική) σε μια σειρά κρατών της περιοχής θα παραμείνει. Με άλλα λόγια, ενώ η Τουρκία χτίζει τις προϋποθέσεις να διαθέτει αυτοδύναμη ικανότητα ανταπόκρισης σε κρίσεις εθνικής ασφάλειας –όχι χωρίς προβλήματα– η Ελλάδα εμπεδώνει για τον εαυτό της ολοένα περισσότερο ένα μοντέλο ουκρανοποίησής της σε ό,τι αφορά την εξάρτησή της από εξωτερικούς παράγοντες. Και αυτή θα είναι η μεγαλύτερη αδυναμία μας για τα πολλά επόμενα χρόνια

Πηγή: SLpress

Δρόμος ανοιχτός

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου