Πολιτικό θρίλερ αλά Μόντι Πάιθον

Περί γελοιότητας και λογικής... αλά Μόντι Πάιθον

Τόσο στη σάτιρα όσο και στην πραγματική ζωή η κατάληξη τέτοιων υποθέσεων συχνά είναι κάπως… πικρή.

Του Θέμη Τζήμα

Οι ψηφίδες της συνολικής και μεγάλης εικόνας είναι κατά βάση εδώ. Το μόνο που χρειάζεται είναι να τις συνδέσουμε, προκειμένου να κατανοήσουμε γιατί συμβαίνουν όσα εξελίσσονται μπροστά στα μάτια μας, με ρυθμούς ταινίας των Μόντι Πάιθον και προοπτικές (για την Ελλάδα), Αρμενίας ή Ουκρανίας.

Στις διπλές εκλογές του Μαΐου και του Ιουνίου, οι ΗΠΑ περίμεναν και βολεύονταν με σταθεροποίηση του κομματικού συστήματος του ασθενούς δικομματισμού. Πρόκειται για τον «εκλογικό-δικομματισμό-συν-μισό κόμμα», με πρωθυπουργό-πρωθυπουργεύοντα τον Κυριάκο Μητσοτάκη για άλλη μια οχταετία αν είναι εφικτό, με τον ΣΥΡΙΖΑ στη θέση του σταθερά δεύτερου και το ΚΙΝΑΛ σε ρόλο κυβερνητικού μπαλαντέρ.

Με έναν απρόσμενο τρόπο, ο ελληνικός λαός τάραξε τα σχέδια της Ουάσιγκτον και της εγχώριας ολιγαρχίας: ο ΣΥΡΙΖΑ αντί για ένα διαχειρίσιμο ποσοστό της τάξης περίπου του 30% κατέρρευσε εκλογικώς. Ο ελληνικός λαός αποδείχθηκε πιο απρόβλεπτος από ό,τι περίμεναν τα επιτελεία και ως εκ τούτου ακύρωσε το σενάριο του ΚΙΝΑΛ-μπαλαντέρ της ΝΔ αλλά κυρίως του ΣΥΡΙΖΑ ως κόμματος-εγγυητή της σταθερότητας του συστήματος εξουσίας.

Το μήνυμα του λαού ήταν περίπου, «ή θα έχουμε πραγματική αριστερά ή τίποτα». Συνεπεία αυτών των εξελίξεων, η παντοδυναμία της ΝΔ, η οποία ειρήσθω εν παρόδω είναι σχετική και όχι απόλυτη (δηλαδή δεν προκύπτει από ένα μεγάλο λαϊκό ρεύμα υπέρ της αλλά από την απόλυτη αδυναμία των αντιπάλων της) άρχισε να καθίσταται εν μέρει πρόβλημα συστημικής σταθερότητας. Το απέδειξαν τα γεγονότα του καλοκαιριού: η φυγή Τσίπρα και η εξαφάνιση του ΣΥΡΙΖΑ από το προσκήνιο άφησαν την κυβέρνηση γυμνή, χωρίς δυνατότητα επίτευξης αντισυσπείρωσης. Το αποτέλεσμα ήταν ότι άρχισε να εισπράττει μια πολύ μεγαλύτερη, διάχυτη φθορά. Την ίδια στιγμή, το γεγονός ότι το αδιέξοδο της πρώην κεντροαριστεράς κατέστη τόσο εκκωφαντικό έτεινε να απελευθερώσει(εν δυνάμει) μη απολύτως ελεγχόμενες από το σύστημα εξουσίας, διεργασίες στελεχών (σε πρώτη φάση), από τις οποίες θα μπορούσε να προκύψει μια σύνθεση μεταξύ δυνάμεων ΣΥΡΙΖΑ και ΚΙΝΑΛ που δε θα ελέγχονταν από τις ηγεσίες των δύο κομμάτων.

Το σύστημα εξουσίας όμως σιχαίνεται τις μη ελεγχόμενες διεργασίες. Ακόμα περισσότερο απεχθάνεται να πρέπει να δράσει εκ των υστέρων και μάλιστα σε συνθήκες παγκοσμίου πολέμου και επερχόμενης πανευρωπαϊκής ύφεσης. Δεν το ενοχλεί να δηλώνεις αριστερός, ακροαριστερός, δεξιός, ακροδεξιός, όσο είσαι ελεγχόμενος και δεν αμφισβητείς (εμπράκτως) τους δύο του πυλώνες: την πατρωνία από τις ΗΠΑ και την κυριαρχία της ολιγαρχίας. Καθετί μη ελεγχόμενο γεννά ανησυχίες ότι είναι πιθανό (έστω και λίγο πιθανό) να πάρει έναν από τους δύο «κακούς» δρόμους. Σε εποχές δε, που ζούμε το σύστημα εξουσίας δεν παίζει με αυτά τα πράγματα.

Ο ΣΥΡΙΖΑ λοιπόν θα έπρεπε να βρει έναν πρόεδρο ο οποίος θα μάζευε πίσω ένας μέρος της παραταξιακής βάσης, αφήνοντας το ρόλο του μισού κόμματος από τα 2,5, στο ΚΙΝΑΛ. Με αυτόν τον τρόπο με ένα σμπάρο οι ελίτ πετυχαίνουν πολλά τρυγόνια. Ο ασθενής δικομματισμός μπορεί να επανασταθεροποιηθεί εν μέρει. Οι πολιτικές δυνάμεις που κινούνται στο «ασφαλές» πλαίσιο της αποδοχής των μεγάλων στρατηγικών του συστήματος εξουσίας κλειδώνουν ξανά τις (πιθανές) διάχυτες αντιδράσεις. Και αν τα πράγματα πάνε πολύ άσχημα με την επερχόμενη ύφεση στην ΕΕ, τον Κυριάκο Μητσοτάκη θα μπορεί να τον διαδεχτεί κάποιος ο οποίος να μοιάζει με ΓΑΠ 2.0.

Η Έφη Αχτσιόγλου ήταν η πρώτη εκλεκτή ως «νέα, ωραία και μορφωμένη», πλην όμως από νωρίς φάνηκε ότι δεν «περπατούσε». Χρειάστηκε ένα ταξίδι της οικογένειας Τσίπρα στις ΗΠΑ για να οριστικοποιηθεί ο νέος εκλεκτός. Νέος, ωραίος, δικαιωματικός και woke. Οφείλουμε να πούμε ότι οι σεναριογράφοι και οι σκηνοθέτες από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού έδωσαν τα ρέστα τους. Οι προφανείς «ανορθογραφίες» και σκιές του βιογραφικού του απλώς αγνοούνται και κρύβονται (μέχρι να ανασυρθούν την κατάλληλη στιγμή). Από την Έφη Αχτσιόγλου ζητήθηκε (διόλου ευγενικώς) να κάνει στην άκρη όπως και από όλα τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ. Τους έφαγε ο δράκος που τάιζαν και για τον οποίο περηφανεύονται τόσα χρόνια. Ή αν όχι δράκος (για να μην έχουμε και παρεξηγήσεις), ο «θείος» που τόσο αγάπησαν: ο θείος Σαμ. Και δίπλα στον «θείο Σαμ», τα συμφέροντα του ελληνικού εφοπλιστικού κεφαλαίου (και όχι μόνο). Ο Αλέξης Τσίπρας, γεμάτος μίσος για το κόμμα του και τα στελέχη που ο ίδιος είχε επιβάλλει αλλά και με φιλοδοξίες για διεθνή ρόλο δεν είχε κανέναν ενδοιασμό.  Εν τω μεταξύ, ο Νίκος Ανδρουλάκης βιώνει το κόστος των δικών του συμμαχιών με το διάβολο. Εκείνος που τάχθηκε να παίξει το ρόλο του μπαλαντέρ μπορεί και να μην αξιοποιηθεί ποτέ αν δε χρειαστεί.

Όλο αυτό το «έργο» δεν είναι νέο. Επαναλαμβάνεται ανά ορισμένες δεκαετίες στη χώρα μας. Συχνά δε, λαμβάνει γκροτέσκα χαρακτηριστικά παρόλη την προετοιμασία των πρωταγωνιστών του (ή και εξαιτίας αυτής). Κάπως έτσι το εξελισσόμενο πολιτικό θρίλερ στην Ελλάδα θυμίζει αρκετά από τις προφητικές σάτιρες των Μόντι Πάιθον. Βεβαίως τόσο στη σάτιρα των Μόντι Πάιθον όσο και στην πραγματική ζωή η κατάληξη τέτοιων υποθέσεων συχνά είναι κάπως… πικρή. Αλλά μέχρι τότε οι θεατές γελούν και μάλιστα πολύ. Το πρόβλημα είναι ότι εμείς δεν είμαστε θεατές κυρίως, αλλά συμμέτοχοι.


Δρόμος ανοιχτός

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου