Και οι ΗΠΑ φοβούνται. Πιθανώς και οι αντίπαλοί τους, αλλά δεν το δείχνουν σε αυτήν την έκταση.
Του Θέμη Τζήμα
«Περπατούμε» τη δεύτερη εβδομάδα ήδη, μετά την επιτυχημένη επιχείρηση της παλαιστινιακής αντίστασης και την εγκληματική πολιτική αδιάκριτων βομβαρδισμών του εκφασισμένου κράτους-απαρτχάιντ του Ισραήλ. Μπορούμε να αντλήσουμε ορισμένα κρίσιμα συμπεράσματα ως προς το τι συμβαίνει, από την πλευρά των διαφορετικών δρώντων και εν προκειμένω του Ισραήλ.
Πρώτον, η επιχείρηση των Παλαιστινίων στις 7 Οκτωβρίου θα έχει μακροπρόθεσμες συνέπειες στο ηθικό, στην ψυχολογία αλλά και στην επάρκεια των ισραηλινών ενόπλων δυνάμεων. Η ένταση της ήττας του Ισραήλ στο πλαίσιο της πρώτης φάσης της επιχείρησης «Πλημμύρα του Αλ Άκσα», ο αριθμός των θυμάτων, η κατάληψη στρατιωτικών βάσεων, η σύλληψη ομήρων έχουν επιτύχει τη μεγαλύτερη ταπείνωση του Ισραήλ και επιπλέον έχουν εδραιώσει τις προϋπάρχουσες σοβαρές αμφιβολίες για την επάρκεια των ισραηλινών ενόπλων δυνάμεων. Αποδείχθηκε κάτι το οποίο ήδη γνωρίζαμε: ότι το Ισραήλ έχει μετατρέψει τις ένοπλες δυνάμεις του σε αστυνομικο-στρατιωτικό σώμα κατοχής, μειωμένης μαχητικής αξίας, το οποίο διασώζεται από την αεροπορία, κάποιες μικρές δυνάμεις ειδικών δυνάμεων και κυρίως από την υποστήριξη των ΗΠΑ. Αυτές οι ένοπλες δυνάμεις δεν μπορούν να διεξάγουν όχι μόνο ένα γενικευμένο πόλεμο, αλλά ακόμα και να αντέξουν μια διευρυμένη επιχείρηση εναντίον ανταρτικών δυνάμεων. Δεν πρόκειται μόνο για ψυχολογικό σοκ αλλά για πραγματικό υπαρξιακό ζήτημα για ένα κράτος, το οποίο είναι ανίκανο να αρκεστεί σε οτιδήποτε λιγότερο από μια εθνοκάθαρση των Παλαιστινίων – όχι τώρα αλλά ουσιαστικώς από την ίδρυσή του. Ο διαρκής πόλεμος που διεξάγει το Ισραήλ εναντίον πλείστων κρατών (και τον οποίο λατρεύει η ακροδεξιά παγκοσμίως) χρειάζεται μία μεγάλη ήττα (μόνο μία) σε έναν πόλεμο για να θέσει το κράτος του Ισραήλ σε υπαρξιακή απειλή. Αυτήν την υπαρξιακή απειλή την έχτισε, τη μεγάλωσε και τώρα την πληρώνει το ίδιο το απαρτχάιντ του Ισραήλ: έχει αφήσει μπροστά του ανοιχτό το δρόμο μόνο του γενικευμένου, περιφερειακού πολέμου, αλλά αυτόν τον πόλεμο δεν μπορεί να τον κερδίσει.
Δεύτερον, οι ΗΠΑ μπορεί να λένε πολλά αλλά (μπορούν να) κάνουν συγκριτικώς λίγα ως προς τις ανάγκες του Ισραήλ. Φυσικά στέλνουν οπλισμό (τον οποίο αφαιρούν από την Ουκρανία), τοποθέτησαν μια μεγάλη αεροναυτική δύναμη στην περιοχή και προωθούν ειδικές τους δυνάμεις. Αυτή η δύναμη είναι ψυχολογικώς σημαντική για μια περιορισμένη σύγκρουση. Τα δύο αεροπλανοφόρα και οι ειδικές δυνάμεις μερικών χιλιάδων ανδρών δεν αλλάζουν την εξίσωση ισχύος στην περίπτωση μιας γενικευμένης σύγκρουσης, ακόμα και χωρίς την εμπλοκή του Ιράν. Ήδη, σε ένα περιβάλλον περιορισμένης εμπλοκής της Χεζμπολάχ όπως και ομάδων στο Ιράκ, στη Συρία και της Ανσαρουλλά (Χούθι) στην Υεμένη, οι δυνάμεις των ΗΠΑ τόσο στο έδαφος, όσο και στη θάλασσα αρχίζουν να δείχνουν την ευαλωτότητά τους. Οι ΗΠΑ διαθέτουν περιορισμένες δυνάμεις για ένα τεράστιο γεωγραφικό πεδίο. Αρκούν φτηνά μέσα για να προκαλέσουν μια διαρκή αιμορραγία. Η δε επανεμπλοκή των ΗΠΑ σε ολόκληρη ουσιαστικώς τη Δυτική Ασία και την Ανατολική Μεσόγειο είναι πολιτικώς εξαιρετικά δύσκολη, κοστοβόρα, μεγάλου ανθρωπίνου κόστους και ελάχιστης πολιτικής δημοφιλίας. Το Ιράν, πάλι, δεν χρειάζεται να επέμβει επισήμως το ίδιο. Διαθέτει ένα δίκτυο δυνάμεων, μέσω των οποίων μπορεί να κάνει τη δουλειά της πρόκλησης αιμορραγίας στις ΗΠΑ και φυσικά στο Ισραήλ.
Τρίτον, η σύγκρουση Ισραήλ-Παλαιστίνης για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες είναι απολύτως συνδεδεμένη με μια εξελισσόμενη παγκόσμια σύγκρουση. Ασχέτως μεγαλοστομιών, τόσο το Ισραήλ, όσο και οι ΗΠΑ γνωρίζουν ότι μια επίθεση στο Ιράν ή ακόμα και στις συνδεόμενες με το Ιράν οντότητες σε έκταση που θα αναγκάσει το Ιράν να εμπλακεί άμεσα, θα σύρουν με διαφορετικούς τρόπους στη σύγκρουση τη Ρωσία και την Κίνα. Μεγαλύτερη ίσως εξέλιξη στο διεθνοπολιτικό πεδίο είναι η αποστολή των κινεζικών πολεμικών πλοίων προς τον Περσικό Κόλπο. Υποδηλώνει ότι η Κίνα έχει άμεσο ενδιαφέρον για την περιοχή και αποδεικνύει για άλλη μια φορά ότι το Ιράν είναι κομβικότατο για τη στρατηγική της Ρωσίας και της Κίνας. Θα είναι παραλογισμός και για τις δύο χώρες να εγκαταλείψουν την Τεχεράνη. Το Ισραήλ έχει αναγκαστεί όχι μόνο να διαλέξει πλευρά αλλά να εναποθέσει την άμυνά του μόνο στην Ουάσιγκτον. Οποιαδήποτε ήττα ή παλινωδία της τελευταίας (και δεν έχουμε δει λίγες) θα προσθέσει ακόμα περισσότερο ρίσκο στην ύπαρξη του Ισραήλ.
Τέταρτον και συνεπεία των ανωτέρω, το Ισραήλ απειλεί, δολοφονεί αμάχους αλλά καταφανώς διστάζει. Διστάζει να εμπλακεί σε χερσαία επέμβαση στη Γάζα για προφανείς λόγους: οι έφεδροί του (τουλάχιστον αυτοί) δεν έχουν τη δυνατότητα να εκκαθαρίσουν τη Γάζα (πάντως όχι με τεράστιο κόστος). Ο πόλεμος στα υπόγεια και στα ερείπια της Γάζας μπορεί να αποδειχτεί καταστροφικός. Ένα δεύτερο μέτωπο στο Λίβανο φαντάζει ακόμα πιο εφιαλτικό. Την ίδια στιγμή όμως, η κήρυξη πολέμου, η σφαγή αμάχων στη Γάζα, η επιστράτευση εκατοντάδων χιλιάδων εφέδρων, οι οποίοι προς το παρόν κάθονται στα χαρακώματα και περιμένουν, η συγκρότηση κυβέρνησης πολέμου και η εμπρηστική, γενοκτονική ρητορική του Νετανιάχου, του προέδρου του κράτους του Ισραήλ, του υπουργού άμυνας και των μέσων ενημέρωσης του Ισραήλ ωθούν σε κλιμάκωση. Το Ισραήλ πραγματοποιεί το πλέον ολέθριο λάθος εν μέσω πολέμου: και κλιμακώνει και διστάζει. Το ξαναέκανε στο Λίβανο το 2006 και έχασε. Μόνο που τώρα είναι πολύ μεγαλύτερο ακόμα το διακύβευμα.
Το Ισραήλ λοιπόν φοβάται. Και οι ΗΠΑ φοβούνται. Πιθανώς και οι αντίπαλοί τους, αλλά δεν το δείχνουν σε αυτήν την έκταση. Ο φόβος όταν εγκληματείς και μάλιστα στη συγκεκριμένη γειτονιά δεν είναι απλώς κακός σύμβουλος. Μπορεί να αποδειχτεί η αρχή του τέλους. Και τότε το κόστος για το Ισραήλ θα είναι πραγματικά απροσμέτρητο.
Πηγή: ΚΟΣΜΟΔΡΟΜΙΟ
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου