Η συνάντηση Μπάιντεν-Σι και η ασταθής (αν)ισορροπία

Το ποιος χάνει χρόνο μένει να φανεί, αν και μάλλον αυτές είναι οι ΗΠΑ

Η ισορροπία λοιπόν μετά τη συνάντηση μένει η ίδια: η Κίνα παίζει με τον χρόνο και οι ΗΠΑ με τη βία και με την άμεση…

Του Θέμη Τζήμα

Η συνάντηση του Τζο Μπάιντεν με τον Σι Τζινπίνγκ στο Σαν Φρανσίσκο θα κυριαρχούσε στα διεθνή πρωτοσέλιδα (και χωρίς «αντίπαλο»), αν δεν υπήρχαν δύο θερμά μέτωπα του εξελισσόμενου παγκοσμίου πολέμου στην Ουκρανία και στην Παλαιστίνη. Στην αμερικανική κοινωνία του θεάματος, ο Μπάιντεν θα έπρεπε να διαδραματίσει τον ρόλο του «ηγέτη του ελεύθερου κόσμου». Με μια ενεργή γενοκτονία στον λαιμό του, με μερικές ταπεινωτικές αποχωρήσεις του αμερικανικού στρατού στο ιστορικό των τελευταίων δεκαετιών, με τον Τραμπ να δείχνει ότι θα επανέλθει πλησίστιος και αντιδραστικός όσο ποτέ, αλλά και με τους δομικούς διεθνοπολιτικούς μετασχηματισμούς να επιταχύνονται, ο πρόεδρος των ΗΠΑ (και ο όποιος πρόεδρος των ΗΠΑ) δείχνει να μην είναι ο καταλληλότερος για έναν τέτοιο ρόλο. Για την ακρίβεια το μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη δεν συμπαθεί ιδιαιτέρως αυτόν τον ρόλο.

Μπορεί ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ να έκλεψε τα φλας με τον προφανή του τρόμο, όποτε μιλούσε ο πρόεδρος Μπάιντεν και την έκφραση σαν να του έριξαν έναν κουβά παγωμένο νερό, όταν ο τελευταίος ξαναμίλησε για τον «δικτάτορα Σι» (λες και ενδιαφέρεται ο οποιοσδήποτε συνομιλητής της Κίνας σε διεθνές επίπεδο για το τι θεωρεί τον Σι ο πρόεδρος των ΗΠΑ), αλλά αυτή η συνάντηση είχε και άλλα σημαντικά σημεία. Άλλωστε, δεν είναι τυχαίο ότι ο πρόεδρος Μπάιντεν δήλωσε ότι ο Σι είναι δικτάτορας γιατί είναι ηγέτης ενός κομμουνιστικού καθεστώτος.

Ταυτοχρόνως, αφενός αποπροσωποποίησε την «κατηγορία» προς τον Σι, αφετέρου υπενθύμισε τη δομική αντιπαράθεση και συνολική προσπάθεια απαξίωσης του κινεζικού μοντέλου. Στην πραγματικότητα, η αναφορά Μπάιντεν ήταν σημαντική για να θυμίσει στην Κίνα τα όρια της προοπτικής βελτίωσης της σχέσης της με τις ΗΠΑ, τουλάχιστον υπό τις παρούσες συνθήκες, αν και μάλλον δεν τα είχαν ξεχάσει στο Πεκίνο ούτως ή άλλως.

Κατά τα λοιπά, οι αντιπροσωπείες των δύο κρατών έδωσαν υποσχέσεις για την προώθηση των διμερών σχέσεων, για ενίσχυση του διαλόγου και της συνεργασίας σε διάφορους τομείς, όπως την τεχνητή νοημοσύνη, για την επανέναρξη υψηλού επιπέδου στρατιωτικών συνομιλιών, τη διαμόρφωση ενός «μηχανισμού διαβούλευσης για την ασφάλεια στη θάλασσα», τη σημαντική αύξηση των πτήσεων έως τις αρχές του 2024 και «επέκταση των ανταλλαγών» στην εκπαίδευση, στον πολιτισμό, στον αθλητισμό και στους επιχειρηματικούς κύκλους.

Στην κινεζική αναφορά για τα όσα συζητήθηκαν υπήρχαν και πέντε «Όχι» από πλευράς ΗΠΑ:

«1. Οι ΗΠΑ δεν επιδιώκουν έναν νέο Ψυχρό Πόλεμο.
2. Δεν επιδιώκουν να αλλάξουν το σύστημα της Κίνας.
3. Δεν επιδιώκουν να αναζωογονήσουν τις συμμαχίες κατά της Κίνας.
4. Δεν υποστηρίζουν την «ανεξαρτησία της Ταϊβάν».
5. Δεν έχουν καμία πρόθεση να συγκρουστούν με την Κίνα».

Δεν ακούγονται άσχημα, σε συνδυασμό μάλιστα με τις κοινές ανακοινώσεις περί διμερούς συνεργασίας. Αλλά τα προβλήματα ανάμεσα στις γραμμές δύσκολα κρύβονται. Το πρώτο πρόβλημα συνίσταται στο ότι οι υποσχέσεις των ΗΠΑ έχουν συχνά μηδενική αξία. Το δεύτερο πρόβλημα είναι ότι ούτε οι ανακοινώσεις των δύο πλευρών, ούτε οι εγγυήσεις των ΗΠΑ σηματοδοτούν ένα πλαίσιο για τη διαμόρφωση μιας νέας διεθνούς αρχιτεκτονικής, η οποία όμως καθίσταται απολύτως αναγκαία δεδομένων του εύρους και του βάθους των συντελούμενων μετασχηματισμών. Η συνάντηση αφορούσε περισσότερο τακτικές παρά στρατηγικές επιλογές, παρότι είναι οι τελευταίες είναι τόσο αναγκαίες.

Η Κίνα ήδη προσπερνά την οικονομία των ΗΠΑ και ενισχύει το ρόλο της στην τεχνολογική κούρσα, ενώ οι αμερικανικές κυρώσεις παραμένουν, αλλά με συρρικνούμενο αποτέλεσμα. Τόσο η ήπια ισχύς της Κίνας στην παγκόσμια περιφέρεια, όσο και η στρατιωτική της ισχύς και διεθνής παρουσία (τελευταίο δείγμα τα κινεζικά πολεμικά πλοία στην Ανατολική Μεσόγειο) αυξάνονται. Η Κίνα, η Ρωσία και το Ιράν, μόνο αν θέλουν να αυτοκτονήσουν θα σταματήσουν την συντονισμένη πορεία τους προς έναν πολυκεντρικό κόσμο. Για όλα αυτά ακόμα δεν έχει φανεί κάποια σοβαρή έστω απόπειρα συνεννόησης.

Ο πρόεδρος Μπάιντεν ένιωσε την ανάγκη να τονίσει εκ νέου την υποστήριξή του προς έναν ελεύθερο και ανοιχτό Ινδο-Ειρηνικό, την υπεράσπιση των συμμάχων των ΗΠΑ στην ίδια περιοχή, τη δέσμευση για την ελευθερία της ναυσιπλοΐας και των υπερπτήσεων, την τήρηση του διεθνούς δικαίου (εν μέσω της υποστήριξης της γενοκτονίας στη Γάζα) τη «διατήρηση της ειρήνης και της σταθερότητας στη Θάλασσα «της Νότιας Κίνας και στη Θάλασσα της Ανατολικής Κίνας» την υποστήριξη στην άμυνα της Ουκρανίας και «του δικαιώματος του Ισραήλ να υπερασπιστεί τον εαυτό του κατά της τρομοκρατίας». Οι ΗΠΑ δηλαδή θα μείνουν ΗΠΑ (η μόνη ιμπεριαλιστική δύναμη) μέχρι τέλους. Το Πεκίνο είναι βέβαιο ότι το κατανοεί αυτό. Η οικονομική, ενεργειακή, διπλωματική και στρατιωτική προετοιμασία του για μια πιθανή άμεση αντιπαράθεση με τις ΗΠΑ θα συνεχίζεται, ιδίως όσο δεν υπάρχει στρατηγικού χαρακτήρα διακανονισμός. Άλλωστε, πέρα από την Ουκρανία και από το Ισραήλ, οι ΗΠΑ ελάχιστα κρύβονται σε ό,τι αφορά τις προθέσεις τους για την Ταϊβάν, τις Φιλιππίνες, την Ιαπωνία, τη Νότια Κορέα, την Ινδία. Κράτη που όλα τους έχουν ρόλο να διαδραματίσουν στη προσπάθεια περικύκλωσης της Κίνας.

Η ισορροπία λοιπόν μετά τη συνάντηση μένει η ίδια: η Κίνα παίζει με τον χρόνο και οι ΗΠΑ με τη βία και με την άμεση πίεση. Το κινεζικό πλαίσιο σκοπεύει να ανακουφίσει τους φόβους για μια επεκτατική Κίνα, εξ ου και εμφανίζεται κατά το δυνατόν ήπιο. Οι ΗΠΑ πασχίζουν να πείσουν ότι μπορούν ακόμα να παρεμβαίνουν παντού στον πλανήτη. Η Κίνα ξέρει ότι πρέπει να επανενωθεί τελικώς με την Ταϊβάν. Οι ΗΠΑ ότι πρέπει να αποτρέψουν αυτό το ενδεχόμενο.

Στα παραλειπόμενα της συνάντησης είναι εντυπωσιακό πόσες γιγάντιες επιχειρήσεις ήθελαν να βρεθούν στον ίδιο χώρο με τον πρόεδρο Σι. Η Κίνα «πουλάει» και η Ασία επίσης. Οι ΗΠΑ έχουν κάθε λόγο να ανησυχούν. Με άλλα λόγια, η συνάντηση Μπάιντεν-Σι ήταν σημαντική κυρίως για αυτά για τα οποία δεν έγινε εμφανώς λόγος. Οι δύο ηγέτες δεν συνομιλούν ή τουλάχιστον δεν φαίνεται πιθανό να συμφώνησαν για τα μείζονα. Οι πρόχειροι διακανονισμοί φτιάχνουν το κλίμα, αλλά δεν σώζουν ούτε την παγκόσμια ειρήνη ούτε την παρτίδα για οποιαδήποτε από τις δύο πλευρές. Απλώς κερδίζουν (ή χάνουν) χρόνο. Το ποιος χάνει χρόνο μένει να φανεί, αν και μάλλον αυτές είναι οι ΗΠΑ.


Δρόμος ανοιχτός

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου