Ίμια, Μαδρίτη, Ελσίνκι, Αθήνα… *


Με την ολοκλήρωση της επίσκεψης Ερντογάν στην Αθήνα φάνηκε πιο ανάγλυφα ο κατηφορικός δρόμος του ενδοτισμού και της προσαρμογής στο νέο γεωπολιτικό περιβάλλον, με όρους δυσμενέστατους για τη χώρα, την κυριαρχία της, το μέλλον της.

Ο Σημίτης μόλις παρέλαβε την πρωθυπουργία αντιμετώπισε τα Ίμια (που έκτοτε γκρίζαραν, και μόνο από πολύ μακριά μπορούσε να πετάξει ένας υπουργός κάποιο στεφάνι για τους στρατιωτικούς που σκοτώθηκαν εκείνη τη νύχτα) ευχαριστώντας από τη Βουλή τις ΗΠΑ για το ρόλο τους στην εκτόνωση της κρίσης. Ήταν 31 Ιανουαρίου 1996.

Ο ίδιος πάλι Σημίτης, τον Ιούλιο του 1997, υπέγραψε τη συμφωνία της Μαδρίτης με τον Τούρκο ομόλογό του Ντεμιρέλ, στην οποία αναγνωρίζεται ότι και η Τουρκία «έχει ζωτικά συμφέροντα και ενδιαφέροντα στο Αιγαίο». Οι γνωστές σάλτσες που συνοδεύουν τα κείμενα συμφωνιών, όπως «Δέσμευση αποφυγής μονομερών ενεργειών – Δέσμευση διευθέτησης των διαφορών με ειρηνικά μέσα, στη βάση αμοιβαίας συναίνεσης και χωρίς τη χρήση βίας ή την απειλή βίας», έχουν απλά διακοσμητικό ρόλο.

Στο Ελσίνκι τον Δεκέμβριο του 1999, ξανά ο Σημίτης, αποδέχθηκε στο κείμενο των συμπερασμάτων της συνόδου κορυφής της Ε.Ε. πως υπάρχουν «εκκρεμείς συνοριακές διαφορές και άλλα συναφή θέματα».

Το πλαίσιο όμως δεν είναι πλήρες: Το 1995 το τουρκικό κοινοβούλιο ψήφισε το περίφημο casus belli (δηλαδή πόλεμο) έτσι και η Ελλάδα ασκήσει το αναφαίρετο δικαίωμά της να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στα 12 μίλια. Υπάρχει βεβαίως και η επαίσχυντη παράδοση Οτσαλάν τον Φεβρουάριο του 1999. Η εικόνα συμπληρώνεται με τους βομβαρδισμούς της Γιουγκοσλαβίας (24/3-10/6/1999) από 19 χώρες μέλη του ΝΑΤΟ, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, που συνέδραμε όσο μπορούσε (ΝΑΤΟϊκές βάσεις, εφοδιοπομπές μέσω Θεσσαλονίκης κ.λπ.).

Στις συμφωνίες Μαδρίτης και Ελσίνκι βασίστηκε η τουρκική διπλωματία και σταδιακά κατοχύρωσε με «τετελεσμένα» την επεκτατική πολιτική. Ο Σημίτης άνοιξε λοιπόν διάπλατα τον δρόμο μια νέας πολιτικής υποχωρήσεων και ενδοτισμού στο όνομα του ρεαλισμού. Και σήμερα το μόνο που κάνει ο Μητσοτάκης είναι να βαδίζει στον ίδιο δρόμο, αλλά με πολύ χειρότερους όρους. Ο Σημίτης μπορεί να επικαλεστεί ότι με αυτές τις «κινήσεις» εξασφάλισε την είσοδο της Ελλάδας στο ευρώ και την είσοδο της Κύπρου στην Ε.Ε., ότι πήρε η Ελλάδα την Ολυμπιάδα του 2004.

Ο Μητσοτάκης δεν μπορεί να επιδείξει καμία απολύτως επιτυχία. Εκτέλεσε ένα «συμβόλαιο» που υπαγορεύτηκε από ΗΠΑ και ΝΑΤΟ, όπως ο Τσίπρας (και τα «άλλα παιδιά») ψήφισαν τη συμφωνία των Πρεσπών κατά παραγγελία ΗΠΑ-Γερμανίας. Ακόμα περισσότερο, η Τουρκία του 1999 δεν είναι η Τουρκία του 2023. Έχει ισχυροποιηθεί, προβάλλει την επιθετικότητα και τον επεκτατισμό της πολύ πιο έντονα σε πολλαπλά μέτωπα, και πρακτικά έχει κατοχυρώσει πράγματα που πριν 20-30 χρόνια ήσαν απλά σχεδιασμοί.

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη επιχειρεί να εμφανίσει ως ιστορικής σημασίας τη «συμφωνία των Αθηνών» (ένα γενικό κείμενο μη δεσμευτικό για καμία πλευρά). «Αισθάνομαι ιστορικό χρέος να φέρουμε τα δύο κράτη δίπλα-δίπλα» θα δηλώσει με έμφαση. Κι ο Ερντογάν θα υπερθεματίσει: «Είμαστε αδέλφια, δεν υπάρχει πρόβλημα που δεν μπορεί να λυθεί».

Στην ουσία όμως η «συμφωνία των Αθηνών» συνεχίζει στη ρότα των συμφωνιών Μαδρίτης και Ελσίνκι, αλλά σε ένα νέο συσχετισμό ανάμεσα στις δύο χώρες, δυσμενέστατο για την Ελλάδα. «Ξεπλένει» επίσημα τον τουρκικό επεκτατισμό σε μια στιγμή που αυτός παζαρεύει με ΗΠΑ και Ε.Ε., και κυρίως αφοπλίζει από επιχειρήματα την ελληνική πλευρά για ζητήματα που η Άγκυρα θέτει επίμονα: αποστρατιωτικοποίηση νησιών, αμφισβήτηση κυριαρχίας και συνόρων, Κυπριακό, «τουρκική» μειονότητα.

Από την άλλη δεν μπορεί να κρυφτεί ο νεοραγιαδισμός, που εκφράζεται ακόμα και συμβολικά: η υπόκλιση του Γεραπετρίτη, η απευθείας κάλυψη από όλα τα ΜΜΕ της άφιξης του Ερντογάν στο αεροδρόμιο, η φύλαξή του από συνοδεία πρακτόρων και ειδικών τουρκικών δυνάμεων, τα χαριεντίσματα με τον δημοσιογράφο του ΣΚΑΙ έξω από του Μαξίμου, τα ιδιαίτερα καλά λόγια για τον κ. Καιρίδη, οι συνομιλίες με εκπροσώπους της μειονότητας στην τουρκική πρεσβεία.

Τέλος, υπάρχει ένα καίριο ερώτημα: Από τη Μαδρίτη (1997) έως την Αθήνα (2023) ποια ήταν η πραγματική στάση κάθε χώρας στον ευρύτερο περίγυρο και τη γειτονιά μας; Πόσο μας βοήθησε η πολιτική «φιλίας» όταν η τουρκική πλευρά δεν σταμάτησε ούτε λεπτό να προωθεί τα επεκτατικά της σχέδια, να τα αναβαθμίζει (Γαλάζια Πατρίδα, σύνορα της καρδιάς κ.ο.κ.) και να επεμβαίνει (στην κυριολεξία, ασκώντας βία) σε πολλές περιοχές (Βαλκάνια, Λιβύη, Ιράκ, Συρία);

Άλλωστε, πέρα από τις φιλοφρονήσεις, ο Ερντογάν ήταν πολύ σαφής στη συνέντευξη που έδωσε στην Καθημερινή: «Φίλε Κυριάκο, δεν σας απειλούμε, αν δεν μας απειλήσετε». «Ο ελληνικός λαός, με τον οποίο ζούμε μαζί εδώ και αιώνες, γνωρίζει καλά πόσο στοργικοί είμαστε όταν απλώνουμε το χέρι φιλίας. Γνωρίζει πολύ καλά την ανοχή και την ειλικρίνεια στην κουλτούρα μας». Με άλλα λόγια: Αν μας «κάτσετε», θα καλοπεράσουμε. Αν όχι…

Έτσι προωθείται η «δορυφοροποίηση» της χώρας από την Τουρκία. Εξάρτηση και πατρωνία από Δύση, δορυφοροποίηση και ενδοτισμός προς την γείτονα. Πράγματι «ιστορικός» ο ρόλος του Μητσοτάκη… και όλου του πολιτικού κόσμου που «βλέπει θετικά» τον «διάλογο».

* editorial από τον 'Δρόμο' που κυκλοφορεί

Πηγή: edromos.gr

Δρόμος ανοιχτός

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου