Είτε πρόκειται για ολοκληρωτική κατάκτηση είτε για ελεγχόμενο εγκλεισμό, το Ισραήλ δεν έχει μια ενιαία μεγάλη στρατηγική για τη Γάζα, αλλά χρησιμοποιεί τη δυνατότητα και των δύο για να παρατείνει τον πόλεμο.
Του Αμπνταλαγάμπ Ομάρ (Abdaljawad Omar) *
Τις εβδομάδες μετά την αποκάλυψη της «Επιχείρησης Τα Άρματα του Γεδεών», της ανανεωμένης ισραηλινής επίθεσης για την οριστική «κατάκτηση» ολόκληρης της Γάζας, έχει γίνει όλο και πιο σαφές ότι η λήψη αποφάσεων στο εσωτερικό του Ισραήλ δεν προσανατολίζεται σε ένα μοναδικό στρατηγικό τελικό παιχνίδι, αλλά σε μια επαναλαμβανόμενη λογική εξάντλησης.
Το Ισραήλ δεν επιλέγει μεταξύ της ολοκληρωτικής κατάκτησης και του τεχνοκρατικού περιορισμού μέσω ενός σχεδίου κατάπαυσης του πυρός με αραβική διαμεσολάβηση. Αντίθετα, αναπτύσσει αυτές τις επιλογές ως μέσα για να παρατείνει τον πόλεμο και να μετατρέψει τη διάρκειά του σε όπλο, αντί να τον τερματίσει. Καμία δεν αποτελεί ουσιαστική εναλλακτική στην άλλη.
Αυτό δεν είναι παράδοξο, αλλά μεθοδευμένο. Η επιχείρηση «Άρματα του Γεδεών», με στόχο να συγκεντρώσει πάνω από δύο εκατομμύρια Παλαιστίνιους στη Ράφα και να «εκκαθαρίσει» την υπόλοιπη Γάζα, δεν είναι απλώς ένα σχέδιο κατάκτησης. Είναι μια φαντασίωση αποστείρωσης ντυμένη με λογιστικό ορθολογισμό. Η κτηνωδία της έγκειται όχι μόνο στις προθέσεις της – στρατιωτικές και δημογραφικές – αλλά και στην ανοικτότητά της, επειδή θα είναι μια κατοχή χωρίς διακυβέρνηση και ευθύνη.
Φαντάζεται τη Γάζα ως ένα χειρουργικό πεδίο: άδειο από κοινωνική πυκνότητα και πολιτική, ένα ισοπεδωμένο έδαφος όπου ο ισραηλινός στρατός μπορεί να επιχειρεί ανεμπόδιστα και όπου οι άμαχοι μετατρέπονται σε αιχμαλώτους ή συντρίμμια. Εκεί μπορεί να προχωρήσει η εξόντωση πίσω από το πέπλο της ανθρωπιστικής λογιστικής. Αλλά αυτό είναι το θέμα: ενώ το Ισραήλ ανακοινώνει το σχέδιό του και διαρρέει πολλά από τα περιγράμματά του, διασφαλίζοντας ότι το τελικό παιχνίδι της εξόντωσης είναι δημοσιοποιημένο, καθυστερεί επίσης την εκτέλεσή του.
Η απόρριψη της αιγυπτιακής πρότασης για τη μεταπολεμική διακυβέρνηση της Γάζας, εν τω μεταξύ, λειτουργεί λιγότερο ως στρατηγική αντίκρουση και περισσότερο ως χρονικός ελιγμός: αναβάλλει τη σταθεροποίηση της Γάζας, αναστέλλει τη δυνατότητα μιας μεταπολεμικής αρχιτεκτονικής και διασφαλίζει το ρόλο του Ισραήλ ως μοναδικού κριτή της μετακίνησης, της βοήθειας, της ανοικοδόμησης και της επιβίωσης. Η πρόταση – η οποία εξασφάλισε την υποστήριξη του Αραβικού Συνδέσμου – προσέφερε κατάπαυση του πυρός, απελευθέρωση των κρατουμένων και δημιουργία μιας παλαιστινιακής τεχνοκρατικής διοίκησης στη Γάζα υπό περιφερειακή και διεθνή αιγίδα. Η κυβερνητική αρχή θα αποτελούνταν από πολίτες, μη μέλη της Χαμάς, και ενδεχομένως θα συνδεόταν με την Παλαιστινιακή Αρχή. Αραβικές δυνάμεις ασφαλείας, κυρίως από την Αίγυπτο και τα ΗΑΕ, θα διατηρούσαν τη δημόσια τάξη. Το Ισραήλ, θεωρητικά, θα διατηρούσε τη δυνατότητα να χτυπήσει εάν η Χαμάς επανεξοπλιζόταν, αλλά η βασική λογική ήταν αυτή της ειρηνικής διακυβέρνησης και της εξωτερικά ελεγχόμενης ανοικοδόμησης.
Όμως αυτή η εναλλακτική λύση, ενώ πλασάρεται ως ρεαλιστική ανάσχεση, αποκαλύπτει τη δική της δομή ελέγχου. Δεν προσφέρει στους Παλαιστίνιους απελευθέρωση ή κυριαρχία. Δεν αποκαθιστά την πολιτική ζωή των Παλαιστινίων. Αντίθετα, φαντάζεται μια αποπολιτικοποιημένη Γάζα, που διοικείται από ξένους τεχνοκράτες, όπου η διακυβέρνηση περιορίζεται στη διαχείριση και η αντίσταση μεταβολίζεται σε απειλές ασφαλείας.
Ναι, τερματίζει τις σφαγές, αλλά συνεχίζει τη διαδικασία της διάλυσης με άλλα μέσα. Ναι, σταματά την εθνοκάθαρση και τη γενοκτονία, αλλά προσφέρει μόνο μια ελάχιστη ανάπαυλα.
Σε αυτό το σενάριο, ο Παλαιστίνιος καθίσταται διαχειρίσιμος αλλά μη αντιπροσωπεύσιμος – ορατός σε λογιστικά φύλλα και συστήματα παρακολούθησης, αλλά αόρατος ως υποκείμενο της ιστορίας. Εκεί που τα «Άρματα του Γεδεών» προτείνουν την εξόντωση του συνομιλητή, το αιγυπτιακό σχέδιο προσφέρει την εξουδετέρωσή τους. Εκεί που το πρώτο επιδιώκει τη διαγραφή, το δεύτερο εγγυάται τον περιορισμό.
Με αυτόν τον τρόπο, το Ισραήλ δεν πολεμά απλώς τη Χαμάς. Διαχειρίζεται την ώρα της κατάρρευσης των υποδομών της Γάζας, της περιφερειακής διπλωματίας και των δικών του εσωτερικών αντιφάσεων. Τα λεγόμενα «σχέδια» που κυκλοφορεί δεν είναι σχέδια δράσης, αλλά εργαλεία αποπροσανατολισμού. Με την εναλλαγή μεταξύ στρατιωτικής κλιμάκωσης και διπλωματικής απόσυρσης, το Ισραήλ παγιδεύει αντιπάλους και συμμάχους σε ένα θέατρο ατελείωτης αναμονής.
Αυτά τα σχέδια δεν συνιστούν λύσεις, αλλά κυριολεκτικά παγίδες: ενθαρρύνουν κάποιους, ταπεινώνουν άλλους και διαβρώνουν τη συνοχή κάθε εναλλακτικού οράματος. Αλλά το Ισραήλ παραμένει εντός του ανηρημένου πεδίου και των δύο σχεδίων. Από τη μία επιδιώκει να ανακτήσει τους αιχμαλώτους του προτού αφανίσει εντελώς τη Γάζα. Από την άλλη, στοχεύει να κατευνάσει τις αραβικές κυβερνήσεις που παρέμειναν σιωπηλές, δεν έλυσαν τους δεσμούς τους με το Ισραήλ και σταδιακά – αν και με βεβαιότητα – προσέφεραν μια εναλλακτική λύση στη γενοκτονία μέσω μιας πολιτικής αποστείρωσης. Για να μην αναφέρουμε ότι η προοπτική της πλήρους διάλυσης του λαού της Γάζας παραμένει ζωντανή, εξυπηρετώντας τη διαχείριση του συνασπισμού του ίδιου του Νετανιάχου και την επιθυμία του να αναδειχθεί ως ένας ιστορικός ηγέτης που διευθέτησε οριστικά το Παλαιστινιακό ζήτημα.
Πουθενά δεν είναι αυτό πιο εμφανές από ό,τι στη σχέση του Ισραήλ με τα κράτη του Κόλπου. Με το να σηματοδοτεί προθυμία για εξομάλυνση και περιφερειακές διευθετήσεις ασφαλείας – επιδεινώνοντας ταυτόχρονα την ανθρωπιστική καταστροφή – το Ισραήλ προλαμβάνει σαφή τελεσίγραφα. Η προοπτική μιας αναδιαμορφωμένης Γάζας υπό αραβική εποπτεία προβάλλεται ως υποθετική, μακρινή πιθανότητα, ενώ στο έδαφος μεθοδεύονται μη αναστρέψιμα γεγονότα: ολόκληρες γειτονιές διαγράφονται, πληθυσμοί εκτοπίζονται, υποδομές γίνονται σκόνη.
Πίσω από τη γλώσσα του σχεδιασμού κρύβεται μια εκστρατεία αποστείρωσης και συμπύκνωσης – ένα όραμα για τη Γάζα όχι ως σπίτι, αλλά ως χώρο κράτησης. Οι εκθέσεις που διέρρευσαν ψιθυρίζουν για καταναγκαστικές εκτοπίσεις, για Παλαιστίνιους που στέλνονται στη Λιβύη ή αλλού στην Αφρική, σκιαγραφώντας μέλλοντα απομάκρυνσης ντυμένα με τη γλώσσα του πραγματισμού. Με άλλα λόγια, το Ισραήλ ελίσσεται, καλοπιάνει, συμφωνεί, επαναπαύεται, επιστρέφει στο αίμα και τελικά παραμένει διστακτικό στην εκπλήρωση ακόμη και των δικών του σχεδίων.
Αλλά ακόμη και αυτή η στρατηγική παρουσιάζει σημάδια κόπωσης. Ο στρατός έχει υπερεπεκταθεί. Οι έφεδροι είναι εξαντλημένοι. Η δημόσια υποστήριξη, που κάποτε ήταν μονολιθική, τώρα είναι κατακερματισμένη, ειδικά γύρω από την ανικανότητα της κυβέρνησης να ανακτήσει τους Ισραηλινούς κρατούμενους και την αδιαφορία της για τις ζωές τους. Η πολιτική ελίτ μπορεί να επαίρεται για την ενότητα, αλλά η κοινωνική συνοχή είναι φθαρμένη. Η ίδια η εμπιστοσύνη που κάποτε συνέδεε τη στρατιωτική αναγκαιότητα με την πολιτική νομιμοποίηση διαβρώνεται.
Αυτά τα σημάδια διάβρωσης δεν είναι μόνο εσωτερικά. Όσο περισσότερο διαρκεί ο πόλεμος, τόσο περισσότερο χάνει το Ισραήλ τη διεθνή του νομιμοποίηση. Τα εντάλματα του ΔΠΔ [στμ: Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου], οι αποφάσεις του ΔΔΧ [στμ: Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης], οι εντεινόμενες κατηγορίες για γενοκτονία – αυτά δεν είναι απλώς ηθικές μομφές, αλλά σημάδια της αρχής της θεσμικής απομόνωσης.
Και όμως, αντί να αλλάξει πορεία, το Ισραήλ επαυξάνει την επιμονή του, κλίνοντας περαιτέρω προς την ασάφεια και τη φθορά, ελπίζοντας να εξαντλήσει την παγκόσμια οργή με τον ίδιο τρόπο που ελπίζει να εξαντλήσει την παλαιστινιακή αντίσταση: μέσω της καθυστέρησης, της σύγχυσης, της ομαλοποίησης της κατάρρευσης και, φυσικά, μέσω του πειθαναγκασμού με όπλο τον αντισημιτισμό.
Αυτή τη στιγμή, αυτό που επιδιώκει το Ισραήλ είναι μια «σταθερή αστάθεια» στην οποία η Γάζα καθίσταται ακατοίκητη αλλά κυβερνάται, σφαγιάζεται αλλά σιωπά, είναι παρούσα αλλά πολιτικά εκμηδενισμένη. Και τα δύο σχέδια – αυτό που εκτελεί και αυτό που απορρίπτει – εξυπηρετούν αυτή τη γραμματική. Είτε μέσω ολοκληρωτικού πολέμου είτε μέσω ελεγχόμενου περιορισμού, ο στόχος παραμένει: να διαγραφεί η Παλαιστίνη ως υποκείμενο της ιστορίας και να αντικατασταθεί με έναν πληθυσμό που μπορεί κανείς να ελέγξει, να διαχειριστεί ή να εξαφανίσει. Το αν αυτό θα πετύχει παραμένει αβέβαιο. Αλλά οι ρωγμές είναι ορατές στην απογοήτευση των στρατιωτών και στην οργή των οικογενειών των ισραηλινών κρατουμένων.
Οι διαπραγματεύσεις για την κατάπαυση του πυρός ως μορφή ανάκρισης
Ο τρόπος με τον οποίο το Ισραήλ διεξήγαγε τις διαπραγματεύσεις για την κατάπαυση του πυρός, εγκλωβισμένο σε έναν αέναο κύκλο προτάσεων, απορρίψεων, επανέναρξης των εχθροπραξιών και επιμονής σε μη αρχικούς στόχους, μοιάζει μάλλον με τη δυναμική μεταξύ των ισραηλινών ανακριτών της Σιν Μπετ [στμ: ισραηλινές μυστικές υπηρεσίες] και των Παλαιστινίων κρατουμένων που υπομένουν τις τακτικές πίεσης που εφαρμόζουν.
Στα δωμάτια της Σιν Μπετ, η χειραγώγηση του χρόνου γίνεται όπλο και η γλώσσα εργαλείο αποπροσανατολισμού. Η αλήθεια δεν αποκαλύπτεται μέσω της σαφήνειας ή του διαλόγου, αλλά εξάγεται μέσω της εξάντλησης: σωματικά βασανιστήρια, ψυχολογικά παιχνίδια, προσχήματα φιλίας και υποσχέσεις που εύκολα προδίδονται. Στόχος δεν είναι η κατανόηση του υποκειμένου, αλλά η διάλυσή του – όχι απλώς η εξομολόγηση, αλλά η κατάρρευση.
«Αν μιλήσεις, θα σου δώσω ένα τσιγάρο. Αν πεις ένα όνομα, μπορείς να ξεκουραστείς. Αν μας δώσεις ένα άτομο – μόνο ένα – μπορεί να φέρουμε φαγητό, μια κουβέρτα ή κάτι για να επιβραδύνουμε το κρύο». Κάθε χειρονομία μεταμφιέζεται σε οίκτο, κάθε πράξη συνδέεται με τη λογική της συμφωνίας. Είναι διακυβέρνηση μέσω της εξάντλησης.
Αλλά δεν είναι απλώς η σκηνή της ανάκρισης. Είναι μια σχέση στην οποία η σφαγή, η διαπραγμάτευση και η μέτρηση αλληλοτροφοδοτούνται: η σφαγή παράγει την κρίση που επιφέρει τη διαπραγμάτευση – και η διαπραγμάτευση γίνεται ο χώρος στον οποίο μετράται ο αντίκτυπος της βίας. Κάθε ισραηλινή βομβιστική επίθεση δεν ακολουθείται από σιωπή, αλλά από αξιολόγηση: έχει αμβλυνθεί η αντίσταση; Έχει διαλυθεί η κοινότητα; Είναι έτοιμη να υποχωρήσει;
Η διαπραγμάτευση δεν αποτελεί παρέκκλιση από τη βία – είναι ένας από τους τροπισμούς της – στρατηγικός, συναισθηματικός, διαγνωστικός. Το να μιλάμε εδώ για διαπραγμάτευση σημαίνει να μιλάμε για μια ρύθμιση της καταστροφής και μια δοκιμασία του πνεύματος και της κόπωσης. Ακριβώς όπως ο ανακριτής δοκιμάζει τα όρια της αντοχής του φυλακισμένου.
Αλλά και πάλι, μέσα στο μπουντρούμι, ο Παλαιστίνιος κρατούμενος νοσταλγεί μερικές φορές τον ανακριτή, γιατί σε έναν κόσμο σφραγισμένων θυρών και αργής πείνας, γίνεται ο μόνος που επιβεβαιώνει ότι εξακολουθείς να υπάρχεις, η μόνη δυνατή κοινωνικότητα.
Η ειρωνεία είναι ότι όσο περισσότερη αδυναμία δείχνεις, τόσα περισσότερα παρακρατούν. Όσο πιο πολύ συμμορφώνεσαι, τόσο πιο σφιχτά στρίβουν τις βίδες. Γι’ αυτό και δεν πρόκειται για μια διαπραγμάτευση αναγκών, αλλά για μια αρχιτεκτονική ταπείνωσης που έχει ρυθμιστεί έτσι ώστε ακόμη και η προθυμία σου να μιλήσεις να γίνει ένα ακόμη σημάδι στέρησης, ή μια στιγμή για να αποσπάσεις τα πάντα από τον συνομιλητή και να βεβαιωθείς ότι δεν παρακρατά τίποτα.
Όταν αναλυτές, διπλωμάτες και σχολιαστές επικαλούνται τον όρο «διαπραγματεύσεις», στην πραγματικότητα πρόκειται για ανάκριση, επειδή η δομή τους έχει σχεδιαστεί για να εξαντλήσει τον άλλον μέχρι να καταρρεύσει. Και όταν η κατάρρευση δεν αρκεί, ακολουθεί η εξάλειψη. Σε αυτό το υπόδειγμα, το Ισραήλ δεν αναζητά συνομιλητές, αλλά επιδιώκει την αποσύνθεση εκείνων που καλεί στο τραπέζι.
Πέρα από το δίπολο
Αν η ισραηλινή διαπραγμάτευση λειτουργεί ως μια μορφή ανάκρισης, τότε είναι εξίσου ζωτικής σημασίας να θυμόμαστε ότι οι Παλαιστίνιοι όχι μόνο έχουν αναγνωρίσει αυτή τη δομή αλλά και έχουν επανειλημμένα σαμποτάρει τη λειτουργία της. Πράγματι, η ιστορία του παλαιστινιακού αγώνα είναι η ιστορία της άρνησης των όρων αναγνωσιμότητας που επιβάλλει ο κατακτητής: του να μιλάς χωρίς άδεια, να αρνείσαι να μιλήσεις όταν εξαναγκάζεσαι, να επιβιώνεις χωρίς να επιδιώκεις την αναγνώριση. Αυτό δεν είναι ρομαντική περιφρόνηση. Είναι σαφήνεια που σφυρηλατείται υπό πίεση. Μια πολιτική οξυδέρκεια που διαμορφώνεται στο κελί της φυλακής, στο θάλαμο ανάκρισης, στο κατεστραμμένο σπίτι και στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.
Από τους Παλαιστίνιους αναμένεται εδώ και καιρό να επιτελέσουν την ήττα τους, ενσαρκώνοντας την αυτοσυγκράτησή τους, κάνοντας παράλληλα πρόβες μετριοπάθειας και καταγγέλλοντας επιλεκτικά τη βία. Ωστόσο, ξανά και ξανά, αυτοί οι ρόλοι απορρίπτονται. Ο φυλακισμένος που επιλέγει τη σιωπή αντί για την ομολογία· ο απεργός πείνας που εκτοπίζει τη χρονικότητα της κυριαρχίας υποβάλλοντας το σώμα του στον ίδιο το χρόνο· η μητέρα που επιμένει να ονομάζει το νεκρό παιδί της όχι ως θύμα, αλλά ως μάρτυρα· το στρατόπεδο που αρνείται να διαλυθεί στη σκόνη του ανθρωπισμού· δεν πρόκειται απλώς για πράξεις αντίστασης, αλλά για άρνηση αιχμαλωσίας.
Είναι ακριβώς αυτή η άρνηση που σπάει το ψεύτικο δίπολο που το Ισραήλ προσφέρει τώρα στον κόσμο: μεταξύ εξόντωσης και περιορισμού – «τα άρματα του Γεδεών» και το αιγυπτιακό σχέδιο.
Δεν είναι εναλλακτικές λύσεις το ένα για το άλλο, αλλά μάλλον δομικοί συνωμότες. Ο ένας θα εξαλείψει τους Παλαιστίνιους ως υπηκόους μέσω της στρατιωτικής αποστείρωσης και ο άλλος θα τους αφοπλίσει και θα τους διαχειριστεί μέσω της διεθνούς γραφειοκρατίας. Το ένα είναι μια ανοιχτή γενοκτονία και το άλλο είναι μια ελεγχόμενη εξαφάνιση.
Αυτό το δυαδικό σύστημα καθίσταται το ίδιο ασταθές, επειδή τα ρήγματα διατρέχουν πλέον την ηθική αρχιτεκτονική της διεθνούς τάξης, αποκαλύπτοντας καθημερινά τη συνενοχή και την επιλεκτική θλίψη της. Διατρέχουν τα ίδια τα θεμέλια του Ισραήλ: ένας στρατός υπερεκτεταμένος, μια ασυνάρτητη πολιτική ηγεσία και μια κοινωνία που ραγίζει υπό το βάρος του ατελείωτου πολέμου και της προσδοκίας της επιστροφής του Μεσσία. Τα ρήγματα διατρέχουν κάθε τόπο όπου το δυαδικό σύστημα της εξόντωσης ή του περιορισμού απορρίπτεται και όπου μια τρίτη, φευγαλέα δυνατότητα αρχίζει να τρεμοπαίζει.
Αυτό το τρίτο μονοπάτι, αν και δεν είναι εύκολο να ονομαστεί, ήδη βιώνεται. Ωθείται μέσα από τα παγκόσμια δίκτυα αλληλεγγύης που δεν ζητούν πλέον άδεια αλλά απαιτούν λογοδοσία. Αναπτύσσεται σε κάθε δικαστική αίθουσα όπου η λέξη γενοκτονία εκφέρεται – όχι ως μεταφορά, αλλά ως νομική κατηγορία. Ζει στην αναγνώριση ότι η Παλαιστίνη δεν είναι μια ανθρωπιστική κρίση που πρέπει κανείς να διαχειριστεί, αλλά μια πολιτική υπόθεση που πρέπει να διεκδικηθεί.
Ζει με τη γνώση ότι η Παλαιστίνη έχει εξαφανίσει τις αξιώσεις της φιλελεύθερης τάξης, έχει εκθέσει τα θεμέλιά της και έχει διαποτίσει το λεξιλόγιό της – και εξακολουθεί να επιμένει στην παρουσία της.
* Ο Abdaljawad Omar είναι Παλαιστίνιος μελετητής και θεωρητικός, το έργο του οποίου επικεντρώνεται στην πολιτική της αντίστασης, την αποαποικιοποίηση και τον παλαιστινιακό αγώνα.
Πρωτότυπη πηγή: mondoweiss
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου