Του Διονύση Ελευθεράτου
Κάτι ασυνήθιστο (και γι’ αυτό εντυπωσιακό) χαρακτήριζε τον κεντρικό τίτλο της εφημερίδας «Το Βήμα», την Κυριακή 30 Νοεμβρίου 2025. Ο τίτλος αναφερόταν στο ουκρανικό και τις γεωπολιτικές προεκτάσεις του: «Η ‘αναγνώριση εδαφών’ τρομάζει την Ελλάδα». Ποιο είναι εδώ το ασυνήθιστο; Ότι παρουσιάζεται σε «συστημικό» μέσο ενημέρωσης τρομαγμένη η Ελλάδα, δηλαδή η κυβέρνηση και η διπλωματία της.
Σύμφωνα με τον (περίπου «εθνικό») κανόνα, ο εγχώριος Τύπος οφείλει να παρουσιάζει την ελληνική διπλωματία από «δραστήρια» και «αποτελεσματική» έως «ανήσυχη» και «προβληματισμένη». Η έκφραση «τρομάζει η Ελλάδα» κομίζει μια δραματικότητα που σπανίως φθάνει μέχρι τα πρωτοσέλιδα. Έχει κι αυτό τη σημασία του.
Στο ρεπορτάζ της εφημερίδας, οι θορυβημένες «διπλωματικές πηγές» της Αθήνας επισημαίνουν ένα κακό κι ένα χειρότερο – που είναι και το τρομακτικό. Το κακό έγκειται στην εκτίμηση ότι η Τουρκία είναι η «άτυπη νικήτρια στο περιφερειακό παίγνιο διπλωματίας που στήθηκε πέριξ του ουκρανικού». Ότι «η Αθήνα θα δυσκολευτεί να αποτρέψει τη μεγέθυνση της τουρκικής επιρροής στη διαμόρφωση των ευρωπαϊκών πραγμάτων μετά τη λήξη της ρωσο-ουκρανικής σύγκρουσης».
Εδώ αξίζει να κοντοσταθούμε, για λίγο. Να αναπολήσουμε τις – όχι και τόσο μακρινές – εποχές, κατά τις οποίες ακούγαμε και διαβάζαμε ολημερίς τα φληναφήματα περί «απομονωμένης Τουρκίας». Να κουνήσουμε σεμνά το κεφάλι στη μνήμη των ανοησιών εκείνων που, μολονότι «κάθε τρεις και λίγο» διαψεύδονταν οικτρά, αναπαράγονταν. Διότι «έπρεπε» να φανεί επιτυχημένη και αποτελεσματική η ημετέρα εξωτερική πολιτική.
Το χειρότερο, δηλαδή το «τρομακτικό» είναι αυτό που δηλώνεται και στον τίτλο. Αναλυτικότερα: «Η ‘κόκκινη γραμμή’ της Αθήνας διακυβεύεται στην Ουκρανία, καθώς Ουάσινγκτον και Μόσχα συζητούν όχι μόνο την de facto ρωσική κυριαρχία περιοχών της χώρας αλλά ακόμη και τη de jure». Και ακόμη: «Εάν η Μόσχα καταλαμβάνει δια των όπλων το 20% της Ουκρανίας, γιατί να μην επιχειρήσει κάτι αντίστοιχο και η Τουρκία;».
Βάσιμη ανησυχία. Όντως, όταν ο χάρτης – κι όχι μόνον ο ευρωπαϊκός- αλλάζει δια των όπλων, κατά παράβαση του Διεθνούς Δικαίου, διαμορφώνονται «κακά προηγούμενα». Κάποια κράτη έχουν την πολυτέλεια να νιώθουν ανέγγιχτα ή και ευνοημένα από αυτά τα «κακά προηγούμενα» και, εν γένει, από τον παραγκωνισμό της διεθνούς νομιμότητας. Άλλα όχι…
Όταν – το 1999 – παραβιαζόταν και το ελληνικό Σύνταγμα…
Ως προς το ουκρανικό, πολλά θα μπορούσε να πει κανείς για το ποια θα ήταν από το 2014 η ενδεδειγμένη στάση μιας χώρας όπως η Ελλάδα (με δεκάδες χιλιάδες υπηκόους στην ανατολική και νοτιοανατολική Ουκρανία), της οποίας οι ηγεσίες όφειλαν να αντιληφθούν ότι τα πράγματα θα έφθαναν ως εδώ. Δεν είναι όμως του παρόντος σημειώματος μια αναλυτική αναδρομή στο ουκρανικό, τις διάφορες φάσεις του και την σχετιζόμενη με αυτό εξωτερική πολιτική της Αθήνας.
Το κεντρικό ζητούμενό μας είναι γενικότερο: Πόσο συνεπής ή επιλεκτική, σταθερή ή όψιμη αποδεικνύεται η πρόταξη της διεθνούς νομιμότητας εκ μέρους των ελληνικών κυβερνήσεων; Το θέμα αυτό έχει μεγάλη σημασία – και όχι μόνο ηθική. Λένε πως όταν ουρείς στη θάλασσα «το βρίσκεις στο αλάτι», αλλά πρόκειται για υπερβολή, αφού η θάλασσα είναι απέραντη. Το Διεθνές Δίκαιο όμως δεν είναι. Και τις διεθνείς σχέσεις τις διέπει μεν πολυπλοκότητα, τις καθορίζει ο συνυπολογισμός πολλών παραμέτρων, αλλά κάθε άλλο παρά τις χαρακτηρίζει η ιδιότητα της γομολάστιχας που σβήνει επιλογές και πεπραγμένα. Ό,τι κάνεις, θα το βρεις μπροστά σου – αργά ή γρήγορα.
Παράδειγμα: Για λόγους αυτονόητους, η Ελλάδα και η Κύπρος ανήκουν στην ομάδα των χωρών που δεν έχουν αναγνωρίσει το Κόσσοβο ως ανεξάρτητο κράτος, επικαλούμενες για αυτό το Διεθνές Δίκαιο. Η σύσταση του εν λόγω κράτους (2008), η οποία κατά την Αθήνα και τη Λευκωσία συνιστά επικίνδυνο προηγούμενο, υπήρξε καθαρό – έστω και ετεροχρονισμένο- αποτέλεσμα της στρατιωτικής επέμβασης του ΝΑΤΟ (1999) στη Γιουγκοσλαβία. Η τότε ελληνική κυβέρνηση (του Κ. Σημίτη) είχε διευκολύνει την καταφανώς παράνομη εκείνη επίθεση, θεωρώντας ότι η διεθνής νομιμότητα οφείλει να… αποτραβιέται, όταν «μιλούν» οι βόμβες της Ατλαντικής Συμμαχίας.
Αξιοπρόσεκτο είναι μάλιστα ότι η κυβέρνηση Σημίτη παραβίασε τότε και το ελληνικό Σύνταγμα. Συγκεκριμένα, το άρθρο 27, παρ. 2, όπου αναφέρεται: «Χωρίς νόμο, που ψηφίζεται με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών, δεν είναι δεκτή στην ελληνική επικράτεια ξένη στρατιωτική δύναμη ούτε μπορεί να διαμένει σ’ αυτή ή να περάσει μέσα από αυτή».
Θέλοντας να αποφύγει την πολιτική συζήτηση και αντιπαράθεση (ας μην ξεχνάμε ότι η ελληνική κοινή γνώμη ήταν συντριπτικά αντίθετη στην επίθεση του ΝΑΤΟ εναντίον της Σερβίας), η κυβέρνηση Σημίτη «ξέχασε» πως χρειαζόταν ειδικός νόμος, ψηφισμένος από τη Βουλή, προκειμένου να διέλθουν από ελληνικό έδαφος ξένες στρατιωτικές δυνάμεις. Άμα «πάει περίπατο» η διεθνής νομιμότητα, εύκολα πάει και η εγχώρια συνταγματική…
Στην περίπτωση του Κοσσόβου, λοιπόν, έχουμε το εξής: Το ελληνικό κράτος θεωρεί επικίνδυνο και παράνομο το εδαφικό παράγωγο μιας στρατιωτικής επέμβασης, την οποία το ίδιο υποβοήθησε. Το λες και… σεμνή «σύνοψη» ή συμβολισμό των αδιεξόδων, στα οποία οδηγεί η ιδιότητα της Ελλάδας ως πειθήνιου, δεδομένου συμμάχου.
Οι… καλές «σφαίρες επιρροής»
Για να αντιληφθεί κανείς πόσο βαριά είναι η υποκρισία της «συλλογικής Δύσης» στο ουκρανικό, αρκεί να δει τον πυρήνα της επιχειρηματολογίας του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ): Η Ρωσία είναι αξιοκατάκριτη διότι επαναφέρει το σχήμα των «ζωνών επιρροής» όταν, επικαλούμενη τη δική της ασφάλεια, αρνείται σε γειτονικές της χώρες να ενταχθούν σε όποιον οργανισμό θέλουν ή να εξοπλιστούν όπως επιθυμούν. Ζούμε στην εποχή των ανεξάρτητων και κυρίαρχων κρατών, όχι των «ζωνών επιρροής», όπως θέλει η Μόσχα.
Μάλιστα. Ωραία λόγια, μόνο που είναι κωμικοτραγικό να εκστομίζονται από τα συγκεκριμένα στόματα!… Επί επτά δεκαετίες το ΝΑΤΟ δρούσε υπό τη σκέπη της Ουάσινγκτον, ως «μακρύ χέρι» της. Η χώρα – ιθύνων νους του ΝΑΤΟ και «προστάτιδα» της Ευρώπης (κάποτε μόνο της δυτικής) δεν έπαψε ποτέ να ενεργεί με γνώμονα την εκπορευόμενη από το δόγμα Μονρόε αντίληψη, ότι η ολόκληρη Κεντρική και Νότια Αμερική είναι δική της «αυλή». Αναρίθμητα πραξικοπήματα (ενίοτε ομολογημένης «προέλευσης», ας θυμηθούμε πχ τις κυνικές δηλώσεις του Κίσινγκερ για τη Χιλή, το 1973), εγκαθιδρύσεις αιμοσταγών δικτατοριών, αλλά και «κανονικές», ανοικτές στρατιωτικές επεμβάσεις των ΗΠΑ έχουν καταστήσει σαφή και διαχρονική αυτήν τη στρατηγική.
Συχνά αναφέρεται ως παράδειγμα ο Οκτώβριος του 1962, όταν η ανθρωπότητα λίγο έλειψε να ζήσει μια πυρηνική αναμέτρηση (με όσα εφιαλτικά αυτή θα συνεπαγόταν), επειδή οι ΗΠΑ δεν ανέχονταν την εγκατάσταση σοβιετικών βαλλιστικών πυραύλων στην Κούβα. Αυτή ήταν η πιο δραματική κορυφή του παγόβουνου, αφού ανέκαθεν η Ουάσινγκτον διεκήρυττε τη «μηδενική ανοχή» της σε ανάλογα ενδεχόμενα. Αλλά και μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία δεν ένιωσε την παραμικρή ανάγκη η Ουάσινγκτον να μειώσει την ένταση της σχετικής ρητορικής της, αν μη τι άλλο για να καταστήσει πιο «ευπρόσωπους» τους μύδρους κατά της Μόσχας.
Κάποια στιγμή ρωτήθηκε ο Τζεικ Σάλιβαν, σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας στην κυβέρνηση Μπάιντεν, τι θα γινόταν εάν το Μεξικό σχεδίαζε να εγκαταστήσει στο έδαφός του στρατεύματα και εξοπλιστικά συστήματα κάποιας χώρας, μη φιλικής προς την Ουάσιγκτον. «Φυσικά δεν θα το επιτρέπαμε», απάντησε λακωνικά ο Σάλιβαν, αφήνοντας καθέναν να φανταστεί με ποιους τρόπους θα απέτρεπαν κάτι τέτοιο οι ΗΠΑ. Οι οποίες μπορεί να απολαμβάνουν την ασφάλεια που παρέχουν δυο ωκεανοί, αλλά δεν παύουν να θεωρούν «οικόπεδό τους» ολόκληρη την αμερικανική ήπειρο (με εξαίρεση τον Καναδά, αν και ο Τραμπ θα ήθελε να τον κάνει – με «βελούδινο» τρόπο – 51η Πολιτεία των ΗΠΑ…).
Κι ενώ έτσι είχαν και έχουν τα πράγματα με τις ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ ξορκίζει τις «σφαίρες επιρροής», αλλά και την αποδυνάμωση της κυριαρχίας κρατών… μόνο ως προς τη Ρωσία. Πολύ «ειλικρινές», πολύ «πειστικό»…
Μερικές ασκήσεις μνήμης και σκέψης
Επιστρέφοντας στην «επίσημη» Ελλάδα που διατείνεται ότι έχει «κορώνα στο κεφάλι της» το Διεθνές Δίκαιο, ας αναρωτηθούμε: Πόσες φορές ελληνικές κυβερνήσεις έχουν τολμήσει να καταδικάσουν στρατιωτικές, «ανοιχτές» (δηλαδή χωρίς πληρεξούσιες δυνάμεις) επεμβάσεις των ΗΠΑ, που υπήρξαν κατάφωρα παράνομες; Θα δυσκολευτούμε πολύ να βρούμε περισσότερες από μία – δυο φορές, επί συνόλου παράνομων επεμβάσεων που θα απαιτούσαν σελίδες, μόνο για να αναφερθούν ως «τίτλοι».
Αν εστιάσουμε στη Λατινική Αμερική, θα θυμηθούμε ότι το 1983 η κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου καταδίκασε την αμερικανική εισβολή στη μικροσκοπική Γρενάδα, το νησί – κράτος των 110.000 κατοίκων και των 344 τετραγωνικών χιλιομέτρων, δηλαδή ούτε η μισή έκταση της Κεφαλονιάς. Εισβολή, την οποία η Ουάσινγκτον «δικαιολόγησε» με έναν ισχυρισμό που προκάλεσε παγκόσμια θυμηδία: Ότι η Γρενάδα απειλούσε την «εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ», επειδή η μαρξιστική κυβέρνησή της είχε ανατραπεί από άλλους μαρξιστές! Χαρακτηριστικό είναι ότι την εισβολή εκείνη είχε επικρίνει ακόμη και η Μάργκαρετ Θάτσερ.
Ας επισημανθεί επίσης η ελληνική στάση σε ό,τι αφορούσε την επιτομή της έννοιας «παράνομη βία», δηλαδή την επίθεση που εξαπέλυσαν το 2003 οι ΗΠΑ, η Βρετανία και οι άλλοι «πρόθυμοι» εναντίον του Ιράκ, με πρόσχημα τα ανύπαρκτα όπλα μαζικής καταστροφής του καθεστώτος Σαντάμ. Ναι μεν η κυβέρνηση Σημίτη τήρησε αποστάσεις από την επιδρομή εκείνη (με τρόπο λιγότερο κατηγορηματικό και έντονο απ’ όσο άλλες δυτικοευρωπαϊκές χώρες, όπως πχ η Γαλλία), διευκόλυνε όμως την διεκπεραίωσή της. Εναέριος χώρος παραχωρήθηκε, τα ελληνικά πληρώματα των AWACS συμμετείχαν, όπως και η αμερικανική βάση της Σούδας.
«Ό,τι είχα να πω το είπα…»
«Έχουμε κάνει κάποιες διεθνείς συμφωνίες, οι οποίες, τις τελευταίες δεκαετίες με όλες τις κυβερνήσεις, ισχύουν», ήταν η απάντηση (Μάρτιος 2003) που έδωσε σε σχετική ερώτηση δημοσιογράφων ο τότε κυβερνητικός εκπρόσωπος, Χρήστος Πρωτόπαπας. Ο οποίος κατόπιν ρωτήθηκε κατά πόσο οι διμερείς συμφωνίες με τις ΗΠΑ επιτρέπουν στην Ελλάδα να συμμετάσχει σε παράνομες στρατιωτικές επεμβάσεις, που ουδεμία κάλυψη από τον ΟΗΕ έχουν και απάντησε με έξι λέξεις: «Ό, τι είχα να πω το είπα…».
Σημειώνεται ότι δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα η φράση του Χρ. Πρωτόπαπα για την υποχρεωτική συμμόρφωση της Αθήνας «τις τελευταίες δεκαετίες». Ακριβώς 16 χρόνια νωρίτερα, τον Μάρτιο του 1987, κατά τη διάρκεια της ελληνοτουρκικής κρίσης η ελληνική κυβέρνηση είχε ανακοινώσει στους Αμερικανούς «αναστολή της λειτουργίας» της βάσης στη Νέα Μάκρη. Η ανακοίνωση, μάλιστα, έγινε… άγρια μεσάνυχτα (της 27ης προς 28η Μαρτίου), από τον υφυπουργό Εξωτερικών Γιάννη Καψή στον πρέσβη των ΗΠΑ, Ρόμπερτ Κίλι. Και, επιπλέον, προειδοποιήθηκε η αμερικανική πλευρά ότι η κυβέρνηση θα επανεξέταζε όλες τις συμφωνίες που καθόριζαν τη θέση της Ελλάδας στο ατλαντικό σύστημα, εάν η Ουάσινγκτον δεν άλλαζε «ρότα» στην υπόθεση της συγκεκριμένης – σοβαρότατης- ελληνοτουρκικής κρίσης.
Το 2003, αν η κυβέρνηση Σημίτη το επιθυμούσε, ασφαλώς θα μπορούσε να προβεί σε ανάλογη πολιτική κίνηση για τη Σούδα (άλλο αν πρακτικά είναι πολύ δύσκολο να ανασταλεί η λειτουργία μιας στρατιωτικής βάσης, που δεν έχει «κλείσει») και, φυσικά, να αποφύγει όλες τις διευκολύνσεις στην επίθεση κατά του Ιράκ. Τα επιχειρήματά της θα ήταν ακλόνητα: Ζημίωνε τα εθνικά συμφέροντα της Ελλάδας οποιαδήποτε συμμετοχή της σε παράνομη επέμβαση, που δεν είχε καν την κάλυψη του ΝΑΤΟ (εφ’ όσον οι περισσότερες δυτικο-ευρωπαϊκές χώρες – μέλη του διαφωνούσαν). Επιπλέον, η Ελλάδα τότε ασκούσε προεδρία στην ΕΕ, άρα είχε επιπρόσθετη πολιτική σημασία το τι θα έπραττε.
Επικράτησε όμως η λογική του «υπάκουου παιδιού» κι έτσι η Ελλάδα χρεώθηκε ουσιαστική συμμετοχή σε έναν από πιο βρόμικους πολέμους της Ιστορίας. Πόλεμο βασισμένο σε ένα συνειδητό, χονδροειδές ψέμα. Πόλεμο που «έφερε» εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς, εκατομμύρια πρόσφυγες και εκτοπισμένους, ολική καταστροφή μιας χώρας αλλά και ένα ισχυρό Ισλαμικό Κράτος. Διότι ο ISIS υπήρξε «γέννημα – θρέμμα» της επίθεσης στο Ιράκ, όπως παραδέχθηκε και ο ίδιος ο Τόνι Μπλερ κάποτε (τον Οκτώβριο του 2015, μιλώντας στο CNN).
Αφήνοντας την ενδεικτική σταχυολόγηση «κατορθωμάτων» του παρελθόντος, ερχόμαστε στην εποχή μας. Η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη υποτίθεται ότι νοιάζεται για όλες τις πτυχές της διεθνούς νομιμότητας. Αλλά προφανώς θα θεωρηθεί… εκφωνητής ανεκδότου όποιος αναρωτηθεί (αφελώς ή ρητορικά) εάν η Αθήνα ψέλλισε κάποια – διακριτικά έστω- λόγια που να υποδηλώνουν μια κάποια ανησυχία για το κλείσιμο του εναέριου χώρου της Βενεζουέλας εκ μέρους των ΗΠΑ, για την πειρατική πρακτική του «χτυπάμε όποιο σκάφος θέλουμε και λέμε ότι το θεωρούσαμε ύποπτο», για τις ευθείες απειλές του Τραμπ περί χερσαίων επιχειρήσεων στο έδαφος ενός ανεξάρτητου, κυρίαρχου κράτους. Αλίμονο, η κυβέρνηση Μητσοτάκη ούτως ή άλλως δεν θα έκανε ποτέ τέτοιο… έγκλημα καθοσιώσεως. Ακόμη κι αν δεν είχαμε γίνει «ενεργειακός κόμβος», θα το απέφευγε όπως ο διάβολος το λιβάνι.
«Μα αυτή είναι η γραμμή όλης της ΕΕ» θα παρατηρήσει κάποιος και θα έχει απόλυτο δίκιο. Μόνο που το επιλεκτικό «ενδιαφέρον» για το Διεθνές Δίκαιο και η ανοχή στην καταστρατήγησή του (σε πληθώρα περιπτώσεων) διαμορφώνει προηγούμενα που δεν εγκυμονούν κινδύνους για την Ολλανδία, τη Γερμανία ή τη Γαλλία. Για την Ελλάδα και την Κύπρο εγκυμονούν, όπως επισημαίνει η ίδια η ελληνική κυβέρνηση. Έλα όμως που το επισημαίνει μόνον όταν αναφέρεται στο ουκρανικό, ωσάν οι υπόλοιπες παραβιάσεις της διεθνούς νομιμότητας να μην αφήνουν αποτυπώματα – κι αν αφήνουν, αυτά να μη «φθάνουν» στη ΝΑ Μεσόγειο.
Κατοχή, εποικισμοί, αγνόηση του ΟΗΕ: Δεν το έχουν… ξαναδεί;
Ακόμη κι αν έλειπαν όλα τα παραπάνω, θα αρκούσε η επαίσχυντη στάση της κυβέρνησης Μητσοτάκη στο παλαιστινιακό για να ναρκοθετήσει κάθε ισχυρισμό περί ταύτισης της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής με τις αρχές της διεθνούς νομιμότητας. Είναι μάλλον περιττό να θυμίσουμε μία προς μία τις ψηφοφορίες σε ΟΗΕ και ΕΕ, κατά τις οποίες η επίσημη Ελλάδα τήρησε ακραία φιλο- ισραηλινή γραμμή, συντασσόμενη με τις μειοψηφίες (ενίοτε ισχνότατες) κρατών που έκαναν πως δεν έβλεπαν τη γενοκτονία και τη δραματική επιτάχυνση της εθνοκάθαρσης. Το ίδιο έπραττε και η κυπριακή κυβέρνηση, αλλά εδώ εστιάζουμε στην ημέτερη συνιστώσα του αυτοκαταστροφικού διδύμου.
Το πρώτο που πρέπει να επισημανθεί είναι ότι το Ισραήλ επιστρατεύει διαχρονικά σε βάρος των Παλαιστινίων ακριβώς τις τρεις μεθόδους, τις οποίες χρησιμοποίησε και η Άγκυρα στην Κύπρο, μετά τον «Αττίλα» του 1974. Δηλαδή: Την κατοχή, τη διαρκή αγνόηση – περιφρόνηση των αποφάσεων του ΟΗΕ και τους εποικισμούς, προς θεμελίωση των κατοχικών «τετελεσμένων».
Ως προς το τελευταίο, υπάρχει ασφαλώς μια διαφορά: Η Τουρκία χρησιμοποίησε τους εποικισμούς για να ισχυροποιήσει το κατοχικό status σε μια προσδιορισμένη εδαφική ζώνη, αλλά το Ισραήλ το κάνει – επί δεκαετίες- για να επεκτείνει διαρκώς την κυριαρχία του, αρπάζοντας ολοένα και περισσότερη παλαιστινιακή γη. Και το κάνει, στη Δυτική Όχθη, με βίαια πογκρόμ εποίκων, με μπουλντόζες που γκρεμίζουν σπίτια Παλαιστινίων, με καταστροφές καλλιεργειών – ακόμη και με δηλητηριάσεις υδάτινων πόρων. Θα χαθεί κανείς στο μέτρημα, εάν πασχίσει να υπολογίσει πόσες παραβιάσεις νομιμότητας συνιστούν όλα τούτα. Πέρα από τη γενοκτονία στη Λωρίδα της Γάζας, της οποίας ο ίδιος αποκλεισμός (το 2006-07) συνιστούσε κατάφορη παρανομία.
Αν η ελληνική εξωτερική πολιτική τηρούσε επί δεκαετίες κάποιες ισορροπίες στα της Μέσης Ανατολής, δεν ήταν μόνο επειδή η Αθήνα επιθυμούσε καλές σχέσεις με τον αραβικό κόσμο, για λόγους οικονομικούς και γεωγραφικούς. Ήταν και επειδή λάμβανε σοβαρά υπόψη την κοινή μεθοδολογική «τριπλέτα» Ισραήλ – Τουρκίας (κατοχή, εποικισμοί, αδιαφορία για τις αποφάσεις του ΟΗΕ).
Ακόμη και η σημερινή ελληνική κυβέρνηση, η οποία έχει φέρει σε πολύ επικίνδυνα- για να μην πούμε αποπνικτικά- επίπεδα τη (δρομολογημένη νωρίτερα) άρση αυτής της ισορροπίας στην εξωτερική πολιτική της χώρας, τυπικά δεν αρνείται ότι το Ισραήλ παρανομεί. Πχ, έστω και ανόρεκτα, μιλώντας τον περασμένο Οκτώβριο στη Βουλή ο Κυρ. Μητσοτάκης ανέφερε ότι οι ισραηλινοί εποικισμοί είναι παράνομοι. Όμως καμία τέτοια παραδοχή δεν «μετρούσε» – ούτε «μετράει» – όταν στο ρέον, καίριο «δια ταύτα» η χώρα απείχε πχ από την ψηφοφορία στον ΟΗΕ που υιοθετούσε ψήφισμα για εκεχειρία στη Γάζα, με συντριπτική πλειοψηφία (120 χώρες υπέρ, 14 κατά, 45 αποχές). Ούτε όταν η Ελλάδα φιγουράριζε ανάμεσα στις ευρωπαϊκές χώρες που αρνούνταν την αναστολή της συμφωνίας για τη σύνδεση της ΕΕ με το Ισραήλ. Ούτε, ούτε, ούτε…
Η «Γαλάζια Πατρίδα» είναι αναθεωρητισμός και το «Μεγάλο Ισραήλ»… ευλογία;
Παράλληλα, η ελληνική κυβέρνηση δείχνει να είναι «ΟΚ», όταν το Ισραήλ το παραβιάζει εφ’ όλης της ύλης το Διεθνές Δίκαιο. Κατά τον ΟΗΕ (και κατά κάθε νουνεχή άνθρωπο), «η αναχαίτιση από το Ισραήλ σε διεθνή ύδατα πολιτικών πλοίων που μετέφεραν βοήθεια και κατευθύνονταν προς τη Γάζα διευρύνει τον παράνομο αποκλεισμό της Λωρίδας». Για την ελληνική κυβέρνηση, όμως, ουδέν πρόβλημα υφίσταται.
Άλλωστε, αν πιστέψουμε τις δηλώσεις του Αδ. Γεωργιάδη, ο ΟΗΕ είναι… προκατειλημμένος εναντίον του Ισραήλ. Κάπως σφαιρικότερα το έθεσε ο ακροδεξιός υπουργός της κυβέρνησης Νετανιάχου και αρχηγός του κόμματος «Θρησκευτικός Σιωνισμός», Μπεζαζέλ Σμότριτς: «Το Διεθνές Δίκαιο δεν ισχύει για εμάς. Αυτή είναι η διαφορά μεταξύ του εκλεκτού λαού και των άλλων».
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη καταδικάζει τον εκπορευόμενο από την Άγκυρα αναθεωρητισμό της «Γαλάζιας Πατρίδας». Δεν έτυχε όμως να ακούσουμε από το στόμα της κάποια καταδίκη, έντονη και καθαρή, του επεκτατικού δόγματος για το «Μεγάλο Ισραήλ». Ενός δόγματος που το υιοθέτησε δημοσίως και ο ίδιος ο Νετανιάχου (12 Αυγούστου 2025), προκαλώντας αντιδράσεις αραβικών χωρών.
Το όραμα του «Μεγάλου Ισραήλ» υποτίθεται ότι θεμελιώνεται στη Βίβλο. Βάσει αυτού, το Ισραήλ έχει «δικαιώματα» σε εδάφη της Ιορδανίας, του Λιβάνου, της Συρίας, της Σαουδικής Αραβίας και του Ιράκ – πέρα από το «δικαίωμα» να εκτοπίσει όλους τους Παλαιστίνιους από τη γη τους. Πάλι καλά που δεν το δικαιολόγησε κι αυτό μέχρι τώρα (διότι, ποτέ δεν ξέρεις τι έπεται…) ο Άδωνις Γεωργιάδης, δηλώνοντας ότι η Βίβλος υπερισχύει των κανόνων του Διεθνούς Δικαίου.
Όλα αυτά παραγράφονται διότι «έχουμε στρατηγική εταιρική σχέση με το Ισραήλ», όπως διατείνονται κυβερνητικά στελέχη και κάμποσοι αναλυτές. Δεν είναι μόνο κυνικό, είναι και αφελές – έστω και προσποιητά… Όπως θα δούμε αναλυτικά σε επόμενο σημείωμα, η δήθεν αμοιβαία επωφελής «κολλεγιά» με το Ισραήλ εδράζεται σε γεωπολιτικές προσδοκίες και «υποθέσεις εργασίας» που πηγάζουν από μία παιδαριώδη ερμηνεία του αξιώματος «ο εχθρός του εχθρού μου είναι φίλος». Αλλά έως ότου το δούμε αυτό διεξοδικά, ας σταθούμε σε κάτι άλλο: Ακόμη κι αν υπήρχε (που δεν…) μια σταθερή, αντικειμενική βάση για την ανάπτυξη ειδικής «στρατηγικής συμμαχίας» Ελλάδας – Ισραήλ, η Αθήνα θα όφειλε να ρυθμίζει τον ροοστάτη αυτών των σχέσεων λαμβάνοντας υπόψη την όλη συμπεριφορά του «συμμάχου». Ειδάλλως, είναι σαν να προσυπογράφει τη θανάτωση και του εναπομείναντος Διεθνούς Δικαίου.
Όπως στρώνεις, κοιμάσαι… Κάποιοι όμως «στρώνουν»… κοιμώμενοι (όρθιοι). Και βλέπουν στα όνειρά τους μια διεθνή νομιμότητα που θα καταστρατηγείται ανά την υφήλιο στο όνομα του «ρεαλισμού» και της ισχύος, αλλά θα καταφθάνει ακμαία εκεί και όπου οι ίδιοι τη χρειάζονται, στο όνομα των «αξιών». Ε, δε γίνεται…



Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου