Προϋπολογισμός ή εμπαιγμός;

Του Αναστάσιου Κώνστα

Αρχίζει σήμερα η συζήτηση περί της έγκρισης του προϋπολογισμού του έτους 2018... Η μεν συγκυβέρνηση ισχυρίζεται ότι είναι ο δικαιότερος που μπορεί να υπάρξει υπό τις τρέχουσες συνθήκες και προδιαγράφει την «έξοδο» από την επιτήρηση, η δε «αντιπολίτευση» διατείνεται πως η πολιτική της υπερφορολόγησης υποσκάπτει οποιαδήποτε ελπίδα ανάπτυξης της οικονομίας. Ο απλός Έλληνας πολίτης γνωρίζει, όμως, ότι ο προτεινόμενος προϋπολογισμός συνιστά την έκθεση ενός προαναγγελθέντος θανάτου, όπως άλλωστε όλοι οι μεταμνημονιακοί προϋπολογισμοί της υπό κατοχική επιτήρηση  πατρίδας μας. Το μόνο, που ενδεχομένως εξετάζουμε, είναι πόση παράταση αξιοπρεπούς ή μη διαβίωσης μας απομένει.

Η επιμέρους ανάλυση των κονδυλίων παρέλκει, όπως συνηθίζεται να αναφέρεται σε δικαστικές αποφάσεις για τους λόγους που δεν έχει νόημα να εξεταστούν, αφού η ουσία είναι ότι όλοι θα γίνουμε ακόμα φτωχότεροι. Είναι δε κωμικοτραγικό να «κονταροχτυπιούνται» συμπολίτευση και αντιπολίτευση για το περιεχόμενό του, όταν αυτό προσδιορίζεται απολύτως από το στενότατο πλαίσιο της οικονομικής κατοχής της πατρίδας μας. Ο προϋπολογισμός θα είχε νόημα, αν τα κονδύλια που εισπράττει το ελληνικό κράτος διοχετεύονταν εκεί που το ίδιο επιλέγει και προς όφελος των πολιτών του. Δεδομένου ότι τα όποια κονδύλια θα καταλήξουν στα χέρια εκείνων που επέλεξαν να σώσουν τις τράπεζές τους αντί ημών (βλ. πρόσφατες δηλώσεις Ντάισελμπλουμ), ο προϋπολογισμός αποτελεί ένα κοινοβουλευτικό θέατρο εμπαιγμού των κοινωνικών αναγκών και της λαϊκής αγωνίας για το κατάμαυρο μέλλον.

Πώς λοιπόν να σχολιάσει κανείς τις αγωνιώδεις κραυγές της συμπολίτευσης, που ορθώς ισχυρίζεται ότι δεν μπορούσε να κάνει κάτι καλύτερο ή τις υστερικές και υποκριτικές αντιδράσεις τις αντιπολίτευσης, η οποία κατηγορεί πως η υπερφορολόγηση ναρκοθετεί την όποια ελπίδα ευημερίας του λαού; Είναι προφανές ότι και οι δύο μας εμπαίζουν, αφού αποδέχονται το πλαίσιο που τίθεται από τους δεδηλωμένους εχθρούς της πατρίδας μας, οι οποίοι φόρτωσαν τις ζημίες των τραπεζών τους στις πλάτες του λαού μας.

Έχει άραγε νόημα η χρήση των όρων «συμπολίτευση» και «αντιπολίτευση», όταν το πολίτευμα έχει καταλυθεί; Διότι τι άλλο από κατάλυση είναι η εκχώρηση όχι μόνο της εθνικής κυριαρχίας με την παραίτηση «αμετακλήτως και άνευ όρων» από οποιαδήποτε ασυλία έχει η χώρα μας, αλλά και η πλήρης εκχώρηση της αρμοδιότητας και εποπτείας άσκησης της οικονομικής πολιτικής που προβλέπει το άρθρο 106 του Συντάγματος υπέρ του κράτους στους «θεσμούς» και την ΑΑΔΕ. Όταν οι εισπράξεις του κράτους και η επωφελής για τον λαό μας χρήση τους τελούν υπό την έγκριση των σύγχρονων τυράννων που αποκαλούνται «δανειστές», όταν δεν νοείται η ψήφιση οποιουδήποτε νόμου δημοσιονομικής φύσεως από το κοινοβούλιο χωρίς την προηγούμενη έγκριση των θεσμών, τότε για τι προϋπολογισμό μπορεί να γίνει λόγος; Πρόκειται απλά για μία εκ των προτέρων επιβεβλημένη κατανομή επιδομάτων πενίας σε διάφορες κοινωνικές ομάδες, ώστε να έχουν κάτι να λένε οι υπάλληλοι των ξένων που ασκούν κρατική εξουσία.

Το χειρότερο μάλιστα είναι ότι οι δικαστικοί λειτουργοί βλέπουν παρέμβαση της εκτελεστικής λειτουργίας στα του οίκου τους μόνον, όσον αφορά στο πόθεν έσχες των ιδίων. Τους διαφεύγει, όμως, ότι ο βαθμός οικονομικής επιτήρησης του συνόλου της χώρας είναι τέτοιος, που συγκαθορίζει το μέλλον όλων μας, το μέλλον των παιδιών μας και της πατρίδας μας. Έχει νόημα να αναγνωριστεί η «επέμβαση» της εκτελεστικής λειτουργίας στο θέμα του πόθεν έσχες, όταν ο μέσος Έλληνας πολίτης δεν γνωρίζει αν θα έχει αύριο εργασία, αν θα μπορεί να παραμείνει στο σπίτι του ή αν θα υπάρχουν σχολεία και νοσοκομεία για τα παιδιά του; Είναι δυνατόν να ασχολούμαστε με τις δηλώσεις του κάθε Ερντογάν, όταν μας επιβάλλουν πόσα θα δαπανήσουμε για την εθνική άμυνα, τις συντάξεις, την ανεργία, την παιδεία και το όποιο σύστημα υγείας έχει διασωθεί; Όταν δεν μπορούμε να προσφύγουμε στα δικαστήρια για την υπεράσπιση των βασικών βιοτικών μας αναγκών, όταν ζούμε μέσα στην ανασφάλεια της ανεργίας και της περιθωριοποίησης, όταν αργοσβήνουμε ως έθνος με τη ραγδαία μετανάστευση των νέων και την υπογεννητικότητα, έχει το παραμικρό νόημα να παρακολουθούμε τους διαξιφισμούς των αποτυχημένων και άεργων πολιτικάντηδων για την κατανομή της φτώχειας;

Η κοινωνική αποδοκιμασία του υφιστάμενου πτωχευμένου πολιτικού καθεστώτος υφέρπει εδώ και πολύ καιρό. Το καθεστώς βασίζεται στο γεγονός ότι έχει καταφέρει να διαμορφώσει μία κοινωνία ατομικιστική και καταναλωτική, που άγεται και φέρεται με γνώμονα το στενό ατομικό συμφέρον. Ωστόσο, είναι κανόνας της ζωής ότι όποιος αντιδρά μεμονωμένα και ανοργάνωτα δεν μπορεί να καταφέρει σημαντικές αλλαγές προς το καλύτερο. Επομένως, αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι να παραμερίσουμε τις τεχνητές εν πολλοίς διαφορές μας και να αποφασίσουμε μαζική και οργανωμένη αντίδραση ενάντια σε όσους επιβουλεύονται την ίδια την επιβίωσή μας. Το κράτος είμαστε εμείς, είτε κατέχουμε «θεσμική» ιδιότητα (δικαστικού, αστυνομικού, δημοσίου υπαλλήλου κλπ), είτε όχι. Η κατάρρευση αυτού του κράτους οπερέτας θα συμβεί, όπως ακριβώς έγινε με την κατάρρευση της χούντας των συνταγματαρχών, αφού οι φορείς υλοποίησης της κρατικής βούλησης θα συνειδητοποιήσουν ότι ήρθε το τέλος του καθεστώτος. Εμείς, όμως, πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι, ενωμένοι και συνειδητοποιημένοι για την επόμενη ημέρα, αφού έχει αποδειχθεί μετά από επτά χρόνια μνημονίων και οκτώ χρόνια απάτης ότι αυτοί που πραγματικά αποφασίζουν αν και για πόσο ακόμα θα ζήσουμε, ενδιαφέρονται μόνο για το άρμεγμα της αγελάδας μέχρι θανάτου κι όχι αν η αγελάδα θα επιβιώσει. Ήρθε λοιπόν η ώρα του τέλους της αυταπάτης. Της αυταπάτης ότι δήθεν ενδέχεται κάποιοι από εμάς να επιβιώσουν, επειδή ο προϋπολογισμός του 2018 θα είναι κάπως πιο ευνοϊκός μαζί τους. Γιατί, ακόμα κι αν αυτό επαληθευτεί, δεν θα συμβεί το ίδιο με τους επόμενους προϋπολογισμούς, που απαιτούν αίμα από όλους μας.

Δεν έχει επομένως νόημα να αναρωτιόμαστε πόσο ακόμα θα επιβιώσουμε, ούτε βεβαίως να κοιτάμε ποιος θα τα πει καλύτερα στη σχετική συζήτηση στη βουλή. Ο στόχος είναι να ανακτηθεί η εθνική και λαϊκή κυριαρχία, ώστε κάποια στιγμή ο λαός να μην είναι θεατής αλλά συμμέτοχος στη λήψη των αποφάσεων που τον αφορούν και να μπορεί να έχει λόγο εάν και για πόσο θα επιβιώσει και πώς θα διαθέτει τον πλούτο του για την ευημερία όλων των πολιτών κι όχι εκείνων που συνεργάζονται με τις ξένες δυνάμεις οικονομικής και πολιτικής κατοχής. Όσο δύσκολο κι αν ακούγεται, το τι θα γίνει εξαρτάται από εμάς και από τον τρόπο που θα αντιδράσουμε. Άλλωστε η παράγραφος του άρθρου 120 του Συντάγματος είναι σαφής και δεν «αποδέχεται» την ανάθεση σε κάποιους φιλόδοξους ή πρόθυμους μπροστάρηδες. Ορίζει ρητά ότι η τήρησή του επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων (όλων των Ελλήνων) που δικαιούνται και υποχρεούνται να αντιστέκονται σε όποιον επιχειρεί να το καταλύσει με τη βία. Ο δε ορισμός της βίας είναι ο υπό ψήφιση προϋπολογισμός και κυρίως η εφαρμογή του. Επομένως πρέπει να αντιδράσουμε αναλόγως, γιατί η κοινωνία αποσυντίθεται με ταχείς ρυθμούς, ταχύτερους απ’ ό,τι φανταζόμαστε.

Ο Αναστάσιος Κων. Κώνστας, είναι δικηγόρος Αθηνών παρ’ Αρείω Πάγω, ΜΔΕ Εμπορικού Δικαίου

Δρόμος ανοιχτός

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου