Τι δείχνει το «70-30»;


Εκτιμήσεις με αφορμή τις στάσεις για τη Συμφωνία των Πρεσπών

Του Γιώργου Παπαϊωάννου

Όλες οι δημοσκοπήσεις για τη στάση των πολιτών απέναντι στη Συμφωνία των Πρεσπών (ΣτΠ) καταλήγουν στο ίδιο πάνω-κάτω δεδομένο (*). Η Συμφωνία αποδοκιμάζεται με ποσοστά πάνω από 60%, ενώ λίγο πάνω από 20% κυμαίνονται στις περισσότερες μετρήσεις οι θετικές απόψεις για αυτήν. Υπολογίζοντας χοντρικά και τις γνώμες μέρους όσων δεν εκφράζονται ανοιχτά για τη ΣτΠ, μπορούμε να πούμε ότι η κοινωνία «μοιράζεται» σε ένα περίπου «70-30» μπροστά σε αυτό το ζήτημα. Αυτά (και όσα ακολουθούν), σχολιάζοντας και εκτιμώντας πολιτικά, χωρίς ψευδαισθήσεις αυστηρής «επιστημονικής» τεκμηρίωσης.

Τομές και γέφυρες

Προκύπτουν κάποια συμπεράσματα από τη μεγάλη απόρριψη της ΣτΠ; Καταρχάς, το προφανές. Ο χαρακτηρισμός σαν «εθνικιστικής» ή «ακροδεξιάς» της αντίδρασης στη Συμφωνία, απορρίπτεται χωρίς πολλά-πολλά από την ίδια την πραγματικότητα. Δεν συζητιέται αυτό, όσο κι αν αποτελεί την αρχή και το τέλος της κυβερνητικής προπαγάνδας. Το 70% της κοινωνίας δεν είναι ακροδεξιοί και εθνικιστές, κι ας χτυπιούνται καθημερινά να το αποδείξουν στο Μαξίμου. (Σημαντικά στοιχεία που δεν μπορούν να αγνοηθούν είναι, ακόμα, το 60% που κρίνει θετικά τα συλλαλητήρια και το «καθαρό» 70% που ήθελε δημοψήφισμα για τη ΣτΠ).

Τι δείχνει όμως, και τι παράγει σε πολιτικό επίπεδο, αυτό το «70-30»; Καθόλου τυχαίο δεν είναι το γεγονός ότι ο Αλ. Τσίπρας δηλώνει σε κάθε ευκαιρία ότι θέλει να κάνει πολιτική με την τομή που φέρνει η Συμφωνία. Το «70-30» δεν έχει να κάνει στενά με το Μακεδονικό, αλλά αποτυπώνει με γενικότερο τρόπο ορισμένες τάσεις στην κοινωνία.

Θα πρέπει να θυμηθούμε ότι η διαίρεση «μνημόνιο-αντιμνημόνιο» έφτασε να προσεγγίζει το 80-20, ίσως και 90-10, στα πρώτα χρόνια κορύφωσης της κρίσης, δημιουργώντας τεράστιες εντάσεις και κλυδωνισμούς στο πολιτικό σκηνικό. Ο ΣΥΡΙΖΑ, και όχι μόνο αυτός, αξιοποίησε αυτό το ρεύμα. Περνώντας στο μνημονιακό στρατόπεδο και μετατρεπόμενος σε παράταξη ανοιχτής υποστήριξης της παγκοσμιοποίησης, έχασε τη βάση στήριξης της πολιτικής του. Τώρα, επιδιώκει να πατήσει σε άλλου είδους δίπολα για να έχει κάποιο αντίκτυπο η «γραμμή» του. Οι διαιρέσεις «Αριστερά-Δεξιά» και «εθνικισμός-αντιεθνικισμός», ψευδεπίγραφες φυσικά και με παραποιημένα περιεχόμενα, αποτελούν το όχημά του για να συγκρατήσει μια εκλογική επιρροή.

Έτσι, σε αυτό το «30%» επιχειρεί να βρει την εκλογική του πελατεία, απευθυνόμενος σε δύο κυρίως κατηγορίες. Από τη μια, σε ένα αριστερό κοινό που προσπαθεί με κάθε τρόπο να το «τσιμεντάρει» απέναντι στον ακροδεξιό μπαμπούλα, προωθώντας την κατάλληλη πολιτική ατζέντα. Από την άλλη, σε στρώματα που προσδιορίζονται στον χώρο του «πολιτικού φιλελευθερισμού», ή και του (οικονομικού) νεοφιλελευθερισμού. Με αυτά, φιλοδοξεί να συνομιλήσει στη βάση του κοσμοπολιτισμού και της αντίθεσης στον «λαϊκισμό». Σε πολιτικό επίπεδο, αυτό εκφράζεται με το «κεντροαριστερό» άνοιγμα και την προσπάθεια «γεφυρών» με τον πασοκικό χώρο (το Ποτάμι, ή καλύτερα το «κοινό» του, είναι χαρακτηριστικό δείγμα για τη δεύτερη κατηγορία που περιγράψαμε).

Θα λέγαμε λοιπόν ότι ο «αντι-όχλος», και όχι μόνο ο γνωστός «όχλος», είναι κι αυτός ετερόκλητος… Με τον αστερίσκο ότι, έτσι κι αλλιώς, η παγκοσμιοποίηση φέρνει στην ίδια όχθη ρεύματα της Αριστεράς και της Δεξιάς, δημιουργώντας νέες διαχωριστικές γραμμές απέναντι στα σύγχρονα ζητήματα.

Βεβαίως, τα κέρδη που αποκομίζει ο ΣΥΡΙΖΑ από την «τομή των Πρεσπών», είναι πολύ λιγότερα από τη χασούρα. Ενώ πολύ μεγάλο ποσοστό όσων θα ψηφίσουν ΣΥΡΙΖΑ είναι υπέρ της ΣτΠ (οι ψηφοφόροι όλων των άλλων κομμάτων είναι πλειοψηφικά έως συντριπτικά κατά), η πλειοψηφία όσων είχαν ψηφίσει ΣΥΡΙΖΑ το 2015 εναντιώνονται σε αυτήν. Δεν μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να κάνει κάτι για αυτό. Έπρεπε έτσι κι αλλιώς να εκτελέσει την παραγγελία των ΗΠΑ, αν και δεν λογάριαζε καλά πόσο αρνητική θα είναι η υποδοχή της. Κάνει λοιπόν τώρα αυτό που του μένει, συγκροτεί όσο μπορεί το «30» για να κερδίσει ένα σημαντικό τμήμα του, προωθώντας και τις αντίστοιχες πολιτικές τακτικές.
Ο «αντι-όχλος», και όχι μόνο ο γνωστός «όχλος», είναι κι αυτός ετερόκλητος… Με τον αστερίσκο ότι, έτσι κι αλλιώς, η παγκοσμιοποίηση φέρνει στην ίδια όχθη ρεύματα της Αριστεράς και της Δεξιάς, δημιουργώντας νέες διαχωριστικές γραμμές απέναντι στα σύγχρονα ζητήματα
Το μεγάλο ρήγμα

Το πρόβλημα, όμως, δεν είναι μόνο του ΣΥΡΙΖΑ, ούτε σχετίζεται μόνο με τις Πρέσπες. Το «ευτυχές» για την Ν.Δ. γεγονός ότι βρίσκεται στην αντιπολίτευση, θολώνει λίγο την εικόνα, αλλά δεν την εξαφανίζει. Η «αντίθεση» του Κ. Μητσοτάκη στη ΣτΠ είναι μικροπολιτικής, ψηφοθηρικής φύσης. Όλοι καταλαβαίνουν ότι προσευχόταν να περάσει η Συμφωνία και να την παραλάβει ως τετελεσμένο. Συνολικά στην Ελλάδα, τα μεγαλύτερα κόμματα, και σχεδόν το σύνολο του πολιτικού προσωπικού, πρόσκεινται σε αυτό που διεθνώς θα χαρακτηρίζαμε «παράταξη της παγκοσμιοποίησης». Είναι πλήρως υποταγμένα στη «Δύση» και τις συνταγές της, οικονομικές και γεωπολιτικές. Την ίδια στιγμή, ένα μεγάλο τμήμα του λαού στέκεται απέναντι σε αυτές τις επιλογές, έχοντας σχετική εμπειρία και διαισθανόμενο που οδηγούν. Αυτή η μεγάλη απόσταση, είναι μια από τις πιο βασικές διαστάσεις της κρίσης του πολιτικού συστήματος. Είναι αυτή που τροφοδοτεί διαρκώς τόσο τον «Κανένα», όσο και πλήθος ακροβασιών και ανακατατάξεων στο πολιτικό σκηνικό.

Μέσα στο «70%» μπορεί κανείς να ανιχνεύσει: Μεγάλο μέρος του «Κανένα», του κόσμου της δυσαρέσκειας και της απόρριψης του πολιτικού κόσμου. Το συντριπτικά μεγαλύτερο τμήμα των λαϊκών στρωμάτων, χαμηλόμισθων, άνεργων, φτωχοποιημένων κ.λπ. Αρκετά συντηρητικά στρώματα, κόσμο που ανήκει στη Δεξιά, αλλά φυσικά και στην Αριστερά και το Κέντρο. Εκεί επίσης βρίσκεται η πλειοψηφία του νέου κόσμου (εντυπωσιακά είναι τα σχετικά στοιχεία), όπως επίσης και η πλειοψηφία των πολιτών σε όλες τις περιοχές της χώρας (συντριπτικά τα ποσοστά στη Μακεδονία, αλλά και την Κρήτη). Μειοψηφικά φυσικά είναι τα ακροδεξιά ή φασιστικά στοιχεία, όσο κι αν συνειδητά υπερπροβάλλονται για να ενισχυθούν.

Στο «30%», μιλώντας πάντα χοντρικά, θα βρει κανείς πιο εύπορα αλλά και πιο μορφωμένα στρώματα, κομμάτι της διανόησης και της ακαδημαϊκής κοινότητας και τμήμα της Αριστεράς που έλκεται από έναν «διεθνισμό» περισσότερο κοσμοπολίτικο. Αλλά και, όπως είπαμε, πολιτικά φιλελεύθερα στρώματα, ένα σημαντικό τμήμα του «Ναι» στο δημοψήφισμα του 2015. Επίσης, ένα τμήμα νέων που είναι περισσότερο «κινητικό», εκπαιδευμένο, έχει σχέση με τα μέσα δικτύωσης, αλλά και μια περισσότερο «αισθητική» αντίληψη της πολιτικής που τυγχάνει και χειρισμού από ορισμένους κύκλους.

Το «30» δεν υπήρχε με τη σημερινή του μορφή από τις αρχές του 2018. Είναι και αποτέλεσμα κατεργασιών ενός χρόνου και διαμορφώθηκε μέσα από μια μεγάλη ιδεολογική και πολιτική επίθεση στον «εθνολαϊκισμό». Η επιδίωξη μέρους του πολιτικού συστήματος, αλλά και υπαρκτή κοινωνική τάση, είναι η τάση να συγκροτηθεί περισσότερο αυτό το τμήμα. Ώστε να αποτελέσει όχημα πολιτικών ανακατατάξεων αλλά και δύναμη κρούσης απέναντι στον «λαϊκισμό» και, επί της ουσίας, απέναντι στις τάσεις κοινωνικής «σωματοποίησης» και συγκρότησης. Πρέπει λοιπόν να γίνει πιο επιθετικό και να επιβάλει «βίαια» τη δική του ατζέντα, αξιοποιώντας και τα πολλαπλά του στηρίγματα.

Το «70» είναι περισσότερο διάχυτο και ανοργάνωτο, χωρίς ένα πολιτικό κέντρο. Του προσφέρονται «εκπροσωπήσεις» οι οποίες είτε είναι ανεπαρκείς, είτε θέλουν να το εκτρέψουν σε συστημικές ή αδιέξοδες έως καταστροφικές κατευθύνσεις. Οι δημοκρατικές ή αριστερές τάσεις «προσέγγισής» του, είναι ελάχιστες. Αποτέλεσμα της «υγειονομικής ζώνης» που έχει στηθεί γύρω, της προσπάθειας να χαριστεί στη Δεξιά και την Ακροδεξιά προς τέρψιν του νέου διπολισμού, αλλά και της γενικής «μετάλλαξης» της Αριστεράς.

Μια πολιτική πρόταση γενικότερης ανάταξης, δεν μπορεί να εδράζεται στην καλλιέργεια του «διχασμού» ανάμεσα στο «70» και το «30». Αυτό είναι ένα κρίσιμο στοιχείο που επιδέχεται μεγαλύτερης ανάλυσης. Οι πραγματικές ενότητες που θα έπρεπε σήμερα να αναζητηθούν, υπερβαίνουν τόσο τα μεγέθη όσο και τις ποιότητες αυτών των διαιρέσεων. Αλλά προϋποθέτουν όχι μια προσγείωση σε κάποιους «μέσους όρους» ή μια σχετικοποίηση των κρίσιμων ζητημάτων, αλλά την ευθεία αντιμετώπισή τους σε μια σαφή κατεύθυνση κοινωνικής και εθνικής χειραφέτησης, που δεν μπορεί παρά να είναι πλούσια, βαθιά και περιεκτική.

(*) Στο παρόν άρθρο, λαμβάνονται υπόψιν κυρίως τα ευρήματα της πρόσφατης δημοσκόπησης της Public Issue, βλ. «Συμφωνία των Πρεσπών: Επικύρωση χωρίς κοινωνική συναίνεση», ανάλυση του Γ. Μαυρή στο προηγούμενο φύλλο του Δρόμου, αλλά και στο www.mavris.gr, όπου μπορεί ο αναγνώστης να βρει την αρχική δημοσίευση, τους σχετικούς πίνακες, καθώς και παλιότερες έρευνες για το ίδιο θέμα.

Πηγή: e-dromos.gr





Δρόμος ανοιχτός

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου