Το υπαρξιακό μας πρόβλημα


Του Αντώνη Ανδρουλιδάκη *

Όταν λέμε πως ένα λαός αντιμετωπίζει υπαρξιακό πρόβλημα, δεν μιλάμε απλώς για μια πολιτική ή οικονομική κρίση.

Μιλάμε για κάτι ριζικότερο: για τη διάρρηξη της σχέσης ενός λαού με το νόημα της ύπαρξής του.

1. Το υπαρξιακό πρόβλημα δεν είναι ζήτημα επιβίωσης, αλλά νοήματος.

Ένας Λαός μπορεί να επιβιώνει —να έχει κυβέρνηση, στρατό, ΑΕΠ και ΜΑΤ— κι ωστόσο να μην ξέρει γιατί υπάρχει. Να έχει χάσει το νήμα της συλλογικής του αφήγησης, το «γιατί» πίσω από το «ποιοι είμαστε». Και αυτό είναι το υπαρξιακό μας πρόβλημα: ότι συνεχίζουμε να κινούμαστε, αλλά χωρίς προσανατολισμό.

Όπως ένας άνθρωπος που ζει μηχανικά, ένας Λαός μπορεί να παραμένει ενεργός, μα να έχει χάσει το νόημα της ζωής του — τη σύνδεση με τις αξίες, τη μνήμη, το όραμά του.

2. Η ταυτότητα αποσυνδέεται από το βίωμα

Ένας Λαός βρίσκεται σε υπαρξιακή κρίση όταν το “ποιοι είμαστε” γίνεται κενό σύνθημα ή εμπορικό λογότυπο ή ολοσχερώς αγνοείται. Όταν η πολιτισμική του ταυτότητα δεν βιώνεται, αλλά απλώς επικαλείται. Όταν η παράδοση, η ιστορία, η πίστη, η γλώσσα — όλα μπορεί να παραμένουν, μα να λειτουργούν χωρίς ψυχή, σαν διαφημιστική βιτρίνα ενός κελύφους. Σαν "ένα πουκάμισο αδειανό"!

Αυτό σημαίνει ότι ο λαός έχει χάσει την αλήθεια του. Ζει αντιφατικά, προσπαθώντας να μοιάσει σε “άλλους”, ενώ μέσα του σιγοβράζει ένα αίσθημα ανεπάρκειας και ντροπής. Είναι ο εσωτερικός αποικισμός ή η απώλεια της λαϊκής αυθεντικότητας.

3. Πολιτικά σημάδια της υπαρξιακής κρίσης

Σε επίπεδο πολιτείας, ένας Λαός με υπαρξιακό πρόβλημα παρουσιάζει:

- Κρίση εμπιστοσύνης στους θεσμούς και στη Δικαιοσύνη.
- Απώλεια κοινού οράματος — ο καθένας παλεύει μόνος για την ατομική του σωτηρία.
- Συναισθηματικό μούδιασμα — η κοινωνία δεν συγκινείται πια, ούτε εξοργίζεται, απλώς παρακολουθεί.
- Αυτοϋπονόμευση — λαϊκός κυνισμός, ειρωνεία, αυτοπεριφρόνηση, η αίσθηση πως “δεν αλλάζει τίποτα”.

Αυτά δεν είναι πολιτικά συμπτώματα, είναι ψυχοσυστημικά.
Δείχνουν ότι το συλλογικό Εγώ έχει τραυματιστεί βαθιά — ότι η κοινωνία δεν πιστεύει πια στην αξία του εαυτού της.

4. Το υπαρξιακό τραύμα της Ελλάδας 

Στην ελληνική περίπτωση, αυτό φαίνεται καθαρά μετά τα Τέμπη.
Το “ελληνικό έθνος” υπάρχει θεσμικά, αλλά η πίστη στον εαυτό του λαού έχει διαρραγεί. Όταν ένας πατέρας πρέπει να λιμοκτονήσει για να ακουστεί, κι όταν η κοινωνία παρακολουθεί αμήχανα, τότε δεν μιλάμε μόνο για κρατική ανεπάρκεια, μιλάμε για συλλογική υπαρξιακή αδυναμία.

Το “ποιοι είμαστε” δεν έχει πια απάντηση. Ο Έλληνας δεν βλέπει πια στον εαυτό του το υποκείμενο της αλλαγής, αλλά τον ανήμπορο θεατή της παρακμής.

5. Οι πρακτικές συνέπειες του υπαρξιακού προβλήματος

Όταν ένας Λαός πάσχει υπαρξιακά, η κρίση αυτή διαπερνά κάθε πτυχή της ζωής του.  Η απώλεια νοήματος γίνεται καθημερινό σύμπτωμα — όχι μεταφυσικό.

Τη βλέπουμε:

- Στην εργασία, όπου η δημιουργικότητα δίνει τη θέση της στην εξουθένωση. Ο άνθρωπος δεν εργάζεται για να προσφέρει, αλλά για να επιβιώσει. Κάνει «ό,τι να ’ναι» αρκεί να πληρωθεί, χωρίς υπερηφάνεια στο έργο του. Η εργασία γίνεται μηχανική, όχι δημιουργική.
- Στις ανθρώπινες σχέσεις, όπου κυριαρχεί η καχυποψία και η κούραση. Ο έρωτας γίνεται διαπραγμάτευση, η φιλία συμφέρον, η συντροφικότητα σπάνια — γιατί το «μαζί» χρειάζεται εμπιστοσύνη, κι αυτή έχει χαθεί.
- Στην κοινωνική συμπεριφορά, που ταλαντεύεται ανάμεσα στην ειρωνεία και την αδιαφορία. Όταν δεν πιστεύεις ότι κάτι μπορεί να αλλάξει, επιλέγεις να χλευάσεις όποιον προσπαθεί — κι έτσι ο φθόνος αντικαθιστά την αλληλεγγύη.
- Στην πολιτική συμμετοχή, που φθίνει. Οι πολίτες δεν συμμετέχουν πια γιατί νιώθουν ότι δεν έχει νόημα. Ψηφίζουν «με απόγνωση» ή «για να μη βγει ο άλλος». Ο κυνισμός γίνεται αυτοπροστασία από την απογοήτευση.
- Στη γλώσσα, που απογυμνώνεται από πάθος. Μιλάμε τεχνοκρατικά, ειρωνικά ή μηχανικά — λείπει η καρδιά από τον λόγο. Κι όταν χάνεται η καρδιά από τη γλώσσα, αρχίζει να χάνεται κι από τη σκέψη.
- Στην παιδεία, όπου το σχολείο μετατρέπεται σε μηχανισμό προσαρμογής κι όχι καλλιέργειας. Οι νέοι μαθαίνουν να περνούν εξετάσεις, όχι να καταλαβαίνουν τον εαυτό τους ή τον κόσμο. Έτσι, το υπαρξιακό κενό διαιωνίζεται.

Όλα αυτά δημιουργούν μια κοινωνία εσωτερικά κουρασμένη, όπου οι άνθρωποι δεν θυμώνουν πια, απλώς βαριούνται.
Δεν ονειρεύονται, απλώς ελπίζουν κάπως να «τη βγάλουν». Δεν αγαπούν, απλώς συνηθίζουν.

Και αυτό είναι το πιο επικίνδυνο στάδιο ενός υπαρξιακού προβλήματος: όταν η παραίτηση μεταμφιέζεται σε ωριμότητα, σε δήθεν ψυχραιμία ή ρεαλισμό. 

6. Πώς θεραπεύεται το υπαρξιακό πρόβλημα ενός Λαού

Όχι με μεταρρυθμίσεις ή επιδοτήσεις. Αλλά με επανεύρεση νοήματος: με την αναβίωση της σχέσης ανάμεσα στο Εγώ και στο Εμείς. Όταν ο λαός ξαναβρίσκει την ικανότητα να συγκινείται,
να πενθεί, να χαίρεται, να νοιάζεται, τότε αρχίζει και να υπάρχει ξανά.

Η υπαρξιακή αναγέννηση ενός Λαού δεν είναι έργο των κομμάτων, είναι έργο των ανθρώπων που ξαναδίνουν αξία στην καρδιά ως συλλογική μνήμη.

Συμπερασματικά, ένας Λαός αντιμετωπίζει υπαρξιακό πρόβλημα όταν ξεχνά γιατί υπάρχει, όταν χάνει τη συναισθηματική και ηθική συνοχή του, και παύει να βλέπει τον εαυτό του ως ζωντανό φορέα νοήματος. 

Το υπαρξιακό πρόβλημα ενός έθνους δεν φαίνεται στις σημαίες ή στα σύνορα, αλλά στο βλέμμα των ανθρώπων του —που κοιτούν χωρίς να βλέπουν, που μιλούν χωρίς να πιστεύουν, που ζουν χωρίς να θυμούνται γιατί.

Κι αντίστροφα, ένας Λαός θεραπεύεται όταν ξαναβρίσκει νόημα στη συλλογική του ύπαρξη, συνύπαρξη και πράξη. Αυτό είναι αυτό που πριν χρόνια μας έκλεψαν και είναι σήμερα το ζητούμενο: ΤΟ ΝΟΗΜΑ.

* Αναπτυξιακός & Κοινωνικός Ψυχολόγος, Διδάσκων Ψυχολογίας Πανεπιστημίου Neapolis. 

Πηγή: social media

Δρόμος ανοιχτός

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου